Editorial 599 - Ζήτημα παιδείας

Από το

motomag

1/10/2019

Κατηφόρα μίας ήσυχης γειτονιάς χωρίς ιδιαίτερη κίνηση που καταλήγει σε κάθετο δρόμο δίχως να συνεχίζει απέναντι, ένα απλό "ταυ" μέσα στην Αθήνα, μία συνηθισμένη ημέρα. Μια ημέρα που θα μπορούσε να σταματήσει η ζωή για τρεις οικογένειες. Διότι όταν χάνεις παιδί η ζωή σου σταματά σε εκείνο το σημείο. Όπως κι αν χάσεις χέρι ή πόδι, που είναι αυτό που θα επέλεγες, αν μία ανώτατη δύναμη σου χάριζε την ευκαιρία της επιλογής πριν τον αμετάκλητο θάνατο του δικού σου ανθρώπου. Όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν υπάρχει γιατρειά από τέτοια απώλεια, είναι πάντα το πριν και το μετά. Όσο "ΟΚ" κι αν καταφέρεις να κάνεις το μετά, θα υπάρχει πάντα η διαχωριστική γραμμή και για τους περισσότερους μία τάφρος κανονική που υψώνεται ολόγυρά τους, δεν έχει ούτε μετά, ούτε κάτι άλλο.

Στο "ταυ" αυτό δεν έχει ποτέ ιδιαίτερη κίνηση, περνά απλώς κάποιο αυτοκίνητο αραιά και που, πράγμα που ανοίγει την όρεξη στα πιτσιρίκια της περιοχής να χρησιμοποιούν τον δρόμο για να παίξουν, το μοναδικό ελεύθερο σημείο της τσιμεντένιας κυψέλης που πήγαμε και φτιάξαμε εμείς για πόλη, όλοι εμείς, συνυπεύθυνα. Τα παιδιά της γειτονιάς είναι πάντοτε προσεκτικά, ξέρουν τα όρια του δρόμου, ξέρουν πως δεν θα πεταχτούν ανάμεσα από τα αυτοκίνητα να αρπάξουν την μπάλα, είναι πιο έξυπνα από το παράδειγμα που δείχνουν τα φθηνά βιντεάκια της ελληνικής αστυνομίας, που εξαντλεί με τέτοιους τρόπους την επικοινωνία της κοινωνικής της ευθύνης. Τα έχω δει κι άλλες φορές να παίζουν σε αυτό το σημείο, κάτω από το μπαλκόνι του σπιτιού τους. Είναι και σε μία ηλικία που ξέρουν καλά τί σημαίνει δρόμος, αυτοκίνητα, και πόσο ακαριαίο μπορεί να είναι ένα φρενάρισμα.

Όμως εκείνη την ημέρα μάλλον ξεκίνησαν πιο ευδιάθετα, με περισσότερη όρεξη το παιχνίδι τους, με ανεβασμένη ενέργεια. Στο αποκορύφωμα, το αγοράκι θα ξεκινούσε να κυνηγά τα κοριτσάκια που με μάγουλα κόκκινα από την ένταση είχαν πάρει φόρα με το ποδήλατο κι με την αδρεναλίνη της στιγμής το κυρίαρχο μέλημα εκείνη την ώρα ήταν να μην χάσουν στο κυνηγητό. Πάνω στην ένταση της στιγμής το παιχνίδι θα υπερτερούσε σε σημασία απέναντι σε κάθε κανόνα από τους γονείς, το σχολείο, τον οποιοδήποτε. Εκείνη την στιγμή το μέλημα ήταν ένα, να κερδίσουν στο κυνηγητό.

Κι έτσι τα πέτυχα, να κατεβαίνουν βολίδα την κατηφόρα κοιτώντας πίσω και αφήνοντας μία μίξη ουρλιαχτού και γέλιου. Ως περαστικός μπορεί να μην δώσεις σημασία, αλλά ενστικτωδώς βλέποντας ένα ποδήλατο να τρέχει στην μέση του δρόμου προς μία διασταύρωση κοντοστάθηκα, κι αντί να ανέβω στην μηχανή γύρισα να δω τον δρόμο. Και είδα το χειρότερο, ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει. Ακόμη και τότε σκέφτεσαι να μην είσαι υπερβολικός, να συνεχίσεις την δουλειά σου, όμως την διασταύρωση την ξέρω, παρόλο που δεν έχεις STOP δεν έχεις και ορατότητα εξαιτίας ενός κακοκουρεμένου δέντρου. Από απέναντι έχω πλήρη εικόνα ως θεατής, ο οδηγός όχι. Σηκώνω τα χέρια ουρλιάζοντας και πετάγομαι στο δρόμο, το ένα από τα κοριτσάκια βάζει τα πόδια κάτω και προσπαθώντας να φρενάρει φτάνει μέχρι την μέση της διασταύρωσης, ενώ το αυτοκίνητο έχει φρενάρει και έχει κόψει το τιμόνι αριστερά, πίσω από έναν κάδο. Έχει παιδική χαρά απέναντι και δεν παρκάρει κανείς πίσω από τον κάδο. Να το πρώτο ευτύχημα. Παγωμένοι όλοι, κρατάμε τις θέσεις μας για λίγο πριν χωρίσουμε ανακουφισμένοι τους δρόμους μας, μιας και τίποτα δεν έγινε. Εντάξει κιόλας υπερβολές, "τα είχα δει τα παιδιά θα σταματούσα" η εύκολη απάντηση για να νιώσουμε ανακούφιση, την στιγμή που το αυτοκίνητο είναι πλάγια σταματημένο στον δρόμο, μία σπιθαμή και από τον κάδο και, δυστυχώς, από το ποδήλατο. Είναι τόσα πολλά λάθος στην εικόνα που δεν ξέρει κανείς που να αρχίσει να απαριθμεί. Ξεκινώντας από τα εύκολα, ποιος δήμος αφήνει τα δέντρα στα πεζοδρόμια να ενοχλούν τους πεζούς στο περπάτημα; Να αναγκάζεσαι να περπατάς σκυφτός; Ο δήμος που λέει "πάλι καλά που έχουμε δέντρα, άλλοι δεν έχουν τίποτα", η δικαιολογία μας ως λαός είναι πάντα αυτή, να κοιτάμε το χειρότερο.

Το σημαντικό φυσικά είναι αλλού. Δεν αρκεί ως γονιός να μεταφέρεις τον κανόνα, δεν φτάνει από μόνο του αυτό. Θέλουμε, εμείς ως μοτοσυκλετιστές, να βλέπουμε άλλους γονείς να μην αποθαρρύνουν να παιδιά τους να καβαλήσουν, θέλουμε νέο αίμα στην μοτοσυκλέτα, όχι όμως αυτό το αίμα να κυλίσει στην άσφαλτο. Και για να γίνει αυτό, δεν φτάνει να πούμε το "μην τρέχεις", "πρόσεχε κτλ", αυτό είναι για να νιώσουμε καλά εμείς οι ίδιοι εκείνη την στιγμή. Δεν είναι ικανό το "πρόσεχε", σε όσες παραλλαγές κι επαναλήψεις αν το φανταστείς, να αποτρέψει την απερισκεψία. Αν ρωτήσεις τα παιδιά τί έφταιξε και πήραν τρέχοντας τον κατήφορο χωρίς να κοιτάξουν δεν θα σου εξηγήσουν γιατί δεν έχουν καταλάβει. Θα έφταναν στο απέναντι πεζοδρόμιο και θα γκρεμοτσακίζονταν πάνω στον κάδο αν δεν πεταγόταν ένας περαστικός με το κράνος στο χέρι στην μέση του δρόμου… αν δεν ερχόταν το αυτοκίνητο. Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης μιλάει πιο σιγά σε αυτές τις ηλικίες και υπερτερούν τα αντανακλαστικά. Με την πάροδο του χρόνου θα αλλάξουν θέση, όμως στην αρχή η αυτοσυντήρηση μπορεί να είναι και με κουκούλα στα μάτια, δεμένη δίπλα στο υποσυνείδητο. Και πάνω στην έξαψη τα αντανακλαστικά να κοιτούν αλλού αντί για εκεί που πρέπει! Η παιδεία που λείπει, δεν έχει να κάνει με την απαρίθμηση των κανόνων. Ο νέος που θα ανέβει στην μοτοσυκλέτα πρέπει να ξέρει πως δεν θα την πατήσει όσο έχει τα μάτια του δεκατέσσερα, αλλά το πιθανότερο την στιγμή που πιστεύει πως η ζωή είναι υπέροχη, πως ο ίδιος ξέρει να οδηγεί, όταν τον κοιτούν οι φίλοι ή η γκόμενα και αισθάνεται πως το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο είναι να εντυπωσιάσει. Όταν με λίγα λόγια επικρατεί η ευθυμία. Τότε την έχει πατήσει η συντριπτική πλειοψηφία. Κι αυτό διδάσκεται από το ποδήλατο, από όταν είσαι πεζός ακόμη, πριν οδηγήσεις…

 

 

editorial 525 - Ο μύθος ζει

Από το

Μαύρο Σκύλο

25/7/2013

Κι όμως, ο μύθος της μοτοσυκλέτας δημιουργήθηκε από αυτούς που προκαλούσαν το κοινό αίσθημα, την κοινή ησυχία και τους φιλήσυχους πολίτες. Κάτι Άγριοι Μάρλον Μπράντοι, κάτι Ήσυχοι Καβαλάρηδες με τα πιρούνια σαπέρα, κάτι μπυροκοιλιάδες με πολλά ραφτά στα γιλέκα τους, κάτι αλάνια με τέσσερις σε καμία και κουρελούδες για να έρθουμε και στα δικά μας. Μπορεί από την απόσταση των τριάντα ή σαράντα χρόνων όλα αυτά να μας φαίνονται από αφελή έως ρομαντικά, για την εποχή τους όμως ήταν πολύ σοβαρά, απασχολούσαν την κοινή γνώμη, οι γριές σταυροκοπιόντουσαν, οι νοικοκυραίοι έβριζαν τα ξεκράνωτα αληταριά. Παράλληλα, υπήρχαν βέβαια και οι καθωσπρέπει μοτοσυκλετιστές, με τα κράνη τους και τα δερμάτινά τους τα Λιούις Λέδερς που είχαν φέρει "απέξω", καβάλα στα ακριβά τους μηχανάκια. Πολύ χοντρικά, υπήρχε ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε παράνομους και νόμιμους.

Όταν οι "νόμιμοι" έγιναν πολλοί, κι έγιναν πολλοί χάρη στο μύθο που είχαν δημιουργήσει οι "παράνομοι", χρειάστηκαν δεκαετίες προσπαθειών για να καθαρίσουν από πάνω τους τη ρετσινιά του αλήτη. Εδώ μέσα υπάρχει μια σχιζοφρένεια, αν το σκεφθεί κανείς ψύχραιμα. Δηλαδή κάποιοι προσελκύονται από την αίγλη της αντίστασης στα κατεστημένα ήθη μέσω της μοτοσυκλέτας, κι αμέσως μετά προσπαθούν να αποκηρύξουν αυτή την εικόνα. Δεν χάνουν έτσι τον λόγο που τους έφερε στην μοτοσυκλέτα, μαζί με την αίγλη της; Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, που "γέμισε ο τόπος μοτοσυκλέτες", όταν άλλοι προσπαθούν να οριοθετήσουν τους "αληθινούς" σε σχέση με τους "ψεύτικους" μοτοσυκλετιστές. Μπορούν όμως στ' αλήθεια να μπουν κριτήρια μοτοσυκλετιστικής αυθεντικότητας; Να φτιάξουμε κι ένα ειδικό ΚΤΕΟ αναβατών που θα δίνει πιστοποιητικά γνησιότητας; Και τι κριτήρια θα μπορούσαν να είναι αυτά; Διανυθέντα χιλιόμετρα; Μηχανολογικές γνώσεις; Χρονομετρήσεις στην πίστα; Δεν πιστεύω πως έχει καν νόημα να το σκέφτεται κανείς.

Αν επιλέξει κανείς μοτοσυκλέτα, είναι μοτοσυκλετιστής. Για όποιον λόγο κι αν το κάνει. Ας μην ξέρει κατά που πέφτει το μπουζί κι ας πιστεύει πως η μπιέλα είναι είδος παγωτού ή τραγουδίστρια. Ας μην έχει ταξιδέψει ποτέ έξω από τα όρια του δήμου του. Ακόμα κι αν πλαγιάζει μόνο όταν κοιμάται, κι όχι στις στροφές. Τι σε κόφτει εσένα και γκρινιάζεις; Μήπως κι εσύ, αντίστοιχα, δεν χάλασες την πιάτσα σ' ό,τι σου αναλογεί; Αν ζήταγες την γνώμη των παλιών αλανιών για σένα, αλλά και των σύγχρονων, μπορεί κι εκείνοι να σκέφτονται κάτι αντίστοιχα μειωτικό για σένα.

Για σκέψου. Αγόρασες μοτοσυκλέτα γιατί; Όποια απάντηση κι αν δώσει ο καθένας μας σ' αυτό το ερώτημα, δεν θα γίνει περισσότερο ή λιγότερο μοτοσυκλετιστής. Ναι κύριε, αγόρασα από μίμηση. Ναι, εγώ για φιγούρα. Ναι, για να δείχνω πως είμαι ωραίος τύπος, για να τρομάζω τον εαυτό μου, για να ανήκω κάπου, για να αποκτήσω μια ταυτότητα, δώστε όποια απάντηση θέλετε, κι από αυτές που θεωρούνται θετικές, ή από αυτές που άλλοι θεωρούν κατακριτέες. Μην δίνετε καμία σημασία, τελικά, δεν έχει σημασία το γιατί.

Αν θεωρήσει κανείς πως μπορεί να υπάρχουν "κριτήρια μοτοσυκλετιστού", είναι σαν να δέχεται πως υπάρχουν μοτοσυκλετιστές – πρότυπα που σαν κι αυτούς θα έπρεπε να είναι και όλοι οι άλλοι. Αυτό όμως θυμίζει πολύ επικίνδυνα κάτι άλλους τύπους που λένε πως όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να ανήκουν στην Άρεια φυλή και τους υπόλοιπους να τους κάνουμε σαπούνια. Αν αρχίσουμε με τα κριτήρια και τις προδιαγραφές, τότε ξεκινάμε μια διαδικασία χωρίς νόημα και χωρίς τέλος, θα καταντήσουμε σαν τους πολιτικούς και τα κόμματά τους.

Φυσικά, υπάρχουν και οι ακραίοι. Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει πουθενά στον πλανήτη απολύτως νομοταγής μοτοσυκλετιστής, που δεν παραβαίνει ποτέ τον ΚΟΚ και είναι πλήρως συμμορφωμένος με κάποια ιδανικά πρότυπα μοτοσυκλετιστή. Έτσι ως υπόθεση εργασίας, ας πούμε πως υπάρχει. Στο άλλο άκρο, έζησα πρόσφατα μια βραδιά στην Καστοριά, όπου οι συνήθεις προσκολλούμενοι της Πανελλήνιας κάγκουρες έκαναν τα δικά τους, burn out, μοτέρ στους κόφτες κι άλλα τέτοια ψυχαγωγικά, παρέα με μερικούς ντόπιους.

Το σκηνικό εύκολα θα μπορούσε να είχε ξεφύγει εντελώς. Το πλήθος που είχε μαζευτεί στον παραλιακό δρόμο μπροστά στα μπαράκια απολάμβανε την μηχανολογική αναισθησία και το άρωμα του καμένου λάστιχου. Μα πόση ώρα μπορεί να δουλεύει ένα V-Strom 650 στον κόφτη; Πόσο μεγάλο κατόρθωμα είναι να κάψεις ένα λάστιχο σταματημένος; Κάποια στιγμή, η αστυνομία που ήταν απούσα από το συγκεκριμένο σημείο, αλλά ειδοποιημένη εκ των προτέρων από τους οργανωτές της Πανελλήνιας περίμενε τέτοιου είδους γεγονότα, έκλεισε την κυκλοφορία στον δρόμο αυτό και περίμενε μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπέρα, στα φανάρια. Άφησε δηλαδή να ξεφύγει πρώτα το πράγμα, αντί να έχει μια διακριτική παρουσία που θα απέτρεπε να ξεφύγει. Έτσι κι αλλιώς, ήταν τόσο το πλήθος που άλλες αγαπημένες γυμναστικές επιδείξεις όπως σούζες και κόντρες, δεν ήταν δυνατόν να γίνουν. Μια μοτοσυκλέτα όμως που σβουρίζει επιτόπου, ξυστά στα πόδια εκατοντάδων θεατών, ή πιο δίπλα η άλλη που έκαιγε λάστιχο με το μοτέρ στον κόφτη, δεν θέλει πολύ για να εκτοξευτεί μέσα στο πλήθος, από απόσταση επαφής. Τα θύματα θα ήταν σίγουρα, ευτυχώς όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο ανέβαινε και το "κέφι". Κι όταν στο αποκορύφωμά του έφτασαν τρία περιπολικά και συνέλαβαν ένα άτομο, ήταν σαφώς αργά: Το πλήθος με μια βοή έκλεισε γύρω από τα περιπολικά, επιτέθηκε στους αστυνομικούς και απέσπασε τελικά τον κρατούμενο από τα χέρια τους, εμφανώς χτυπημένο και με τα ρούχα σκισμένα. Το πλήθος πέταγε μπουκάλια, φώναζε περί μπάτσων γουρουνιών και δολοφόνων, έσπασε κι ένα παρμπρίζ περιπολικού. Αν ήμουν αστυνομικός, μάλλον θα φοβόμουν για την ζωή μου εκείνη την ώρα, ως θεατής, είχα το νου μου μην αρχίσουν να πέφτουν τίποτα αδέσποτες, από μάπες έως σφαίρες. Δεν ήθελε και πολύ. Οι αστυνομικοί, ψύχραιμοι, αποφασίζουν να φύγουν. Μόλις μπήκαν στα περιπολικά, κάποιος που είχε τη μηχανή του παρκαρισμένη με την ανοιχτή της εξάτμιση μισό μέτρο από το παράθυρο του οδηγού του περιπολικού, ανέβηκε πάνω της, έβαλε μπρος, κι άφησε το μοτέρ να κακαρίζει στον κόφτη. Οι αστυνομικοί ξανακατεβαίνουν από τα περιπολικά, μιλάνε με τον τύπο, αλλά δεν τον συλλαμβάνουν. Απ' ό,τι κατάλαβα ακούγοντάς τους να μιλάνε, ήταν ντόπιος, τον ήξεραν. Τα μάζεψαν κι έφυγαν από κει, αλλά την έστησαν στα φανάρια όπου υπήρχε και κλούβα των ΜΑΤ, κι έγραφαν όποιον έφευγε από κει. Αυτά έγιναν το Σάββατο, τα ίδια και χειρότερα επαναλήφθηκαν την Κυριακή, χωρίς όμως έφοδο περιπολικών. Απλά κάθησαν και έγραφαν ως τα ξημερώματα όσους έφευγαν από κει, για ό,τι μπορούσαν να τους γράψουν.

Το ζήτημα για το αν ήταν σωστές οι ενέργειες της αστυνομίας είναι άλλο, γιατί ακούγεται λίγο περίεργο να επιτρέπεις να γίνεται η κόλαση και μετά να γράφεις όποιον φεύγει από κει γιατί δεν φόραγε κράνος. Είναι σαφές πως θα μπορούσαν να είχαν χειριστεί πιο αποτελεσματικά την κατάσταση. Αυτό όμως που με απασχολεί εδώ είναι πως δεν μπορεί να δηλώνει κάποιος "αυτοί δεν είναι μοτοσυκλετιστές", και να ελπίζει έτσι πως δεν θα του κολλήσει κι αυτού η ρετσινιά του κάγκουρα (ή ο τιμητικός τίτλος, ανάλογα από ποια μεριά το βλέπεις). Είτε μας αρέσει είτε όχι, όλοι εμείς που χρησιμοποιούμε μοτοσυκλέτα είμαστε μοτοσυκλετιστές, χωρίς εξαιρέσεις. Και πρώτα απ' όλα βέβαια, είμαστε άνθρωποι, το "μοτοσυκλετιστής" είναι απλά μια ακόμα ιδιότητα που μπορεί να έχει κανείς. Δεν έχουμε όλοι τον ίδιο χαρακτήρα, δεν συμπεριφερόμαστε το ίδιο. Ζούμε όμως σε μια κοινωνία, κι έχουμε συμφωνήσει να τηρούμε κάποιους κανόνες. Υπάρχει νομοθεσία για το τι επιτρέπεται και τι όχι. Κι ο καθένας είναι υπεύθυνος και υπόλογος για τις πράξεις του. Όπως δεν έχει κανένα νόημα να βγαίνουν οι πολίτες και να δηλώνουν "εμείς δεν είμαστε κλέφτες", όταν κάποιοι άλλοι ληστέψουν μια τράπεζα, έτσι δεν έχει και νόημα να φωνάζουμε "αυτοί δεν είναι μοτοσυκλετιστές, εμείς δεν είμαστε έτσι". Το τι είναι ο καθένας το δείχνει με τις πράξεις του, κι όσοι είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να πιστεύουν πως οι πράξεις μερικών δεκάδων ατόμων χαρακτηρίζουν εκατοντάδες χιλιάδες άλλους, δικό τους πρόβλημα (ευφυΐας). Αν υπάρχουν δέκα δολοφόνοι μέσα σε δέκα εκατομμύρια Έλληνες, τότε όλοι οι Έλληνες είναι δολοφόνοι;

Αν υπάρχουν μοτοσυκλετιστές με παραβατική συμπεριφορά, δεν είναι υπόθεση των υπόλοιπων μοτοσυκλετιστών να τους "συνετίσουν", ούτε χρειάζεται να διαχωρίσουν την θέση τους. Δεν μιλάμε για αυτοδικία εδώ. Ούτε η αποκήρυξή τους από τους υπόλοιπους έχει κάποιο νόημα ή αποτέλεσμα. Το μόνο που έχει νόημα, είναι να κάνει ο καθένας τη δουλειά του. Οι οργανωτές της Πανελλήνιας την δική τους, η αστυνομία την δική της. Καλά έκαναν οι πρώτοι και προειδοποίησαν τις αρχές, αφού ήξεραν το φορτίο που κουβαλάει τόσα χρόνια η Πανελλήνια, πολύ άσχημα έκαναν οι δεύτεροι την δική τους, αφού απουσίαζε η έννοια πρόληψη, και δεν έκαναν τίποτα μέχρι να ξεφύγει τελείως η κατάσταση.

Μερικοί ίσως σκεφτούν πως είναι λυπηρό ότι οι καγκουριές στην Καστοριά συγκέντρωναν κάθε βράδυ πολύ περισσότερο κόσμο απ' ότι συνολικά η Πανελλήνια στο Νεστόριο. Από αυτό μπορεί να βγει το συμπέρασμα πως πολύ περισσότεροι γουστάρουν έκνομο χαβαλέ απ' ότι μια συγκέντρωση καθωσπρέπει μοτοσυκλετιστών. Και που είναι το πρόβλημα δηλαδή, και γιατί πρέπει να μας εκπλήσσει αυτό; Ίσα ίσα, που είναι φυσικό και αναμενόμενο και κανένα πρόβλημα. Το αντίθετο θα ήταν σαν να υποστηρίζουμε πόσο την βρίσκουμε να ταξιδεύουμε στην εθνική οδό τηρώντας τα όρια ταχύτητας. Ξαναγυρίζουμε έτσι στην αρχή του κειμένου μας, και στις αρχές του μύθου της μοτοσυκλέτας. Μήπως είναι αυτοί ακριβώς οι κάγκουρες που τον συντηρούν σήμερα, άσχετα αν οι καθωσπρέπει τους γουστάρουν ή όχι; Φυσικά και δεν επικροτώ ή δεν ενθαρρύνω συμπεριφορές που βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή των άλλων. Σκέφτομαι όμως, πως αν οι πολιτικώς ορθοί μοτοσυκλετιστές είχαν αντίστοιχη ενέργεια και προσήλωση στον στόχο τους, θα είχαν πετύχει πολύ περισσότερα. Οι συμπεριφορές των ανθρώπων δεν αλλάζουν εύκολα. Ακριβώς όπως και οι γυναίκες προτιμούν τα κακά παιδιά από τα μαμόθρεφτα, έτσι και οι κάγκουρες έχουν το δικό τους κοινό. Μήπως υπάρχει και λίγη ζήλεια σ' αυτή την αντιπαράθεση; Αντίστοιχη με την αρχέγονη έχθρα μεταξύ νομάδων και μονίμως εγκατεστημένων;

Είμαστε όλοι μοτοσυκλετιστές. Δεν μπορεί να είμαστε όλοι ίδιοι, δεν είναι εφικτό, άσε που θα ήταν και πολύ βαρετό. Ούτε χρειάζεται να μοιάσουν οι μεν στους δε, ούτε υπάρχουν καν "μεν" και "δε". Σ' ένα βαθμό, όλοι μας γινόμαστε και λίγο κάγκουρες εκεί που νομίζουμε πως μας παίρνει, ή για να διασκεδάσουμε. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω... Όλοι μας είμαστε κομμάτι του κόσμου της μοτοσυκλέτας, ας τον απολαύσουμε ο καθένας όπως γουστάρει.