Editorial 597 - Τα μεγάλα On-Off στο χώμα

x
Από το

motomag

1/8/2019

Η περίπτωση του Iker να κερδίζει κατά κράτος τον Chris Birch είναι το καλύτερο παράδειγμα για το αν τα μεγάλα on-off κάνουν για το χώμα ή αν είμαστε όλοι μπλεγμένοι σε μία παγκόσμια συνομωσία του marketing. Μια συνομωσία για να πωλούνται μεγάλες μοτοσυκλέτες και να σπάνε σε κατσικόδρομους που δεν είχαν καμία δουλειά να μπαίνουν. Και ποιος είναι τελικά αυτός ο Iker που κέρδισε τον Birch; Αυτό ακριβώς. Ο Iker δεν είναι κάποιος γνωστός μας.

Τα on-off είναι η κατηγορία με την μεγαλύτερη εμπορική κίνηση τα τελευταία χρόνια, έχει εκτοξεύσει τον ανταγωνισμό στήνοντας τον κάθε κατασκευαστή στην γωνία του, αν και σε πολλές περιπτώσεις οι γωνίες αυτές δεν έχουν απόλυτα ξεκάθαρη την θέση τους και υπάρχουν κατασκευαστές που κονταροχτυπιούνται. Δεν βλέπουν όλοι τις ίδιες παρατάξεις. Αν κοιτάς μονάχα την ιπποδύναμη, τότε η Ducati Multistrada είναι απευθείας απέναντι από την Super Adventure της KTM χωρίς να παίζει ανάμεσά τους το GS, η μοτοσυκλέτα που ξεκίνησε ολόκληρη την κατηγορία, ενώ αν αρχίσεις να προσθέτεις τις δυνατότητες στο χώμα τότε το πράγμα γίνεται εξαιρετικά σύνθετο. Και εκεί ακριβώς θα υπάρχει πάντοτε εκείνη η φωνούλα στο βάθος, ή που με κεφαλαία γράμματα θα γράψει στα κοινωνικά δίκτυα πως ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ON-OFF ΔΕΝ ΚΑΝΟΥΝ ΓΙΑ ΧΩΜΑ! Είναι άλλωστε πάντοτε πιο εύκολο να γράψει κάποιος με κεφαλαία ένα σχόλιο από μακριά, αντί να φωνάζει κατά πρόσωπο την άποψή του σε μία μεγάλη παρέα. Ας μείνουμε λιγάκι σε αυτό το ζήτημα, με αφορμή ένα πρόσφατο παράδειγμα που εξελίχθηκε στα μάτια μας και όχι μία φορά μέσα σε μία ημέρα. Ο φίλος του περιοδικού κι άρχοντας σε παγκόσμιο επίπεδο του Enduro με μεγάλες On-Off μοτοσυκλέτες, ο Chris Birch, συνάντησε την νέμεσή του σε κάποιον μη επαγγελματία, σε έναν άνθρωπο που είναι 1.67 σε ύψος, δεν τρέχει σε αγώνες, δεν είναι η δουλειά του να βάζει την μοτοσυκλέτα του μέσα στα μονοπάτια και να βγάζει φωτογραφίες. Δεν είναι κάποιος που πουλά μοτοσυκλέτες, όχι, ο Iker είναι ένας από εμάς.

Ισπανός που γουστάρει να ταξιδεύει, έχοντας διασχίσει με την κοπέλα του -σε ξεχωριστές μοτοσυκλέτες- την Ασία, τα Βαλκάνια και την Ευρώπη και στα 48 του χρόνια πλέον, η εμπειρία του έχει χτιστεί όχι από τους 2-3 αγώνες enduro που πήρε μέρος πριν από είκοσι χρόνια, αλλά από τα πράγματα που έκανε με την μοτοσυκλέτα του. Ο Iker δεν πήρε την μεγάλη του on-off να την γεμίσει αξεσουάρ και να την βλέπει γυαλισμένη να του συντηρεί το όνειρο για ταξίδια. Όχι, ο τύπος αυτός βούτηξε το χέρι του στο γλυκό και έφαγε ταξιδιάρικα χιλιόμετρα με το κουτάλι. Έχτισε την εμπειρία του και τις ικανότητές του και τώρα στα 48 χρόνια, χωρίς να πατά με ευκολία στο έδαφος από την σέλα του Super Adventure R, μπήκε στον Πρόλογο του KTM Adventure Rally στην Βοσνία πρόσφατα, και κέρδισε τον Chris Birch σε μία ανεπίσημη μεταξύ του κόντρα. Αμέσως μετά ένας άλλος Γερμανός έκανε και τον καλύτερο χρόνο, αλλά τον Iker δεν τον ένοιαζε που θα ήταν δεύτερος στην λίστα. Σημασία έχει που νίκησε τον Birch, σημασία έχει που Laia Sanz μου είπε πως με το Super Advneture R ο Iker είναι πιο γρήγορος και από εκείνη…

Το πρόβλημα των περισσότερων είναι η πεποίθησή πως την διαφορά την κάνει η μοτοσυκλέτα. Πως χρειάζονται το καλύτερο on-off για να κάνουν ένα Mega Test και φταίει η άτιμη η κοινωνία που δεν μπορούν το έχουν. Στα μέρη που θα δείτε στις επόμενες σελίδες, μπορείτε να πάτε με οποιαδήποτε μεταχειρισμένη βρείτε μπροστά σας. ΔΕΝ χρειάζεστε καμία από τις μοτοσυκλέτες που είχαμε εμείς μαζί μας. Η ανθρωπότητα έχει περάσει βέβαια από το στάδιο του παίρνω αυτό που χρειάζομαι και βρίσκεται στο σημείο που παίρνω αυτό που θέλω. Για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους τουλάχιστον, καθώς εμάς η οικονομική κατάσταση μας έριξε βίαια στην προηγούμενη κατάσταση. Ας είναι, δεν πειράζει. ΔΕΝ χρειάζεστε το καλύτερο on – off απλά μην πείτε στο εαυτό σας πως δεν τον χρειάζεστε γιατί αυτές οι μοτοσυκλέτες δεν κάνουν για χώμα. Θα εκπλαγείτε με το πόσοι «Iker» υπάρχουν στην Ελλάδα που βάζουν τις ακριβές τους μοτοσυκλέτες στο χώμα και κάνουν πράγματα όπως αυτά που θαυμάζει κανείς στο video του Chris Birch. Τα διάφορα σχολεία οδήγησης είναι ένας τρόπος να φτάσεις μέχρι την πόρτα, για να την περάσεις όμως πρέπει απλά να κάνεις την προσπάθεια. Πρέπει απλά να μπεις στην διαδικασία να οδηγήσεις, να πέσεις, να σηκωθείς και να συνεχίσεις.

Στο φετινό Mega Test που ξεκινά φέτος με «το story» και θα ολοκληρωθεί τον επόμενο μήνα με το συγκριτικό, για να είμαστε οι πρώτοι στον κόσμο που έχουμε μαζί μας και το Tenere της Yamaha, μετρήσαμε πάνω από είκοσι πτώσεις συνολικά σε 11 αναβάτες. Αυτό σημαίνει πως κάθε ένας έπεσε σχεδόν δύο φορές, κάποιος μία και άλλος τρεις. Καμία δεν ήταν σφοδρή ή προξένησε φθορά στην μοτοσυκλέτα που να δυσκολεύει την οδήγησή της και ήταν όλες τους μέρος του μιας τέτοιας δοκιμής. Ανάλογα με την μοτοσυκλέτα το να βυθίσεις μαρσπιέ και αντίβαρο τιμονιού στην απότομη πλαγιά, γιατί δεν σου βγήκε η ανάβαση και πρέπει να γυρίσεις προς τα πίσω, ισοδυναμεί από μηδενική ζημιά έως σπασμένη χούφτα στην περίπτωση του Multistrada για παράδειγμα. Αυτό δεν σημαίνει πως καμία τους δεν κάνει για χώμα, απλά πως κάποιες είναι καλύτερα προετοιμασμένες για αυτό. Ο Iker δεν ξεκίνησε από μικρό παιδί κάνοντας σούζες. Δεν ήταν ταλέντο, δεν πήγε σε κάποιο σχολείο, πήρε απλά μία μεταχειρισμένη μοτοσυκλέτα, την έβαλε στο χώμα και άρχισε να παιδεύεται. Μέχρι που στα 48 χρόνια κέρδισε τον επαγγελματία Chris Birch. Αν νομίζεις πως είναι κάτι πιο σπουδαίο από εσένα κάνεις λάθος. Απλά είναι ένας τύπος που είχε θέληση να βελτιωθεί…

 

 

 

 

 

 

 

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.