Editorial 640 - To Bradefer KTM - BAJAJ και στην μέση τα 490…

Από το

motomag

1/3/2023

Ο μεγιστάνας Stefan Pierer, από τους πλέον δραστήριους και πανέξυπνους ανθρώπους της βιομηχανίας μοτοσυκλέτας όπως τον χαρακτήρισε ο Eric De Seynes, CEO της Yamaha Europe (και για εμένα εξίσου έξυπνος και δραστήριος), διαλέγει να συνεργαστεί με τον μεγιστάνα Rahul Bajaj, έναν από τους πιο ικανούς ανθρώπους σε ολόκληρη την Ινδική βιομηχανία. Η συνεργασία δύο μεγιστάνων που είναι εξίσου φιλόδοξοι και ικανοί στους ίδιους ακριβώς τομείς δραστηριοτήτων, ξεκινά πάντα με την ορμή που δημιουργεί αυτή η ταύτιση προσωπικοτήτων και κοινών στόχων και αναπόφευκτα οδηγεί στη σύγκρουση. Διότι η κορυφή δεν έχει χώρο για δύο και όταν έχεις στόχο να την κατακτήσεις θα συμπορευτείς στους πρόποδες με όποιον πηγαίνει προς την ίδια κατεύθυνση αλλά όσο ανεβαίνεις και το πλάτος στενεύει, τόσο κοιτάς να βρεθείς πιο μπροστά από κάθε άλλον δίπλα σου. Κι αν δεν υπάρξει προσπέραση, τότε μοιραία έρχεται η σύγκρουση. Managing director της Bajaj Auto είναι από το 2005 ο Rajiv Bajaj που είναι νεότερος από τον Pierer. Ωστόσο ο Rahul εγγονός το ιδρυτή του τεράστιου αυτού γκρουπ που εκτείνεται σε 40 εταιρείες και σε διαφορετικούς τομείς, όχι μόνο στις μοτοσυκλέτες, παραμένει επικεφαλής και επιβλέπει τα πάντα. Rahul και Stefan έχουν πολλές ομοιότητες και αντίστοιχο πεδίο δράσης στον χρηματιστηριακό τομέα όπου ο Pierer θεωρείται αυθεντία από μία μικρή μερίδα ανθρώπων που έχει δει το έργο του εκεί, με το ευρύτερο κοινό να τον γνωρίζει μονάχα μέσα από την πορεία του στην KTM, ενίοτε και από τις καυστικές του δηλώσεις στον Τύπο. Για μία από αυτές ο λόγος, απλά πρέπει να περιγράψουμε πρώτα το πεδίο της μάχης. Ο Rahul ανέλαβε την Bajaj το 1994 όταν απεβίωσε ο θείος του, Ramkrishna που είχε πάρει τα σκήπτρα της εταιρείας από τον πατέρα του Rahul, τον Kamalnayan. Εκείνος ήταν που έβαλε την Bajaj στα σκούτερ την ταραχώδη εποχή πριν τελειώσει ο ΒΠΠ έχοντας αναλάβει την εταιρεία από τον πατέρα του, τον πρώτο της δυναστείας ονόματι Jamnalal και μαθητή μάλιστα του Mahatma Gandhi. Για αυτό και η Bajaj πορεύτηκε με τις αρχές του Γκαντισμού. Ο Rahul αναλαμβάνει το 1994 τα ηνία της Bajaj, ο Pierer διανύει εκείνη την στιγμή την δεύτερη χρονιά στο τιμόνι της KTM και χρόνια αργότερα οι δύο αυτοί μεγιστάνες θα συνεργαστούν στενά. Ο Rahul απεβίωσε ακριβώς πριν από ένα χρόνο σε ηλικία 83 ετών και μπορεί το τεράστιο αυτό γκρουπ να ήταν ήδη πολύ μεγάλο για έναν άνθρωπο και να διοικούταν ήδη από μέλη της οικογένειας, αλλά μέχρι και την τελευταία στιγμή είχε λόγο σε κάθε σημαντική απόφαση.

Στην τελευταία μου επίσκεψη στα κεντρικά γραφεία της KTM AG στο Mattighofen, ένα υψηλόβαθμο στέλεχος που σπάνια εμφανίζεται στις δημοσιογραφικές αποστολές και αγαπά πολύ την Ελλάδα την οποία επισκέπτεται οικογενειακώς για διακοπές, μου λέει χαρακτηριστικά πως σε μία κρίσιμη καμπή της πορτοκαλί πορείας η επιτυχία των μονοκύλινδρων που κατασκευάζει η Bajaj τους ανέκοψε από μία κατηφορική βουτιά. Έχουν φυσικά οριστικά γλιτώσει καταφέρνοντας να γίνουν ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος κατασκευαστής. Δεν είναι άλλωστε μυστικό πως τα 200, 250 και κυρίως τα 390 έδωσαν στην KTM μία τεράστια ώθηση τόσο στην τεράστια αγορά της Ινδίας, όσο και στην Ευρωπαϊκή. Ο Rajiv Bajaj, στρατηγικός εταίρος της KTM με 48% χαιρετά την απόκτηση της Husqvarna και όλα δείχνουν πως αυτή η συνεργασία έχει γίνει ένας γάμος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Για αυτό και δεν υπάρχει κανένας ντόρος, όταν ένα χρόνο πριν από όλα αυτά, ο Pierer ξεκινά συνεργασία με την CFMOTO θεμελιώνοντας εργοστάσιο στην Κίνα. Παράλληλα η Bajaj ανακοινώνει την έναρξη συνεργασίας με την Triumph, αυτό είναι πιο ανησυχητικό καθώς η συνεργασία αφορά τις αγορές που ήδη εμπλέκεται η KTM και όχι ένα νέο πεδίο όπως η Κίνα. Περνά όμως πιο ήπια, πρώτα γιατί δεν υπάρχει δεδομένο πλάνο συνεργασίας και έπειτα γιατί δεν έχει οριστικοποιηθεί ο ορίζοντας της εκκίνησης της. Ταυτόχρονα η πλευρά της Αυστρίας εξηγεί πως στόχος είναι η αγορά της Κίνας και εταίρος σε αυτό μία εταιρεία με λαμπρό μέλλον εκεί, διαλύοντας και το παραμικρό συννεφάκι στο γάμο με την Bajaj. Παράλληλα με τα παραπάνω ο Pierer παραχωρεί συνέντευξη στον Alan Cathcart ρίχνοντας την βόμβα πως έχει ξεκινήσει η δημιουργία μίας ολόκληρης σειράς δικύλινδρων μοντέλων 490 στην Ινδία! Κυλά ο χρόνος χωρίς να βλέπουμε τέτοια μοντέλα και φτάνουμε στο 2020 όπου σε νέα συνέντευξη και με ξεκάθαρη ερώτηση αν έχει εγκαταλείψει το πλάνο των 490, ο Pierer ρίχνει την βόμβα πως το R&D στο Pune της Ινδίας όπου βρίσκεται και το εργοστάσιο της Bajaj έχει δουλέψει σκληρά και έχουν το πλάνο ανάπτυξης έτοιμο, αλλά ενδέχεται η παραγωγή του να φύγει και να πάει στην CFMOTO αναβαθμίζοντας τον ρόλο της, ως στρατηγικό εταίρο. Τα τηλέφωνα στην Αυστρία αρχίζουν να χτυπάνε αμέσως μόλις ο Cathcart μεταδίδει τα λόγια του Pierer πρώτα από τους αντιπροσώπους που ρωτάνε να μάθουν πότε έρχονται τα μοντέλα και έπειτα από τα ίδια τα στελέχη της KTM που δεν γνωρίζουν τίποτα για το σχέδιο αυτό. Είναι η πρώτη ένδειξη προς τα έξω πως υπάρχουν σύννεφα στις σχέσεις των δύο μεγιστάνων. Στην πορεία των γεγονότων η Bajaj ενισχύει τους δεσμούς με την Triumph και αμέσως μετά η Triumph ανακοινώνει το πλάνο της να μπει στην αγορά Motocross και Enduro, εκεί δηλαδή που κατεξοχήν δραστηριοποιείται η KTM! Τα 490 κάνουν την εμφάνισή τους σε συνέδριο μετόχων του Pierer Group όπου εργοστάσιο κατασκευής αναφέρεται η Bajaj και στην πορεία ο Rahul εγκαταλείπει τον μάταιο τούτο κόσμο. Πριν από λίγες ημέρες ο Pierer εξηγεί πως η πλατφόρμα 490 εγκαταλείφθηκε για πάντα και θα στραφεί σε μία νέα που θα αναπτύξει η CFMOTO. Αυτό σημαίνει πως μπήκαμε σε μία νέα δυναμική ισορροπία και όχι οριστική ρήξη στις σχέσεις τους και πως φυσικά 490 καλά κάναμε και περιμέναμε, αλλά δεν θα τα δούμε ποτέ. Οι δύο τους θα συνεχίσουν από κοινού για όσο χρειαστεί, αλλά από άλλο δρόμο προς την κορυφή, κι όποιος φτάσει πρώτος…

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;