Editorial 600 - Σε βάσεις γερές…

Από το

motomag

1/11/2019

Εξωπλανήτες σε αέναο ταξίδι στο διάστημα δίχως τροχιά, ώσπου κάθε μερικές εκατοντάδες τεύχη, η βαρύτητα κάποιου γαλαξία αναπόφευκτα μας παγιδεύει, κόβουμε τότε για λίγο ταχύτητα μέχρι όμως να εκτοξευτούμε ξανά εμπρός πολύ πιο γρήγορα από πριν! Όλες οι καριέρες έχουν το ίδιο, οι ζωές των ανθρώπων επίσης. Έτσι είναι και η πορεία του περιοδικού στον χώρο και τον χρόνο. Κι αν ρωτάτε που βρισκόμαστε τώρα, η απάντηση είναι ξεκάθαρα σε νέα επιτάχυνση. Τα τελευταία δύο χρόνια βρισκόμαστε σε μία νέα φάση επιτάχυνσης και δεν φαίνεται τίποτα στον ορίζοντα που θα μπορούσε να την ανακόψει… Κάπως συγκυριακά επίσης, ευθυγραμμίστηκαν τα πράγματα και στο 600στό τεύχος οδηγούμε αποκλειστικά την νέα Africa Twin, μία μοτοσυκλέτα που ξεκίνησε την καριέρα της σχεδόν ταυτόχρονα με το περιοδικό μας! Εκείνη με κάποια διαλείμματα, εμείς με κανένα… Άντεξε όμως το όνομα Africa Twin όλα αυτά τα χρόνια, όπως και το όνομα Tenere, όπως τόσα και τόσα ονόματα μοντέλων. Αν ήταν αυτοκίνητο το όνομα θα είχε καταργηθεί, η ιστορία θα είχε διακοπεί. Στα αυτοκίνητα τα ονόματα των μοντέλων έχουν μέγιστη διάρκεια ζωής τις δύο δεκαετίες, κι έπειτα οι εταιρίες τα καταργούν γιατί έχουν διαπιστώσει έμπρακτα πως ο κόσμος παύει να ταυτίζεται μαζί τους. Από την άλλη στην μοτοσυκλέτα όχι μόνο δεν υπάρχει ανώτερο όριο αλλά ακριβώς το αντίθετο, όσο παλιότερο το όνομα τόσο το καλύτερο και το ίδιο ισχύει και για τον ειδικό τύπο. Όσο μεγαλύτερη η ιστορία του, τόσο πιο γερά πατά στα πόδια του.

Από την πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε στην Σαρδηνία, οι αντιδράσεις των υπολοίπων που ασχολούνται με τον ειδικό τύπο στην χώρα αυτή ήταν κάπως άκομψες, το λιγότερο ανακοινώνοντας την δυσαρέσκειά τους. Όχι όλοι, κάποιοι που κάνουν πάντα το ίδιο με την λογική «άμα πιάσει». Κι ας μην έχουν περιοδικό, κι ας έχουν site που η επισκεψιμότητα είναι μικρότερη από του ΜΟΤΟ, κι ας είναι μικρότερη η απήχηση στα κοινωνικά δίκτυα. Για το ειδικό βάρος που είναι το σπουδαιότερο δεν το συζητούν έτσι κι αλλιώς μιας και δεν συμφέρει κάτι τέτοιο. Αντίστοιχα το MOTO δεν θα κάνει ποτέ κάτι τέτοιο, δεν θα αντιδράσει και πρωτίστως δεν θα εκβιάσει, ποτέ και κανέναν, αν χάσει θέση σε κάποια αποστολή. Συμβαίνει σπάνια και ο λόγος είσαστε όλοι εσείς. Κι όταν συμβεί απλά θα βρούμε την μοτοσυκλέτα από κάποιο άλλο κανάλι επικοινωνίας, διότι η υποχρέωση είναι πάντα απέναντι σε εσάς. Κι αυτό το όπλο έχουμε απέναντι σε όποια εταιρία μπορεί κατά καιρούς να μας κάνει παράπονα για την άποψή μας: Η μόνη υποχρέωση που έχουμε είναι απέναντι στον αναγνώστη. Εξαιτίας της τεράστιας συρρίκνωσης της αγοράς μοτοσυκλέτας, η Ελλάδα έχει αποκλειστεί από πολλές δημοσιογραφικές παρουσιάσεις τα τελευταία χρόνια και εμείς έχουμε πολλές φορές καταφέρει να ανοίξουμε κλειστές πόρτες. Την τελευταία φορά μάλιστα ανοίξαμε μία κλειστή πόρτα τόσο διάπλατα, που ήρθαν μαζί μας κι άλλοι που ασχολούνται με τον ειδικό τύπο στο ίδιο ταξίδι. Χαρά μας είναι όταν συμβαίνει αυτό, θέλουμε να υπάρχει τουλάχιστον ένας από την Ελλάδα για να μην μένει η χώρα πίσω. Στις αποστολές όμως το ζητούμενο δεν είναι να βγάλεις μία «σέλφι» και να πεις πως είσαι κι εσύ εκεί μαζί με όλους, εννοείται πως θα γίνει και αυτό, επιθυμητό και δηλώνουμε και πρωτεργάτες, αλλά το σημαντικό είναι άλλο. Η επαφή με τους ανθρώπους που σχεδιάζουν και εξελίσσουν, που έχουν δοκιμάσει και οδηγήσει, που θα σου πουν γιατί έκαναν έτσι εκείνο που εσύ το ήθελες αλλιώς -φτάνει να ξέρεις να ρωτήσεις φυσικά- είναι το σπουδαιότερο όλων. Είναι το στοιχείο που φέρνει γνώση που πρέπει να περάσει στον αναγνώστη. Και η πρώτη επαφή με την μοτοσυκλέτα φυσικά προέχει, αλλά δεν τους αφορά όλους η αγορά ενός μοντέλου, αντίθετα η ιστορία πίσω από αυτό, η εξέλιξή του και η πορεία του, έχει ενδιαφέρον για όλους. Η γνώση είναι λοιπόν το θέμα κι αυτή πρέπει προέχει. Για αυτό και είναι αστείο όταν υπάρχουν αντιδράσεις από άτομα που δεν εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, αλλά το προσωπικό συμφέρον - για εμάς μακάρι να υπήρχαν περισσότερες από μία θέσεις, η διαφορά του κάθε μέσου φαίνεται άλλωστε στο τέλος. Συγκεκριμένα για την Africa Twin όμως, όταν παρουσιάστηκε η πρώτη της νέας εποχής τον Δεκέμβριο του 2015 και πήγε το ΜΟΤΟ να την οδηγήσει στην Νότια Αφρική, είχε προηγηθεί ένας δύσκολος αγώνας καθώς αρχικά δεν υπήρχε καμία θέση για την Ελλάδα. Παρά την τιτάνια προσπάθεια της Ελληνικής αντιπροσωπείας να εξασφαλίσει μία τουλάχιστον θέση, τα νούμερα της αγοράς δεν δικαιολογούσαν κάτι τέτοιο. Μέχρι που το MOTO επικοινώνησε απευθείας με τους Ιάπωνες, έχοντας εξασφαλίσει το τυπικό ΟΚ για την παράκαμψη αυτή από την ελληνική αντιπροσωπεία, ώστε να εξηγήσει την σχέση της χώρας με τις Africa από την εποχή των 650. Όπως επίσης και να δώσει τα σωστά στοιχεία για την οικονομική κατάσταση της χώρας μιας και επικρατούσε μία διαστρεβλωμένη εικόνα και στο τέλος να κερδίσουμε μία θέση, που είναι καλύτερο από το μηδέν φυσικά. Αν κερδίζαμε περισσότερες από μία, όπως έτυχε να γίνει φέτος σε αντίστοιχη περίπτωση, θα επωφελούταν κι άλλος, πράγμα που είναι έως και επιθυμητό από πλευράς μας κι όχι το αντίθετο. Το ζήτημα το έθεσε ένας φίλος που ξεκίνησε να ανεβάζει video με μοτοσυκλέτες και ήρθε να μας επισκεφτεί και να δει πώς λειτουργούμε, ώστε να αντιληφθεί την διαδικασία των δοκιμών και την δουλειά μας. Όπως ο ίδιος το είπε χαρακτηριστικά αμέσως μετά, το βάρος της ευθύνης που ξαφνικά αισθάνθηκε ήταν τεράστιο και δεν το είχε πριν. Διότι δεν αισθανόταν την ίδια τεράστια υποχρέωση που έχουμε εμείς απέναντι στους αναγνώστες του έντυπου τύπου… Φτάσαμε ως εδώ όλοι μαζί, και βάζουμε πορεία για χίλια και άλλα χίλια!

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.