Editorial 628 - Η μοτοσυκλέτα στην υπηρεσία της πολιτείας

Από το

motomag

1/3/2022

Η κοινωνία μας χαρακτηρίζεται από βαθιά οξύμωρες αντιθέσεις κι ένα από τα τρανταχτά παραδείγματα είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η μοτοσυκλέτα. Από την μία η Ελλάδα και η πρωτεύουσα πιο συγκεκριμένα, χαρακτηρίζεται από υψηλό ποσοστό μοτοσυκλετιστών ανά μερίδα κατοίκων, ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Από την άλλη, ακόμα και σήμερα που η συμπεριφορά των μοτοσυκλετιστών έχει ριζικά αλλάξει, η μοτοσυκλέτα ως μέσο συνεχίζει να δαιμονοποιείται από ένα μεγάλο σύνολο του πληθυσμού. Κι ανάμεσα σε αυτούς ανήκει η συντριπτική πλειοψηφία της πολιτικής ηγεσίας. Κάθε φορά που βλέπουμε να μην προχωρά ένας νόμος που θα μπορούσε να βοηθήσει την μοτοσυκλέτα, όπως η ένταξη στον ΚΟΚ της κίνησης των μοτοσυκλετών ανάμεσα στους στοίχους των αυτοκινήτων και ορισμός κανόνων για αυτή την πρακτική, βρίσκουμε από πίσω κάποιες πολιτικές προσωπικότητες που δεν θα έπρεπε να έχουν λόγο γιατί πολύ απλά ούτε οδηγούν, ούτε κυκλοφορούν στους δρόμους, ούτε γνωρίζουν και τον ΚΟΚ! Είναι απλά συνεπιβάτες σε οχήματα που οδηγούν άλλοι. Αντίστοιχα και σε νόμους που κατάφορα αδικούν τους δικυκλιστές, πάλι θα βρεις από πίσω να έχει ψηφίσει κάποιος / κάποια που η εικόνα που έχει για τις μοτοσυκλέτες είναι πως «αυτά τα πράγματα σκοτώνουν». Δεν έχει δηλαδή καμία σχέση με την πραγματικότητα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, και παραμένει ξεκάθαρα ελληνικό φαινόμενο, πως ενώ η διείσδυση του δίκυκλου στον γενικό πληθυσμό είναι μεγάλη, στις δημόσιες υπηρεσίες και στα σώματα ασφαλείας, η χρήσης της ξεφτίζει. Επιπρόσθετα, όπου κι αν η χρήση της έχει αναβαθμιστεί, όπως για παράδειγμα στην αστυνομία ή στην παροχή πρώτων βοηθειών, αυτό οφείλεται στις προσπάθειες μεμονωμένων ατόμων. Σε δύο μήνες από τώρα ξεκινά επίσημα η αντιπυρική περίοδος, μία περίοδος κατά την οποία η πρόληψη και οι περιπολίες είναι ζωτικής σημασίας και που κάθε χρονιά βρισκόμαστε προ εκπλήξεως που πιαστήκαμε στον ύπνο. Πρέπει να χαθεί άλλο ένα βουνό, άλλο ένα δάσος για να θυμηθούμε πως οι μοτοσυκλετιστές έχουν προλάβει πολλές πυρκαγιές στην γέννησή τους; Αντιθέτως λοιπόν, η πυροσβεστική υπηρεσία αλλά και τα διάφορα σώματα δασοπροστασίας, είδαν τις ομάδες περιπολίας με μοτοσυκλέτες να καταργούνται πριν από τέσσερα χρόνια. Η περιβόητη ομάδα «Θησέας» ξεκίνησε το 2010 με 100 μοτοσυκλέτες που δώρισε ο Σύλλογος Εφοπλιστών και έφτασε να πραγματοποιεί περιπολίες σε 135 τομείς, 60 από τους οποίους ήταν στην Αττική και οι μισοί από αυτούς στα μέρη που κάηκαν πέρσι. Οι υπόλοιποι 75 ήταν διάσπαρτοι στην περιφέρεια. Κάθε χρόνο η ομάδα «Θησέας» προλάβαινε 20 πυρκαγιές στην Αττική και από την πρώτη χρονιά που καταργήθηκε, η Αττική δεν έχει σταματήσει να καίγεται. Παρόλο που έχουν αποδείξει την ικανότητά τους να επιβλέπουν και άμεσα να καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις σε δύσβατες περιοχές και μάλιστα με μικρότερο συγκριτικά κόστος χρήσης, οι μοτοσυκλέτες καταργήθηκαν. Και τα αίτια της απαξίωσης αυτής δεν πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια την πυροσβεστική υπηρεσία, αλλά ψηλότερα, στην νοοτροπία που έχει η πολιτική ηγεσία για την μοτοσυκλέτα ως μέσο.

Τα παραδείγματα από την Ισπανία και την Ιταλία, που έχουν αντίστοιχα καιρικά φαινόμενα με εμάς και εξίσου μεγάλο κίνδυνο δασικών πυρκαγιών, είναι η απάντηση που ψάχνουμε. Τα οργανωμένα τμήματα δασοπροστασίας μοτοσυκλετιστών έχουν καταφέρει να αποτρέψουν την εξάπλωση δεκάδων πυρκαγιών με βασικό όπλο την ταχύτητα πρόσβασης στην εστία της πυρκαγιάς. Επιπρόσθετα και το πιο σοβαρό, εξίσου γρήγορα ελίσσονται σε μπλοκαρισμένους αυτοκινητόδρομους και μεταφέρουν το οποιοδήποτε μήνυμα. Είναι καλό να το θυμηθούμε από τώρα, λίγο καιρό πριν αρχίσει η κρίσιμη περίοδος και όχι κατά την διάρκεια ή μετά. Είχα συναντήσει πολλές φορές μοτοσυκλέτες της ομάδας «Θησέας» και είναι χαρακτηριστικό πως κανείς τους ποτέ δεν είχε καινούρια ελαστικά. Υπάρχουν μοτοσυκλέτες που έμειναν με τα ίδια από τότε που είχαν αγοραστεί, δηλαδή πάνω από πέντε χρόνια όταν τις είχα δει ο ίδιος προσωπικά. Θα μου πείτε εδώ δεν μπορούν να δικαιολογήσουν ελαστικά για τις μοτοσυκλέτες των αστυνομικών, πότε να ασχοληθούν με των πυροσβεστών; Οτιδήποτε ξεκινά από κάποια πρωτοβουλία στην Ελλάδα, αδυνατεί να γίνει διαδικασία και να παγιωθεί. Τρέχει για όσο διάστημα μπορεί να ασχοληθεί εκείνος που κατάφερε να το ξεκινήσει και μετά σαπίζει. Αν το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος αφήσει το ΚΠΙΣΝ, έχει κανείς αμφιβολία για το τι θα συμβεί στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας; Για την ιστορία κάθε τεύχος του ΜΟΤΟ φυλάσσεται σε αντίτυπα και παραμένει στην Εθνική Βιβλιοθήκη καθώς αποτελεί πρωτογενές υλικό και πνευματική ιδιοκτησία της χώρας. Πόσο καιρό να δώσουμε από την στιγμή που το ΙΣΝ σταματήσει να το στηρίζει οικονομικά, μέχρι την ώρα που θα τους πηγαίνουμε το περιοδικό αλλά δεν θα ξέρουν ποιος πρέπει να το παραλάβει γιατί η Εθνική Βιβλιοθήκη δεν λειτουργεί πια; Ένα τροχαίο δυστύχημα μπορεί να είναι ικανό να σταματήσει την λειτουργία των μοτοσυκλετών σε ολόκληρη δημόσια υπηρεσία, χωρίς βέβαια να εξεταστεί ποτέ αν έπρεπε να είχαν αλλαχθεί ελαστικά, αν είχαν συντηρηθεί όπως πρέπει κτλ. Τα δημόσια κτήρια είναι πάντα άβαφα, πάντα κακοσυντηρημένα και οι δημόσιες υπηρεσίες πάντα υπολειτουργούν. Οπότε και το ποιο ευπαθές μέσο απέναντι στις παθογένειες της Πολιτείας, η μοτοσυκλέτα, είναι καταδικασμένη να υποφέρει. Κι αυτό έχει έρθει η ώρα να αλλάξει για πάντα.

 

editorial 521 - το τέλος της τέχνης;

Από το

Μαύρο Σκύλο

26/3/2013

Ή η αρχή μιας άλλης; Μιλάω για την τέχνη της οδήγησης της μοτοσυκλέτας, με την έννοια της συνολικής σχέσης του αναβάτη μαζί της, της ενασχόλησής του με την λειτουργία της και την συντήρησή της. Κάθε πρόοδος της τεχνολογίας φέρνει και αλλαγές σ' αυτή τη σχέση. Από το 1969 που η λέξη "ηλεκτρονική" εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μοτοσυκλέτα, στο τρικύλινδρο δίχρονο Kawasaki Mach III 500, μπήκαν τα ηλεκτρονικά στην μοτοσυκλετιστική μας ζωή, ενώ σήμερα οι κορυφαίες μοτοσυκλέτες έχουν περισσότερα ηλεκτρονικά συστήματα από ποτέ, κι είμαστε μόνο στην αρχή της εξέλιξης των περισσότερων από αυτά. Και πιο πριν όμως, πριν το 1969, κάθε μικρή πρόοδος άλλαζε κάτι σημαντικό. Σκεφτείτε τους ταπεινούς διακόπτες των ρεζερβουάρ με τις τρεις υπό εξαφάνιση "λέξεις", ΟΝ-ΟFF-RES. Μέχρι να εμφανιστούν, έπρεπε να έχεις συνεχώς το νου σου πότε θα τελειώσει η βενζίνη, να σταματάς, να ανοίγεις την τάπα και να κουνάς τη μηχανή δεξιά αριστερά ώστε να κρίνεις με το μάτι (αν δεις το πλατσούρισμα) και το αφτί (το πως ακουγόταν το πλατσούρισμα) πόσο μακριά μπορείς να πας ακόμα. Με την εμφάνιση του ON-OFF-RES απλά άφηνες το αριστερό σου χέρι από το τιμόνι για να γυρίσεις ρεζέρβα, που από την εμπειρία σου ήξερες για πόσο σου φτάνει. Αργότερα, εμφανίστηκαν οι δείκτες στάθμης καυσίμου, με ένα πρόβλημα: Ήταν πολύ αναξιόπιστοι, καθώς κανένα ρεζερβουάρ μοτοσυκλέτας δεν έχει κανονικό σχήμα, κι έδειχναν γεμάτο-γεμάτο-γεμάτο για πολλά χιλιόμετρα, για να περάσουν όμως στο άδειο-άδειο- έμεινες βλάκα πολύ γρήγορα. Σήμερα έχουμε ψηφιακές μπαρίτσες που αναβοσβήνουν, μετρήσεις μέσης και στιγμιαίας κατανάλωσης, και το πιο χρήσιμο απ' όλα, χιλιόμετρα που σου απομένουν μέχρι να μείνεις.

Για να μην πούμε τι γνώσεις και ενασχόληση απαιτούσαν οι προπολεμικής τεχνολογίας μοτοσυκλέτες, με λεβιεδάκια για την προπορεία της ανάφλεξης, για τον αέρα, παλιότερα και χειροκίνητη λίπανση κινητήρα, ακόμα και φώτα που άναβαν με σπίρτο, ας πιάσουμε το θέμα από την έλευση της ηλεκτρονικής ανάφλεξης. Ξαφνικά, ο αναβάτης δεν χρειαζόταν να ασχοληθεί με το ιδανικό αβάνς για κάθε ταχύτητα κιβωτίου, άνοιγμα γκαζιού και κλίση του οδοστρώματος. Δεν χρειαζόταν καν να υπάρχει μηχανικό αβάνς. Δεν χρειαζόταν πια να ξέρει τι κάνουν οι πλατίνες, να τις καθαρίζει, να τις ρυθμίζει και να τις αλλάζει, να βάζει λάδι στο σφουγγαράκι τους, να βρίσκει πεταμένο στην άκρη του δρόμου χαρτονάκι από Άσσο σκέτο κασετίνα για να ρυθμίζει το διάκενό τους στα 0,4 mm περίπου, να βρίσκει ντουκόχαρτο για να τις πάρει λίγο όταν μπιμπικιάσουν, να ταιριάζει άλλο πυκνωτάκι γιατί σιγά μην παραγγείλει το δικό τους. Ό,τι βρεθεί. Το κεφάλαιο πλατίνες όμως είχε ξεκινήσει την πορεία του προς το τέλος. Η βασική διαφορά των ηλεκτρονικών από τις πλατίνες είναι πως ενώ για τις πλατίνες ο αναβάτης μπορούσε να κάνει κάτι (να τις ρυθμίσει ή να τις αλλάξει στο πλάι του δρόμου και να συνεχίσει, όταν χαλάσει όμως η ηλεκτρονική πρέπει να την πετάξεις και αγοράσεις μια άλλη (και οι πρώτες χαλούσαν, ειδικά οι aftermarket), που δεν έβρισκες πρόχειρη και σε κάθε χωριό της Ελλάδας. Πλατίνες όμως, είχες πολλές πιθανότητες να βρεις, αν δεν κουβαλούσες μαζί σου.

Ήρθαν και εποχές που ο αναβάτης δεν είχε να ρυθμίσει τίποτα. Ούτε αναρτήσεις, ούτε απόδοση κινητήρα, ούτε κάτι άλλο που να είχε σχέση με την συμπεριφορά και τις επιδόσεις της μοτοσυκλέτας. Έτσι είναι, κι ο καθένας ας την οδηγήσει όπως μπορεί. Φυσικά, πάντα κάποιοι μπορούσαν καλύτερα από τους άλλους. Σήμερα, με όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα, υπάρχει άραγε εξίσωση των αναβατών, ή παραμένουν οι διαφορές μεταξύ τους; Μια απλουστευμένη λογική λέει πως από την στιγμή που τα ηλεκτρονικά αποφασίζουν τι θα συμβεί, η απόδοση των φρένων για παράδειγμα, θα είναι ίδια για όλους. Πατάς με όλη σου τη δύναμη, το ABS κάνει τη δουλειά του, οι ημιενεργητικές αναρτήσεις την δική τους, σταματάνε όλοι οι αναβάτες στις ίδιες αποστάσεις, αντίστοιχα γλιτώνουν όλοι το ίδιο ένα γλίστρημα χάρη στο traction control, κατεβάζουν όλοι όπως νά 'ναι ταχύτητες αφού έχουν μονόδρομο συμπλέκτη και auto blipper, και κάπως έτσι είναι εύκολο να πιστέψει κανείς πως πάει πια, δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς να οδηγεί, τα συστήματα τα κάνουν όλα γι' αυτόν, άντε κι έγιναν όλοι ίδιοι. Μόνο που στην πραγματική ζωή δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι αλήθεια πως τα ηλεκτρονικά συστήματα μπορούν να βοηθήσουν κάποιον αναβάτη, άπειρο ή έμπειρο αδιάφορο, να την γλιτώσει κάποια στιγμή. Ο λιγότερο ικανός όμως θα παραμείνει σ' αυτό το επίπεδο, ενώ ο καλύτερος αναβάτης θα αφιερώσει χρόνο και φαιά ουσία για να κατανοήσει πλήρως και εμπειρικά την λειτουργία του κάθε συστήματος. Μετά, έρχεται το επόμενο στάδιο, η πλήρης εκμετάλλευση των νέων δυνατοτήτων που προσφέρει το κάθε καλοσχεδιασμένο σύστημα. Βοηθούν τα ηλεκτρονικά στην εξέλιξη των αναβατών; Σίγουρα ναι. Κανείς αναβάτης δεν μπορούσε ποτέ να οδηγεί με μπλοκαρισμένους τους τροχούς. Το σύνηθες ήταν ένα ξαφνικό μπλοκάρισμα και εξίσου αστραπιαία, επώδυνη πτώση. Αυτό που αλλάζει είναι πως τώρα ο αναβάτης προειδοποιείται για το όριο της πρόσφυσης και του μπλοκαρίσματος, και ρυθμίζει το φρενάρισμά του ανάλογα, πετυχαίνοντας πολύ πιο εύκολα τη μέγιστη επιβράδυνση. Αυτό και μόνο απελευθερώνει ένα κομμάτι από την υπολογιστική ισχύ του εγκεφάλου του, που δεν χρειάζεται πια να ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα, τουλάχιστον όχι τόσο πολύ. Αν προσθέσει κανείς τις αντίστοιχες μειώσεις απαιτήσεων σε υπολογιστική ισχύ και στα θέματα της πρόσφυσης, της απόκρισης – απόδοσης του κινητήρα και της λειτουργίας των αναρτήσεων που άρχισαν πια να προσαρμόζονται στις συνθήκες της κάθε στιγμής, ο αναβάτης έχει πια το περιθώριο να ασχοληθεί την αξιοποίηση όλων αυτών, με τις γραμμές του, με τις εντολές του προς την μοτοσυκλέτα, έτσι όπως ποτέ πριν δεν μπορούσε να κάνει. Γι' αυτό κι ακόμα δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποιο οδηγικό επίπεδο μπορούν να μας φτάσουν. Ακόμα και οι αναβάτες – θεοί των MotoGP μπορεί να αναπολούν τις μέρες χωρίς ηλεκτρονικά "βοηθήματα", τουλάχιστον όσοι έμαθαν αρχικά να τρέχουν χωρίς αυτά, αλλά δεν θα μπορούσαν να πάνε το ίδιο γρήγορα χωρίς αυτά. Και πάλι, μιλάμε για τους καλύτερους του κόσμου, με τις καλύτερες μοτοσυκλέτες, που τρέχουν σε συγκεκριμένες συνθήκες μιας κλειστής πίστας. Στους δρόμους, είναι μια άλλη ιστορία. Για ρωτήστε τους, πόσοι από αυτούς τους υπερ-αναβάτες κυκλοφορούν με μοτοσυκλέτα στο δρόμο; Αν υπάρχει κάποιος, θα είναι η εξαίρεση.

Χρειάζεται να έχει κανείς πρότερη εμπειρία σε "αναλογικές" μοτοσυκλέτες, για να εκτιμήσει τις "ψηφιακές"; Όχι απαραίτητα. Μπορεί να είναι και καλύτερα να μην έχει. Είναι δύσκολο για τους περισσότερους να αποβάλλουν συνήθειες και προκαταλήψεις ετών. Το πραγματικό αποτέλεσμα θα το δούμε στους αναβάτες των επόμενων γενεών, που θα έχουν μάθει να βρίσκουν νέα όρια μόνο πάνω σε νέες μοτοσυκλέτες.

Ο τίτλος αυτού του editorial είναι παραπλανητικός. Η τέχνη δεν τελειώνει, εξελίσσεται. Το ίδιο και οι αναβάτες. Αυτό που αλλάζει μαζί με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών είναι το είδος της εμπλοκής του αναβάτη, ποια πράγματα χρειάζεται να σκέφτεται, πότε και πόσο. Η ουσία όμως, παραμένει ίδια. Κατανόηση, εφαρμογή, εξέλιξη. Έτσι κι αλλιώς, η κίνηση μιας μοτοσυκλέτας και στους τρεις άξονες του χώρου (ταυτόχρονα!) και το πλήθος των ερεθισμάτων που δέχεται ο αναβάτης της, απαιτεί πολύ πιο ουσιαστική εμπλοκή απ' ότι ένα αυτοκίνητο. Επιβάλλεται άλλωστε, καθώς οι συνέπειες του κάθε λάθους μπορεί να είναι πολύ χειρότερες. Από τη μια, φοβάμαι πως οι οδηγοί των σύγχρονων αυτοκινήτων μπορεί να γίνονται καλοί χειριστές αλλά σπάνια πραγματικά καλοί οδηγοί, καθώς δεν αποκτούν εμπειρία για την δυναμική συμπεριφορά του αυτοκινήτου όταν πια οι νόμοι της φυσικής ορίζουν την πορεία του. Μερίδιο ευθύνης εδώ, ειδικά στα αυτοκίνητα, έχουν και οι πωλητές, όπως και πολλοί "δημοσιογράφοι", που επιμένουν "αυτό δεν κολλάει πουθενά, τα κάνει όλα μόνο του, πάντα θα σε σώζει". Μια ματιά στις μπαριέρες και τα χαντάκια του δρόμου πάει στο χιονοδρομικό του Παρνασσού, τις μέρες που ο δρόμος είναι χιονισμένος ή και παγωμένος, δίνει μια καλή άποψη: Ειδικά αυτά που υποτίθεται πως είναι άτρωτα, όπως οι μεγάλες ψηλές τζιπούρες, πάνε στου χαντάκ' χωρίς δεύτερη συζήτηση, αν ο οδηγός τους πιστέψει τους ισχυρισμούς πωλητών και εταιριών. Το ίδιο ισχύει και στις μοτοσυκλέτες. Τα συστήματα δεν είναι πανάκεια, απλά σου βγάζουν μερικές σκοτούρες απ' το κεφάλι σου, αφήνοντάς σε να ασχοληθείς με άλλα ζητήματα. Το γεγονός πως η οδήγηση μοτοσυκλέτας απαιτεί το 100% της προσοχής σου, δεν αλλάζει. Αποδεδειγμένα όμως, τα συστήματα αυτά μειώνουν τις συνέπειες μιας λάθος εκτίμησης και μας βοηθούν να πάμε πιο γρήγορα, με περισσότερη ασφάλεια.

Κάθε εξέλιξη φέρνει νέες απαιτήσεις. Όταν το φαίρινγκ της BMW R100RS και τα άλλα full fairing που ακολούθησαν έκαναν εφικτό το πολύωρο ταξίδι μεγάλων ταχυτήτων, έθεσε και μια σειρά νέων, αυξημένων απαιτήσεων σε λάστιχα, αναρτήσεις, φρένα, πλαίσια... Όσο ανέβαιναν οι ιπποδυνάμεις και οι ταχύτητες, ανέβαιναν κι ένα σκαλί οι απαιτήσεις, όχι μόνο για την υπόλοιπη μοτοσυκλέτα, αλλά και για τον αναβάτη της. Όταν δεν υπήρχαν ρυθμίσεις αναρτήσεων, δεν ασχολούνταν κανείς μαζί τους κι όλα καλά, πορευόσουν μ' αυτά που είχες. Βάλε όμως στην εξίσωση τις πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις με hi-low speed συμπίεση, προφορτίσεις, επαναφορές, ύψος πίσω ανάρτησης, σκληρότητες ελατηρίων, ύψος στάθμης λαδιού και διαφορετικό ιξώδες, κι έχεις ένα λαμπρό νέο πεδίο γνώσης και πειραματισμών που οδηγεί και σε καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας, και σε βελτίωση της συμπεριφοράς της, και σε πιο σκεπτόμενους αναβάτες, και σε πρόοδο των ίδιων των αναρτήσεων.

Φυσικά, το κάθε ηλεκτρονικό σύστημα που είναι προγραμματισμένο να λειτουργεί και να επεμβαίνει με ένα συγκεκριμένο τρόπο, έχει και ένα εγγενές και ουσιώδες μειονέκτημα: Είναι τόσο καλό (ή κακό) όσο του επιτρέπουν οι παράμετροι της λειτουργίας του. Μπορεί οι κατασκευαστές να λένε πως προγραμματίζουν τα συστήματά τους να αντιδρούν όπως θα ήθελε ένας έμπειρος αναβάτης, πιπιλίζοντας παράλληλα την καραμέλα της ασφάλειας, η πραγματικότητα όμως είναι πως στόχος των πωλήσεών τους δεν είναι το μικρό ποσοστό των πραγματικά καλών αναβατών, αλλά η μετριότητα της μάζας, που ελπίζουν να ψήσουν πως η υπερμοτοσυκλέτα τους δεν αποτελεί απειλή, αλλά ευεργέτημα. Πως θα τους ανεβάσει σε οδηγικές απολαύσεις παραδεισένιες, σε μέρη μακρινά κι ονειρεμένα, πως θα τους κάνει καλύτερους απ' ότι είναι. Μόνο που αυτό δεν γίνεται. Κανείς προγραμματιστής δεν μπορεί να προβλέψει τις καταστάσεις που θα προκύψουν στην πραγματική ζωή, το ίδιο όπως κανείς κατασκευαστής κράνους δεν μπορεί να προβλέψει όλους τους πιθανούς τρόπους και τόπους πρόσκρουσης του ξερού μας κεφαλιού που θα φοράει το κράνος. Η ασφάλεια όμως είναι το μεγάλο εμπόρευμα των ημερών μας, κι αυτό μας πουλάνε όλοι. Η αλήθεια είναι πως με ηλεκτρονικά ή χωρίς, η μοτοσυκλέτα παραμένει υπέροχα επικίνδυνη, και γι' αυτό την αγαπάμε. Φαίνεται πως μας χρειάζεται να νιώθουμε πως για μια ακόμη μέρα, για μια ακόμη βόλτα, τα καταφέραμε με την αξία μας απέναντι στους κινδύνους. Με βοηθήματα ή χωρίς. Κι αν μια μέρα βγει το απόλυτα ασφαλές μοντέλο που με τίποτα δεν θα σε αφήσει να κινδυνεύσεις, 1) Δεν θα είναι μοτοσυκλέτα, και 2) Δεν θα έχει ενδιαφέρον.