Editorial 603 - Μην ρωτάς τί κάνει η μοτοσυκλέτα για εσένα, δες τί κάνεις εσύ

x
Από το

motomag

1/2/2020

Δίκοπο μαχαίρι στην μπερδεμένη Ελλάδα, να ανοίγεις την κουβέντα με κάτι το οποίο παραπέμπει σε πατριώτη Αμερικανό, μιας και ο χαρακτηρισμός αυτός έχει ξεβρακωθεί και ξεχειλώσει. Χώρια που ταυτόχρονα έχουμε μπερδέψει την έννοια της κοινωνίας με εκείνη του κράτους. Είμαστε πράγματι καθαρά σκεπτόμενοι ως λαός, μονάχα όταν ήδη καψαλίζεται η γούνα μας. Μέχρι και την στιγμή που ζεσταίνεται και είναι έτοιμη να αρπάξει, επικρατεί ο παραλογισμός.

Αφορμή για όλα αυτά, ένα συγκινητικό σκηνικό που συνέβη κατά την αποστολή του περιοδικού στους απέναντι. Όχι σε εκείνους με τους οποίος τρωγόμαστε συνέχεια, αλλά με τους άλλους που είμαστε una faccia, una razza και τρωγόμαστε κατά διαστήματα. Για να καταλάβετε το περιστατικό πρέπει να ξέρετε πως κατά την διάρκεια της EICMA, της μεγαλύτερης Έκθεσης μοτοσυκλέτας στον κόσμο, τα κεντρικά καταστήματα του Μιλάνου φιλοξενούν στις βιτρίνες τους μοτοσυκλέτες – διαφήμιση για την Έκθεση. Αυτό είναι ήδη από μόνο του κάτι το τελείως διαφορετικό από όλα όσα ξέρουμε εμείς. Διότι εδώ η μοτοσυκλέτα διώκεται κυριολεκτικά από όποιον δεν είναι μοτοσυκλετιστής. Είναι βέβαια και άλλα τα δεδομένα, μιας και η EICMA διαθέτει τον υψηλό προϋπολογισμό για να κάνει μία τέτοια ενέργεια που προφανώς δεν είναι τσάμπα. Κοστίζει πολλά στην οργάνωση της EICMA να βάλει μοτοσυκλέτες σε έναν από τους πιο εμπορικούς δρόμους της Ιταλίας αλλά και ακόμη περισσότερο να πραγματοποιήσει ενέργειες “product placement” μέσα στα πανάκριβα μαγαζιά. Το κάνουν γιατί ο κόσμος σκέπτεται διαφορετικά απέναντι στις μοτοσυκλέτες, εδώ τέτοιες ενέργειες είναι διαπιστωμένα καταδικασμένες.

Πάμε τώρα στην Verona, εκεί που πριν λίγες ημέρες γινόταν η Motor Bike Expo, η μεγαλύτερη έκθεση των custom μοτοσυκλετών και που σε αρκετές βιτρίνες έβλεπες custom μοτοσυκλέτες που δεν θα τις δεις ούτε και στην Έκθεση, αφού κάθε μία είναι μοναδική. Άλλο πράγμα είναι μία νέα Triumph ή μία Ducati σε μία βιτρίνα, που αντίστοιχα θα υπάρχει και μέσα στην EICMA, κι άλλο μία custom που υπάρχει μόνη της στον κόσμο κι αντί να εκτίθεται στην Verona, οι επισκέπτες της Έκθεσης θα την δουν μονάχα αν κάνουν και μία βόλτα στην παλιά πόλη. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, είναι άλλη μία ενέργεια να προσελκύσουν τον κόσμο και μπράβο τους.

Κάνεις όμως δυο – τρία στενά πιο πάνω από τον κεντρικό δρόμο και μπαίνεις μέσα σε ένα ταβερνείο. Εκεί που ούτε βιτρίνα υπάρχει, ούτε πολύς κόσμος περνάει. Μονάχα όσοι ξέρουν το μαγαζί αυτό, και πηγαίνουν για το μαγαζί αυτό. Μικρός χώρος που ίσα – ίσα χωρά μερικά τραπέζια και έχει μία τουαλέτα για όλους. Εκεί λοιπόν, στον ελάχιστο χώρο που λειτουργεί ως υποδοχή και χωρά δύο ανθρώπους όλους κι όλους, υπήρχε ένα κράνος που διαφήμιζε την Έκθεση και μερικές κάρτες, ανάμεσα σε κρασιά και καλάθια με αλλαντικά. Κάτι δεν μου καθόταν καλά στην εικόνα, διότι να έφτασε εδώ κάποιος από την MBE να κάνει συμφωνία μαζί τους για να αφήσει ένα κράνος, ήταν τραβηγμένο ως σενάριο, ακόμη και για τα δεδομένα της Ιταλίας. Η πραγματικότητα θα ήταν ακόμη πιο τραβηγμένη. Αποκαλύπτεται τελικά πως είχαν αγοράσει το κράνος και είχαν προμηθευτεί καρτελάκι για την ζελατίνα και κάρτες από την Έκθεση για να την διαφημίσουν οικειοθελώς: "…έτσι κι αλλιώς ένα κράνος πάντα χρειάζεται. Το κάναμε γιατί είναι κάτι που το κάνει η πόλη μας, για παράδειγμα πως στολίζεις το μαγαζί σου για τα Χριστούγεννα; Ή για κάποια γιορτή; Και την Έκθεση η πόλη την κάνει και είναι σημαντική, οπότε είτε είμαστε μοτοσυκλετιστές είτε όχι, έπρεπε να έχουμε κάτι στο μαγαζί μας για το σημαντικό αυτό γεγονός".

Από την μία τα λόγια της Ιταλίδας και από την άλλη η Ελληνική πραγματικότητα, μας είχαν στριμώξει στο μικρό ταβερνείο και παίζαμε συναισθηματικές σφαλιάρες. Υπάρχουν στην Ελλάδα πόλεις και χωριά που θα συναντήσεις μία τέτοια λογική, που θα δεις τέτοιες πρακτικές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτός ο γενικός κανόνας. Πόσο μάλλον όταν όλα αυτά γίνονται με επίκεντρο την μοτοσυκλέτα, η οποία στην χώρα μας αφορά λιγότερα άτομα κι από εκείνους που καβαλούν. Κάτι λέει αυτό…

Φέτος Έκθεση μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα δεν θα γίνει, παρόλο που έφτασαν οι εισαγωγείς και αντιπρόσωποι μέχρι και στο σημείο να ορίσουν την ημερομηνία. Άσχετο με το παράδειγμα κοινωνικής συνοχής από την Ιταλία, καθότι ξεκάθαρα οικονομικοί οι λόγοι της ακύρωσης εδώ σε εμάς, αλλά και σχετικό συνάμα, διότι είμαστε όλοι εμείς κι εμείς, μέρος του προβλήματος. Υπάρχει μερίδιο ευθύνης διότι δεν κάνουμε πράγματα για το καλό της μοτοσυκλέτας ως είδος, παρά μόνο κοιτάμε το πρόσκαιρο ατομικό συμφέρον. Ισχύει για τον αντιπρόσωπο, ισχύει όμως και για τον μοτοσυκλετιστή. Από το παζάρι για την ημερομηνία του ελαστικού, μπας και καταφέρουμε να το πάρουμε λίγο φθηνότερα αν προσποιηθούμε πως δίνουμε αξία στην εβδομάδα παραγωγής λες και είμαστε σε ιχθυοπωλείο, μέχρι την μόνιμη γκρίνια, γιατί κάποιος άλλος κάνει κάτι πριν από εμάς ή χωρίς να ρωτήσει την πολύτιμη γνώμη μας. Κι όταν, κι αν αλλάξει κάτι, θα γκρινιάξουμε γιατί δεν είναι αρκετά σημαντικό. Μειώθηκε ο ΦΠΑ στα κράνη; Σιγά δεν σωθήκαμε κιόλας με 11% αυτή είναι η απάντηση. Θα έπρεπε να ήταν άλλη, όπως "ΟΚ παιδιά αυτό το κερδίσαμε, πάμε στο επόμενο τώρα". Η ταβερνιάρισα δεν σκέφτηκε πως κάποιος βγάζει λεφτά διοργανώνοντας την Έκθεση, δεν είπε "σιγά μην την διαφημίσω και τσάμπα", αλλά κατάλαβε πως έρχεται κόσμος στην πόλη για να την δει. Άρα είναι καλό μακροπρόθεσμα για όλους. Στην Ελλάδα το μακροπρόσθεσμα ισοδυναμεί με το ποτέ. Κανείς δεν θέλει να το ακούει και είναι μακριά από το χέρι για να το πιάσει…

 

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;