Editorial 646 - Εξίσου επικίνδυνο και το «αργά βαδίζω, ζωή κερδίζω»

Από το

motomag

1/9/2023

Όπως ακριβώς οι ανοιξιάτικοι μήνες χωρίς βροχή γεμίζουν τους δρόμους με ξεκράνωτους και σαγιονάρες, γιατί ως γνήσιος χρήστης δικύκλου και όχι ως μοτοσυκλετιστής πραγματικός, απεχθάνεται την βροχή ο ξεκράνωτος σαγιονάρας, έτσι και ο Σεπτέμβριος σηματοδοτεί την επιστροφή του «όλο αριστερά, δικαίωμά μου είναι». Έχουμε εξαντλήσει το θέμα της καταπάτησης των ορίων ταχύτητας και μάλιστα μέσα στις πόλεις και τα χωριά της χώρας που μαζί με μία ακόμη σωρεία παραβιάσεων αποτελούν βασική αιτία για την τραγική πρωτιά της χώρας σε τροχαία δυστυχήματα. Ακριβώς επειδή έχουμε εξαντλήσει τα θέματα αυτά, πρέπει να μιλήσουμε και για ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα στους δρόμους αυτής της χώρας για το οποίο ελάχιστα έχουν ειπωθεί. Εξίσου προβληματική συμπεριφορά με εκείνον που τρέχει παραπάνω, επιδεικνύει και εκείνος που πηγαίνει σιγά σε λεωφόρους και δρόμους που το όριο δεν είναι 50 χ.α.ω αλλά παραπάνω. Δεν μιλάμε για την Ε.Ο. λοιπόν που σε σημεία ισχύει το 130 χ.α.ω και σπάνια θα δεις κάποιον ξεχασμένο αριστερά, αλλά για κάτι πολύ πιο άμεσο, πολύ πιο επικίνδυνο επίσης που το βλέπουμε συνέχεια και πιο έντονα στην αρχή του Φθινοπώρου: Να οδηγεί κανείς αργά στην αριστερή λωρίδα.

Στην Αυστρία το να οδηγείς συνέχεια αριστερά επισύρει πρόστιμο, στην Γερμανία δεν διανοείται κανείς να κολλήσει αριστερά όχι μόνο στα λίγα πλέον σημεία που δεν υπάρχει όριο ταχύτητας, αλλά γενικά σε όλο το δίκτυο. Νιώθω τυχερός που μπορώ να μιλάω βασισμένος στην εμπειρία, οπότε μετρήστε πως εκτός Βαλκανίων κανείς δεν οδηγεί στο αριστερό ρεύμα πηγαίνοντας κάτω από το ανώτατο όριο ταχύτητας, αλλά μένει κολλημένος σε αυτό. Στις ΗΠΑ υπάρχουν δρόμοι με αμέτρητες λωρίδες ανά κατεύθυνση και όρια ταχύτητας που παρακολουθούνται πολύ αυστηρά. Οδηγούν λοιπόν σε όλες τις λωρίδες κοντά στο όριο και εκνευρίζονται με τους οδηγούς που δεν κάνουν το ίδιο. Στις Σκανδηναβικές χώρες δεν υπάρχει εκτεταμένο δίκτυο αυτοκινητόδρομων, η Νορβηγία έχει ελάχιστα χιλιόμετρα και όλα στο νότιο τμήμα, δεν χρειάζεται όλο το χρόνο στο βόρειο κομμάτι της έτσι κι αλλιώς. Τα όρια τηρούνται ευλαβικά και τα πρόστιμα είναι βαριά, δεν θα δεις όμως και κανέναν να πηγαίνει με 70 χ.α.ω εκεί που το όριο είναι 90, των φορτηγών συμπεριλαμβανομένων.

Ξεχασμένος λοιπόν στην αριστερή λωρίδα με τους υπόλοιπους να προσπερνούν από δεξιά, αγνοώντας εκείνους που τον αγριοκοιτούν είναι μονάχα ο Έλληνας σε μεγάλο βαθμό και σε μικρότερη επέκταση ο Βαλκάνιος. Έχω γυρίσει όλες τις χώρες, από εκείνες που κακώς ή από σπόντα της ιστορίας νοούνται ως τέτοιες, ή είναι απλά ένα ιδιαίτερο καθεστώς εδάφους όπως το Γριβραλτάρ, το Μονακό, το Λιχτενστάιν και έπειτα όλες τις μικρές και τις μεγάλες και φυσικά κάθε σπιθαμή των Βαλκανίων, με τους χωματόδρομους να συμπεριλαμβάνονται. Σας το ξανά λέω πως αυτό το κόλλημα με την αριστερή λωρίδα το έχουμε μόνο εμείς και το έχουμε γιατί υπάρχει -δυστυχώς- τεράστια ανοχή με εκείνους που πηγαίνουν πολύ γρήγορα. Το «έλα μωρέ όποτε θέλω τρέχω» λειτουργεί στο μυαλό εκείνου που καθυστερεί την ροή των αυτοκινήτων ως μαξιλάρι ύπνου. Ο Δανός θα πάρει τηλέφωνο και θα δώσει στην αστυνομία τα στοιχεία σου αν τον προσπεράσεις με 200χ.α.ω. Ο Δανός αστυνομικός που βρίσκεται λίγο πιο κάτω γιατί δεν χρειάζεται να κάνει τον σφραγιδάκια κλεισμένος μέσα στο τμήμα πάνω από ένα πάκο χαρτιά, ούτε τον υπηρέτη πολιτικών και επιχειρηματικών με μέσο και την ταμπέλα του φύλακα προστασίας, θα σε σταματήσει και είναι βέβαιο πως δεν θα την γλιτώσεις. Πιο ελαστικοί σε συμπεριφορά οι Νορβηγοί και ακόμη περισσότερο οι Σουηδοί, αλλά ούτε και εκεί θα την γλιτώσεις αν το παρακάνεις και το αποτέλεσμα είναι ένα: Σπάνια βλέπεις κάποιον να πηγαίνει πολύ γρήγορα, πολύ πάνω από το όριο. Εξίσου όμως σπάνια θα συναντήσεις κάποιον να πηγαίνει πολύ πιο κάτω από το όριο.

Ο υπαίτιος της διατάραξης της φυσιολογικής ροής σε μία λωρίδα, είτε επειδή πηγαίνει αργά αριστερά, είτε γιατί έχει παρανόμως σταματήσει τέρμα δεξιά μπροστά σε είσοδο καταστήματος για να μην περπατήσει, ευθύνεται για την αύξηση της ταχύτητας των οχημάτων αμέσως αφότου τον προσπεράσουν αλλά και για την αργή κίνησή τους πίσω τους. Οι δρόμοι θα πρέπει να είναι σωλήνες, όχι μπουκάλια κρασιού στιβαγμένα το ένα πίσω από το άλλο, όπως είναι τώρα. Επιβραδύνεις στον λαιμό του μπουκαλιού γιατί κάποιος πηγαίνει αργά ή επειδή άργησε να ξεκινήσει στο φανάρι, αναπτύσσεις ταχύτητα και ξανά βρίσκεις ροή για λίγο μέχρι να την ξανά χάσεις στον επόμενο λαιμό που θα συναντήσεις μπροστά σου.

Ως Έλληνες πολίτες που έχουμε μόνο δικαιώματα και καθόλου ευθύνες, μπερδεμένοι και για τα δικαιώματά μας μερικές φορές με κορυφαίο παράδειγμα: «πληρώνω δημοτικά τέλη, δικαίωμά μου να πετάξω το σκουπίδι κάτω, να έρθουν οι υπάλληλοι να το μαζέψουν», αδυνατούμε να καταλάβουμε πόσο μεγάλο ζήτημα είναι να πηγαίνει κανείς αργά αριστερά ή να αργεί να ξεκινήσει στο φανάρι. Όχι μόνο να ξεχαστείς και να σου κορνάρουν αλλά και το να ξεκινήσεις μετά τον μπροστινό σου αντί για μαζί του, εμπίπτει επίσης στην παραπάνω λανθασμένη συμπεριφορά. Ελάχιστα τέτοια παραδείγματα στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθημερινή η κατάσταση στους Ελληνικούς δρόμους. Πείτε λοιπόν στους δικούς σας ανθρώπους πως αν τους προσπερνούν από δεξιά δεν είναι όλοι «ζουλάπια που δεν σέβονται τίποτα», ούτε «τεντηπόϊδες που τρέχουν, ανεύθυνοι κτλ», το λάθος είναι που βρίσκονται εκείνοι στην αριστερή λωρίδα. Κανείς δεν σου λέει να βιάζεσαι, αλλά να μην βιάζεσαι μένοντας δεξιά, αυτή είναι η μεγάλη διαφορά. Και είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει την εικόνα εκεί έξω. Η δικαιολογία επίσης «πηγαίνω στο όριο, είναι παράνομη η προσπέραση» μπορεί να υπάρξει μόνο αν αυτό το όριο τηρείται ευλαβικά και όχι στο περίπου. Αν το όριο είναι 70 χ.α.ω. και πηγαίνεις με 65, τότε το πρόβλημα είναι δικό σου και κακώς βρίσκεσαι δεξιά. Κι ένα τελευταίο: Δικαστές και ισχυρογνώμονες έχουμε γεμίσει. Δεν ξέρεις αν πεισμώνοντας στην αριστερή λωρίδα καθυστερείς κάποιον που σε ενδεχόμενο δικαστήριο θα αθωωθεί παραβιάζοντας το όριο γιατί τα δικαστήρια κάνουν και αυτό, αθωώνουν αν αποδείξεις πως υπήρχε σοβαρός λόγος που έτρεχες. Γίνεται να έχουν όλοι νομικά σωστό λόγο που παραβιάζουν το όριο; Σίγουρα δεν έχουν. Αλλά δεν ξέρεις αν εκείνος που ανάβει τα φώτα είναι ο ένας στο εκατομμύριο, για αυτό κάνει στην άκρη και άφησέ τον να φύγει. Δεν επεκτείνομαι στην περίπτωση της βραδυπορίας που επίσης τιμωρείται διοικητικά από τον Κ.Ο.Κ όπως και την είσοδο οχημάτων σε δρόμους που απαγορεύεται να κινούνται, όπως πατίνια σε λεωφόρους και ποδήλατα σε Ε.Ο. Διότι είναι διαφορετικές περιπτώσεις καθώς εκεί η επικινδυνότητα αλλά και η παρανομία αναγνωρίζεται από εκείνον που την εκτελεί εκείνη την στιγμή, ενώ η πιο πάνω συμπεριφορά δεν λογαριάζεται ως επικίνδυνη και υπαίτια για την αύξηση της κίνησης στους αστικούς δρόμους.

 

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.