Editorial 639 - Όγκος και μετάδοση!

Από το

motomag

1/2/2023

Αυτή την στιγμή έχουμε επικοινωνία με τρεις διαφορετικές κατηγορίες κοινού, τους αναγνώστες, τους θεατές και τους ακολούθους. Η ποικιλία αυτή, άκρως επιθυμητή και στο μέτρο του δυνατού -επειδή πρωτίστως πρέπει να οδηγούμε-, απαντούμε πιο διεξοδικά από όσο περιμένει όποιος κάνει την ερώτηση ή το σχόλιο. Από τη στιγμή που όλα διαβάζονται και σε όλα απαντάμε, αναπόφευκτα βλέπουμε και τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ αυτών των κατηγοριών. Διαφορές που φανερώνουν τεράστια άγνοια σε βασικά πράγματα που θα έπρεπε να είναι γνωστά ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια στους δρόμους. Δύσκολα θα βρεις αναγνώστη που να μην ξέρει τι είναι η προφόρτιση, τα συνδυασμένα φρένα ή το γυροσκοπικό, βασικά όσο μεγαλώνει το εύρος επικοινωνίας και η απήχηση, τόσο περισσότερο καλούμαστε να εξηγήσουμε πράγματα αυτονόητα. Να διευκρινίσω εδώ πως τίποτα δεν θεωρείται αυτονόητο, όλοι από κάπου ξεκινούμε, απλά περιμένει κανείς πως αφότου έχει διαβάσει κάποιος καμιά δεκαριά φορές, ποια μοντέλα μοτοσυκλέτας και ποια ελαστικά, έχουν την τάση να αντιστέκονται στο γυροσκοπικό και γιατί, κυρίως το γιατί, θα έχει εξοικειωθεί με τον όρο. Τουλάχιστον αυτό, το πιο απλό και το πιο βασικό. Να οδηγεί μοτοσυκλέτα με συνδυασμένα φρένα και να μην ξέρει τι είναι αυτό; Επίσης είναι κάτι που υπάρχει εκεί έξω, στους ελληνικούς δρόμους. Βλέπουμε πως όσο αυξάνει το μέγεθος της πληροφορίας, τόσο λιγότερο ενημερωμένο κοινό υπάρχει. Ή το αντίθετο, είναι η πρώτη φορά που υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας με τον λιγότερο ενημερωμένο. Θεωρώ πως ισχύουν και τα δύο σε ένα βαθμό. Το ερώτημα ή το σχόλιο από αναγνώστη συνεχίζει να ξεχωρίζει. Φανερώνει γνώση, σε βάζει σε σκέψεις και θέλει χρόνο να απαντηθεί. Εκτός και αν θεωρεί πως του θίγεις την μοτοσυκλέτα του, εκεί η κριτική ικανότητα χάνεται για λίγο.

Ο αποσπασματικός αναγνώστης / θεατής αγνοεί επίσης την διαφορά μεταξύ παρουσίασης, δοκιμής και συγκριτικού, έχει συνηθίσει σε ένα πράγμα όλα ίσιωμα χωρίς βουνά και προεκτάσεις. Δεν έχει μάθει πως υπάρχει κάτι βαθύτερο από την παρουσίαση και κατ’ επέκταση δεν έχει συνηθίσει και τις δοκιμές, και έτσι όταν του αναφέρεις μειονεκτήματα θεωρεί πως πέφτει μαύρο γιατί δεν έχει μάθει να ακούει για μειονεκτήματα. Φταίμε και εμείς σε αυτό. Οι δοκιμές αποτελούν μία αποκλειστικότητα του εντύπου, ελάχιστες έχουν αναρτηθεί στο internet και λίγες από αυτές έχουν γυριστεί σε video. Τα οποία κάνουν αμέσως την διαφορά, το εισπράττουμε από τα σχόλια και επιστρέφει και ως προβληματισμός αμέσως μετά: «Αναφέρετε ότι δεν είναι καλό εκεί και εκεί, άρα να μην το πάρω;» Η απάντηση σε αυτό τον προβληματισμό ξεκινά πάντα με τον ίδιο τρόπο: «Αγοράζετε πάντα το απολύτως καλύτερο; Γιατί μοτοσυκλέτα δεν θα βρείτε έτσι, motherboard για το PC σας πιο πιθανό». Έχει μπερδευτεί ο κόσμος με τα καταναλωτικά προϊόντα και νομίζει πως κάτι τέτοιο ισχύει και στην μοτοσυκλέτα. Ακόμη και με το αυτοκίνητο δεν μπορείς να κάνεις σύγκριση. Η μοτοσυκλέτα απαιτεί να κινήσεις το σώμα σου άρα εξ αρχής η εμπειρία οδήγησης είναι ένας συνδυασμός εξατομικευμένος. Οπότε καλή μία συγκεκριμένη για ποιον; Για τον Κώστα με 1,70 ύψος και μεγάλη εμπειρία οδήγησης, ή για τον Γιώργο που έχει ύψος 1,85 και θα καβαλήσει για πρώτη φορά; Εκ πρώτης όψης αυτοί οι δύο θεωρούν τους εαυτούς τους ίδιους, μόλις συζητήσεις μαζί τους θα φτάσουν να σου πουν πως ναι, τελικά ψάχνουν διαφορετικά πράγματα και έχουν διαφορετικές ανάγκες. Αυτή βέβαια η μαιευτική μέθοδος δεν είναι εύκολη υπόθεση παρότι υπάρχει πλέον μία διαφορετική ευκολία στην επικοινωνία. Ο αναγνώστης διαβάζοντας μπαίνει σε μία διαδικασία που γεννά τη σκέψη. Αρχίζει να φαντάζεται πως θα ήταν ο ίδιος στη συμπεριφορά που διαβάζει, και αυτό ακόμη και υποσυνείδητα, τον οδηγεί να ανακαλύψει περισσότερα. Είναι μία διαφορά που δεν την είχαμε αντιληφθεί αλλά την παρατηρούμε πλέον περισσότερο. Πως γίνεται να υπάρχει πολλή πληροφορία αλλά μικρή απορρόφησή της, και τελικά λιγότερη εκπαίδευση από πριν; Μετρώντας την πληροφορία μόνο με τον όγκο είναι πρόβλημα. Το βλέπουμε από εκείνους που θέλουν να αποκτήσουν μία νέα μοτοσυκλέτα, καταλήγουν σε μία και μετά διαβάζουν και ρωτούν μόνο για αυτή. Ουσιαστικά ψάχνοντας την επιβεβαίωση της επιλογής τους και όχι την πληροφορία. Αλλιώς θα είχαν ξεκινήσει την διαδικασία πολύ πριν την επιθυμία αγοράς, θα ήταν σωστά ενημερωμένοι, όχι προβληματισμένοι μπροστά στο μειονέκτημα και φυσικά θα συνέχιζαν να παρακολουθούν / διαβάζουν και μετά την αγορά, αντιλαμβανόμενοι πως αυτή είναι μία δημιουργική διαδικασία…

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;