Editorial 605 - Η πρώτη φορά που το “JIT” κατέρρευσε

Από το

motomag

1/4/2020

Το 1948 η Toyota ξεκίνησε, και το 1970 τελειοποίησε, την μέθοδο παραγωγής Just in Time, (JIT) όπως είναι τώρα γνωστή. Πρόκειται για την μέθοδο παραγωγής που χρησιμοποιείται τώρα σε ολόκληρη την αυτοκινητοβιομηχανία και φυσικά και στις μοτοσυκλέτες. Πολύ απλοϊκά για να πάμε παρακάτω, JIT σημαίνει πως οτιδήποτε δεν παράγει το εργοστάσιο, φτάνει στην γραμμή παραγωγής ακριβώς στην ώρα που πρέπει για να την τροφοδοτήσει απευθείας. Τα εξαρτήματα αυτά που μπορεί να είναι οτιδήποτε, από δαγκάνες φρένων και πλαστικά, μέχρι και ολόκληρα πλαίσια, δεν αποθηκεύονται και δεν ελέγχονται κιόλας. Ο έλεγχος γίνεται κατευθείαν στον προμηθευτή, ο οποίος έχει και την ευθύνη της παράδοσης ακριβώς στην σωστή ώρα. Ας μείνουμε μονάχα σε κάτι σημαντικό για το JIT, που στην σύγχρονη εποχή είναι μία ολόκληρη χωρογραφία προμηθευτών, φορτηγών και κατασκευαστών, εύκολη να την φανταστείς ως εικόνα με τις υπάρχουσες υποδομές. Όταν οι Ιάπωνες το ξεκινούσαν σε μία χώρα κατεστραμμένη και υπό αμερικάνικη κατοχή, έπρεπε να κάνουν πραγματικούς άθλους για να το καταφέρουν και στηρίχτηκαν σε τρεις αρχές που συνοψίζονται στις λέξεις, "μούρη", "μούρα", "μούντα": Υπέρβαση του ακατόρθωτου – διαρκή συνέπεια και οικονομία υλικών και δυνάμεων. Όπως όλα στα Ιαπωνικά, οι λέξεις είναι φράσεις ολόκληρες. Μιλάμε για μία φιλοσοφία με πολλές πτυχές που έπρεπε να περάσει τότε η Toyota στους προμηθευτές, τις μικρές βιοτεχνίες, για να καταφέρει να εφαρμόσει το JIT, που με την σειρά του είναι μονάχα μία από τις αρχές που απαρτίζουν την νοοτροπία κατασκευής που μπορεί κανείς να βρει με τον επεξηγηματικό τίτλο "Τhe Toyota Way".

Σήμερα δεν χρειάζεται να ξοδέψεις δεκαετίες για να εμφυτέψεις φιλοσοφίες σε προμηθευτές, υπάρχουν συμβόλαια και αυστηρές ποινικές ρήτρες. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το JIT έφτασε στην πιο ραγδαία εξελισσόμενη βιομηχανία του κόσμου, την αμερικάνικη, και όπως όλα τα γιαπωνέζικα τότε, το κορόιδεψαν με άρθρα και βιβλία. Μέχρι που οι μεγαλύτεροι πολέμιοι του, όπως ο μηχανολόγος και συγγραφέας Τζορτζ Πλόσλ (102 ετών σήμερα) παραδέχτηκαν πως ήταν ηλίθιοι. Τουλάχιστον οι Αμερικανοί το μετονόμασαν σε ZIPS (zero inventory production system) για να το νιώθουν λίγο πιο δικό τους και αν και έχουν γίνει τεράστια βήματα από τότε, οι βασικές αρχές έχουν μείνει ίδιες.

Από την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, την οικονομική καταστροφή της προηγούμενης δεκαετίας, τις τρομοκρατικές επιθέσεις ή την έναρξη πολέμων, πρωτοφανή τσουνάμι και πυρηνικές καταστροφές, εμείς οι ίδιοι στις ζωές μας που είναι μικρότερες από την ύπαρξη του JIT, έχουμε ζήσει πολλά γεγονότα που απασχόλησαν το σύνολο της ανθρωπότητας. Ποτέ, κανένα από αυτά, δεν σταμάτησε ολοκληρωτικά το “JIT”, ποτέ δεν το αμφισβήτησε στο βαθμό που γίνεται τις ημέρες που διανύουμε. Μην βιαστεί κανείς να πει πως δεν τρέχει κάτι σπουδαίο, γιατί ολόκληρος ο πλανήτης έχει σταματήσει. Πράγματι ζούμε ένα γεγονός που έχει αλλάξει την εικόνα της Γης από το διάστημα. Ολόκληρη την εικόνα γιατί ποτέ ξανά τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν κλείστηκαν στα σπίτια τους, δεν σταμάτησε η συντριπτική πλειοψηφία των πτήσεων, και δεν έσβησαν τα φώτα ανά την υφήλιο. Η ανθρωπότητα περνά αυτές τις ημέρες ένα γεγονός που παρόμοιό του δεν έχει ξαναδεί ποτέ. Γιατί συμβαίνει ταυτόχρονα παντού. Όλα τα παραπάνω επηρέαζαν ένα κομμάτι της ανθρωπότητας, όσο η υπόλοιπη συνέχιζε την ζωή της, παρατηρώντας βέβαια, αλλά δίχως να διακόπτει την πορεία της.

Ωστόσο το “JIT” είχε καταρρεύσει πριν από αυτό, ήταν η πρώτη φορά που αυτό το σύστημα έδειξε αδυναμία στα 70 χρόνια παρουσίας του. Μονάδες παραγωγής έχουν ξανασταματήσει στο παρελθόν, όχι όμως από συνολική αδυναμία να αντικατασταθεί ένας προμηθευτής. Η Β. Ιταλία έχει ένα σωρό βιοτεχνίες που τροφοδοτούν τα μεγάλα εργοστάσια σε όλη την Ευρώπη. Ακόμη και στην Θεσσαλονίκη θα βρεις προμηθευτή της VW. Σε κάθε μικρή και μεγάλη χώρα της Ευρώπης υπάρχουν και είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, στην Β. Ιταλία είναι εκατοντάδες. Αν πας στο εργοστάσιο της Ducati, θα δεις κόκκινα χωροδικτυώματα να περιμένουν σαν ντοματιές πίσω από μία πόρτα. Τα έχει φέρει ντουζίνα – ντουζίνα ο εξωτερικός προμηθευτής, έτοιμα βαμμένα, και τα έβαλε απευθείας δίπλα στην γραμμή παραγωγής. Ποιοτικώς ελεγμένα και έτοιμα για την συναρμολόγηση. Τέτοιοι προμηθευτές ήταν οι πρώτοι που χτυπήθηκαν από την κρίση αυτή και τα μέτρα απαγορεύσεων που σταδιακά επιβλήθηκαν στην Ιταλία. Μία μεγάλη εταιρεία έχει τον τρόπο να αντιμετωπίσει το πολιτικό σύστημα στην κοινωνία που ζούμε, αν θέλει να δράσει υπεράνω των νόμων μπορεί να το κάνει. Δυστυχώς μπορεί. Δεν είναι όμως εύκολο να αρχίσει να πιέζει και για λογαριασμό τρίτου. Αρχές Φεβρουαρίου τα εργοστάσια για πρώτη φορά άρχισαν να εξετάζουν την διακοπή παραγωγής. Τα αποθέματα επαρκούσαν το πολύ για ένα μήνα ακόμη, κι αυτό γιατί ήδη οι στόχοι πωλήσεων είχαν αλλάξει. Ένα μήνα αργότερα, και πράγματι οι ελλείψεις αυτές φάνηκαν στην πράξη.

Στις 26 Μαρτίου έκλεισε και το τελευταίο εργοστάσιο μοτοσυκλέτας που έμενε ανοικτό στην Ευρώπη. Στην αρχή ήταν οι Κινέζοι προμηθευτές. Κάθε μοτοσυκλέτα στην Ευρώπη έχει και ένα κινέζικο ανταλλακτικό επάνω της. Βασικά έχει πολλά, πάρα πολλά, όμως ένα να λείπει και είναι αρκετό για να σταματήσει η παραγωγή του μοντέλου. Για ένα ή δύο ή και τρία, πάντα θα βρεις αντικαταστάτη, στα περισσότερα όμως αρχίζει να υπάρχει πρόβλημα. Και το πρόβλημα είχε πλέον φανεί. Το JIT δεν δούλεψε. Στην Ταϊλάνδη η Triumph έχει τρία εργοστάσια που καλύπτουν πλέον το σύνολο της παραγωγής της. Μέχρι και στην Σλοβενία όμως υπάρχει προμηθευτής για τα εργοστάσια της Ταϊλάνδης. Τους φτιάχνει τις, πρωτοποριακές για μοτοσυκλέτα, οθόνες που είναι ενσωματωμένες στο προστατευτικό γυαλί.

Πριν ακόμη κι από τον παγκόσμιο εγκλεισμό, οι κατασκευαστές για πρώτη φορά στην ιστορία, σκέφτηκαν πως αν δεν είχαν γίνει συναρμολογητές σε ένα μεγάλο ποσοστό, τότε δεν θα είχαν πρόβλημα τροφοδοσίας.

Η επόμενη ημέρα είναι ακόμη άγνωστο με ποιο τρόπο θα έχει επηρεάσει τους κατασκευαστές μοτοσυκλέτας, αλλά ένα είναι βέβαιο, με βάση την επικοινωνία των τελευταίων ημερών με ορισμένα υψηλόβαθμα στελέχη: Ορισμένες συνεργασίες πρέπει να επαναπροσδιοριστούν. Θεωρούν επίσης βέβαιο πως κάποια στιγμή θα επιβαρυνθούν ακόμη περισσότερο με πρόστιμα ρύπων για την τροφοδοσία των γραμμών παραγωγής, που σημαίνει πως η επανεξέταση των μετακινήσεων θα έχει ακόμη μεγαλύτερο νόημα.

Η επόμενη ημέρα μετά την πανδημία θα φέρει ένα ποσοστό εσωστρέφειας που στην αρχή του έτους ήταν αδιανόητο. Οι πωλήσεις θα συνεχίσουν να γίνονται φυσικά σε παγκόσμιο επίπεδο, η κατασκευή όμως θα αρχίσει να γίνεται πιο συγκεντρωμένη. Η εσωστρέφεια θα ξεκινήσει πρώτα από τους πολίτες, όπως γίνεται κάθε φορά μετά από μία πανδημία, κι ενώ οι πωλήσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν κομμάτι παγκόσμιας σκακιέρας, η παραγωγή θα αναζητήσει τρόπους να γίνει πιο συγκεκριμένη. Το “JIT” δεν θα το εγκαταλείψει κανείς, είναι αδύνατο να γίνει άμεσα μία τέτοια αλλαγή, ήδη όμως υπάρχουν εκείνοι που θέλουν να το αναπροσαρμόσουν…

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;