Editorial 607 - Στροφή στην μοτοσυκλέτα!

Από το

motomag

1/6/2020

Το πρόβλημα σε αυτή την χώρα ήταν πάντα οι πολλές φωνές. Ποτέ δεν είχαμε λίγες ή απουσία άποψης που να δείχνει πως στερεύουμε, αδυνατίζουμε και γινόμαστε εύκολα θύματα της εκάστοτε κυβέρνησης. Δεν μιλάω γενικά, αν και ισχύει με άνεση ως γενικός κανόνας σε αυτή την χώρα. Αναφέρομαι ωστόσο συγκεκριμένα στην μοτοσυκλέτα. Λέμε χρόνια στο ΜΟΤΟ πως τα διπλώματα πρέπει να εξισωθούν με την υπόλοιπη Ευρώπη και δεχόμαστε δύο ειδών αντιδράσεις. Θετικές κατά πλειοψηφία -ευτυχώς- και κάποιες αρνητικές που τις έχουμε χωρίσει σε δύο υποκατηγορίες. Η πρώτη είναι από συμφέρον, η δεύτερη από την βαθιά ανάγκη για αντιπαράθεση, που ως βαλκάνιοι είναι πάντα ο αφρός σε οποιαδήποτε μπύρα κι αν πίνουμε. Έτσι λοιπόν αντίθεση στην εξίσωση των διπλωμάτων φέρνει μερίδα εκπαιδευτών που πιστεύουν πως έτσι θα χάσουν έσοδα και αντίδραση για την αντίδραση έρχεται από μερίδα υπερευαίσθητων που νομίζουν πως έτσι θα αυξηθούν τα ατυχήματα. Είναι και οι δύο λάθος κι ευτυχώς αποτελούν μειοψηφία. Τα έσοδα για τους εκπαιδευτές οδήγησης θα αυξηθούν, γιατί θα μεγαλώσει αυτομάτως το ποσοστό μοτοσυκλετιστών στη χώρα, που θα πηγαίνουν για το επόμενο σκαλοπάτι στην άδεια. Αυτό έχει δείξει το παράδειγμα των υπόλοιπων χωρών, αλλά δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο για να το καταλάβετε από την εικόνα που είχαν πριν την καραντίνα τα σημεία που διενεργούνται εξετάσεις: Ένα σωρό έμπειροι αναβάτες με τις προσωπικές τους μοτοσυκλέτες που ενώ οδηγούν για χρόνια, δεν είχαν βγάλει ποτέ δίπλωμα. Νομίζει κανείς πως αυτή είναι μία εικόνα του παρελθόντος αλλά συμβαίνει τώρα, το 2020 στην Ελλάδα, στην Ευρώπη δηλαδή που δεν νοείται να υπάρχει ανασφάλιστο όχημα. Τονίζω το πριν την καραντίνα γιατί υπάρχει δικαιολογία για το μετά, και την απουσία εξετάσεων αυτό το διάστημα. Κάποιος όμως που οδηγεί για χρόνια χωρίς δίπλωμα το δικύλινδρο 650 ή 900 δεν του φταίει η καραντίνα που δεν έβγαλε δίπλωμα. Η εικόνα μπροστά στο Υπουργείο Μεταφορών που γίνονται οι εξετάσεις είναι αποκαρδιωτική για το ποσοστό έμπειρων αναβατών που βγάζουν δίπλωμα πρακτικά με το ζόρι, ενώ οδηγούν για χρόνια στους δημόσιους δρόμους. Και η κουβέντα μας με τους εκπαιδευτές οδήγησης το επιβεβαιώνει. Η βασική δικαιολογία για όσους οδηγούν χωρίς δίπλωμα, είναι η ίδια που υπάρχει και για το κράνος και τον υπόλοιπο εξοπλισμό αναβάτη. «Είχα λεφτά μόνο για μοτοσυκλέτα». Που μεταφράζεται καλύτερα σε «πήρα εκείνη που ήθελα, όχι εκείνη που θα έπρεπε αν έβλεπα το κόστος συνολικά: Δίπλωμα / Κράνος / Μπουφάν / Γάντια / Μποτάκια». Θα βάλει και εξάτμιση όμως, πριν πάρει τα παραπάνω, εκεί θα πάει η επόμενη επένδυση!

Η άλλη μορφή αντίδρασης είναι αυτή που αγνοεί πως όλοι οι παραπάνω είναι ήδη κομμάτι των ελληνικών δρόμων, από τα πλέον επικίνδυνα αν εμπλακείς σε ατύχημα μαζί τους. Ζητώντας ακόμη περισσότερα μαθήματα. Δηλαδή η μερίδα αυτή θέλει να γιγαντωθεί το πρόβλημα περισσότερο, καθώς περισσότερα μαθήματα σημαίνει μεγαλύτερο κόστος που είναι και ο βασικός λόγος που βλέπουμε νεαρούς χωρίς δίπλωμα. Με τα μαθήματα δεν έγινε κανείς οδηγός. Με τον σωστό έλεγχο όμως αποφεύχθηκαν πολλά. Και έλεγχο σε αυτή την χώρα δεν έχουμε.

Δίχως να ζητά κανείς να ζήσουμε με περισσότερη αστυνόμευση, η αντίληψη του ωχαδερφισμού που επικρατεί εδώ, είναι που πρέπει να νικηθεί. Και στην Αυστρία και στην Γερμανία και στην Ισπανία και την Ιταλία, χώρες που δεν μας μοιάζουν και χώρες με τις οποίες μοιραζόμαστε κοινά στοιχεία, θα «την βγάλεις καθαρή» αν κάνεις μία σούζα ή αν οδηγήσεις γρήγορα σε έναν επαρχιακό δρόμο. Ναι είναι περισσότερο πιθανό συγκριτικά με εδώ, να κερδίσεις μία κλήση για επικίνδυνη οδήγηση στην Ισπανία. Αλλά θα το έχεις κάνει σε ένα δρόμο με απίθανη άσφαλτο όπου οδηγείς συχνότερα γιατί έχεις ζήσει και περισσότερο. Τα τροχαία δυστυχήματα για τους Ισπανούς μοτοσυκλετιστές είναι λιγότερα ανά κάτοικο από ότι στην Ελλάδα. Μην τολμήσεις όμως να βγεις από το σπίτι δίχως κράνος. Δεν θα το κάνεις κανείς, δεν θα το κάνει ούτε και ο πιτσιρικάς που δουλεύει τα καλοκαίρια σε ξενοδοχεία και μπαρ, για να κερδίσει το δικαίωμα στην ιγμορίτιδα το χειμώνα. Δουλεύει τα καλοκαίρια για να αγοράσει μοτοσυκλέτα το χειμώνα και να γυρνά ξεκράνωτος ρουφώντας την μύτη του μέχρι να έρθει η Άνοιξη και η ώρα που θα βγάζει τα μυγάκια από το μάτι του. Κι όλα αυτά, συχνά χωρίς δίπλωμα… Το πρώτο πράγμα που θα πάρει μαζί του αν φύγει από το χωρίο και πάει απέναντι στην Ιταλία για το πρώτο του ταξίδι, είναι το κράνος. Εκεί δεν θα διανοηθεί να καβαλήσει χωρίς. Θα το ξανά βγάλει στην επιστροφή…

Το πρόβλημά μας λοιπόν, δεν είναι αν θα γίνονται πιο αυστηρές εξετάσεις διπλώματος, που έτσι και αλλιώς δεν πιστοποιούν πως ξέρεις να οδηγείς μοτοσυκλέτα. Μεταξύ μας όλοι μας αναγνωρίζουμε πως μαθαίνεις οδηγώντας, όχι κάνοντας σαλιγκάρια σε κορύνες, εκτός κι αν μιλάμε για Gymkhana. Αν έχουμε μία φωνή προς τα έξω, κοινή, τότε μόνο θα μπορέσουμε να αλλάξουμε κάτι προς το καλύτερο. Και το καλύτερο μας το δείχνει το παράδειγμα και η πραγματικότητα, όχι η θεωρεία.

Στην υπόλοιπη Ευρώπη αυτή την στιγμή, κάνουν λόγο για την ανάγκη στροφής στην μοτοσυκλέτα ώστε ο κόσμος να μην μπαίνει στα μέσα μαζικής μεταφοράς και να μην μποτιλιαρίζεται στους δρόμους. Έφτασαν να συζητούν την διήθηση στην Γερμανία κι εμείς εδώ ακόμη μαλώνουμε μεταξύ μας για το αν κάποιος που οδηγεί αυτοκίνητο δέκα χρόνια, μπορεί με μερικά μαθήματα -και μόνο- να ανέβει σε ένα σκούτερ με έξι - οκτώ άλογα! Και ταυτόχρονα αδιαφορούμε για τον ακράνωτο δεκαεπτάχρονο που δεν πήρε ποτέ του δίπλωμα! Η υπόλοιπη Ευρώπη αναγνωρίζει πως η ιδιωτική μετακίνηση είναι καταρχήν δικαίωμα που πρέπει να διαφυλάξει και έπειτα πως με την μοτοσυκλέτα θα υπάρξει τρόπος να εξασφαλιστεί σε ένα μέλλον με περισσότερα οχήματα στους ήδη πηγμένους δρόμους. Εδώ ας το συζητήσουμε λίγο ακόμη, δεν βαριέσαι, υπάρχει χρόνος μέχρι την επόμενη πανδημία…

editorial 524 - Club 100

Από το

Μαύρο Σκύλο

3/7/2013

Δεν μπορώ να φανταστώ πως στα κολασμένα στροφιλίκια του Montenegro μια street θα μπορούσε να πάει το ίδιο γρήγορα και το ίδιο απολαυστικά με τις on-off του MEGA TEST. Στο editorial του προηγούμενου τεύχους έγραφα πως οι on-off είναι πια οι στάνταρ μοτοσυκλέτες, με τις υπόλοιπες κατηγορίες να είναι οι... εξειδικευμένες, όπως οι street. To ταξίδι μας στο Montenegro επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς μου. Στην πραγματική ζωή, η οδήγηση σε κάθε είδους δρόμο είναι απόλαυση με αυτές τις μοτοσυκλέτες που πρώτοι εμείς στο ΜΟΤΟ αποκαλέσαμε παντός δρόμου. Χωρίς αυτή η απόλαυση να σταματά εκεί που τελειώνει η άσφαλτος. Μερικοί μπορούν να θεωρήσουν από παράδοξη έως υπερβολική την χρήση μιας μοτοσυκλέτας με 1200 κυβικά και πάνω από 100 ίππους στο χώμα, αλλά δεν είναι. Το μόνο εμπόδιο είναι για τους περισσότερους το ποσό που απαιτείται για την αγορά της, και οι οδηγικές ικανότητες που θα πρέπει να διαθέτουν για να την πάνε όπως μπορεί να πάει. Στην πραγματικότητα, οι καλύτερες σημερινές παντός δρόμου είναι πιο ικανές στα χώματα από άλλες μικρότερες δικύλινδρες ή μονοκύλινδρες, ακόμα κι από κάποιες που έχουν τα μισά τους κυβικά και άλογα.

Αλλά τα χώματα είναι μόνο ένα μέρος των ταλέντων τους. Όπως φάνηκε στα πολλά βρεγμένα χιλιόμετρα που κάναμε, αν είσαι εξοπλισμένος με αδιάβροχα, μπότες και γάντια που δεν μπάζουν νερό, μπορείς να τις ευχαριστηθείς ακόμα κι εκεί, ευχαριστώντας την εξέλιξη των RAIN mode, των ABS και των traction control. [Παρένθεση περί αδιάβροχων: Αξιόπιστα αδιάβροχες μπότες βρίσκεις πια, με τα αδιάβροχα πάνω κάτω και τα γάντια τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Έχουμε δει φτηνά που δεν μπάζουν, στην αρχή τουλάχιστον, και ακριβά που είναι σφουγγάρια. Ίσως πρέπει να φτιάξουμε μια λίστα με τα αποδεδειγμένα αδιάβροχα αδιάβροχα.]

Κάπου εκεί μου καρφώθηκε και μια άλλη ερώτηση στο μυαλό, από αυτές που μου έρχονται κατά καιρούς για να βασανίζομαι εγώ και να βασανίζω και τους γύρω μου: Μπορεί μια μοτοσυκλέτα να είναι καλή αν δεν την ευχαριστιέσαι και κάτω από τα 100 km/h; Μπορείς να απολαμβάνεις οδήγηση με μέγιστη ταχύτητα τα 100; Μήπως στις σημερινές οικονομικές και κυκλοφοριακές συνθήκες τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες είναι οι πιο χαβαλεδιάρικες ό,τι διαδρομή κι αν κάνεις; Σκέφτηκα τον Λύκο που μόλις τελείωσε την ανακατασκευή ενός XL185, που το 99% των χιλιομέτρων που θα κάνει θα είναι έως 100. Είμαι σίγουρος πως θα είναι ξετρελαμένος χωρίς ποσώς να τον απασχολεί που αυτό το μηχανάκι του δεν θα βλέπει πολύ πάνω από 100 συχνά, και που θα πάει 120 αν ο άνεμος είναι ούριος, ο δρόμος έντονα κατηφορικός και οι πλανήτες ευθυγραμμισμένοι καταλλήλως, με τις βαλβιδούλες του να χοροπηδάνε στην κεφαλή λίγο πριν πεταχτούν έξω και το πλαίσιο ένα τσικ πριν κοπεί, συνήθως στην αριστερή μεριά, κοντά στον άξονα του ψαλιδιού.

Το σκεφτόμουν επίσης οδηγώντας την τελευταία βδομάδα το Honda ΜSX125, με το τετρατάχυτο συμπλεκτάτο ψεκαστό παπίσιο μοτεράκι του και τα δωδεκάρια λαστιχάκια του. Σε κάθε φανάρι κάποιος θα μου μιλήσει, ρωτώντας γι' αυτό, όπου σταματήσω όλοι το χαζεύουν, προφανώς γιατί το θεωρούν χαριτωμένο, γιατί κάτι τους λέει χωρίς ίσως να ξέρουν ακριβώς γιατί. Κι αυτό πάει 100 στην ευθεία, παραπάνω στον κατήφορο. Μέχρι τα 100 όμως, τα έχεις κάνει όλα κι έχεις περάσει πολύ καλά, ακόμα και στην πιο συνηθισμένη, βαρετή συνήθως διαδρομή. Γιατί μου ανάβουν φωτιές τώρα; Αν είχα ένα δεκάρικο για κάθε έναν που με ρώτησε, θα είχα μαζέψει τα λεφτά για να το αγοράσω, ή μήπως να τα μαζέψω για να πάρω δεκατριάρι Husqvarna, με τις τιμές που έχουν; Θέλει κανείς το εντεκάρι μου;

Ποιό είναι το μυστικό του Club 100; Κοίτα να δεις, ρωτάω ποιό είναι το μυστικό χωρίς να έχω εξηγήσει τι είναι το Club 100. Για να συνεννοούμαστε, προτείνω να λέμε πως ανήκουν στο Club 100 όλοι εκείνοι οι αναβάτες και όλες οι μοτοσυκλέτες που την κύρια απόλαυση από την οδήγησή τους την βρίσκουν πριν τα 100. Δεν υπάρχει περιορισμός κυβικών, ας είναι και Goldwing 1800, αρκεί να σου δίνει χαρά όταν την οδηγείς και κάτω από 100. Εκεί μέσα στο Club 100 μπαίνουν από μοτοποδήλατα μέχρι MX, trial και enduro, αν και οι superbikes και τα supersport όχι, καθώς δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος πως τα απολαμβάνει κυρίως πριν... φτάσει η πρώτη στον κόφτη. Στο Club 100 έτσι ανήκουν και τα classics, που κι αυτά τα απολαμβάνουμε με ταχύτητες καθημερινά εφικτές, κοινό χαρακτηριστικό των Club 100 μοτοσυκλετών. Όπως είπαμε και για τα χωματερά, που τα πάντα στον κόσμο τους συμβαίνουν κυρίως κάτω από τα 100, χωρίς αυτό να αφαιρεί ούτε στο ελάχιστο την γοητεία τους.

Το μυστικό λοιπόν του Club 100 είναι πως μπορείς να οδηγείς πραγματικά στο όριο, χωρίς να χρειάζεσαι ούτε πίστα, ούτε συγκεκριμένο είδος δρόμου, τίποτα το ειδικό. Κι όταν λέμε στο όριο, είναι από κάθε άποψη, στο όριο των δυνατοτήτων του αναβάτη ή της μοτοσυκλέτας: Στην ουσία, οι συγκινήσεις από την επαφή με αυτό το όριο δεν διαφέρουν από αυτές που ζει ο Rossi οδηγώντας στα MotoGP. Ακόμα κι ο ίδιος όμως ο Valentino, για να διασκεδάσει και να προπονηθεί και να ευχαριστηθεί οδήγηση όταν δεν καβαλάει την Μ1 του, κάνει γύρους σε πίστα dirt track με το Ouroboros που φτιάχνει ο πατέρας του ή παίζει με χωματερά μηχανάκια ή κοντράρεται με τους φίλους του πάνω σε φτιαγμένα τρίκυκλα Ape, άρα εκτός MotoGP, είναι κι εκείνος μέλος του Club 100, ακόμα κι αν δεν το ξέρει. Κάπως έτσι, διαπιστώνουμε πως στην κυριολεξία τους οι συγκινήσεις δεν εξαρτώνται από την απόλυτη ταχύτητα, παρά μόνο από την σχετική. Για να συγκινηθείς απαιτείται κίνηση, ελληνικά μιλάμε, ας καταλαβαίνουμε και τι σημαίνουν οι λέξεις. Γι' αυτό και υποστηρίζω πως για να ευχαριστηθείς την μοτοσυκλέτα, δεν απαιτείται ούτε η πιο γρήγορη, ούτε η πιο ακριβή, ούτε η πιο εξοπλισμένη, ούτε η πιο καινούργια. Το μόνο που χρειάζεται είναι να λειτουργεί, να την καβαλήσεις και να φύγεις.

Ίσως μερικούς να τους ξενίζει η ιδέα πως μπορεί να οδηγείς στο όριο ενώ πηγαίνεις σιγά. Κι εδώ μπαίνει η έννοια της απόλυτης και της σχετικής ταχύτητας. Όταν παλιότερα πηγαίναμε το ZX-12R τελικιασμένο στα 312, τότε βιώναμε την απόλυτη ταχύτητα μοτοσυκλέτας παραγωγής. Όταν σήμερα περνάμε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι με 40, πάμε αργά; Σε απόλυτα νούμερα ναι, σε σχετική ταχύτητα όχι, αν είναι πολύ δύσκολο να περάσει κάποιος από το ίδιο μονοπάτι με 42. Άρα, μπορείς να οδηγείς οριακά με 40, ενώ αν ταξιδεύεις στον ανοιχτό δρόμο με 160 κινδυνεύεις να σε πάρει ο ύπνος.

Αν και δεν δεχόμαστε νταλίκες στο Club 100, απατάσθε αν πιστέψετε πως είναι αργές ή δεν οδηγούνται οριακά, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιούμε εύκολα. Μια φορτωμένη νταλίκα που κινείται σταθερά με 100, μπορεί να βγάλει καλύτερη μέση ωριαία από μια παρέα γρήγορων που θα πηγαίνουν τέζα αλλά θα σταματάνε κάθε 50-60 χιλιόμετρα για ανεφοδιασμό, τσιγάρο και κουβεντούλα. Πόσες φορές δεν σας έχει τύχει να βλέπετε την νταλίκα που είχατε περάσει ώρα πριν, να σας προσπερνά όταν σταματήσετε στο βενζινάδικο; Βγάζει καλύτερη μέση ωριαία, τι να κάνουμε, κι όσο για την οριακή οδήγηση της νταλίκας, δεν την αντιλαμβανόμαστε όσο κινείται με σταθερή ταχύτητα, μόλις όμως συμβεί κάτι και πρέπει να φρενάρει ή να αλλάξει πορεία απότομα και αναλάβει πια η μάζα και η αδράνειά της τον λόγο, γίνεται χαμός.

Αν δεν απολαμβάνεις την οδήγηση πηγαίνοντας και χαλαρά, δεν είναι καλή η μοτοσυκλέτα. Σωστό ή λάθος; Ας το σκεφτούμε λίγο. Μου φαίνεται πως μια μοτοσυκλέτα που την απολαμβάνεις μόνο πηγαίνοντας γρήγορα, είναι χειρότερη από μια που την βρίσκεις μαζί της και στο χαλαρό και στο γρήγορο. Στην δεύτερη περίπτωση, χρειάζεται πολύ πιο ποιοτικές αναρτήσεις που να μπορούν να ανταποκριθούν το ίδιο καλά και σε χαμηλές και σε υψηλές ταχύτητες, κι αυτό είναι πιο δύσκολο και πιο ακριβό για να το πετύχει ένας κατασκευαστής μοτοσυκλετών. Απαιτείται επίσης πολύ μεγαλύτερη αρχική επένδυση στην σχεδίασή της, τόσο σε γνώση όσο και χρήμα, από το στάδιο της σχεδίασης ως τις δοκιμές εξέλιξης. Ζητήματα όπως η συγκέντρωση της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους έχουν προκύψει και εξελιχθεί από αυτή ακριβώς την ανάγκη, της ομοιογενούς και προβλέψιμης συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας σε όλες τις συνθήκες. Πολλοί μπερδεύουν την έννοια "ευκολοδήγητο" πιστεύοντας πως λίγο πολύ σημαίνει "μειωμένων δυνατοτήτων". Το αντίθετο συμβαίνει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αγαπημένες μας παντός δρόμου αυτού του τεύχους. Οι καλύτερες από αυτές χρειάστηκαν τουλάχιστον τρεις γενιές και δεκαετίες έρευνας, εξέλιξης και εμπειρίας για να φτάσουν τις σημερινές τους δυνατότητες, όπου φυσικά και είναι πιο ευκολοδήγητες από τις προγόνους τους ενώ ταυτόχρονα οι επιδόσεις τους είναι αναμφισβήτητα ανώτερες σε όλους τους τομείς. Και ειδικά για να γίνουν ικανές να μπουν και στο Club 100, να μπορούν δηλαδή να είναι απολαυστικές και όταν πηγαίνεις χαλαρά ή σε πολύ κλειστό στροφιλίκι, χρειάστηκε να βελτιωθεί τόσο η ομοιογένειά τους, όσο και κάθε υποσύστημά τους ξεχωριστά, μαζί με την αρμονική συνεργασία όλων των υποσυστημάτων. Νομίζετε πως είναι απλό να κάνεις ελαστικό έναν δικύλινδρο κινητήρα 1200 κυβικών και 130 ίππων, την στιγμή που μια γενιά πριν ένας παρόμοιος με 1000 κυβικά και 90 ίππους δεν ήταν; Καθόλου απλό. Αυτό φάνηκε άλλωστε γιατί ακόμα και μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας με τους ψεκασμούς ακόμα βελτιώνονται αισθητά κάθε χρόνο, σε αντίθεση με την αντίληψη που υπήρχε όταν πρωτοεφαρμόστηκαν (ή καλύτερα, την ελπίδα) πως τώρα τέλειωσαν όλοι μας οι μπελάδες, οι τροφοδοσίες αναφλέξεις θα αυτορυθμίζονται και με το software θα κάνεις μια έτσι με το laptop σου και θα τα φτιάχνεις όλα. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Όπως δεν είναι και απλό να φτιάξεις έναν προοδευτικό, σταθερής απόδοσης συμπλέκτη, ένα καλοσχεδιασμένο κιβώτιο με τις κατάλληλες σχέσεις και σωστή αίσθηση κουμπώματος ταχύτητας στο λεβιέ, και τόσα άλλα. Αυτό που θέλω να πω είναι πως για να φτιαχτεί μια ικανή μοτοσυκλέτα, απολαυστική σε όλες τις συνθήκες, ρυθμούς και ταχύτητες, απαιτείται πολύ περισσότερος κόπος, χρόνος, γνώση και χρήμα απ' ότι για να φτιάξεις μια που αποδίδει καλά μόνο σε συγκεκριμένες συνθήκες. Πρέπει να είσαι πολύ καλός για να μπεις στο Club 100!

Mε μια πιο ευρεία ερμηνεία, οι μοτοσυκλέτες που αξίζουν να μπουν στο Club 100 είναι όσες απολαμβάνουμε καθημερινά, σε κάθε ρυθμό και σε κάθε δρόμο, ανεξάρτητα από κυβικά, τιμή και ηλικία. Ήδη το Club απέκτησε το δεύτερο μέλος του, τον Λύκο, που ενθουσιάστηκε με την ιδέα, μην αρχίσετε όμως να λέτε για καταστατικά και προεδρεία, δεν χρειάζεται να καταδικάσουμε το Club μόλις που γεννήθηκε, είπαμε, το Club 100 είναι μόνο ιδέα και άποψη, κι ας παραμείνει έτσι.