Editorial 640 - To Bradefer KTM - BAJAJ και στην μέση τα 490…

Από το

motomag

1/3/2023

Ο μεγιστάνας Stefan Pierer, από τους πλέον δραστήριους και πανέξυπνους ανθρώπους της βιομηχανίας μοτοσυκλέτας όπως τον χαρακτήρισε ο Eric De Seynes, CEO της Yamaha Europe (και για εμένα εξίσου έξυπνος και δραστήριος), διαλέγει να συνεργαστεί με τον μεγιστάνα Rahul Bajaj, έναν από τους πιο ικανούς ανθρώπους σε ολόκληρη την Ινδική βιομηχανία. Η συνεργασία δύο μεγιστάνων που είναι εξίσου φιλόδοξοι και ικανοί στους ίδιους ακριβώς τομείς δραστηριοτήτων, ξεκινά πάντα με την ορμή που δημιουργεί αυτή η ταύτιση προσωπικοτήτων και κοινών στόχων και αναπόφευκτα οδηγεί στη σύγκρουση. Διότι η κορυφή δεν έχει χώρο για δύο και όταν έχεις στόχο να την κατακτήσεις θα συμπορευτείς στους πρόποδες με όποιον πηγαίνει προς την ίδια κατεύθυνση αλλά όσο ανεβαίνεις και το πλάτος στενεύει, τόσο κοιτάς να βρεθείς πιο μπροστά από κάθε άλλον δίπλα σου. Κι αν δεν υπάρξει προσπέραση, τότε μοιραία έρχεται η σύγκρουση. Managing director της Bajaj Auto είναι από το 2005 ο Rajiv Bajaj που είναι νεότερος από τον Pierer. Ωστόσο ο Rahul εγγονός το ιδρυτή του τεράστιου αυτού γκρουπ που εκτείνεται σε 40 εταιρείες και σε διαφορετικούς τομείς, όχι μόνο στις μοτοσυκλέτες, παραμένει επικεφαλής και επιβλέπει τα πάντα. Rahul και Stefan έχουν πολλές ομοιότητες και αντίστοιχο πεδίο δράσης στον χρηματιστηριακό τομέα όπου ο Pierer θεωρείται αυθεντία από μία μικρή μερίδα ανθρώπων που έχει δει το έργο του εκεί, με το ευρύτερο κοινό να τον γνωρίζει μονάχα μέσα από την πορεία του στην KTM, ενίοτε και από τις καυστικές του δηλώσεις στον Τύπο. Για μία από αυτές ο λόγος, απλά πρέπει να περιγράψουμε πρώτα το πεδίο της μάχης. Ο Rahul ανέλαβε την Bajaj το 1994 όταν απεβίωσε ο θείος του, Ramkrishna που είχε πάρει τα σκήπτρα της εταιρείας από τον πατέρα του Rahul, τον Kamalnayan. Εκείνος ήταν που έβαλε την Bajaj στα σκούτερ την ταραχώδη εποχή πριν τελειώσει ο ΒΠΠ έχοντας αναλάβει την εταιρεία από τον πατέρα του, τον πρώτο της δυναστείας ονόματι Jamnalal και μαθητή μάλιστα του Mahatma Gandhi. Για αυτό και η Bajaj πορεύτηκε με τις αρχές του Γκαντισμού. Ο Rahul αναλαμβάνει το 1994 τα ηνία της Bajaj, ο Pierer διανύει εκείνη την στιγμή την δεύτερη χρονιά στο τιμόνι της KTM και χρόνια αργότερα οι δύο αυτοί μεγιστάνες θα συνεργαστούν στενά. Ο Rahul απεβίωσε ακριβώς πριν από ένα χρόνο σε ηλικία 83 ετών και μπορεί το τεράστιο αυτό γκρουπ να ήταν ήδη πολύ μεγάλο για έναν άνθρωπο και να διοικούταν ήδη από μέλη της οικογένειας, αλλά μέχρι και την τελευταία στιγμή είχε λόγο σε κάθε σημαντική απόφαση.

Στην τελευταία μου επίσκεψη στα κεντρικά γραφεία της KTM AG στο Mattighofen, ένα υψηλόβαθμο στέλεχος που σπάνια εμφανίζεται στις δημοσιογραφικές αποστολές και αγαπά πολύ την Ελλάδα την οποία επισκέπτεται οικογενειακώς για διακοπές, μου λέει χαρακτηριστικά πως σε μία κρίσιμη καμπή της πορτοκαλί πορείας η επιτυχία των μονοκύλινδρων που κατασκευάζει η Bajaj τους ανέκοψε από μία κατηφορική βουτιά. Έχουν φυσικά οριστικά γλιτώσει καταφέρνοντας να γίνουν ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος κατασκευαστής. Δεν είναι άλλωστε μυστικό πως τα 200, 250 και κυρίως τα 390 έδωσαν στην KTM μία τεράστια ώθηση τόσο στην τεράστια αγορά της Ινδίας, όσο και στην Ευρωπαϊκή. Ο Rajiv Bajaj, στρατηγικός εταίρος της KTM με 48% χαιρετά την απόκτηση της Husqvarna και όλα δείχνουν πως αυτή η συνεργασία έχει γίνει ένας γάμος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Για αυτό και δεν υπάρχει κανένας ντόρος, όταν ένα χρόνο πριν από όλα αυτά, ο Pierer ξεκινά συνεργασία με την CFMOTO θεμελιώνοντας εργοστάσιο στην Κίνα. Παράλληλα η Bajaj ανακοινώνει την έναρξη συνεργασίας με την Triumph, αυτό είναι πιο ανησυχητικό καθώς η συνεργασία αφορά τις αγορές που ήδη εμπλέκεται η KTM και όχι ένα νέο πεδίο όπως η Κίνα. Περνά όμως πιο ήπια, πρώτα γιατί δεν υπάρχει δεδομένο πλάνο συνεργασίας και έπειτα γιατί δεν έχει οριστικοποιηθεί ο ορίζοντας της εκκίνησης της. Ταυτόχρονα η πλευρά της Αυστρίας εξηγεί πως στόχος είναι η αγορά της Κίνας και εταίρος σε αυτό μία εταιρεία με λαμπρό μέλλον εκεί, διαλύοντας και το παραμικρό συννεφάκι στο γάμο με την Bajaj. Παράλληλα με τα παραπάνω ο Pierer παραχωρεί συνέντευξη στον Alan Cathcart ρίχνοντας την βόμβα πως έχει ξεκινήσει η δημιουργία μίας ολόκληρης σειράς δικύλινδρων μοντέλων 490 στην Ινδία! Κυλά ο χρόνος χωρίς να βλέπουμε τέτοια μοντέλα και φτάνουμε στο 2020 όπου σε νέα συνέντευξη και με ξεκάθαρη ερώτηση αν έχει εγκαταλείψει το πλάνο των 490, ο Pierer ρίχνει την βόμβα πως το R&D στο Pune της Ινδίας όπου βρίσκεται και το εργοστάσιο της Bajaj έχει δουλέψει σκληρά και έχουν το πλάνο ανάπτυξης έτοιμο, αλλά ενδέχεται η παραγωγή του να φύγει και να πάει στην CFMOTO αναβαθμίζοντας τον ρόλο της, ως στρατηγικό εταίρο. Τα τηλέφωνα στην Αυστρία αρχίζουν να χτυπάνε αμέσως μόλις ο Cathcart μεταδίδει τα λόγια του Pierer πρώτα από τους αντιπροσώπους που ρωτάνε να μάθουν πότε έρχονται τα μοντέλα και έπειτα από τα ίδια τα στελέχη της KTM που δεν γνωρίζουν τίποτα για το σχέδιο αυτό. Είναι η πρώτη ένδειξη προς τα έξω πως υπάρχουν σύννεφα στις σχέσεις των δύο μεγιστάνων. Στην πορεία των γεγονότων η Bajaj ενισχύει τους δεσμούς με την Triumph και αμέσως μετά η Triumph ανακοινώνει το πλάνο της να μπει στην αγορά Motocross και Enduro, εκεί δηλαδή που κατεξοχήν δραστηριοποιείται η KTM! Τα 490 κάνουν την εμφάνισή τους σε συνέδριο μετόχων του Pierer Group όπου εργοστάσιο κατασκευής αναφέρεται η Bajaj και στην πορεία ο Rahul εγκαταλείπει τον μάταιο τούτο κόσμο. Πριν από λίγες ημέρες ο Pierer εξηγεί πως η πλατφόρμα 490 εγκαταλείφθηκε για πάντα και θα στραφεί σε μία νέα που θα αναπτύξει η CFMOTO. Αυτό σημαίνει πως μπήκαμε σε μία νέα δυναμική ισορροπία και όχι οριστική ρήξη στις σχέσεις τους και πως φυσικά 490 καλά κάναμε και περιμέναμε, αλλά δεν θα τα δούμε ποτέ. Οι δύο τους θα συνεχίσουν από κοινού για όσο χρειαστεί, αλλά από άλλο δρόμο προς την κορυφή, κι όποιος φτάσει πρώτος…

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.