Editorial 600 - Σε βάσεις γερές…

Από το

motomag

1/11/2019

Εξωπλανήτες σε αέναο ταξίδι στο διάστημα δίχως τροχιά, ώσπου κάθε μερικές εκατοντάδες τεύχη, η βαρύτητα κάποιου γαλαξία αναπόφευκτα μας παγιδεύει, κόβουμε τότε για λίγο ταχύτητα μέχρι όμως να εκτοξευτούμε ξανά εμπρός πολύ πιο γρήγορα από πριν! Όλες οι καριέρες έχουν το ίδιο, οι ζωές των ανθρώπων επίσης. Έτσι είναι και η πορεία του περιοδικού στον χώρο και τον χρόνο. Κι αν ρωτάτε που βρισκόμαστε τώρα, η απάντηση είναι ξεκάθαρα σε νέα επιτάχυνση. Τα τελευταία δύο χρόνια βρισκόμαστε σε μία νέα φάση επιτάχυνσης και δεν φαίνεται τίποτα στον ορίζοντα που θα μπορούσε να την ανακόψει… Κάπως συγκυριακά επίσης, ευθυγραμμίστηκαν τα πράγματα και στο 600στό τεύχος οδηγούμε αποκλειστικά την νέα Africa Twin, μία μοτοσυκλέτα που ξεκίνησε την καριέρα της σχεδόν ταυτόχρονα με το περιοδικό μας! Εκείνη με κάποια διαλείμματα, εμείς με κανένα… Άντεξε όμως το όνομα Africa Twin όλα αυτά τα χρόνια, όπως και το όνομα Tenere, όπως τόσα και τόσα ονόματα μοντέλων. Αν ήταν αυτοκίνητο το όνομα θα είχε καταργηθεί, η ιστορία θα είχε διακοπεί. Στα αυτοκίνητα τα ονόματα των μοντέλων έχουν μέγιστη διάρκεια ζωής τις δύο δεκαετίες, κι έπειτα οι εταιρίες τα καταργούν γιατί έχουν διαπιστώσει έμπρακτα πως ο κόσμος παύει να ταυτίζεται μαζί τους. Από την άλλη στην μοτοσυκλέτα όχι μόνο δεν υπάρχει ανώτερο όριο αλλά ακριβώς το αντίθετο, όσο παλιότερο το όνομα τόσο το καλύτερο και το ίδιο ισχύει και για τον ειδικό τύπο. Όσο μεγαλύτερη η ιστορία του, τόσο πιο γερά πατά στα πόδια του.

Από την πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε στην Σαρδηνία, οι αντιδράσεις των υπολοίπων που ασχολούνται με τον ειδικό τύπο στην χώρα αυτή ήταν κάπως άκομψες, το λιγότερο ανακοινώνοντας την δυσαρέσκειά τους. Όχι όλοι, κάποιοι που κάνουν πάντα το ίδιο με την λογική «άμα πιάσει». Κι ας μην έχουν περιοδικό, κι ας έχουν site που η επισκεψιμότητα είναι μικρότερη από του ΜΟΤΟ, κι ας είναι μικρότερη η απήχηση στα κοινωνικά δίκτυα. Για το ειδικό βάρος που είναι το σπουδαιότερο δεν το συζητούν έτσι κι αλλιώς μιας και δεν συμφέρει κάτι τέτοιο. Αντίστοιχα το MOTO δεν θα κάνει ποτέ κάτι τέτοιο, δεν θα αντιδράσει και πρωτίστως δεν θα εκβιάσει, ποτέ και κανέναν, αν χάσει θέση σε κάποια αποστολή. Συμβαίνει σπάνια και ο λόγος είσαστε όλοι εσείς. Κι όταν συμβεί απλά θα βρούμε την μοτοσυκλέτα από κάποιο άλλο κανάλι επικοινωνίας, διότι η υποχρέωση είναι πάντα απέναντι σε εσάς. Κι αυτό το όπλο έχουμε απέναντι σε όποια εταιρία μπορεί κατά καιρούς να μας κάνει παράπονα για την άποψή μας: Η μόνη υποχρέωση που έχουμε είναι απέναντι στον αναγνώστη. Εξαιτίας της τεράστιας συρρίκνωσης της αγοράς μοτοσυκλέτας, η Ελλάδα έχει αποκλειστεί από πολλές δημοσιογραφικές παρουσιάσεις τα τελευταία χρόνια και εμείς έχουμε πολλές φορές καταφέρει να ανοίξουμε κλειστές πόρτες. Την τελευταία φορά μάλιστα ανοίξαμε μία κλειστή πόρτα τόσο διάπλατα, που ήρθαν μαζί μας κι άλλοι που ασχολούνται με τον ειδικό τύπο στο ίδιο ταξίδι. Χαρά μας είναι όταν συμβαίνει αυτό, θέλουμε να υπάρχει τουλάχιστον ένας από την Ελλάδα για να μην μένει η χώρα πίσω. Στις αποστολές όμως το ζητούμενο δεν είναι να βγάλεις μία «σέλφι» και να πεις πως είσαι κι εσύ εκεί μαζί με όλους, εννοείται πως θα γίνει και αυτό, επιθυμητό και δηλώνουμε και πρωτεργάτες, αλλά το σημαντικό είναι άλλο. Η επαφή με τους ανθρώπους που σχεδιάζουν και εξελίσσουν, που έχουν δοκιμάσει και οδηγήσει, που θα σου πουν γιατί έκαναν έτσι εκείνο που εσύ το ήθελες αλλιώς -φτάνει να ξέρεις να ρωτήσεις φυσικά- είναι το σπουδαιότερο όλων. Είναι το στοιχείο που φέρνει γνώση που πρέπει να περάσει στον αναγνώστη. Και η πρώτη επαφή με την μοτοσυκλέτα φυσικά προέχει, αλλά δεν τους αφορά όλους η αγορά ενός μοντέλου, αντίθετα η ιστορία πίσω από αυτό, η εξέλιξή του και η πορεία του, έχει ενδιαφέρον για όλους. Η γνώση είναι λοιπόν το θέμα κι αυτή πρέπει προέχει. Για αυτό και είναι αστείο όταν υπάρχουν αντιδράσεις από άτομα που δεν εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, αλλά το προσωπικό συμφέρον - για εμάς μακάρι να υπήρχαν περισσότερες από μία θέσεις, η διαφορά του κάθε μέσου φαίνεται άλλωστε στο τέλος. Συγκεκριμένα για την Africa Twin όμως, όταν παρουσιάστηκε η πρώτη της νέας εποχής τον Δεκέμβριο του 2015 και πήγε το ΜΟΤΟ να την οδηγήσει στην Νότια Αφρική, είχε προηγηθεί ένας δύσκολος αγώνας καθώς αρχικά δεν υπήρχε καμία θέση για την Ελλάδα. Παρά την τιτάνια προσπάθεια της Ελληνικής αντιπροσωπείας να εξασφαλίσει μία τουλάχιστον θέση, τα νούμερα της αγοράς δεν δικαιολογούσαν κάτι τέτοιο. Μέχρι που το MOTO επικοινώνησε απευθείας με τους Ιάπωνες, έχοντας εξασφαλίσει το τυπικό ΟΚ για την παράκαμψη αυτή από την ελληνική αντιπροσωπεία, ώστε να εξηγήσει την σχέση της χώρας με τις Africa από την εποχή των 650. Όπως επίσης και να δώσει τα σωστά στοιχεία για την οικονομική κατάσταση της χώρας μιας και επικρατούσε μία διαστρεβλωμένη εικόνα και στο τέλος να κερδίσουμε μία θέση, που είναι καλύτερο από το μηδέν φυσικά. Αν κερδίζαμε περισσότερες από μία, όπως έτυχε να γίνει φέτος σε αντίστοιχη περίπτωση, θα επωφελούταν κι άλλος, πράγμα που είναι έως και επιθυμητό από πλευράς μας κι όχι το αντίθετο. Το ζήτημα το έθεσε ένας φίλος που ξεκίνησε να ανεβάζει video με μοτοσυκλέτες και ήρθε να μας επισκεφτεί και να δει πώς λειτουργούμε, ώστε να αντιληφθεί την διαδικασία των δοκιμών και την δουλειά μας. Όπως ο ίδιος το είπε χαρακτηριστικά αμέσως μετά, το βάρος της ευθύνης που ξαφνικά αισθάνθηκε ήταν τεράστιο και δεν το είχε πριν. Διότι δεν αισθανόταν την ίδια τεράστια υποχρέωση που έχουμε εμείς απέναντι στους αναγνώστες του έντυπου τύπου… Φτάσαμε ως εδώ όλοι μαζί, και βάζουμε πορεία για χίλια και άλλα χίλια!

editorial 522 - Kakonomics

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/5/2013

Ο φίλος μου ο Πάνος μου έστειλε το ομώνυμο κείμενο της Ιταλίδας Gloria Origgi. Η φιλόσοφος και ειδική στη θεωρία της σκέψης, Gloria Origgi, με την ελληνικής ετυμολογίας λέξη Kakonomics, μιλά για την παράδοξη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, κάτι που εξηγεί γιατί η ποιότητα ζωής μας συχνά είναι χάλια.

"Οι συνήθεις προσεγγίσεις της θεωρίας των παιγνίων αναφέρουν πως όταν οι άνθρωποι συναλλάσσονται (με ιδέες, υπηρεσίες ή αγαθά), επιθυμούν να λαμβάνουν υψηλή ποιότητα από τους άλλους. Ας θεωρήσουμε πως οι συναλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο σε δύο επίπεδα ποιότητας: Υψηλή και χαμηλή. Ο όρος Kakonomics περιγράφει περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν να λάβουν υψηλή ποιότητα δίνοντας για αντάλλαγμα χαμηλή (να κοροϊδέψουν κάποιον δηλαδή) αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν να δώσουν χαμηλή ποιότητα και να λάβουν σε αντάλλαγμα επίσης χαμηλή.

Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι λογικό; Ακόμα κι όταν τεμπελιάζουμε, και προτιμούμε να δώσουμε χαμηλή ποιότητα (όπως όταν δεχόμαστε να γράψουμε ένα άρθρο για ένα μέτριο περιοδικό, αρκεί να μην μας ζητήσουν να το δουλέψουμε και πολύ), θα έπρεπε λογικά να προτιμούμε να δουλέψουμε λιγότερο αλλά να αμειφθούμε περισσότερο απ' ότι θα άξιζε η δουλειά μας, δηλαδή να δώσουμε χαμηλή ποιότητα και να λάβουμε υψηλή. Η περίπτωση Kakonomics είναι διαφορετική: Σ' αυτήν, όχι μόνο προτιμούμε να δώσουμε ένα αγαθό χαμηλής ποιότητας, αλλά προτιμούμε να λάβουμε ένα εξίσου χαμηλής ποιότητας αντάλλαγμα!

Η Kakonomics είναι η παράδοξη, αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, όσο κανείς δεν παραπονιέται γι' αυτό. Ο κόσμος των Kakonomics είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι όχι μόνο ανέχονται την μετριότητα και την αναξιοπιστία των άλλων, αλλά την περιμένουν: "Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα εκπληρώσεις στο ακέραιο τις υποσχέσεις σου, αλλά το δέχομαι γιατί θέλω να μπορώ κι εγώ να μην εκπληρώσω τις δικές μου χωρίς να αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό". Η συμπεριφορά αυτή είναι αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα γιατί όπως σε όλες τις συναλλαγές αυτού του είδους, τα δύο μέρη φαίνεται να έχουν μια διπρόσωπη συμφωνία: Πρώτα μια "επίσημη", όπου και οι δύο δηλώνουν την πρόθεσή τους για μια συναλλαγή σε υψηλό επίπεδο ποιότητας, και μετά μια ανομολόγητη, που δέχεται πως οι εκπτώσεις στην ποιότητα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά είναι και αναμενόμενες. Γίνεται έτσι μια συμφωνία, ανομολόγητη όμως, για αμοιβαία εξαπάτηση. Έτσι, κανείς δεν επωφελείται, λαμβάνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Οι συναλλαγές Kakonomics ρυθμίζονται από έναν άγραφο κοινωνικό νόμο για εκπτώσεις στην ποιότητα, μια κοινή αποδοχή ενός μετριότατου ή κακού αποτελέσματος που ικανοποιεί όμως και τα δύο μέρη, τουλάχιστον όσο μπορούν να συνεχίσουν να δηλώνουν πως η συναλλαγή ήταν σε υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Ορίστε ένα παράδειγμα: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας best seller πρέπει να παραδώσει το νέο του μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έχει αργήσει πολύ. Το κοινό του είναι πολυπληθές, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως θα αγοράσει το βιβλίο του μόνο και μόνο επειδή θα γράφει το όνομά του στο εξώφυλλο, κι έτσι κι αλλιώς, λίγοι από αυτούς θα διαβάσουν πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Ο εκδότης του επίσης το γνωρίζει αυτό. Έτσι, ο συγγραφέας αποφασίζει να παραδώσει το νέο του βιβλίο με ένα συγκλονιστικό πρώτο κεφάλαιο αλλά μέτρια πλοκή από κει και πέρα (να το αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας). Ο εκδότης είναι ευχαριστημένος, τον συγχαίρει δηλώνοντας πως παρέλαβε ένα αριστούργημα (το παραμύθι της υψηλής ποιότητας) κι έτσι είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Ο συγγραφέας όχι μόνο προτιμά να παραδώσει χαμηλή ποιότητα, αλλά επιθυμεί και ο εκδότης να του δώσει το ίδιο, για παράδειγμα αποφεύγοντας να χτενίσει πολύ καλά το κείμενο βελτιώνοντάς το, και να το εκδώσει όπως είναι. Εμπιστεύονται ο ένας την αναξιοπιστία του άλλου, και συνωμοτούν για ένα κοινά αποδεκτό χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα που βολεύει και τους δύο. Όποτε υπάρχει μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία σύγκλισης προς χαμηλή ποιότητα με στόχο αμοιβαία οφέλη, έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση Kakonomics.

Παραδόξως, αν ο ένας από τους δύο παραδώσει υψηλή ποιότητα αντί για την αναμενόμενη χαμηλή, ο άλλος αισθάνεται προδομένος και το θεωρεί αθέτηση της άτυπης συμφωνίας, ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί ανοιχτά. Στο παράδειγμά μας, έτσι θα ένιωθε ο συγγραφέας εάν ο επιμελητής του εκδότη βελτίωνε το κείμενό του. Η αξιοπιστία του εκδότη σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να παραδώσει την ίδια χαμηλή ποιότητα. Κόντρα στο κλασικό Δίλημμα του Φυλακισμένου της θεωρίας παιγνίων (όπου δύο άνθρωποι δεν συνεργάζονται ακόμα κι αυτό θα ήταν προς αμοιβαίο τους όφελος), η προθυμία επανάληψης μιας συναλλαγής με κάποιον εξασφαλίζεται όταν υπάρχει η σιγουριά πως κι εκείνος θα παραδώσει χαμηλή αντί για υψηλή ποιότητα.

Οι συναλλαγές Kakonomics δεν είναι πάντα κακές. Μερικές φορές επιτρέπουν μια αμοιβαία κατανόηση εκπτώσεων που κάνει την ζωή πιο χαλαρή για όλους. Όπως μου είπε ένας φίλος που ανακαίνιζε μια αγροικία στην Τοσκάνη, "οι Ιταλοί μαστόροι ποτέ δεν τελειώνουν τη δουλειά στο συμφωνημένο χρόνο, το καλό όμως είναι πως δεν περιμένουν κι εσύ να τους πληρώσεις τότε που έχεις υποσχεθεί".

Το μεγάλο όμως πρόβλημα των Kakonomics -που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει χείριστα οικονομικά- και ο λόγος για τον οποίο αποτελούν μια μορφή συλλογικής παράνοιας εξαιρετικά δύσκολης να εξαλειφθεί, είναι πως κάθε συναλλαγή χαμηλής ποιότητας είναι ένα τοπικό ισοζύγιο όπου και τα δύο μέρη μένουν ευχαριστημένα, αλλά κάθε μία από αυτές τις συναλλαγές διαφθείρει μακροχρόνια συνολικά το σύστημα. Οπότε, οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα καλά συλλογικά αποτελέσματα δεν προέρχονται μόνο από "αρπακτικά" και "κερδοσκόπους", όπως μας διδάσκουν οι καθιερωμένες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από καλά οργανωμένους κανόνες Kakonomics που εξασφαλίζουν πως τα αποτελέσματα των συναλλαγών θα είναι προς το χειρότερο. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας δεν είναι μόνο η συνεργασία για το γενικό καλό. Για να καταλάβουμε γιατί πολλές φορές "η ζωή είναι σκατά", θα πρέπει να μελετήσουμε τις άτυπες συμφωνίες που προσδοκούν σε ένα ατομικό όφελος και ταυτόχρονα σε μια συλλογική ζημία."

Στο συνεργείο: Ο πελάτης πάει γιατί άκουσε πως είναι φθηνό. Σκέφτεται πως και καλή δουλειά να μην γίνει, θα δώσει λίγα, οπότε εντάξει. Ακόμα και πριν φτάσει και το δει, έχει προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του πως το πάτωμα θα είναι μαύρο από στυλιστική επιλογή, κι όχι από τα λάδια είκοσι ετών που κανείς δεν καθάρισε, και πως τα μισολυμένα μοτέρ και τα διάσπαρτα παντού παλιά εξαρτήματα είναι άποψη εικαστική. Ανάλογες μυθοπλασίες ισχύουν και για την συμπεριφορά του μάστορα, που ξινίζει τα μούτρα του λες και ο πελάτης έχει έρθει για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, κι όχι για να του δώσει δουλειά. Αλλά έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, ιδιόρρυθμες, κι η ανάγωγη συμπεριφορά τους δικαιολογείται από το μεγαλείο των έργων τους. Παρά το αυτοπαραμύθιασμα όμως, ο πελάτης γνωρίζει πως η δουλειά δεν θα είναι πρώτης τάξης, αλλά ελπίζει κιόλας πως η χαμηλή τιμή θα αντισταθμίσει την τσαπατσουλιά και την έλλειψη γνώσεων. Από την μεριά του, ο μάστορας γνωρίζει πως ο πελάτης είναι στο κόλπο ("θα δώσω λίγα, θα πάρω αντίστοιχα λίγα"), οφείλει όμως να κάνει την προσπάθεια να ανεβάσει την δουλειά του, με ένα καλά προβαρισμένο ανεκδοτολογικό λογύδριο, για να πείσει τον πελάτη πως όλοι οι άλλοι θα του έπαιρναν τζάμπα λεφτά, και πως μόνος εκείνος είναι μυημένος στα απόκρυφα των κινητήρων των παπιών. Ενστικτωδώς, ο μάστορας γνωρίζει πως να χειραγωγήσει ψυχολογικά τον πελάτη, όπως επίσης γνωρίζει πως ακόμα και τα σχετικά λίγα χρήματα που θα του πάρει είναι στην πραγματικότητα πάρα πολλά για τις δουλειές που δεν θα κάνει, αλλά θα πει ότι έχει κάνει. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται, ο πελάτης φεύγει ευχαριστημένος που έδωσε σχετικά λίγα χρήματα (για δουλειές όμως που δεν έγιναν, ή που έγιναν με σφυροκάλεμο), αφήνοντας τον μάστορα επίσης ευχαριστημένο γιατί με τόσο λίγο κόπο και ικανότητα έβγαλε το μεροκάματο. Τέτοιου είδους συναλλαγές εξαπλώνονται σαν ιώσεις, ξεκινώντας μια δίνη που ρουφάει προς τα κάτω όλο και περισσότερους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και των πελατών, και των υπηρεσιών, και των μαστόρων. Αφού γίνεται κι έτσι, γιατί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο; Μετά, ο πελάτης κοκορεύεται στους φίλους του πως έδωσε μόνο 50 ευρώ για service στο τετρακύλινδρό του, εννοώντας πως είναι κορόιδα όσοι πληρώνουν λογικά χρήματα για αξιοπρεπή εργασία.

Το αντίστροφο: Στο αψεγάδιαστο συνεργείο, ο ευγενικός μάστορας σου λέει μια τιμή που σου φαίνεται χαμηλή. Γίνεσαι πολύ δύσπιστος και φεύγεις: "Κάποιο λάκκο έχει η φάβα", σκέφτεσαι, αντί για το πιο λογικό, "Επιτέλους, σωστό μαγαζί με σωστές τιμές".

Για ανταλλακτικά: Πάρε το ιμιτασιόν, την ίδια δουλειά θα κάνεις. Αμ δε. Μετά από δέκα χρόνια αχρηστίας, αποφάσισα να ξαναβγάλω στο δρόμο το παλιό μου SS50 (τέλη δεκαετίας '60). Αγόρασα ένα σετ "πάνω" φλάντζες έναντι του συγκλονιστικού αντιτίμου του ενός ευρώ και εξήντα λεπτών, κομπλέ με o-ring, ζουάν για την εξάτμιση, τσιμουχάκια βαλβίδων. Το μετάνιωσα με το που το άνοιξα, ήταν σαν κομμένες από παλιό χαρτί τετραδίου. Μερικές δεν έκαναν, μακάρι να μην ταίριαζε καμία για να τις πετάξω όλες. Τι περίμενα; Ποιότητα Honda με 1,60; Σ' αυτή την περίπτωση το Kakonomics δούλεψε: Τις αγόρασα, ξέροντας πως θα είναι σκουπίδια, αλλά παραμυθιάστηκα πως "θα κάνω τη δουλειά μου". Κάπου στα βάθη της Κίνας ένας Κινέζος φλαντζάς γελάει. Τελειωμό δεν έχουν τα κορόιδα. Αν μου κοστίζουν εμένα 15 σεντ του ευρώ, τι περιμένουν; Να είναι και καλές;

Για την επιλογή μοτοσυκλέτας: "Δεν κάνω ράλι εγώ", μου είπε κάποιος όταν μετά από ερώτησή του προσπαθούσα να του εξηγήσω τις μίνιμουμ προδιαγραφές μιας σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Εν γνώσει του, ήθελε να πάρει μια κακή, απαρχαιωμένη μοτοσυκλέτα, ενώ είχε τα χρήματα να πάρει μια καλύτερη. Προτιμούσε δηλαδή την κακή ποιότητα έναντι χαμηλού αντιτίμου, αντί για αποδεκτή ποιότητα με ελάχιστα περισσότερα χρήματα. Και φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πρώτος στο να βρίσκει δικαιολογίες για ο,τιδήποτε. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αφού δεν είναι "ραλίστας", κάτι χωρίς φρένα, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς επιδόσεις, κάτι επικίνδυνο τέλος πάντων, είναι αρκετό για κείνον.

Για τις παρέες: Μερικοί φοβούνται τη μοναξιά. Ίσως γιατί περισσότερο απ' όλα φοβούνται να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους. Και ανέχονται παρέες. Και οι παρέες, αντίστοιχα, τους ανέχονται. Γιατί μερικές φορές οι παρέες επίτηδες περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν θα έκαναν κανονικά παρέα μαζί τους, έτσι για να έχουν να τους κακολογούν όταν δεν είναι παρόντες, ή να τους την μπαίνουν μειωτικά όταν είναι παρόντες. Συνειδητή επιλογή χαμηλής ποιότητας, και τους λόγους ας τους βρουν οι ψυχίατροι. Και πάνε και ταξίδια μαζί, που όλοι είναι στην γκρίνια όλη την ώρα. Και κανείς δεν φχαριστιέται το ταξίδι. Καλύτερα μόνος. Κι ας τα δεις όλα.

To χειρότερο: Μια Kakonomics συναλλαγή θεωρείται πια δεδομένη, ο κανόνας, κάτι αντίστοιχο με το "όλοι τα παίρνουν", "όλοι είναι ένοχοι", και η κοινωνία αρχίζει, συνηθίζει και συνεχίζει να λειτουργεί μόνο σ' αυτή τη βάση. Έτσι κι αλλιώς, οι μέτριοι πάντα θέλουν όλοι να κατέβουν στο επίπεδό τους, και κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούν είναι να ισχυρίζονται πως όλοι είναι όμοιοί τους ή, ακόμα κι αν πράττουν διαφορετικά, θα ήθελαν να είναι. Έχει γίνει επίσης η στάνταρ δικαιολογία για όσους δεν κάνουν, ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους: Ενώ κάποιος δέχεται να κάνει μια δουλειά με συγκεκριμένο αντίτιμο, στην πορεία δικαιολογεί την ανεπάρκειά του ή την άρνησή του να την κάνει με το πρόσχημα πως δεν πληρώνεται αρκετά. Προφανώς, όταν προσλήφθηκαν, ήξεραν, αλλά φυσικά δεν είπαν ποτέ, πως δεν πρόκειται να κάνουν καλά την δουλειά τους, γιατί θεωρούσαν εξ αρχής μικρή την αμοιβή. Αλλά δέχτηκαν την συμφωνία, λέγοντας μετά το απίθανο "εμείς κάνουμε πως δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν". Κι όλα καλά, και πάμε για καλύτερα...