Editorial 627 - Η ατιμωρησία της συγνώμης

x
Από το

motomag

1/2/2022

Η τελευταία φορά που μίλησα με εκπρόσωπο τύπου της «Αττική Οδός» ήταν και πάλι για περιστατικό στο οποίο ήμουν μάρτυρας: Είχαν κρατήσει ασθενοφόρο με αναμμένο φάρο και σειρήνα και δεν άνοιγαν την μπάρα των διοδίων, αν πρώτα δεν σημείωναν τον αριθμό πινακίδας. Δεν ήταν εξοργιστικό, ήταν εγκληματικό γι' αυτό και κινήθηκα άμεσα λαμβάνοντας στο τέλος επίσημη απάντηση πως η διαδικασία ανοίγματος της μπάρας ίσχυε μόνο για το ΕΚΑΒ. Έλα όμως που επείγοντα περιστατικά μπορεί να μετακινούνται και από ιδιωτικές κλινικές και τέλος πάντων όταν μεταφέρεις κάποιον ασθενή με ασθενοφόρο δεν έχει σημασία αν τον πηγαίνεις σε δημόσιο ή ιδιωτικό νοσοκομείο. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε και έκτοτε οι διαδικασίες έχουν αλλάξει, όμως σίγουρα δεν ήταν σωστές στην αρχή, όπως σίγουρα δεν ήταν και σωστές την ημέρα που έγινε ο χαμός με είκοσι πόντους χιόνι. Τίποτα δεν λειτούργησε εκείνη την ημέρα από πλευράς διαδικασιών και μάλιστα η «Αττική Οδός» είναι το τελευταίο παράδειγμα στην μακρά λίστα. Στο μεταξύ η Ελλάδα είναι η δεύτερη πιο ορεινή χώρα της Ευρώπης μετά την Ελβετία, ξεπερνάμε ακόμη και την Αυστρία. Οι Έλληνες αγρότες έχουν χωράφια με μεγάλη κλίση, γιατί αγρότες δεν υπάρχουν μόνο στους κάμπους και ζούνε σε χωριά που ο πάγος και το χιόνι έχουν συγκεκριμένα ραντεβού σημειωμένα στο ημερολόγιο. Προφανώς λοιπόν και το ένα τρίτο της χώρας έχει κάθε δικαίωμα να γελάει, όχι με τους ανθρώπους της πόλης που δεν ξέρουν να βάζουν αλυσίδες ή που δεν έχουν, αλλά με όλους τους υπόλοιπους που ξόδεψαν απίστευτο χρήμα και έκαναν γελοίες δηλώσεις για ετοιμότητα.

Έχουν επίσης κάθε δικαίωμα οι υπόλοιποι εκτός Αθηνών να γελάνε με αναλύσεις επί αναλύσεων για πρόστιμα που έπρεπε να επιβληθούν, για ελαστικά που δεν πρέπει να είναι φθαρμένα, λες και στην ανηφόρα με δέκα πόντους χιόνι θα βοηθήσουν τα καινούρια τεσσάρων εποχών, και γενικότερα με κάθε ανάλυση που πιάνει ένα πράγμα και όχι την γενική εικόνα. Οπότε σε μεγάλο βαθμό η μισή Ελλάδα απόλαυσε την παράσταση που έδωσε η άλλη μισή, τις τελευταίες ημέρες του Ιανουαρίου. Εκείνοι που βοηθήσαμε να μπουν αλυσίδες σε αυτοκίνητα που τις είχαν αλλά δεν ήξεραν να τις τοποθετούν ή σπρώξαμε στην άκρη εκείνους που δεν είχαν αλυσίδες ώστε να περάσουν οι υπόλοιποι, ζήσαμε την αγωνία τους και έτσι δεν γίνεται να το δούμε το ίδιο διασκεδαστικά, ωστόσο δεν παύει να ήταν γελοία η στάση του κράτους πριν, κατά την διάρκεια και κυρίως μετά την χιονόπτωση κι αυτό στο τέλος προξενεί το γέλιο. Μιας λοιπόν και ήμουν έξω εκείνες τις ώρες βάζοντας αλυσίδες σε αυτοκίνητα και με τα μοτοσυκλετιστικά ρούχα και γάντια να κάνουν την δουλειά τους στο έπακρο απέναντι στα αθλητικά των υπολοίπων οδηγών, σας το υπογράφω πως αν η χιονόπτωση συνέχιζε αμείωτη για καμία ώρα ακόμη τότε τα πράγματα δεν θα ήταν αστεία. Τυχερό το κράτος και οι πολίτες του λοιπόν. Καθαρά θέμα τύχης που μετρήθηκε με λεπτά και ώρες. Και την επόμενη ημέρα αν είχε χιονίσει, τότε πάλι η σοβαρότητα της κατάστασης θα ήταν τέτοια που το γέλιο θα κοβόταν. Είμασταν τυχεροί σας λέω.

Ζήσαμε στο μεταξύ δύο ειδών προβλήματα. Εκείνα που σχετίζονται με την ταχύτητα λήψης σωστών αποφάσεων και εκείνα που διαχρονικά υπάρχουν και απλά έρχονται να συμπληρώσουν την εικόνα. Διότι οι πτώσεις δέντρων και κλαδιών σε καλώδια της ΔΕΔΗΕ, αφήνοντας χωρίς ρεύμα μερικές χιλιάδες ανθρώπων την χειρότερη στιγμή, εντάσσεται στα διαχρονικά προβλήματα. Κανείς δεν ξέρει ποιο δέντρο ανήκει στην αρμοδιότητα ποιανού όταν κληθούν να τα κλαδέψουν και σε κάθε καταιγίδα συμβαίνει το ίδιο. Είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα που θα το βλέπουμε κάθε φορά: Εκεί που οδηγείς και τρέχεις να ξεφύγεις από τα καιρικά φαινόμενα μπορεί να σου έρθει ένα κλαδί στο κεφάλι. Θα αλλάξει κάτι μετά το τελευταίο παράδειγμα; Είμαι πολύ επιφυλακτικός. Το ζήτημα της διαχείρισης του έκτακτου έτσι κι αλλιώς δεν το έχουμε καταφέρει ποτέ στην χώρα αυτή, οπότε οι εξαγγελίες μπροστά από ερπυστριοφόρα pickup ήταν ήδη αστείες πριν έρθει το χιόνι. Τέτοια θα δεις σε μονάδα παραγωγής πετρελαίου χαμένη στο λευκό χάρτη του Κεμπέκ με οδηγούς που ξέρουν και να τα οδηγούν, εδώ όπως φάνηκε δεν έχουμε τέτοια εμπειρία αλλά κάλλιστα μπορούμε να φωτογραφηθούμε μπροστά τους, σε αυτό είμαστε καλοί.

Το πρόβλημα της διαχείρισης πηγαίνει πολύ πίσω και δεν είναι πολιτικό, είναι κοινωνικό ζήτημα που κάθε φορά προσπαθούμε να το αναγάγουμε σε κομματικό. Αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος μας και όσο υπάρχει ατιμωρησία ή όταν εξαντλείται σε συγνώμες, θα διαιωνίζονται τέτοιες εικόνες.

editorial 532 - χωρίς μοτοσυκλέτα

Από το

Μαύρο Σκύλο

7/3/2014

Πως λέμε "Χωρίς οικογένεια", του Έκτορος Μαλό; Τρεις βδομάδες τώρα χωρίς μοτοσυκλέτα, λόγω γόνατου, κι έχω πάθει στέρηση. Μου λείπει ακόμα κι η καθημερινή μετακίνηση σπίτι-γραφείο, που εξ ορισμού είναι ό,τι πιο επικίνδυνο, βαρετό και ανούσιο. Αναγκαστικά μετακινούμαι με αυτοκίνητο, το κάθισμα τέρμα πίσω τραβηγμένο, το πόδι κάγκελο τεντωμένο, κλέβω λίγο κιόλας και χαλαρώνω τον κάτω ιμάντα του νάρθηκα για να μπορεί να λυγίζει λίγο το πόδι και να δουλεύω γκάζι-φρένο.

Καθώς με το αυτοκίνητο περνάω περισσότερο χρόνο ακίνητος, μπορώ να παρατηρώ ακόμα καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω μου στους δρόμους, κι απορώ ακόμα περισσότερο: Πως καταφέρνουμε κι επιβιώνουμε; Όσοι κινούμαστε με μοτοσυκλέτα αποδεικνύουμε πως όντως, γίνονται θαύματα. Μ' αυτά που βλέπεις στους δρόμους θα πίστευες πως μέσα σε μια βδομάδα δεν θα υπήρχε όρθιος μοτοσυκλετιστής ούτε για δείγμα. Κι όμως, φαίνεται πως είμαστε σαν τις κατσαρίδες, δεν εξηγείται αλλιώς.

Κινούμαι σε δρόμο διπλής κυκλοφορίας, χωρίς νησίδα, και μπροστά μου ακόμη ένας με μια "κούρσα" έχει βγάλει φλας για να στρίψει αριστερά στην ίδια κάθετο που θέλω να στρίψω κι εγώ. Η είσοδος όμως της καθέτου είναι μισόκλειστη από έργα του ΟΤΕ, έχουν σκάψει κι έχουν βάλει τα πάντα: Πλέγματα πορτοκαλιά στηριγμένα σε μπετόβεργες (all time safety classic η μπετόβεργα), σήματα "υποχρεωτική πορεία δεξιά", κορδέλες ασπροκόκκινες και φαναράκι που αναβοσβήνει. Τι άλλο να βάλουν; Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει όποιος ήθελε να μπει στην κάθετο ήταν να πάρει λίγο πιο ανοιχτά την στροφή, αποφεύγοντας το εμπόδιο. Και τι κάνει ο τύπος; Το προφανές. Παίρνει φόρα και πέφτει πάνω σε όλα αυτά, σαν να μην υπήρχαν. Περνώντας δίπλα του, είδα την φάτσα του πανικόβλητη, έκπληκτη, λες και πλέγματα και ταμπέλες και φαναράκια πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του. Ήθελα να σταματήσω και να τον βρίσω, να του πω πως είναι ηλίθιος και επικίνδυνος. Και γιατί; Γιατί φαντάστηκα πως θα μπορούσα κάλλιστα να οδηγώ μοτοσυκλέτα, και να τον συναντήσω στον δρόμο μου, και να πέσει πάνω μου έτσι όπως έπεσε και στην σήμανση των έργων. Είμαι σίγουρος πως θα είχε την ίδια δικαιολογία: Δεν σε είδα, δεν τα είδα.

Αυτό τώρα, είναι ένα πρόβλημα. Αλλά δεν είναι δικαιολογία. Το "δεν σε είδα" να το καταλάβω αν πρόκειται για τυφλό, και γνήσιο μάλιστα, όχι μαϊμού. Ελπίζω όμως πως οι τυφλοί δεν οδηγούν, ακόμα και στην Ελλάδα. Άνθρωπος που έχει τα ματάκια του και βλέπει, άνθρωπος που οδηγεί, δεν δικαιούται να πει δεν είδα. Δεν είδες, γιατί δεν κοίταγες, βλάκα. Κι ας φαίνεται πως είχες ανοιχτά τα μάτια σου, δεν έχεις όμως την εγκεφαλική χωρητικότητα που απαιτείται για να αναγνωρίζεις τι βλέπεις. Κι αν εσύ πιστεύεις στην μετεμψύχωση, εγώ λέω να απολαύσω ακόμα για πολύ αυτή την ζωή πριν πάω για την επόμενη. Δεν μιλάω μόνο για τον κύριο με την κούρσα εναντίον έργων, μιλάω και για την κοπελιά που είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο υπερπέραν κι ερχόταν καταπάνω μου κοιτώντας με αλλά χωρίς να με βλέπει, κι έχω φάει φρίκη, ένα Jimny οδηγώ, μπορεί κι ανεβαίνει πεζοδρόμια, αλλά το άτιμο δεν πηδάει στο πλάι σαν γατί περνώντας πάνω από παρκαρισμένα για να βρεθώ στο πεζοδρόμιο και να γλιτώσω, να βάλω όπισθεν το σκέφτηκα αλλά είχα άλλον πίσω μου, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να βυθίσω το κουμπί της κόρνας βαθιά μέσα στο τιμόνι και να εισπνεύσω δυνατά μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου (αυτό πάντα βοηθάει) περιμένοντας το μπαμ. Η σκηνή αυτή είχε γυριστεί φαίνεται σε super hi definition, γιατί παρακολούθησα τα μάτια της να εστιάζουν αργά, κι εξίσου αργά να στρίβει το τιμόνι, λες και το αυτοκίνητό της μέσα ήταν γεμάτο διαφανή μαρμελάδα και δυσκολευόταν. Πέρασε χιλιοστά δίπλα μου, ατάραχη όμως, κι εξακολουθώντας να μιλάει στο κινητό.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια διακοπή για να παρακαλέσω τις αυτοκινητοβιομηχανίες να εγκαταστήσουν, και ως πρώτη τοποθέτηση και ως ρετροφίτ, το εξής σύστημα: Μόλις το αυτοκίνητο ανιχνεύσει χρήση κινητού, να ανοίγει αυτόματα το παράθυρο του οδηγού. Επόμενή μου παράκληση είναι να γίνει μια μικρή αλλαγή στον ΚΟΚ, που θα λέει το εξής: "Πας νοήμων μοτοσυκλετιστής δικαιούται άνευ ποινής να αρπάξει το κινητό ή το μπλουτούθ ή το χαντσφρή και να το σφεντονίσει όσο πιο μακριά μπορεί, κατά προτίμηση σε σημείο που θα το πατήσουν αμέσως τα άλλα αυτοκίνητα". To ζητάω αυτό γιατί πολλές φορές έχω την επιθυμία να το κάνω, αλλά με εμποδίζουν τα κλειστά παράθυρα. Πιστεύω πως είναι ένα μέτρο που θα σώσει πολλές ζωές. Εναλλακτικά, για να μην αφήνουν οι μοτοσυκλετιστές το δεξί τους χέρι από το τιμόνι, θα συμβιβαζόμουν με μια συσκευή που με το πάτημα ενός κουμπιού θα ανατίναζε όλα τα κινητά σε απόσταση πέντε μέτρων. Μια απλή συσκευή ηλεκτρομαγνητικού παλμού δηλαδή, κατάλληλα ρυθμισμένη για να μην καταστρέφει τα ηλεκτρονικά της ίδιας της μοτοσυκλέτας (που κατά προτίμηση θα πρέπει να είναι με καρμπυρατέρ και πλατίνες, χωρίς ηλεκτρονική, για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο), αλλά που θα μπλοκάρει τόσο το κινητό όσο και τα ηλεκτρικά του αυτοκινήτου.

Μετά από λίγες μέρες πίσω από στρογγυλό τιμόνι, άρχισα να κατανοώ και γιατί οι οδηγοί των αυτοκινήτων είναι όλοι έτοιμοι να σφάξουν τους άλλους οδηγούς. Φαινομενικά τα πράγματα είναι ήρεμα, κι όταν είσαι με μοτοσυκλέτα και δεν μένεις πολύ ανάμεσά τους αλλά κινείσαι συνεχώς, δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις πως αρκεί η παραμικρή αφορμή για να ξεσπάσει τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Όταν όμως αναγκαστείς να ζήσεις εγκλωβισμένος ανάμεσά τους, σιγά-σιγά η υποβόσκουσα αυτή οργή μπαίνει και στο δικό σου αυτοκίνητο από το ανοιχτό παράθυρο (ακόμα και το χειμώνα, εκτός εθνικής οδού, οδηγώ με ανοιχτό παράθυρο) και σε ποτίζει χωρίς να το καταλάβεις. Είναι φαίνεται τόσο αφύσικη η όλη φάση, σειρές ολόκληρες από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, άνθρωποι που περνούν έτσι ώρες ολόκληρες καθημερινά, που το μόνο που σκέφτεσαι είναι όχι πως θα γλιτώσεις, αλλά πως θα ξεσπάσεις στον πρώτο που θα κάνει το λάθος. Πρόκειται για μια κλασική εφαρμογή του πειράματος Καλχούν: Όταν τα ποντίκια είναι λίγα μέσα στο κουτί ανέχονται το ένα το άλλο. Όταν γίνουν πολλά, γίνονται και κανίβαλοι και τρώνε το ένα το άλλο για να επέλθει μια ισορροπία. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τους οδηγούς αυτοκινήτων στους δρόμους. Είναι πολλοί, το κουτί είναι μικρό, τρώνε ο ένας τον άλλο. Άρχισα κι εγώ να επηρεάζομαι.

Στην φάση που για 500 μέτρα στενού δρόμου είχα μπροστά μου έναν κυριούλη που πήγαινε με πρώτη αργή-σκορτσάροντας-πατώντας φρένο-ανάβοντας δεξί φλας-όχι, όχι, αριστερό φλας τώρα-μπα, βάλε αλάρμ-σβήσε αλάρμ-κάνοντας πως θα χωθεί δεξιά-αλλά όχι, ίσως αριστερά-κι όλα αυτά τόσο αααργά που η βελόνα του κοντέρ ούτε που κουνιόταν, θυμήθηκα μια παλιά μου κατά φαντασίαν εφεύρεση: Το όπλο Ε.Ε.. Όπου Ε.Ε. σημαίνει Εξαΰλωσις-Εξαφάνισις, και όχι Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημαδεύεις νοητά όποιον σε φρικάρει στο δρόμο και... ΠΑΦ! εξαφανίζεται από μπροστά σου. Ιδανικά, το όπλο Ε.Ε. είναι ρυθμισμένο για να τον στείλει, μαζί με το αυτοκίνητό του, σε μέρος χωρίς δρόμους, μακριά από πολιτισμό, όπως για παράδειγμα στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου, ή σε κάποιο ακατοίκητο ερημονήσι του Ειρηνικού Ωκεανού. Στην αρχή, όταν το είχα πρωτοεφεύρει, το είχα ρυθμισμένο απλώς να εξαφανίζει, όμως οι διαμαρτυρίες ανθρωπιστικών οργανώσεων με έκαναν να το μετατρέψω. Δουλεύει και για μοτοσυκλέτες, ειδικά για όσους καταφέρνουν να καθυστερούν πίσω τους αυτοκίνητα, μέσα στην πόλη, και όσους βγαίνουν μπροστά στα φανάρια, χωρίς να τα βλέπουν και όταν ανάψει πράσινο, κάθονται μέχρι να τους κορνάρουν τουλάχιστον 50 αυτοκίνητα για να ξεκινήσουν.

Όσο περνούν οι μέρες κι οδηγώ ακόμα αυτοκίνητο, η κατάστασή μου σοβαρεύει. Αρχίζω να ζηλεύω ακόμα και αυτούς που κυκλοφορούν μέσα στην Αθήνα με τριβάλιτσα Adventure, φορώντας καπελάκι και ξεκινούν από το φανάρι με τα πόδια κάτω για τουλάχιστον εκατό μέτρα, μέχρι να αισθανθούν σίγουροι για την ισορροπία τους και να τα βάλουν στα μαρσπιέ.

Ναι, τόσο χαμηλά έχω πέσει. Γλυκοκοιτάζω ακόμα και κάτι μεγκασκούτερ μπαουλοντίβανα που χρειάζονται χάιγουέι στις ερημιές της Νεβάδα για να χωρέσουν, κάτι παπιά ρημάδια που αλλού κοιτάει ο μπροστινός τους τροχός κι αλλού ο πίσω, μέχρι κι ένα Μεζέ 250 που άφηνε απ' την εξάτμισή του μια παχιά γραμμή αδιάλυτου καπνού, ξέρετε, εκείνα που στο ρελαντί βλέπεις θολό τον κινητήρα απ' τους κραδασμούς. Νόμιζα πως είχαν εξαφανιστεί, αλλά ήμουν κοντά στον Περισσό, οπότε η εμφάνισή του μπορεί να δικαιολογείται κι έτσι. Όχι πως δεν τα αγαπώ, είχα κι εγώ τέτοιο κάποτε, κι ας είχε προσπαθήσει δύο φορές να με δολοφονήσει, μία που κόλλησε τέρμα το γκάζι στην εθνική και μία που πήγε να πάρει φωτιά. Η σχέση μας δεν κράτησε πολύ.

Τώρα που δεν μπορώ να καβαλήσω, περνούν μπροστά από τα μάτια μου όλα τα μηχανάκια που είχα, κι όσα θα ήθελα να έχω, μια παρέλαση που μπορεί να με κρατήσει απασχολημένο για πολλή ώρα, ειδικά αν σκεφτώ και όσα είχα κάνει με αυτά που είχα και όσα θα ήθελα να κάνω με αυτά που δεν είχα. Ζω τέτοια στέρηση, που αν μου έλεγαν πως μπορείς να καβαλήσεις, αλλά μόνο ΑΥΤΟ (κάτι που κανονικά δεν θα ήθελα να βρεθώ πάνω του ούτε ταριχευμένος), θα χοροπηδούσα απ' τη χαρά μου. Το GS μου έχει μαραζώσει, το Χάσκυ μου με κοιτάει παραπονεμένο, αλλά το γόνατο είναι αυτό που θα πει πότε θα μπορέσω να ξανακαβαλήσω.

Κι όσο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω πως σε κάτι τέτοιες φάσεις στέρησης καταλαβαίνεις πόσο αγαπάς τις μοτοσυκλέτες, όταν πάψεις να έχεις ιδανικές καταστάσεις στο μυαλό σου και διαπιστώνεις πως θα ήσουν ευχαριστημένος με λιγότερα, έως ελάχιστα. Κι όταν οι προδιαγραφές σου φτάσουν στο σημείο "κινητήρα και ρόδες να έχει, και μια χαρά θα περάσουμε", τότε πρέπει να είναι το αντίστοιχο του "ζω στην έρημο και τρέφομαι με ακρίδες και μέλι, αλλά βρήκα τη φώτιση" ή του "μετά από δέκα χρόνια απομόνωσης σε σπηλιά του Θιβέτ ζω μόνο με δροσερό αεράκι κι αγαπάω όλο τον κόσμο". Μ' αυτά που γράφω, σ' αυτό το σημείο μου ήρθε μια εικόνα με τον Βούδα να διαλογίζεται κάτω από έναν φίκο, αλλά όταν κοίταξα πίσω από τον φίκο, είδα έναν τροχό να ξεπροβάλλει, με τρακτερωτό λάστιχο και ψηλό φτερό από πάνω του: Κι ο Βούδας εντούρο ονειρεύονταν.