Editorial 622 - Σε δεκαπέντε χρόνια από τώρα θα υπάρχουν κυρίως βενζινοκίνητες μοτοσυκλέτες, όχι ηλεκτρικές

Από το

motomag

1/9/2021

Τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια θα υπάρχουν όλων των ειδών οι κινητήρες στις μοτοσυκλέτες αλλά κυρίως θα βενζινοκινητήρες. Οι ηλεκτρικοί κινητήρες δεν θα είναι το νούμερο ένα, οπότε η πλειοψηφία του κόσμου που δεν θέλει να ακούει για ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες μπορεί να κοιμάται ήσυχη τα βράδια για αρκετά ακόμη χρόνια. Σκούτερ και μικρές καθημερινές μοτοσυκλέτες είναι βέβαια μία διαφορετική περίπτωση και τα ηλεκτρικά μοντέλα θα κυριαρχήσουν πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο άμεσα στο μέλλον στις μικρές κατηγορίες. Ήδη προγραμματίζονται νέες κρατικές επιδοτήσεις για την αγορά τους και με την ισοτιμία των διπλωμάτων τα ηλεκτρικά σκούτερ της μικρής κατηγορίας αναμένεται να γνωρίσουν ξαφνική άνοδο των πωλήσεων. Αυτό μονάχα θετικό είναι, όχι για το περιβάλλον βέβαια γιατί ας μην γελιόμαστε η αλλαγή αυτή που συντελείται τώρα οδηγώντας στην διαδοχή του βενζινοκινητήρα με σημαία την προστασία του περιβάλλοντος, στην πράξη έχει στόχο το κέρδος. Από αυτό τροφοδοτείται και προς τα εκεί οδεύει. Η άνοδος των μικρών ηλεκτρικών δίκυκλων θα φέρει καταρχήν νέο κόσμο στην μοτοσυκλέτα, καθώς ένα ποσοστό έστω και μικρό, όλων αυτών των νέων αναβατών θα θελήσει να ανέβει κατηγορία.

Το γεγονός πως σε δεκαπέντε χρόνια από τώρα θα υπάρχουν στις μεγάλες κατηγορίες όλων των ειδών οι κινητήρες και κυρίως βενζινοκινητήρες δεν το λέω εγώ, ή μόνο εγώ. Είναι δήλωση από άνθρωπο που χαράζει αυτή την στιγμή την Ευρωπαϊκή πορεία και κατά ένα ποσοστό και την παγκόσμια στρατηγική, ενός από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές. Της Yamaha. Και δεν είναι μόνο ο κος Eric που λέει το ίδιο, αποτελεί δήλωση και του κύριου Pierrer και κατά επέκταση κάθε μεγάλος κατασκευαστής μοτοσυκλετών το ίδιο έχει να πει. Η ηλεκτροκίνηση στις μεγάλες μοτοσυκλέτες είναι πολύ πιο πίσω από τα αυτοκίνητα και βαδίζει με πολύ χαμηλότερη ταχύτητα από αυτό που συμβαίνει στα μικρά δίκυκλα, όπως τα σκούτερ. Είναι θέμα χρήσης και επιδόσεων. Αυτή την στιγμή η υπάρχουσα τεχνολογία μπορεί να σου προσφέρει ένα μικρό σκούτερ με επιδόσεις αντίστοιχες ενός ίδιου μεγέθους με βενζινοκινητήρα χωρίς να κάνεις ιδιαίτερες παραχωρήσεις για την καθημερινή του χρήση. Πολλαπλάσια ακριβότερο πλην μερικών πολύ αξιόλογων προτάσεων, (δείτε την NIU για παράδειγμα) και με την ανασφάλεια του ιδιοκτήτη για την αξιοπιστία και την υγεία της μπαταρίας στην διάρκεια του χρόνου που δεν πρόκειται να κατασταλάξει όσες διαβεβαιώσεις κι αν δοθούν. Παρόλο αυτά όμως η σύγκριση μεταξύ των δύο στα μικρά αυτά σκούτερ μπορεί πλέον να γίνει! Είναι κιόλας εδώ όταν στις μεγάλες μοτοσυκλέτες δεν φαίνεται ούτε πανί στον ορίζοντα. Οι αμιγώς ηλεκτρικές εταιρείες, όπως η πολύ ποιοτική Zero εξαιρούνται γιατί μιλάμε εδώ για τους παραδοσιακούς κατασκευαστές. Οι δηλώσεις των προέδρων δεν εκφράζουν κάποια προσωπική πεποίθηση αλλά στηρίζονται στα χρονοδιαγράμματα που υπάρχουν. Κι αυτό γιατί η ανανέωση της γκάμας γίνεται σταδιακά και προγραμματίζεται σε διάφορα στάδια αμεσότητας, ξεκινώντας από το λιγότερο διετία και καταλήγοντας πάνω από δεκαετία. Κανείς δεν θα φτάσει στο 2033 για να αποφασίσει ποιες μοτοσυκλέτες θα πουλά το 2035, ο προγραμματισμός αυτός γίνεται πολύ νωρίτερα. Είναι διαφορετικός για κάθε εταιρεία και τα πράγματα μπορούν να γίνουν με μία συγκεκριμένη σειρά με την όποια αλλαγή να οδηγεί πάντα πιο αργά από το προγραμματισμένο και σχεδόν ποτέ πιο γρήγορα. Πάρτε το παράδειγμα του δικύλινδρου 490 που περιμέναμε να αργήσει πολύ, μέχρι που ο κος Pierrer άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να το δούμε ακόμη και άμεσα. Μαντέψτε. Το ενδεχόμενο αυτό έχει ήδη εξανεμιστεί και όλα δείχνουν πως αυτό το εγχείρημα προχωρά με βάση τον αρχικό σχεδιασμό. Σπάνια γίνονται ποιο γρήγορα τα πράγματα από αυτό που έχει προγραμματιστεί, διότι πολύ απλά οι άνθρωποι ανά τον κόσμο που σχεδιάζουν μοτοσυκλέτες για τους μεγάλους κατασκευαστές είναι συγκεκριμένοι και αυξάνονται με πολύ μικρό ρυθμό μιας και η εκπαίδευσή τους και η ενσωμάτωση στην κουλτούρα και την φιλοσοφία κάθε εταιρείας είναι χρονοβόρα διαδικασία. Σε δεκαπέντε χρόνια από τώρα λοιπόν, η μοτοσυκλέτα στις μεγάλες κατηγορίες θα εξακολουθεί να είναι βενζινοκίνητη αλλά η ηλεκτροκίνηση θα έχει μπει στην ζωή μας με τα μικρά δίκυκλα, τα μικρά σκούτερ, τα πατίνια κτλ ενώ θα δημιουργηθούν και νέες κατηγορίες που τώρα δεν υπάρχουν. Ποδήλατα που θα είναι πιο κοντά στις μοτοσυκλέτες για παράδειγμα και θα απαιτούν δίπλωμα για να οδηγηθούν αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να βρει κάποιος κάτι καινούριο να τον εκφράζει ως δεύτερο όχημα που τώρα ακόμη ούτε το φαντάζεται. Δεν βλέπω τίποτα το κακό σε αυτό, αν παράλληλα υπάρχουν όλες οι επιλογές του σήμερα!

Σε κάθε περίπτωση ο κινητήρας εσωτερικής καύσης στους δύο τροχούς έχει πολύ μέλλον ακόμη και με βάση αυτά που λέγαμε από το 2008(!) δεν θα μας αφήσει και καθόλου αν τελικά η ηλεκτροκίνηση γίνει ένα μεταβατικό στάδιο και περάσουμε σιγά-σιγά σε ένα νέο καύσιμο που θα χρησιμοποιείται σχεδόν όπως το πετρέλαιο τώρα, αλλά ακόμη δεν έχει αναπτυχθεί η τεχνολογία για την μαζική αποθήκευση και παραγωγή του. Το υδρογόνο θα μπορούσε να γίνει ένα ενεργειακό «νόμισμα» με την έννοια πως χρειάζεται ενέργεια για να παραχθεί και δεν το συλλέγεις από την φύση. Μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί σε κινητήρες εσωτερικής καύσης και όχι κάπου στο μέλλον, αλλά είναι εφικτό εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Μέχρι τότε έχουμε πολλά ενδιάμεσα βήματα ακόμη, με το αμεσότερο από αυτά να είναι τα περισσότερα ηλεκτρικά οχήματα στους δρόμους. Ήδη έξω από το ΜΟΤΟ υπάρχει σταθμός ταχυφόρτισης, ένας από τους πρώτους στην Ελλάδα και η τοποθέτησή του μας δίδαξε τις τεράστιες παθογένειες που υπάρχουν αυτή την στιγμή. Διότι δεν ακολουθούνται αυστηρά πρωτόκολλα στην κατασκευή και την τοποθέτησή τους, τουλάχιστον όχι τόσο αυστηρά όσο θα έπρεπε. Προς το παρόν τα μικρά δίκυκλα δεν χρειάζονται τίποτα περισσότερο από μία κοινή πρίζα, κι έχουμε ακόμη πολλά χρόνια μπροστά μας για να μας απασχολεί κάτι τέτοιο στις μεγάλες κατηγορίες μοτοσυκλετών, αλλά βλέπουμε να έρχονται προβλήματα για την αυτοκίνηση, μιας και είναι δεδομένο πως θα αυξηθούν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα γύρω μας. Και μέχρι να μας φτάσουν όλα αυτά, μπορεί να φαίνεται κιόλας στον ορίζοντα η επόμενη εποχή…

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.