Editorial 628 - Η μοτοσυκλέτα στην υπηρεσία της πολιτείας

Από το

motomag

1/3/2022

Η κοινωνία μας χαρακτηρίζεται από βαθιά οξύμωρες αντιθέσεις κι ένα από τα τρανταχτά παραδείγματα είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η μοτοσυκλέτα. Από την μία η Ελλάδα και η πρωτεύουσα πιο συγκεκριμένα, χαρακτηρίζεται από υψηλό ποσοστό μοτοσυκλετιστών ανά μερίδα κατοίκων, ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Από την άλλη, ακόμα και σήμερα που η συμπεριφορά των μοτοσυκλετιστών έχει ριζικά αλλάξει, η μοτοσυκλέτα ως μέσο συνεχίζει να δαιμονοποιείται από ένα μεγάλο σύνολο του πληθυσμού. Κι ανάμεσα σε αυτούς ανήκει η συντριπτική πλειοψηφία της πολιτικής ηγεσίας. Κάθε φορά που βλέπουμε να μην προχωρά ένας νόμος που θα μπορούσε να βοηθήσει την μοτοσυκλέτα, όπως η ένταξη στον ΚΟΚ της κίνησης των μοτοσυκλετών ανάμεσα στους στοίχους των αυτοκινήτων και ορισμός κανόνων για αυτή την πρακτική, βρίσκουμε από πίσω κάποιες πολιτικές προσωπικότητες που δεν θα έπρεπε να έχουν λόγο γιατί πολύ απλά ούτε οδηγούν, ούτε κυκλοφορούν στους δρόμους, ούτε γνωρίζουν και τον ΚΟΚ! Είναι απλά συνεπιβάτες σε οχήματα που οδηγούν άλλοι. Αντίστοιχα και σε νόμους που κατάφορα αδικούν τους δικυκλιστές, πάλι θα βρεις από πίσω να έχει ψηφίσει κάποιος / κάποια που η εικόνα που έχει για τις μοτοσυκλέτες είναι πως «αυτά τα πράγματα σκοτώνουν». Δεν έχει δηλαδή καμία σχέση με την πραγματικότητα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, και παραμένει ξεκάθαρα ελληνικό φαινόμενο, πως ενώ η διείσδυση του δίκυκλου στον γενικό πληθυσμό είναι μεγάλη, στις δημόσιες υπηρεσίες και στα σώματα ασφαλείας, η χρήσης της ξεφτίζει. Επιπρόσθετα, όπου κι αν η χρήση της έχει αναβαθμιστεί, όπως για παράδειγμα στην αστυνομία ή στην παροχή πρώτων βοηθειών, αυτό οφείλεται στις προσπάθειες μεμονωμένων ατόμων. Σε δύο μήνες από τώρα ξεκινά επίσημα η αντιπυρική περίοδος, μία περίοδος κατά την οποία η πρόληψη και οι περιπολίες είναι ζωτικής σημασίας και που κάθε χρονιά βρισκόμαστε προ εκπλήξεως που πιαστήκαμε στον ύπνο. Πρέπει να χαθεί άλλο ένα βουνό, άλλο ένα δάσος για να θυμηθούμε πως οι μοτοσυκλετιστές έχουν προλάβει πολλές πυρκαγιές στην γέννησή τους; Αντιθέτως λοιπόν, η πυροσβεστική υπηρεσία αλλά και τα διάφορα σώματα δασοπροστασίας, είδαν τις ομάδες περιπολίας με μοτοσυκλέτες να καταργούνται πριν από τέσσερα χρόνια. Η περιβόητη ομάδα «Θησέας» ξεκίνησε το 2010 με 100 μοτοσυκλέτες που δώρισε ο Σύλλογος Εφοπλιστών και έφτασε να πραγματοποιεί περιπολίες σε 135 τομείς, 60 από τους οποίους ήταν στην Αττική και οι μισοί από αυτούς στα μέρη που κάηκαν πέρσι. Οι υπόλοιποι 75 ήταν διάσπαρτοι στην περιφέρεια. Κάθε χρόνο η ομάδα «Θησέας» προλάβαινε 20 πυρκαγιές στην Αττική και από την πρώτη χρονιά που καταργήθηκε, η Αττική δεν έχει σταματήσει να καίγεται. Παρόλο που έχουν αποδείξει την ικανότητά τους να επιβλέπουν και άμεσα να καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις σε δύσβατες περιοχές και μάλιστα με μικρότερο συγκριτικά κόστος χρήσης, οι μοτοσυκλέτες καταργήθηκαν. Και τα αίτια της απαξίωσης αυτής δεν πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια την πυροσβεστική υπηρεσία, αλλά ψηλότερα, στην νοοτροπία που έχει η πολιτική ηγεσία για την μοτοσυκλέτα ως μέσο.

Τα παραδείγματα από την Ισπανία και την Ιταλία, που έχουν αντίστοιχα καιρικά φαινόμενα με εμάς και εξίσου μεγάλο κίνδυνο δασικών πυρκαγιών, είναι η απάντηση που ψάχνουμε. Τα οργανωμένα τμήματα δασοπροστασίας μοτοσυκλετιστών έχουν καταφέρει να αποτρέψουν την εξάπλωση δεκάδων πυρκαγιών με βασικό όπλο την ταχύτητα πρόσβασης στην εστία της πυρκαγιάς. Επιπρόσθετα και το πιο σοβαρό, εξίσου γρήγορα ελίσσονται σε μπλοκαρισμένους αυτοκινητόδρομους και μεταφέρουν το οποιοδήποτε μήνυμα. Είναι καλό να το θυμηθούμε από τώρα, λίγο καιρό πριν αρχίσει η κρίσιμη περίοδος και όχι κατά την διάρκεια ή μετά. Είχα συναντήσει πολλές φορές μοτοσυκλέτες της ομάδας «Θησέας» και είναι χαρακτηριστικό πως κανείς τους ποτέ δεν είχε καινούρια ελαστικά. Υπάρχουν μοτοσυκλέτες που έμειναν με τα ίδια από τότε που είχαν αγοραστεί, δηλαδή πάνω από πέντε χρόνια όταν τις είχα δει ο ίδιος προσωπικά. Θα μου πείτε εδώ δεν μπορούν να δικαιολογήσουν ελαστικά για τις μοτοσυκλέτες των αστυνομικών, πότε να ασχοληθούν με των πυροσβεστών; Οτιδήποτε ξεκινά από κάποια πρωτοβουλία στην Ελλάδα, αδυνατεί να γίνει διαδικασία και να παγιωθεί. Τρέχει για όσο διάστημα μπορεί να ασχοληθεί εκείνος που κατάφερε να το ξεκινήσει και μετά σαπίζει. Αν το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος αφήσει το ΚΠΙΣΝ, έχει κανείς αμφιβολία για το τι θα συμβεί στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας; Για την ιστορία κάθε τεύχος του ΜΟΤΟ φυλάσσεται σε αντίτυπα και παραμένει στην Εθνική Βιβλιοθήκη καθώς αποτελεί πρωτογενές υλικό και πνευματική ιδιοκτησία της χώρας. Πόσο καιρό να δώσουμε από την στιγμή που το ΙΣΝ σταματήσει να το στηρίζει οικονομικά, μέχρι την ώρα που θα τους πηγαίνουμε το περιοδικό αλλά δεν θα ξέρουν ποιος πρέπει να το παραλάβει γιατί η Εθνική Βιβλιοθήκη δεν λειτουργεί πια; Ένα τροχαίο δυστύχημα μπορεί να είναι ικανό να σταματήσει την λειτουργία των μοτοσυκλετών σε ολόκληρη δημόσια υπηρεσία, χωρίς βέβαια να εξεταστεί ποτέ αν έπρεπε να είχαν αλλαχθεί ελαστικά, αν είχαν συντηρηθεί όπως πρέπει κτλ. Τα δημόσια κτήρια είναι πάντα άβαφα, πάντα κακοσυντηρημένα και οι δημόσιες υπηρεσίες πάντα υπολειτουργούν. Οπότε και το ποιο ευπαθές μέσο απέναντι στις παθογένειες της Πολιτείας, η μοτοσυκλέτα, είναι καταδικασμένη να υποφέρει. Κι αυτό έχει έρθει η ώρα να αλλάξει για πάντα.

 

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.