Editorial 647 - Αγορά με την λογική και το συναίσθημα και ο οργανωμένος μοτοσυκλετισμός από εδώ και πέρα…

Από το

motomag

1/10/2023

Πιστεύτε πως κάποιος από τους αληθινά ελάχιστους που μπορούσαν την δεκαετία του ’80 να αγοράσουν καινούριο VMAX, σκεφτόταν αν θα ήταν χρηστικό ή αν θα μπορούσε αργότερα να το πουλήσει εύκολα; Κόστιζε ήδη ένα μικρό διαμέρισμα, ενώ μεταχειρισμένο μπορούσε να φύγει μετά από μία δεκαετία και με το ζόρι, αλλά έτσι και το άφηνες έστω και για δύο λεπτά χωρίς να πας μακριά, απλά γυρνώντας την πλάτη να μιλήσεις στον περιπτερά, στο είχαν ήδη σηκώσει. Δεν χρειαζόταν να σε πετύχει επαγγελματίας, μοτοσυκλέτες όπως αυτές τις έπαιρναν και μόνο για την βόλτα χωρίς να είναι κλέφτης ο άλλος, απλά επειδή καμία ευκαιρία δεν χανόταν. Τότε οι μοτοσυκλέτες ήταν λίγες και ήταν όλες αγορασμένες με βάση το συναίσθημα, ακόμη και η κλοπή τους για αυτό γινόταν, δεν ήταν αυτή η βαριά βιομηχανία που υπάρχει σήμερα. Στην Ιαπωνία ναι, η κλοπή ήταν βιομηχανία και έφτασε να γίνει εξαγώγιμο προϊόν με πολλές από αυτές να φτάνουν εδώ σε εμάς, χωρίς απαραίτητα να το ξέρει ο έμπορος που έκανε την εισαγωγή τους. Εδώ το συναίσθημα κυριαρχούσε σε κάθε πτυχή της δίτροχης συμβίωσης, μία εποχή που ο οργανωμένος μοτοσυκλετισμός δημιουργούνταν για να μπορέσει πρώτα να αλλάξει την εικόνα που υπάρχει για τις μοτοσυκλέτες προς την υπόλοιπη κοινωνία και έπειτα για να μπορέσει να αναμορφώσει τους μηχανόβιους και να τους κάνει μοτοσυκλετιστές. Στις ΗΠΑ και τις χώρες τις πρώην Σοβιετικής Ένωσης, μαζί και ορισμένες ακόμη χώρες τα κλαμπ πήραν άλλη τροπή, εδώ κινήθηκαν ανάποδα τα πράγματα, η οργάνωση έγινε για να σταματήσει αυτή η τροπή και ένας από τους λόγους που με την πάροδο του χρόνου αποδυναμώθηκε ο οργανωμένος μοτοσυκλετισμός, είναι πως έχασε τον πρωταρχικό λόγο ύπαρξης. Χωριστήκαμε σε κλαμπ ανά μάρκα και μοντέλο μόνο και μόνο για να κερδίσουμε εκπτώσεις, να πηγαίνουμε εκδρομές στον ίδιο προορισμό ή για τον ίδιο κάθε φορά λόγο και στο τέλος περισσότερο ατομικά συμφέροντα λίγων εξυπηρετούνταν και λιγότερο δουλειά γινόταν μέσα στις λέσχες.

Καθόλου τυχαίο που αυτό συνέβη σε εποχή αφθονίας, τότε που οι κατασκευαστές άκουγαν Ελλάδα και γελούσε και το μάτι τους εκεί στα ύψη που είχε φτάσει η αγορά στη χώρα μας. Είναι άλλωστε δεδομένο πως αν υπάρχουν λεφτά, ξεχειλίζει και το συναίσθημα… Ανάμεσα στα υπόλοιπα που χάσαμε την περίοδο της κρίσης είναι και το γεγονός πως σταματήσαμε να βλέπουμε τις μοτοσυκλέτες ως συναισθηματική αγορά, αλλά μία εκλογικευμένη απόφαση, ενώ πρέπει να συνυπάρχουν και τα δύο. Σκέτα είναι εξίσου λάθος, όπως ισχύει με πολλά πράγματα, η σωστή οδός προκύπτει από συνιστώσες. Όλα αυτά αρχίζουν σιγά – σιγά και δειλά, να βρίσκουν τον δρόμο τους και πάλι, ο οργανωμένος μοτοσυκλετισμός κάνει βήματα να αλλάξει και του το εύχομαι με έμπρακτο τρόπο, δηλαδή στηρίζω εκείνον που πρεσβεύει επιστροφή στις αξίες, μέχρι να αποδειχτεί ότι δεν το κάνει, καθώς διαφορετικά το πρώτο βήμα δεν θα γίνει ποτέ. Το συναίσθημα στην απόκτηση μοτοσυκλέτας επίσης επιστρέφει σιγά, σιγά το βλέπω στα μηνύματα που λαμβάνω. Τα οποία, παρένθεση, είναι πολλά και δεν παίρνουν απάντηση στην ώρα τους. Να ξέρετε πως το ξέρω αλλά δεν θα γίνει και κάτι διαφορετικό, απλά υπομονή. Ρωτά λοιπόν ο κόσμος, «το τάδε δεν είναι καλό εκεί και εκεί, όπως είπες, αλλά μου αρέσει και θέλω να κάνω εκείνο και λίγο από το άλλο, να προχωρήσω;». Παλαιότερα ο κόσμος ήθελε την καλύτερη σχέση τιμής και απόδοσης και το συναίσθημα θα ακολουθούσε. Τώρα αρχίζει να έρχεται πρώτο, όπως έχουν αρχίσει ήδη να οργανώνονται ομάδες για ταξίδια μακρινά και όχι μισό ρεζερβουάρ μακριά. Έρχονται ερωτήσεις για διαδρομές και μηνύματα για τους προορισμούς με πολύ πιο μεγάλη συχνότητα από πριν και είναι δεδομένο πως δεν είμαστε όλοι ζάπλουτοι. Απλά σιγά – σιγά ο κόσμος αρχίζει να βλέπει την μοτοσυκλέτα με το μάτι που θα έπρεπε. Τώρα περιμένω την στιγμή που θα εμφανιστεί εκείνη η κινέζικη μοτοσυκλέτα που θα αλλάξει το τοπίο γιατί κάποιοι θα την δουν και θα την αγοράσουν με το συναίσθημα. Μέχρι τώρα οι αγορά τους εκλογικεύεται με επιχειρήματα, όταν έρθει η στιγμή που κάποιος θα πει «δεν με νοιάζει από πού είναι, εγώ αυτή θέλω» τότε η αγορά θα έχει αλλάξει, διότι και ο ανταγωνισμός από εκεί θα έχει γίνει πολύ πιο έντονος. Κι αυτό όπως δείχνουν όλα θα μας βρει ενώ συμβαίνουν όλα τα παραπάνω, μία φάση ανόδου και εξωστρέφειας όπου ο κόσμος καβαλά περισσότερο, οργανώνεται περισσότερο, συμμετέχει, ταξιδεύει και τελικά δίνει πίσω στη μοτοσυκλέτα, αρκετό από το συναίσθημα που είχε χαθεί. Είναι μία καλή περίοδος…

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.