Editorial 635 - Η ευρωπαϊκή ομπρέλα μοτοσυκλέτας

Από το

motomag

1/10/2022

Πριν λίγες ημέρες η KTM AG ανακοίνωσε πως αναλαμβάνει τη διάθεση των μοτοσυκλετών της MV Agusta σε ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικό και το ΜΟΤΟ έγραψε πως είναι προάγγελος μίας εξαγοράς που έχει ήδη συμφωνηθεί και υπογραφεί και μένει να οριστικοποιηθούν οι διαδικασίες σταδιακά για να αποκαλυφθεί πλήρως. “Τρικύλινδρες” KTM λοιπόν σε μία εξέλιξη που μόνο έκπληξη δεν πρέπει να προκαλεί. Διότι η εξαγορά της MV Agusta δεν είναι κάτι καινούριο. Είχε επιχειρηθεί και στο παρελθόν, επί την προεδρία του γιου Castiglioni, κι όλα αυτά πολύ πριν η KTM γίνει ο Ν.1 Ευρωπαίος κατασκευαστής. Το 2021 η KTM έφτασε τις 332.881 μονάδες, ανεβασμένη κατά 23% και προερχόμενη από μία δεκαετία ξέφρενης ανοδικής πορείας. Είναι Νo.1 ευρωπαίος κατασκευαστής, αλλά η Ευρώπη ολοένα και χάνει σε αγοραστική ισχύ, την ίδια στιγμή που η Ασιατική αγορά ολοένα και μεγαλώνει, γράφοντας εκατομμύρια πωλήσεις, όπου οι Ιάπωνες κατασκευαστές έχουν πολύ σημαντικό μερίδιο και μία σειρά από διάσπαρτα εργοστάσια που παράγουν πληθώρα μοντέλων που δεν τα βλέπουμε εμείς εδώ. Η Suzuki είναι ο πρώτος Ιάπωνας κατασκευαστής που δήλωσε με πράξεις πως η Ευρώπη έχει μπει σε δεύτερη μοίρα για εκείνον. Ο μεγαλύτερος φόβος είναι να πει κάτι τέτοιο και η Honda. Αν το πει αυτό η Honda, τότε θα σταματήσουμε να βλέπουμε τα μοντέλα που θέλουμε εμείς, θα μικρύνουν οι επιλογές και θα πρέπει να ακολουθήσουμε τους υπόλοιπους Ασιάτες πολύ πιο γρήγορα από εκείνο που αναμένεται να συμβεί, αν συνεχίσει η Ευρωπαϊκή αγορά να μικραίνει. Ένα καινούριο μεγάλο On-Off ας πούμε πως θα πουλήσει 10.000 μονάδες όλη τη χρονιά - ένα ρεαλιστικό νούμερο αν τα πάει καλά στην αγορά. Κρύβει από πίσω τεράστιο βαθμό εξέλιξης, απαιτεί μία μεγάλη σειρά από ενέργειες του marketing για να καθιερωθεί, μία σειρά από μοντέλα που θα γίνουν test ride, παρουσιάσεις κτλ., πράγματα που επίσης έχουν υψηλό κόστος. Στον αντίποδα, ένας μονοκύλινδρος αερόψυκτος κινητήρας σε διάφορες παραλλαγές έως τα 250 κυβικά, τοποθετημένος σε μία μικρή street μοτοσυκλέτα χωρίς σοβαρό κόστος εξέλιξης και χωρίς ιδιαίτερα πολλές ενέργειες του marketing, θα πουλήσει εύκολα 1,8 εκατομμύρια μονάδες στην Κίνα μόνο. Επιχειρηματικά δεν είναι σωστό να φεύγεις από μία αγορά, όμως όσο συρρικνώνονται οι πόροι, τόσο περισσότερο αναγκάζεσαι να διαλέξεις που θα τους διαθέσεις. Η KTM θα είχε σοβαρό πρόβλημα αν δεν είχε συνεργαστεί με την Bajaj για την οικογένεια των 390 που επίσης μόνο στην χώρα μας είδαμε παράλληλα όλα τα μικρότερα σε κυβισμό μοντέλα. Το ότι σώθηκε με αυτή την συνεργασία είναι κάτι που φαίνεται, είναι κάτι που μπορεί να ισχυριστεί ο καθένας, αλλά σε αυτή την περίπτωση αποτελεί και σχόλιο του κ. Sinke, υψηλόβαθμου στελέχους της KTM για την παγκόσμια αγορά, οπότε δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. Για αντίστοιχους λόγους έγινε και η συνεργασία με τη CFMOTO στην Κίνα, ώστε να μπει σε μία αγορά που οι υπόλοιποι απομυζούν δεκαετίες τώρα και όχι γιατί έψαχνε τρόπους να μειώσει το κόστος. Ακόμη κι αν φέρει στην Ευρώπη τα 790 “Made in China” για τα οποία ο αρχικός στόχος είναι να εδραιωθεί μέσα στην Κίνα, θα το κάνει για να χτυπήσει τους Ιάπωνες, οι οποίοι κρατώντας γραμμές συναρμολόγησης μέσα στην Ευρώπη και γραμμές παραγωγής σε Ταϊλάνδη, Ινδονησία κτλ., έχουν μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους και χτυπάνε τιμές στα νέα τους μοντέλα. Όπως για παράδειγμα έκανε η Yamaha που το πρώτο λανσάρισμα σε Tracer και Tenere ήταν σε ελκυστική τιμή και από εκεί και πέρα χρόνο με τον χρόνο ανέβαινε. Τέτοιες κινήσεις γίνονται για διαφύλαξη της θέσης με το σκεπτικό πως καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση και για αυτό και η KTM είχε προσπαθήσει να αποκτήσει την Ducati. Στην πράξη έφτασε πάρα πολύ κοντά πριν από 2-3 χρόνια! Είχαν συμφωνηθεί τα πάντα, είχαν γίνει όλες οι διαδικασίες ελέγχων, αδειοδοτήσεων από την Ε.Ε. και ήταν για τους εμπλεκόμενους απολύτως βέβαιο πως η εξαγορά θα προχωρούσε. Μέχρι που την τελευταία στιγμή οι παλαιοί μέτοχοι της Ducati ενεργοποίησαν μία ρήτρα με την οποία διατηρούν το δικαίωμα βέτο σε κάθε αλλαγή ιδιοκτησίας. Για κάποιο λόγο οι Ιταλοί, παλαιοί μέτοχοι, δεν ήθελαν η KTM να πάει στους Αυστριακούς! Συγκεκριμένα σε αυτούς, οπότε το ζήτημα δεν προερχόταν από την μικροπολιτική, ούτε είχε φυλετικά κριτήρια, άλλωστε Γερμανοί έχουν την Ducati και τώρα. Για κάποιο λόγο που δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρος υπάρχει κόντρα των παλαιών μετόχων της Ducati με τις πορτοκαλί μοτοσυκλέτες. Τα παραπάνω δεν είναι ευρέως γνωστά, παρόλο που σχεδόν κάθε χρόνο, επανέρχονται ειδήσεις πως η Ducati πωλείται με τις οποίες όμως είναι να γελά κανείς. Γιατί πολύ απλά η Ducati όπως και κάθε στοιχείο ενεργητικού, είναι πάντα προς πώληση, φτάνει το αντίτιμο να είναι σωστό. Και τουλάχιστον μία φορά από όλες όσες έχουν ακουστεί, τα πράγματα έφτασαν ένα τσικ πριν ολοκληρωθούν και η Ducati να περάσει στην KTM. Τώρα, με βάση την ανανέωση της γκάμας και της αγωνιστικής πορείας το αντίτιμο έχει ανέβει ξανά.

Η BMW από την άλλη είναι διαφορετική περίπτωση, αποτελεί κομμάτι του ίδιου σώματος, δεν είναι στοιχείο ενεργητικού όπως είναι η Ducati για την Audi, οπότε προφανώς και δεν πωλείται, διαφορετικά ο Pierer θα είχε χτυπήσει και αυτή την πόρτα. Η δική μου άποψη είναι πως μακάρι να υπήρχαν παντού ανεξάρτητα εργοστάσια και ένας υγιής ανταγωνισμός, όμως κάθε χρόνο λιγοστεύουμε, κάθε χρόνο οι μοτοσυκλέτες είναι λιγότερες χωρίς να μικραίνει αντίστοιχα και το κόστος, αλλά να αυξάνεται. Η αυτοκινητοβιομηχανία έχει προσαρμοστεί και έχει ξεμπερδέψει με αυτά τα προβλήματα πολύ καιρό τώρα μέσα από συνέργειες των εργοστασίων που κατασκευάζουν πολλά κοινά μοντέλα με μικρές παραμετροποιήσεις. Στην μοτοσυκλέτα οι συνέργειες είναι δύσκολο να πετύχουν, δεν μπορούν να βγουν κοινά μοντέλα από ανταγωνιστές και οι συνέργειες πρέπει να γίνουν σε χρηματοοικονομικό επίπεδο. Θυμάστε τα V-Strom 1000 και KLV 1000 που οι ιδιοκτήτες των μεν έλεγαν πως το δικό τους ήταν δυνατότερο από των δε, όταν στην πράξη η μόνη διαφορά ήταν το χρώμα και το αυτοκόλλητο με το όνομα; Τις ημέρες που θα κυκλοφορήσει το παρόν τεύχος, η Triumph θα έχει μόλις ανακοινώσει την είσοδο της στο Motocross στην MX2 το 2024 και στην MX1 το 2025. Ένα μπρα ντε φερ του ισχυρού άντρα της Bajaj με τον ισχυρό της KTM για να του δείξει πως δεν υπάρχει ασφάλεια ούτε και στην αγορά των χωμάτινων, την ίδια στιγμή που παραμένουν συνεργάτες. Τα πράγματα λοιπόν είναι πολύ πιο σύνθετα πίσω από κάθε κίνηση που βλέπουμε να συμβαίνει και όχι απλά μία “επεκτατική πολιτική”.

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.