Editorial 641 - Στη σωστή ποσότητα

Από το

motomag

1/4/2023

Αυτή την στιγμή καμία εταιρεία μοτοσυκλετών δεν έχει τον ίδιο τρόπο αρχικού σχεδιασμού ενός νέου μοντέλου. Η ανάπτυξη δεν διαφέρει παρά ελάχιστα στα βήματα που ακολουθεί από εκεί και πέρα, είτε είναι Ευρωπαίος, είτε Ιάπωνας, είτε ακόμη και Κινέζος κατασκευαστής. Ωστόσο οι πρώτες γραμμές, το πρώτο σχέδιο και η έμπνευση για να γίνουν αυτές είναι κάτι τελείως διαφορετικό ανάμεσα στους κατασκευαστές. Η Honda έχει με διαφορά μία από τις πιο ριζοσπαστικές διαδικασίες καθώς αναρτά σε πίνακες ανακοινώσεων ανά τον κόσμο τα σχέδια και ανώνυμα από κάτω, τοποθετώντας πινέζες, ψηφίζουν οι σχεδιαστές τα σχέδια των συναδέλφων τους. Το τμήμα της Ιταλίας είναι ο βασικός πυλώνας σχεδιασμού της Honda αλλά στον πίνακα ανακοινώσεων τού μπορεί κανείς να δει σχέδια από τμήμα στην Ταϊλάνδη ή την Ιαπωνία και αντίστοιχα να το ψηφίσει, όπως έγινε με τα ADV150 που κυκλοφορούν στην ασιατική αγορά. Αυτό βέβαια έχει οδηγήσει και σε εκτρώματα, όπως το Vultus, αλήθεια το θυμάται κανείς; Το είχα δει από κοντά σε μία παρουσίαση άλλου μοντέλου που εντελώς ειρωνικά είχε γίνει σε ένα τεράστιο σπήλαιο γεμάτο νυκτερίδες. Είχαν φέρει μαζί τους και το Vultus που φαινόταν λες και όλες μαζί οι νυκτερίδες είχαν επιτεθεί σε ένα Integra και όταν έφυγαν τελικά από πάνω του, υπήρχε στην θέση του αυτό το… περίεργο κατασκεύασμα που ποτέ δεν τα κατάφερε εμπορικά. Η περίεργη αυτή διαδικασία όμως έχει οδηγήσει και σε επιτυχίες όπως το X-Adv που δεν υπήρχε στα σχέδια της Honda, δεν προτάθηκε από το εμπορικό τμήμα αλλά ψηφίστηκε από τους σχεδιαστές και τράβηξε έτσι τα βλέμματα στην Ιαπωνία που έχει και τον τελικό λόγο για το τι θα κατασκευαστεί σε οποιαδήποτε αγορά ανά τον κόσμο και τελικά προχώρησε και έγινε και τεράστια επιτυχία.

Η KTM έχει τον Gerald Kiska και το γραφείο του που σε γενικές γραμμές τους έχει σώσει αλλά υπάρχουν στιγμές στην πορεία του που το αγύριστο κεφάλι του τους έχει χαντακώσει, όπως με τα 790 Adventure και έπειτα τα 890 που επέμενε πως είναι καλή επιλογή να μοιάζουν με αλογάκι της Παναγίας. Εμένα προσωπικά μου άρεσε και έτσι, όχι γιατί είναι συμπαθητικό ως έντομο αλλά γιατί την εμφάνιση της μοτοσυκλέτας την κρίνω από τη σέλα της κι από αυτό που αντικρίζω καβαλώντας την, η εξωτερική εικόνα είναι σημαντική -ναι- αλλά μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Τώρα που ο Kiska νέρωσε το κρασί του και το 890 Adventure δείχνει όπως κάθε άλλη μοτοσυκλέτα της κατηγορίας, είναι σαφώς πιο όμορφο από πριν. Η Yamaha από την άλλη πλευρά έχει την εξαιρετική επιτυχία να σχεδιάζει μοτοσυκλέτες που είναι γενικά αποδεκτές, αντικειμενικά όμορφες δηλαδή, καθώς η ομορφιά παρότι υποκειμενική υπόθεση ξεκινά από τελείως αντικειμενική βάση και βασικό της θεμέλιο είναι η συμμετρία. Πράγμα που έχω συζητήσει προσωπικά με τον σχεδιαστή που επί σειρά ετών έκανε όλα τα BMW αλλήθωρα και μου έλεγε πως είναι πιο σημαντικό να είναι πρακτικά τα φώτα και όχι να είναι όμορφα, καταλήγοντας να συμφωνούμε πως διαφωνούμε πλήρως για το αν γίνεται να τα πετύχεις και τα δύο. Γενικά η BMW έχει κάνει ένα σωρό περίεργα πράγματα με τα φώτα της με βασικό παράδειγμα εδώ τον περιστρεφόμενο XENON προβολέα της K1600GT/GTL και ευτυχώς από την ημέρα που τα LED έδωσαν διαφορετικές λύσεις σταμάτησε αυτούς τους πειραματισμούς. Βασικό στοιχείο της Yamaha και της BMW είναι πως δουλεύουν με σταθερά άτομα, με την διαφορά πως η Yamaha έχει σίγουρα πετύχει καλύτερη σύνθεση ομάδας. Το γραφείο του Kiska είναι διαμετρικά αντίθετη περίπτωση, μοιάζει με terminal αεροδρομίου, αλλάζουν στελέχη συνέχεια. Ένα από τα πιο ικανά, ο Craig Dent σχεδιαστής του Norden μεταξύ άλλων, αποχώρησε πριν από δύο χρόνια και έφτιαξε το δικό του γραφείο στο Salzburg μαζί με την KSR όπου αναλαμβάνει όμως δουλειές και για άλλους κατασκευαστές. Κανείς δεν έχει κοινή προσέγγιση στο πώς να ξεκινήσει το σχέδιο όμως όλοι ακολουθούν τα ίδια βήματα, την ίδια ακριβώς πορεία δημιουργίας από εκεί και πέρα. Ο πηλός, το στατικό μοντέλο, το tooling της γραμμής παραγωγής, οι δοκιμές στον δρόμο, η προ-παραγωγή, ο τελικός έλεγχος, είναι μία πορεία που δεν διαφέρει πολύ ανάμεσα στους βασικούς κατασκευαστές μοτοσυκλετών, εκτός από το πώς σχεδιάζουν την πρώτη γραμμή ενός νέου μοντέλου. Ξέρετε τι άλλο έχουν κοινό; Πως κανείς δεν μπορεί να αποφασίσει τι είναι αυτό που τελικά αρέσει στον κόσμο. Υπάρχει ένας παρονομαστής στον οποίο όλοι συμφωνούν, πως ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι πολύ συντηρητικός και δεν του αρέσει το εξεζητημένο σχέδιο. Την ίδια στιγμή που η Hayabusa ήταν κάποτε ιδιαίτερα εξεζητημένη και άκρως πετυχημένη, τελικά κατέστει απόλυτα συντηρητική μιας και υπάρχει σχεδόν απαράλλαχτη εδώ και είκοσι χρόνια. Ας φύγουμε όμως από τη Suzuki που ότι και να κάνει στον τομέα του σχεδιασμού, μπορεί να πάει μόνο μπροστά στην παρούσα φάση που βρίσκεται. Κανείς λοιπόν δεν έχει αποκωδικοποιήσει μέχρι τώρα τι είναι αυτό που κάνει μία μοτοσυκλέτα όμορφη. Ποιος είναι ο μηχανισμός πίσω από μία κοινά αποδεχτή άσχημη μοτοσυκλέτα, ώστε να τον μαρκάρεις σαν σκόπελο και να μην πέφτεις επάνω του; Η τέχνη έχει απαντήσει σε αυτό. Η υπερβολή είναι όμορφη, η υπερβολή είναι ζωή. Περάσαμε από τον ρεαλισμό στην τέχνη και καταλάβαμε πως όταν η τέχνη αποτυπώνει την πραγματικότητα γίνεται βαρετή και δεν ξεχωρίζει από εκείνο που έτσι και αλλιώς έχει το μάτι συνηθίσει να βλέπει, οπότε την προσπερνάς. Ο Έφηβος του Κριτία είναι το καλύτερο παράδειγμα ρεαλισμού στην αρχαιότητα και ως πρώτο έμεινε στην ιστορία. Το δεύτερο δεν το ξέρει κανείς γιατί πολύ απλά η τέχνη εμπνέεται από την πραγματικότητα για να δημιουργήσει την κατάλληλη υπερβολή που θα τραβήξει τον θεατή και θα τον καθηλώσει. Σπάνια η υπερβολή αυτή δουλεύει υπερθετικά στη μοτοσυκλέτα, πιο συχνά γυρνά boomerang. Η MV Agusta έχει εξαιρετικό σερί σωστής ποσότητας υπερβολής δημιουργώντας όμορφες μοτοσυκλέτες, η Suzuki εξαιρετικό σερί μηδενικής ποσότητας, κάνοντας τα πάντα άνοστα και συνηθισμένα. Κατά καιρούς όλοι έχουν βρει την σωστή ποσότητα, ελάχιστοι την έχουν κρατήσει για πολύ στα χέρια τους

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.