Editorial 605 - Η πρώτη φορά που το “JIT” κατέρρευσε

Από το

motomag

1/4/2020

Το 1948 η Toyota ξεκίνησε, και το 1970 τελειοποίησε, την μέθοδο παραγωγής Just in Time, (JIT) όπως είναι τώρα γνωστή. Πρόκειται για την μέθοδο παραγωγής που χρησιμοποιείται τώρα σε ολόκληρη την αυτοκινητοβιομηχανία και φυσικά και στις μοτοσυκλέτες. Πολύ απλοϊκά για να πάμε παρακάτω, JIT σημαίνει πως οτιδήποτε δεν παράγει το εργοστάσιο, φτάνει στην γραμμή παραγωγής ακριβώς στην ώρα που πρέπει για να την τροφοδοτήσει απευθείας. Τα εξαρτήματα αυτά που μπορεί να είναι οτιδήποτε, από δαγκάνες φρένων και πλαστικά, μέχρι και ολόκληρα πλαίσια, δεν αποθηκεύονται και δεν ελέγχονται κιόλας. Ο έλεγχος γίνεται κατευθείαν στον προμηθευτή, ο οποίος έχει και την ευθύνη της παράδοσης ακριβώς στην σωστή ώρα. Ας μείνουμε μονάχα σε κάτι σημαντικό για το JIT, που στην σύγχρονη εποχή είναι μία ολόκληρη χωρογραφία προμηθευτών, φορτηγών και κατασκευαστών, εύκολη να την φανταστείς ως εικόνα με τις υπάρχουσες υποδομές. Όταν οι Ιάπωνες το ξεκινούσαν σε μία χώρα κατεστραμμένη και υπό αμερικάνικη κατοχή, έπρεπε να κάνουν πραγματικούς άθλους για να το καταφέρουν και στηρίχτηκαν σε τρεις αρχές που συνοψίζονται στις λέξεις, "μούρη", "μούρα", "μούντα": Υπέρβαση του ακατόρθωτου – διαρκή συνέπεια και οικονομία υλικών και δυνάμεων. Όπως όλα στα Ιαπωνικά, οι λέξεις είναι φράσεις ολόκληρες. Μιλάμε για μία φιλοσοφία με πολλές πτυχές που έπρεπε να περάσει τότε η Toyota στους προμηθευτές, τις μικρές βιοτεχνίες, για να καταφέρει να εφαρμόσει το JIT, που με την σειρά του είναι μονάχα μία από τις αρχές που απαρτίζουν την νοοτροπία κατασκευής που μπορεί κανείς να βρει με τον επεξηγηματικό τίτλο "Τhe Toyota Way".

Σήμερα δεν χρειάζεται να ξοδέψεις δεκαετίες για να εμφυτέψεις φιλοσοφίες σε προμηθευτές, υπάρχουν συμβόλαια και αυστηρές ποινικές ρήτρες. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το JIT έφτασε στην πιο ραγδαία εξελισσόμενη βιομηχανία του κόσμου, την αμερικάνικη, και όπως όλα τα γιαπωνέζικα τότε, το κορόιδεψαν με άρθρα και βιβλία. Μέχρι που οι μεγαλύτεροι πολέμιοι του, όπως ο μηχανολόγος και συγγραφέας Τζορτζ Πλόσλ (102 ετών σήμερα) παραδέχτηκαν πως ήταν ηλίθιοι. Τουλάχιστον οι Αμερικανοί το μετονόμασαν σε ZIPS (zero inventory production system) για να το νιώθουν λίγο πιο δικό τους και αν και έχουν γίνει τεράστια βήματα από τότε, οι βασικές αρχές έχουν μείνει ίδιες.

Από την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, την οικονομική καταστροφή της προηγούμενης δεκαετίας, τις τρομοκρατικές επιθέσεις ή την έναρξη πολέμων, πρωτοφανή τσουνάμι και πυρηνικές καταστροφές, εμείς οι ίδιοι στις ζωές μας που είναι μικρότερες από την ύπαρξη του JIT, έχουμε ζήσει πολλά γεγονότα που απασχόλησαν το σύνολο της ανθρωπότητας. Ποτέ, κανένα από αυτά, δεν σταμάτησε ολοκληρωτικά το “JIT”, ποτέ δεν το αμφισβήτησε στο βαθμό που γίνεται τις ημέρες που διανύουμε. Μην βιαστεί κανείς να πει πως δεν τρέχει κάτι σπουδαίο, γιατί ολόκληρος ο πλανήτης έχει σταματήσει. Πράγματι ζούμε ένα γεγονός που έχει αλλάξει την εικόνα της Γης από το διάστημα. Ολόκληρη την εικόνα γιατί ποτέ ξανά τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν κλείστηκαν στα σπίτια τους, δεν σταμάτησε η συντριπτική πλειοψηφία των πτήσεων, και δεν έσβησαν τα φώτα ανά την υφήλιο. Η ανθρωπότητα περνά αυτές τις ημέρες ένα γεγονός που παρόμοιό του δεν έχει ξαναδεί ποτέ. Γιατί συμβαίνει ταυτόχρονα παντού. Όλα τα παραπάνω επηρέαζαν ένα κομμάτι της ανθρωπότητας, όσο η υπόλοιπη συνέχιζε την ζωή της, παρατηρώντας βέβαια, αλλά δίχως να διακόπτει την πορεία της.

Ωστόσο το “JIT” είχε καταρρεύσει πριν από αυτό, ήταν η πρώτη φορά που αυτό το σύστημα έδειξε αδυναμία στα 70 χρόνια παρουσίας του. Μονάδες παραγωγής έχουν ξανασταματήσει στο παρελθόν, όχι όμως από συνολική αδυναμία να αντικατασταθεί ένας προμηθευτής. Η Β. Ιταλία έχει ένα σωρό βιοτεχνίες που τροφοδοτούν τα μεγάλα εργοστάσια σε όλη την Ευρώπη. Ακόμη και στην Θεσσαλονίκη θα βρεις προμηθευτή της VW. Σε κάθε μικρή και μεγάλη χώρα της Ευρώπης υπάρχουν και είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, στην Β. Ιταλία είναι εκατοντάδες. Αν πας στο εργοστάσιο της Ducati, θα δεις κόκκινα χωροδικτυώματα να περιμένουν σαν ντοματιές πίσω από μία πόρτα. Τα έχει φέρει ντουζίνα – ντουζίνα ο εξωτερικός προμηθευτής, έτοιμα βαμμένα, και τα έβαλε απευθείας δίπλα στην γραμμή παραγωγής. Ποιοτικώς ελεγμένα και έτοιμα για την συναρμολόγηση. Τέτοιοι προμηθευτές ήταν οι πρώτοι που χτυπήθηκαν από την κρίση αυτή και τα μέτρα απαγορεύσεων που σταδιακά επιβλήθηκαν στην Ιταλία. Μία μεγάλη εταιρεία έχει τον τρόπο να αντιμετωπίσει το πολιτικό σύστημα στην κοινωνία που ζούμε, αν θέλει να δράσει υπεράνω των νόμων μπορεί να το κάνει. Δυστυχώς μπορεί. Δεν είναι όμως εύκολο να αρχίσει να πιέζει και για λογαριασμό τρίτου. Αρχές Φεβρουαρίου τα εργοστάσια για πρώτη φορά άρχισαν να εξετάζουν την διακοπή παραγωγής. Τα αποθέματα επαρκούσαν το πολύ για ένα μήνα ακόμη, κι αυτό γιατί ήδη οι στόχοι πωλήσεων είχαν αλλάξει. Ένα μήνα αργότερα, και πράγματι οι ελλείψεις αυτές φάνηκαν στην πράξη.

Στις 26 Μαρτίου έκλεισε και το τελευταίο εργοστάσιο μοτοσυκλέτας που έμενε ανοικτό στην Ευρώπη. Στην αρχή ήταν οι Κινέζοι προμηθευτές. Κάθε μοτοσυκλέτα στην Ευρώπη έχει και ένα κινέζικο ανταλλακτικό επάνω της. Βασικά έχει πολλά, πάρα πολλά, όμως ένα να λείπει και είναι αρκετό για να σταματήσει η παραγωγή του μοντέλου. Για ένα ή δύο ή και τρία, πάντα θα βρεις αντικαταστάτη, στα περισσότερα όμως αρχίζει να υπάρχει πρόβλημα. Και το πρόβλημα είχε πλέον φανεί. Το JIT δεν δούλεψε. Στην Ταϊλάνδη η Triumph έχει τρία εργοστάσια που καλύπτουν πλέον το σύνολο της παραγωγής της. Μέχρι και στην Σλοβενία όμως υπάρχει προμηθευτής για τα εργοστάσια της Ταϊλάνδης. Τους φτιάχνει τις, πρωτοποριακές για μοτοσυκλέτα, οθόνες που είναι ενσωματωμένες στο προστατευτικό γυαλί.

Πριν ακόμη κι από τον παγκόσμιο εγκλεισμό, οι κατασκευαστές για πρώτη φορά στην ιστορία, σκέφτηκαν πως αν δεν είχαν γίνει συναρμολογητές σε ένα μεγάλο ποσοστό, τότε δεν θα είχαν πρόβλημα τροφοδοσίας.

Η επόμενη ημέρα είναι ακόμη άγνωστο με ποιο τρόπο θα έχει επηρεάσει τους κατασκευαστές μοτοσυκλέτας, αλλά ένα είναι βέβαιο, με βάση την επικοινωνία των τελευταίων ημερών με ορισμένα υψηλόβαθμα στελέχη: Ορισμένες συνεργασίες πρέπει να επαναπροσδιοριστούν. Θεωρούν επίσης βέβαιο πως κάποια στιγμή θα επιβαρυνθούν ακόμη περισσότερο με πρόστιμα ρύπων για την τροφοδοσία των γραμμών παραγωγής, που σημαίνει πως η επανεξέταση των μετακινήσεων θα έχει ακόμη μεγαλύτερο νόημα.

Η επόμενη ημέρα μετά την πανδημία θα φέρει ένα ποσοστό εσωστρέφειας που στην αρχή του έτους ήταν αδιανόητο. Οι πωλήσεις θα συνεχίσουν να γίνονται φυσικά σε παγκόσμιο επίπεδο, η κατασκευή όμως θα αρχίσει να γίνεται πιο συγκεντρωμένη. Η εσωστρέφεια θα ξεκινήσει πρώτα από τους πολίτες, όπως γίνεται κάθε φορά μετά από μία πανδημία, κι ενώ οι πωλήσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν κομμάτι παγκόσμιας σκακιέρας, η παραγωγή θα αναζητήσει τρόπους να γίνει πιο συγκεκριμένη. Το “JIT” δεν θα το εγκαταλείψει κανείς, είναι αδύνατο να γίνει άμεσα μία τέτοια αλλαγή, ήδη όμως υπάρχουν εκείνοι που θέλουν να το αναπροσαρμόσουν…

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.