Δεν είναι το ζητούμενο η μοτοσυκλέτα αυτή καθαυτή αλλά το μέσο για να φτάσεις σε εκείνο που αναζητάς. Περιπέτεια στα βουνά είναι αυτή; Αδρεναλίνη; Να πάρεις το μυαλό σου από το άμεσο ζήτημα και να επικεντρωθείς για λίγο στην οδήγηση, ώστε να συγκεντρωθείς εκ νέου σε ό,τι σε απασχολεί; Ίσως και όλα αυτά μαζί. Το ζήτημα είναι να μην ανάγεται η απόκτηση μίας συγκεκριμένης μοτοσυκλέτας ως το τελικό στάδιο γιατί τότε υπάρχει πρόβλημα. Εκτός και αν είστε συλλέκτης που η κουβέντα είναι διαφορετική, το ζητούμενο είναι μία σέλα πάνω σε δύο ρόδες οποιαδήποτε σέλα σε οτιδήποτε ρόδες. Όποιος επικεντρωθεί σε εκείνα που θέλει να κάνει γίνεται ευτυχισμένος με οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα και δεν τον απασχολεί το μοντέλο, ή το πόσο κάνει. Ναι αν ο στόχος είναι να κερδίσεις στο βαλκανικό πρωτάθλημα ταχύτητας, ή να βγεις πρώτος στο Romaniacs δεν θέλεις οτιδήποτε αλλά κάτι πολύ συγκεκριμένο. Όλοι οι υπόλοιποι όμως που θέλουν να ταξιδέψουν, να ζήσουν την μαγεία της ζωής πάνω σε μία σέλα, ή απλά να γλιτώσουν την κίνηση της πόλης, δεν χρειάζονται κάτι συγκεκριμένο αλλά οτιδήποτε μπορούν να αποκτήσουν με τα οικονομικά μέσα που διαθέτουν. Την αναμονή μέχρι να πάρεις εκείνη που ονειρεύεσαι την καταλαβαίνω μέχρι του σημείου που φαίνεται το φως στην άκρη του τούνελ. Η χρόνια κατάσταση είναι παραίτηση δεν είναι υπομονή. Δεν φημιζόμαστε άλλωστε ως λαός για την περίσσεια της, κι όμως την ίδια στιγμή είναι αδιανόητο το γεγονός ότι κάθε μέρα δεν μειώνονται τα αυτοκίνητα εκεί έξω και δεν πολλαπλασιάζονται τα σκούτερ και οι μοτοσυκλέτες. Τόσες ώρες ακίνητοι σε ένα σημείο ή σε απόσταση βαδίσματος, δεν είναι λογικό να μπορεί να υπομένει κάποιος. Ακόμη και στα Γιάννενα που βρέχει πιο συχνά από αλλού, στην Φλώρινα και γενικά σε μία βόρεια ζώνη που είναι οι μόνοι που μπορούν να μιλήσουν για Χειμώνα. Οι υπόλοιποι; Είναι περίεργο το ότι αντέχουν και ταυτόχρονα έχει βρεθεί και η απάντηση. Η άγνοια για το πώς θα γίνει το πρώτο βήμα. Δεν ξέρουν τι να διαλέξουν, έχουν μπερδευτεί με τις κατηγορίες, με τις μάρκες και τα μοντέλα και ακόμη και όταν πηγαίνουν σε μαγαζιά μπερδεύονται ακόμη περισσότερο. Διότι ο πωλητής δεν θα τον βοηθήσει να βρει εκείνο που χρειάζεται και δεν ξέρει ότι θέλει αλλά εκείνο που αυτός θέλει να διώξει ή έχει πιο άμεσα διαθέσιμο. Αλλιώς θα είναι κακός στη δουλειά του. Αν μελετήσεις την ιστορία της μοτοσυκλέτας και πας σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο της αγωνιστικής χρήσης της, θα δεις πως η έλλειψη επιλογών είχε απλοποιήσει την ζωή των μοτοσυκλετιστών. Ένα σουλούπι υπήρχε για κάθε χρήση. Πριν τις Scrambler που αποτέλεσαν τον κορμό πάνω στις οποίες ξεπήδησαν οι Motocross και οι ON-OFF, με αυτή τη σειρά, υπήρχε ένα βασικό σουλούπι μοτοσυκλετών, που καβαλούσες και ξεκινούσες. Έπρεπε να έχεις βασικές γνώσεις μηχανικής βέβαια για να συνεχίσεις, αλλά αυτό ίσχυε για όλα τα οχήματα. Ούτε τι οθόνη είχε επάνω, ούτε πόσα έπιανε, ούτε κανείς την κρατούσε με ευλάβεια κλεισμένη να μην γράψει χιλιόμετρα μπας και την πουλήσει καλύτερα. Όποιος σκέφτεται την μεταπωλητική αξία ας πάρει γκαρσιονέρα τα οχήματα απλά χάνουν αξία. Σπάνια περίπτωση να έχει βγάλει προσφορά γνωριμίας ο αντιπρόσωπος για προπαραγγελίες και όταν τελικά έρθουν τα μοντέλα να έχει ανέβει το κόστος με αποτέλεσμα να μπορείς να πουλήσεις εκείνη που μόλις έχεις αγοράσει και ή να μην χάσεις καθόλου, είτε να κερδίσεις κιόλας. Έχει γίνει 3-4 φορές το τελευταίο διάστημα και για αυτό αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς, το παράδειγμα που σπάει τον κανόνα. Δεν είναι όμως όλες οι μοτοσυκλέτες μία σπάνια περίπτωση, οπότε καλό είναι να δίνει κανείς αξία στην ευκολία και την ταχύτητα μεταπώλησης, φτάνει να μην έρθει η ώρα που δεν χρησιμοποιεί την μοτοσυκλέτα του. Καλύτερα μία πιο προσιτή και τα ρέστα σε ταξίδια και βόλτες, παρά να κυνηγά κανείς το άπιαστο όνειρο και να μην καβαλά. Και πριν καβαλήσει ας βάλει και το κράνος του. Διότι τώρα τελευταία που έχουν εντατικοποιηθεί οι έλεγχοι ακούμε ένα σωρό νέες απίστευτες δικαιολογίες για την μη χρήση του και ανατριχιάζουμε από το τόσο έντονο déjà vu της δεκαετίας του ’80. Ας μην γίνονται βήματα προς τα πίσω και σε αυτό!
Editorial 562 - Αφανής τεχνολογία
Σ’ αυτό το τεύχος έχουμε μια πολύ ωραία αντίθεση: Απ’ τη μια μεριά δύο εξωτικές Ιταλικές κατασκευές, απ’ την άλλη, τρεις μοτοσυκλέτες που κάνουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά.
Κι ενώ είναι άγνωστο τι χρόνους θα έκανε μια Tamburini T12 Massimo στην πίστα, σε σχέση με την δωρητή κινητήρας της BMW S1000RR, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το απόλυτο της κατασκευής της. Με κινητήρα factory superbike της BMW που βγάζει 235 ίππους, ζυγίζει 154 κιλά, ένα λιγότερο από το ελάχιστο όριο των MotoGP! Όπως είπαν και οι άνθρωποι της BMW όταν την είδαν από κοντά, δεν υπάρχει περίπτωση μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής να πετύχει το επίπεδο της ποιότητας και της προσοχής στην λεπτομέρεια που έχει μια Τ12. Kι ούτε βέβαια θα μπορούσε ποτέ να είναι μαζικής παραγωγής μια μοτοσυκλέτα κόστους πάνω από 300.000 ευρώ. Γι’ αυτό και μίλησα για χρόνους, για γυρολόγια, για μετρήσιμα μεγέθη. Γιατί υπάρχει βέβαια η – αξία ανεκτίμητη – απόλαυση της μορφής, της υφής και της ποιότητας του συνόλου και των εξαρτημάτων του, υπάρχει το δέος του ονόματος του Tamburini και της ιστορίας του και της γνώσης πως αυτή ήταν για κείνον η ιδανική superbike, κι αυτά είναι αρκετά για να σε μαγέψουν χωρίς καν να χρειάζεται να την οδηγήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου πως σχεδόν όλες οι Bimota (πλην των DB2) που έχω οδηγήσει ήταν μάλλον απογοητευτικές ως σύνολο και συμπεριφορά (και ειδικά η πολυσυζητημένη Tesi), θα ήθελα πάρα πολύ να οδηγήσω μια Τ12 αλλά... απ’ τη μια θα κράταγα και μικρό καλάθι (με τόσες υποσχέσεις, είναι εύκολο να απογοητευτείς), κι απ’ την άλλη, αν όλα ήταν καλά, δεν έχω την ικανότητα να γράψω χρόνους ανταγωνιστικούς με μια μοτοσυκλέτα επιπέδου MotoGP. Μόνο εικόνες και αισθήσεις θα μάζευα, δεν θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω όπως της αξίζει και να μπορέσω να την αξιολογήσω σε ένα απίθανο να συμβεί ποτέ συγκριτικό: Μια Yamaha M1 που θα μας δάνειζε το φιλαράκι μας ο Valentino, μια BMW του παγκοσμίου SBK και μια T12 Massimo… Θα χρειαζόμασταν βέβαια και αντίστοιχα μυθικούς αναβάτες, για να τις οδηγήσουν στο Mugello κατά προτίμηση, για να βγάλουμε μετά τα συμπεράσματά μας. Τα γυρολόγια θα έλεγαν την ψυχρή αλήθεια, θα είχαμε μια τυπική νικήτρια, καλά θα περνάγαμε αν τις κάναμε κι εμείς μια βόλτα, αλλά μήπως έτσι θα χάναμε την ουσία; Τα πιο σημαντικά πράγματα στις μοτοσυκλέτες (όπως και στη ζωή) δεν είναι μετρήσιμα, δεν κατατάσσονται σε πρώτο δεύτερο τρίτο. Επιπλέον, κάθε τέτοια εξωτική κατασκευή έχει πολύ εξειδικευμένο και περιορισμένο πεδίο δράσης: Ακόμα και στην περίπτωση ενός πλούσιου συλλέκτη, ιδιοκτήτη T12, υποπτεύομαι πως περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν για κείνον να την χαζεύει στο γκαράζ του παρέα με τους φίλους του, παρά να κάνει μερικούς γύρους το χρόνο σε πίστα, φοβούμενος μην την κάνει την στραβή, το τσακίσει και το απαξιώσει. Η δε απολύτως χειρότερη περίπτωση θα ήταν να την αγοράσει κάποιος, και να την κρατήσει βουβή ακίνητη κι ανέραστη στο σαλόνι του σπιτιού του. Ως έργο τέχνης.
Στην άλλη άκρη του μοτοσυκλετιστικού σύμπαντος, έχουμε απλές και χρηστικές μοτοσυκλέτες όπως οι BMW F700GS και R 9T Scrambler, μαζί με την NC750X της Honda. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως ως σύνολο αποδίδουν καλύτερα απ’ ότι θα πίστευε κανείς βλέποντας τα επί μέρους εξαρτήματά τους και το εμφανές επίπεδο της τεχνολογίας τους. Μπορεί να έχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, να μην προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με την τεχνολογία τους, ας μην ξεχνάμε όμως πως η καλύτερη τεχνολογία δεν είναι κάποιο σύστημα ή ηλεκτρονικό βοήθημα, αλλά η φαιά ουσία του εγκεφάλου αυτών που εξέλιξαν τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Στην περίπτωση του Honda, η "αφανής" τεχνολογία συγκεντρώνεται κυρίως στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας ενός κατασκευαστή κολοσσού σε μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, έτσι ώστε να φτιάξει αυτό που ξέρει πως οι περισσότεροι αναβάτες χρειάζονται: Μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να καλύψει όλο το φάσμα χρήσεων στην άσφαλτο, με αξιοπιστία, πρακτικότητα και οικονομία. Έφτιαξε δηλαδή η Honda αυτό που χρειάζεται η πλειοψηφία των μοτοσυκλετιστών, κάτι που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτό που ονειρεύονται. Κάτι δηλαδή σαν την γυναίκα που θα ήσουν ευτυχής αν παντρευόσουν, σε αντίθεση με αυτή που θα επιθυμούσες να έχεις στο κρεβάτι σου. Λίγοι είναι τόσο ρεαλιστές ώστε να κάνουν τη σωστή επιλογή για συμβίωση, δυστυχώς.
Παρόμοιας φιλοσοφίας και το 700 της ΒΜW, με το σύνολο να αποδεικνύεται ανώτερο των επί μέρους εξαρτημάτων του, με πιο σπορ χροιά και απόδοση σε σχέση με το Honda. Τόσο μάλιστα, που λίγες αλλά καίριες αλλαγές το κάνουν να ανταγωνίζεται το "ανώτερο" στα χαρτιά, και προσανατολισμένο περισσότερο από το 700 προς το χώμα, F800GS.
Διαφορετικού είδους και επιδόσεων μοτοσυκλέτες χρειάζονται και άλλες δόσεις τεχνολογίας, δεν μπαίνουν όλες στο ίδιο τσουβάλι, κάνοντας άκυρες τις συζητήσεις του είδους "χρειάζεται το traction control ή όχι;". Για μια superbike είναι απαραίτητο, ειδικά αν ο αναβάτης της θέλει να απολαμβάνει την οδήγηση στην πίστα αντί να περιμένει το επόμενο high siding. Για τους 90 ίππους στο τροχό του Scrambler στις περισσότερες περιπτώσεις όχι, σε μερικές ναι, και τελικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Κι αυτές είναι οι προφανείς τεχνολογίες, ενώ πιο σημαντικές είναι οι αφανείς, που σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την σωστή κρίση, φτιάχνουν απολαυστικές, άρτιες και ομοιογενείς μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα, ένα πιρούνι με σωστά επιλεγμένα ελατήρια και αποσβέσεις, χωρίς ρυθμίσεις, θα δουλέψει καλύτερα από ένα πολύ μαλακό, αλλά πολυρυθμιζόμενο. Γιατί το δεύτερο, θα είναι μια ισχυρή ένδειξη πως αυτοί που εξέλιξαν την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν έκαναν τις σωστές επιλογές, με πιθανότερη κατάληξη πως και το σύνολο δεν θα λειτουργεί σωστά τελικά. Από το "τεχνολογικά εντυπωσιακό, αλλά πλημμελώς εξελιγμένο", το "καλοεξελιγμένο, αλλά απλό", είναι πάντα προτιμότερο. Και ο αναβάτης του, δένεται πολύ περισσότερο μαζί του, αφού δεν απογοητεύεται από τεχνολογίες που υποτίθεται θα του έκαναν τη ζωή εύκολη, ενώ αντίθετα του την κάνουν περίπλοκη χωρίς λόγο.
Το MOTO HAPPENING αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Ο λόγος; Η ανωτέρα βία!