Editorial 592 - Μια ζωή manual

x
Από το

motomag

1/3/2019

To όνομα του John Haynes έχει γίνει συνώνυμο με τα service manual. Δυστυχώς, ο γεννημένος το 1938 δημιουργός τους έφυγε ταξίδι για το μεγάλο συνεργείο στον ουρανό, σε ηλικία 80 ετών. Γεννημένος στην Κεϋλάνη, όπου ο πατέρας του διαχειριζόταν μια φυτεία τσαγιού, πήγε στην Αγγλία σε ηλικία 12 ετών για να μπει εσωτερικός σε σχολείο. Από μικρός είχε δείξει την αγάπη του για τα αυτοκίνητα, και έφηβος πια, έπεισε τον διευθυντή του σχολείου να μην παίζει rugby, αλλά να ασχοληθεί με την μετατροπή ενός Austin 7 σε ελαφρωμένο Austin 7 “Special”. Το έφτιαξε, το πούλησε βγάζοντας κέρδος, κι όταν είδε πόσοι πολλοί ενδιαφέρονταν, καθώς είχε πάνω από 150 απαντήσεις στην αγγελία του, αποφάσισε να φτιάξει ένα βιβλιαράκι εξηγώντας το τι έκανε και πως το έκανε. Τα πρώτα 250 αντίτυπα ξεπούλησαν μέσα σε δέκα μέρες. Ήταν το πρώτο του manual. Μετά το σχολείο είχε καταταγεί στην αεροπορία, στην RAF, κι όταν βρισκόταν στο Aden, ένας συνάδελφός του αγόρασε ένα αυτοκίνητο σε κακή κατάσταση και του ζήτησε να τον βοηθήσει να το ανακατασκευάσουν. Ο John γρήγορα κατάλαβε πως το επίσημο service manual δεν απευθυνόταν σε ιδιώτες αλλά σε ειδικούς, κι έτσι αγόρασε μια φωτογραφική μηχανή και κατέγραψε το λύσιμο και το δέσιμο του κινητήρα. Τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι ιστορία. Αυτή την ανακατασκευή την κατέγραψε σε manual, που εκδόθηκε το 1966, κι άρχισε να πουλάει τρελά. Μέχρι σήμερα, τα manual κάθε είδους της Haynes έχουν πουλήσει πάνω από 200.000.000 αντίτυπα σε όλο τον κόσμο, και δεν περιορίζονται μόνο στα αυτοκίνητα και τις μοτοσυκλέτες.

Κάθε σχεδόν Haynes manual ακολουθεί την ίδια λογική, με φωτογραφίες (αν και όχι πάντα καλής ποιότητας), σκίτσα και διαγράμματα για να καθοδηγήσει όσους θέλουν να ασχοληθούν με συντήρηση και επισκευές. Δεν είναι τα μοναδικά “aftermarket” manual του κόσμου, υπάρχουν πια πολλά άλλα και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, όλα όμως ακολούθησαν την ιδέα του Haynes. Σημαντικό είναι πως ξεκίνησε την έκδοση manual πριν την άνθηση και την επικράτηση των Ιαπωνικών μοτοσυκλετών. Γιατί; Όταν οι Ιάπωνες την δεκαετία του ’60 βγήκαν με γρήγορες, ελαφριές και αξιόπιστες μοτοσυκλέτες απέναντι στο Βρετανικό αργό, βαρύ και αναξιόπιστο κατεστημένο, κατάλαβαν πως οι μηχανικοί αλλά και οι ιδιώτες δεν είχαν ιδέα πώς να συντηρήσουν σωστά τα δικά τους μηχανάκια. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία με τα πρώτα χρόνια της Honda στην Αμερικανική αγορά, όταν ήθελαν να αλλάξουν την εικόνα των συνεργείων, που ήταν συνήθως της κατηγορίας “μαύρο πάτωμα”, με λάδια παντού, δυό δάχτυλα μούργα και τα πάντα βρώμικα, από το πάτωμα ως τα ρούχα του μηχανικού. Έτσι ήταν η κατάσταση εκείνη την εποχή, έτσι ήταν αποδεκτό να είναι τα συνεργεία μοτοσυκλετών, κάτι που στην Ελλάδα συνεχίστηκε και… μετά την δεκαετία του ’60. Επιπλέον, η τεχνολογία των ήδη υπαρχόντων μοτοσυκλετών ήταν ακόμα στο στάδιο των ωστηρίων και των αργόστροφων κινητήρων, οπότε οι πολύστροφοι, υψηλής απόδοσης Ιαπωνικοί με τις μικρές ανοχές ήταν εκτός του γνωστικού πεδίου των μαστόρων. Οι Ιάπωνες λοιπόν, ακριβώς για να δείξουν πως παίρνουν στα σοβαρά τον πελάτη, πως θέλουν να του παρέχουν τις καλύτερες δυνατές υπηρεσίες και φυσικά πως τα δικά τους μηχανάκια δεν χάνουν λάδια, επέμεναν, προς μεγάλη φρίκη των Αμερικανών dealer, να υπάρχει άσπρο πλακάκι στο πάτωμα και οι μηχανικοί να φορούν άσπρες φόρμες. Αυτές τις άσπρες φόρμες μπορείτε να τις δείτε να τις φορούν ακόμα σήμερα οι ίδιοι μηχανικοί που την δεκαετία του ’60 φρόντιζαν τα αγωνιστικά της Honda, φροντίζοντας ευλαβικά τις ίδιες μοτοσυκλέτες…

Και δεν έμειναν εκεί. Κάθισαν κι έφτιαξαν τα καλύτερα manual που είχε δει ως τότε ο κόσμος, που όχι μόνο ανέλυαν την συντήρηση και την επισκευή με φωτογραφίες και σχέδια, αλλά εξηγούσαν και την θεωρία! Πλήρης εκπαίδευση! Όποιος καθόταν να τα διαβάσει, θα μάθαινε τα πάντα για την λειτουργία ενός κινητήρα, για τον χρονισμό του εκκεντροφόρου, για την ανάφλεξη, το κύκλωμα λίπανσης, το πώς να μετράει με το μικρόμετρο κι άλλα πολλά. Μετά από λίγα χρόνια, η Βρετανική μοτοβιομηχανία είχε καταρρεύσει και οι μηχανικοί είχαν πια εκπαιδευτεί αρκετά ώστε τα service manual των Ιαπώνων να γίνουν πιο απλά. Υπάρχουν βέβαια και τα γενικά service manual, που δεν αφορούν κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο, αλλά γενικές πρακτικές κοινές για όλες τις μοτοσυκλέτες, κι από κει θα πρέπει να ξεκινήσει κάποιος που θέλει να ασχοληθεί. Έχοντας μάθει το γενικό πλαίσιο, θα μπορεί μετά να ασχοληθεί με μεγαλύτερη επιτυχία με την μοτοσυκλέτα του. Στην Ελλάδα πολλές φορές έχω διαπιστώσει μια απαξίωση για τα manual, του στυλ έλα μωρέ, σιγά, τι να μας πουν… Αυτό από την μια μεριά υπονοεί πως δεν χρειάζεται και κάποια εξειδικευμένη γνώση ή πληροφορία, κάτι που φυσικά δεν ισχύει, είτε πως ο συγκεκριμένος μάστορας τα ξέρει όλα (πολύ χλωμό) και συνήθως απλά δηλώνει άγνοια. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η άγνοια ξεκινά από την έλλειψη γνώσης αγγλικών, αφού τα manual είναι γραμμένα στα αγγλικά. Αν δεν μπορείς να τα διαβάσεις, και να τα κατανοήσεις, στην ουσία αγνοείς τις ιδιαιτερότητες της συντήρησης και της επισκευής του συγκεκριμένου μοντέλου. Και δεν μπορεί, το λάθος θα γίνει, και θα το πληρώσει φυσικά ο πελάτης.

Και ναι, για όσους αναρωτιούνται, μπορεί ένας ερασιτέχνης να ασχοληθεί με την συντήρηση και τις επισκευές της μοτοσυκλέτας του, ΑΝ όμως είναι διατεθειμένος να μάθει, και να διαθέσει χρόνο γι’ αυτό, κι αν διαθέτει τον κατάλληλο χώρο και εργαλεία. Όπως πάντα, το τρίπτυχο της επιτυχίας είναι χρόνος – χώρος – χρήμα. Προϋπόθεση βέβαια, είναι να γνωρίζει άριστα αγγλικά, όπως και την μηχανολογική ορολογία. Τότε, μπορεί να κάνει θαύματα, αν του αρέσει και το διάβασμα! Επιπλέον, οι σύγχρονες μοτοσυκλέτες έχουν και σαφώς πιο πολύπλοκα ηλεκτρικά συστήματα, τομέας που απαιτεί εξειδικευμένο εξοπλισμό, ο οποίος όμως ευτυχώς γίνεται όλο και φθηνότερος, καθώς γενικεύεται η τυποποίηση. Έτσι, μια νέα γενιά πατεντιάρηδων μπορεί να προκύψει, από τους σημερινούς πιτσιρικάδες που μεγάλωσαν με τα ηλεκτρονικά, οι οποίοι θα παίζουν κυριολεκτικά στα δάχτυλα (στο πληκτρολόγιό τους και στο tablet τους) τις ρυθμίσεις όλων των ηλεκτρονικών συστημάτων, πέρα από τις εργοστασιακές, ειδικά όταν αυτές γίνονται όλο και πιο περιοριστικές. Αλλά και που χωρίς αυτές, πολλές σημερινές μοτοσυκλέτες ΔΕΝ οδηγιούνται.

Το κυριότερο πλεονέκτημα ενός service manual είναι πως σου δίνει αυτοπεποίθηση, σου δίνει την σιγουριά πως δεν θα μείνεις ξεκρέμαστος στην δύσκολη στιγμή, και πως μπορείς να ολοκληρώσεις με επιτυχία αυτό που ξεκίνησες να κάνεις. Κι αν έχουμε για κάτι να ευχαριστήσουμε τον κύριο John Haynes, είναι γιατί με τα manual του διευκόλυνε εκατομμύρια ιδιοκτήτες αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών σε όλο τον κόσμο να αποκτήσουν μια πιο βαθιά και ουσιαστική σχέση με τα οχήματά τους, κάτι που δεν θα συνέβαινε αν δεν τους είχαν βάλει ποτέ χέρι.  

    

editorial 521 - το τέλος της τέχνης;

Από το

Μαύρο Σκύλο

26/3/2013

Ή η αρχή μιας άλλης; Μιλάω για την τέχνη της οδήγησης της μοτοσυκλέτας, με την έννοια της συνολικής σχέσης του αναβάτη μαζί της, της ενασχόλησής του με την λειτουργία της και την συντήρησή της. Κάθε πρόοδος της τεχνολογίας φέρνει και αλλαγές σ' αυτή τη σχέση. Από το 1969 που η λέξη "ηλεκτρονική" εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μοτοσυκλέτα, στο τρικύλινδρο δίχρονο Kawasaki Mach III 500, μπήκαν τα ηλεκτρονικά στην μοτοσυκλετιστική μας ζωή, ενώ σήμερα οι κορυφαίες μοτοσυκλέτες έχουν περισσότερα ηλεκτρονικά συστήματα από ποτέ, κι είμαστε μόνο στην αρχή της εξέλιξης των περισσότερων από αυτά. Και πιο πριν όμως, πριν το 1969, κάθε μικρή πρόοδος άλλαζε κάτι σημαντικό. Σκεφτείτε τους ταπεινούς διακόπτες των ρεζερβουάρ με τις τρεις υπό εξαφάνιση "λέξεις", ΟΝ-ΟFF-RES. Μέχρι να εμφανιστούν, έπρεπε να έχεις συνεχώς το νου σου πότε θα τελειώσει η βενζίνη, να σταματάς, να ανοίγεις την τάπα και να κουνάς τη μηχανή δεξιά αριστερά ώστε να κρίνεις με το μάτι (αν δεις το πλατσούρισμα) και το αφτί (το πως ακουγόταν το πλατσούρισμα) πόσο μακριά μπορείς να πας ακόμα. Με την εμφάνιση του ON-OFF-RES απλά άφηνες το αριστερό σου χέρι από το τιμόνι για να γυρίσεις ρεζέρβα, που από την εμπειρία σου ήξερες για πόσο σου φτάνει. Αργότερα, εμφανίστηκαν οι δείκτες στάθμης καυσίμου, με ένα πρόβλημα: Ήταν πολύ αναξιόπιστοι, καθώς κανένα ρεζερβουάρ μοτοσυκλέτας δεν έχει κανονικό σχήμα, κι έδειχναν γεμάτο-γεμάτο-γεμάτο για πολλά χιλιόμετρα, για να περάσουν όμως στο άδειο-άδειο- έμεινες βλάκα πολύ γρήγορα. Σήμερα έχουμε ψηφιακές μπαρίτσες που αναβοσβήνουν, μετρήσεις μέσης και στιγμιαίας κατανάλωσης, και το πιο χρήσιμο απ' όλα, χιλιόμετρα που σου απομένουν μέχρι να μείνεις.

Για να μην πούμε τι γνώσεις και ενασχόληση απαιτούσαν οι προπολεμικής τεχνολογίας μοτοσυκλέτες, με λεβιεδάκια για την προπορεία της ανάφλεξης, για τον αέρα, παλιότερα και χειροκίνητη λίπανση κινητήρα, ακόμα και φώτα που άναβαν με σπίρτο, ας πιάσουμε το θέμα από την έλευση της ηλεκτρονικής ανάφλεξης. Ξαφνικά, ο αναβάτης δεν χρειαζόταν να ασχοληθεί με το ιδανικό αβάνς για κάθε ταχύτητα κιβωτίου, άνοιγμα γκαζιού και κλίση του οδοστρώματος. Δεν χρειαζόταν καν να υπάρχει μηχανικό αβάνς. Δεν χρειαζόταν πια να ξέρει τι κάνουν οι πλατίνες, να τις καθαρίζει, να τις ρυθμίζει και να τις αλλάζει, να βάζει λάδι στο σφουγγαράκι τους, να βρίσκει πεταμένο στην άκρη του δρόμου χαρτονάκι από Άσσο σκέτο κασετίνα για να ρυθμίζει το διάκενό τους στα 0,4 mm περίπου, να βρίσκει ντουκόχαρτο για να τις πάρει λίγο όταν μπιμπικιάσουν, να ταιριάζει άλλο πυκνωτάκι γιατί σιγά μην παραγγείλει το δικό τους. Ό,τι βρεθεί. Το κεφάλαιο πλατίνες όμως είχε ξεκινήσει την πορεία του προς το τέλος. Η βασική διαφορά των ηλεκτρονικών από τις πλατίνες είναι πως ενώ για τις πλατίνες ο αναβάτης μπορούσε να κάνει κάτι (να τις ρυθμίσει ή να τις αλλάξει στο πλάι του δρόμου και να συνεχίσει, όταν χαλάσει όμως η ηλεκτρονική πρέπει να την πετάξεις και αγοράσεις μια άλλη (και οι πρώτες χαλούσαν, ειδικά οι aftermarket), που δεν έβρισκες πρόχειρη και σε κάθε χωριό της Ελλάδας. Πλατίνες όμως, είχες πολλές πιθανότητες να βρεις, αν δεν κουβαλούσες μαζί σου.

Ήρθαν και εποχές που ο αναβάτης δεν είχε να ρυθμίσει τίποτα. Ούτε αναρτήσεις, ούτε απόδοση κινητήρα, ούτε κάτι άλλο που να είχε σχέση με την συμπεριφορά και τις επιδόσεις της μοτοσυκλέτας. Έτσι είναι, κι ο καθένας ας την οδηγήσει όπως μπορεί. Φυσικά, πάντα κάποιοι μπορούσαν καλύτερα από τους άλλους. Σήμερα, με όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα, υπάρχει άραγε εξίσωση των αναβατών, ή παραμένουν οι διαφορές μεταξύ τους; Μια απλουστευμένη λογική λέει πως από την στιγμή που τα ηλεκτρονικά αποφασίζουν τι θα συμβεί, η απόδοση των φρένων για παράδειγμα, θα είναι ίδια για όλους. Πατάς με όλη σου τη δύναμη, το ABS κάνει τη δουλειά του, οι ημιενεργητικές αναρτήσεις την δική τους, σταματάνε όλοι οι αναβάτες στις ίδιες αποστάσεις, αντίστοιχα γλιτώνουν όλοι το ίδιο ένα γλίστρημα χάρη στο traction control, κατεβάζουν όλοι όπως νά 'ναι ταχύτητες αφού έχουν μονόδρομο συμπλέκτη και auto blipper, και κάπως έτσι είναι εύκολο να πιστέψει κανείς πως πάει πια, δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς να οδηγεί, τα συστήματα τα κάνουν όλα γι' αυτόν, άντε κι έγιναν όλοι ίδιοι. Μόνο που στην πραγματική ζωή δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι αλήθεια πως τα ηλεκτρονικά συστήματα μπορούν να βοηθήσουν κάποιον αναβάτη, άπειρο ή έμπειρο αδιάφορο, να την γλιτώσει κάποια στιγμή. Ο λιγότερο ικανός όμως θα παραμείνει σ' αυτό το επίπεδο, ενώ ο καλύτερος αναβάτης θα αφιερώσει χρόνο και φαιά ουσία για να κατανοήσει πλήρως και εμπειρικά την λειτουργία του κάθε συστήματος. Μετά, έρχεται το επόμενο στάδιο, η πλήρης εκμετάλλευση των νέων δυνατοτήτων που προσφέρει το κάθε καλοσχεδιασμένο σύστημα. Βοηθούν τα ηλεκτρονικά στην εξέλιξη των αναβατών; Σίγουρα ναι. Κανείς αναβάτης δεν μπορούσε ποτέ να οδηγεί με μπλοκαρισμένους τους τροχούς. Το σύνηθες ήταν ένα ξαφνικό μπλοκάρισμα και εξίσου αστραπιαία, επώδυνη πτώση. Αυτό που αλλάζει είναι πως τώρα ο αναβάτης προειδοποιείται για το όριο της πρόσφυσης και του μπλοκαρίσματος, και ρυθμίζει το φρενάρισμά του ανάλογα, πετυχαίνοντας πολύ πιο εύκολα τη μέγιστη επιβράδυνση. Αυτό και μόνο απελευθερώνει ένα κομμάτι από την υπολογιστική ισχύ του εγκεφάλου του, που δεν χρειάζεται πια να ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα, τουλάχιστον όχι τόσο πολύ. Αν προσθέσει κανείς τις αντίστοιχες μειώσεις απαιτήσεων σε υπολογιστική ισχύ και στα θέματα της πρόσφυσης, της απόκρισης – απόδοσης του κινητήρα και της λειτουργίας των αναρτήσεων που άρχισαν πια να προσαρμόζονται στις συνθήκες της κάθε στιγμής, ο αναβάτης έχει πια το περιθώριο να ασχοληθεί την αξιοποίηση όλων αυτών, με τις γραμμές του, με τις εντολές του προς την μοτοσυκλέτα, έτσι όπως ποτέ πριν δεν μπορούσε να κάνει. Γι' αυτό κι ακόμα δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποιο οδηγικό επίπεδο μπορούν να μας φτάσουν. Ακόμα και οι αναβάτες – θεοί των MotoGP μπορεί να αναπολούν τις μέρες χωρίς ηλεκτρονικά "βοηθήματα", τουλάχιστον όσοι έμαθαν αρχικά να τρέχουν χωρίς αυτά, αλλά δεν θα μπορούσαν να πάνε το ίδιο γρήγορα χωρίς αυτά. Και πάλι, μιλάμε για τους καλύτερους του κόσμου, με τις καλύτερες μοτοσυκλέτες, που τρέχουν σε συγκεκριμένες συνθήκες μιας κλειστής πίστας. Στους δρόμους, είναι μια άλλη ιστορία. Για ρωτήστε τους, πόσοι από αυτούς τους υπερ-αναβάτες κυκλοφορούν με μοτοσυκλέτα στο δρόμο; Αν υπάρχει κάποιος, θα είναι η εξαίρεση.

Χρειάζεται να έχει κανείς πρότερη εμπειρία σε "αναλογικές" μοτοσυκλέτες, για να εκτιμήσει τις "ψηφιακές"; Όχι απαραίτητα. Μπορεί να είναι και καλύτερα να μην έχει. Είναι δύσκολο για τους περισσότερους να αποβάλλουν συνήθειες και προκαταλήψεις ετών. Το πραγματικό αποτέλεσμα θα το δούμε στους αναβάτες των επόμενων γενεών, που θα έχουν μάθει να βρίσκουν νέα όρια μόνο πάνω σε νέες μοτοσυκλέτες.

Ο τίτλος αυτού του editorial είναι παραπλανητικός. Η τέχνη δεν τελειώνει, εξελίσσεται. Το ίδιο και οι αναβάτες. Αυτό που αλλάζει μαζί με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών είναι το είδος της εμπλοκής του αναβάτη, ποια πράγματα χρειάζεται να σκέφτεται, πότε και πόσο. Η ουσία όμως, παραμένει ίδια. Κατανόηση, εφαρμογή, εξέλιξη. Έτσι κι αλλιώς, η κίνηση μιας μοτοσυκλέτας και στους τρεις άξονες του χώρου (ταυτόχρονα!) και το πλήθος των ερεθισμάτων που δέχεται ο αναβάτης της, απαιτεί πολύ πιο ουσιαστική εμπλοκή απ' ότι ένα αυτοκίνητο. Επιβάλλεται άλλωστε, καθώς οι συνέπειες του κάθε λάθους μπορεί να είναι πολύ χειρότερες. Από τη μια, φοβάμαι πως οι οδηγοί των σύγχρονων αυτοκινήτων μπορεί να γίνονται καλοί χειριστές αλλά σπάνια πραγματικά καλοί οδηγοί, καθώς δεν αποκτούν εμπειρία για την δυναμική συμπεριφορά του αυτοκινήτου όταν πια οι νόμοι της φυσικής ορίζουν την πορεία του. Μερίδιο ευθύνης εδώ, ειδικά στα αυτοκίνητα, έχουν και οι πωλητές, όπως και πολλοί "δημοσιογράφοι", που επιμένουν "αυτό δεν κολλάει πουθενά, τα κάνει όλα μόνο του, πάντα θα σε σώζει". Μια ματιά στις μπαριέρες και τα χαντάκια του δρόμου πάει στο χιονοδρομικό του Παρνασσού, τις μέρες που ο δρόμος είναι χιονισμένος ή και παγωμένος, δίνει μια καλή άποψη: Ειδικά αυτά που υποτίθεται πως είναι άτρωτα, όπως οι μεγάλες ψηλές τζιπούρες, πάνε στου χαντάκ' χωρίς δεύτερη συζήτηση, αν ο οδηγός τους πιστέψει τους ισχυρισμούς πωλητών και εταιριών. Το ίδιο ισχύει και στις μοτοσυκλέτες. Τα συστήματα δεν είναι πανάκεια, απλά σου βγάζουν μερικές σκοτούρες απ' το κεφάλι σου, αφήνοντάς σε να ασχοληθείς με άλλα ζητήματα. Το γεγονός πως η οδήγηση μοτοσυκλέτας απαιτεί το 100% της προσοχής σου, δεν αλλάζει. Αποδεδειγμένα όμως, τα συστήματα αυτά μειώνουν τις συνέπειες μιας λάθος εκτίμησης και μας βοηθούν να πάμε πιο γρήγορα, με περισσότερη ασφάλεια.

Κάθε εξέλιξη φέρνει νέες απαιτήσεις. Όταν το φαίρινγκ της BMW R100RS και τα άλλα full fairing που ακολούθησαν έκαναν εφικτό το πολύωρο ταξίδι μεγάλων ταχυτήτων, έθεσε και μια σειρά νέων, αυξημένων απαιτήσεων σε λάστιχα, αναρτήσεις, φρένα, πλαίσια... Όσο ανέβαιναν οι ιπποδυνάμεις και οι ταχύτητες, ανέβαιναν κι ένα σκαλί οι απαιτήσεις, όχι μόνο για την υπόλοιπη μοτοσυκλέτα, αλλά και για τον αναβάτη της. Όταν δεν υπήρχαν ρυθμίσεις αναρτήσεων, δεν ασχολούνταν κανείς μαζί τους κι όλα καλά, πορευόσουν μ' αυτά που είχες. Βάλε όμως στην εξίσωση τις πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις με hi-low speed συμπίεση, προφορτίσεις, επαναφορές, ύψος πίσω ανάρτησης, σκληρότητες ελατηρίων, ύψος στάθμης λαδιού και διαφορετικό ιξώδες, κι έχεις ένα λαμπρό νέο πεδίο γνώσης και πειραματισμών που οδηγεί και σε καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας, και σε βελτίωση της συμπεριφοράς της, και σε πιο σκεπτόμενους αναβάτες, και σε πρόοδο των ίδιων των αναρτήσεων.

Φυσικά, το κάθε ηλεκτρονικό σύστημα που είναι προγραμματισμένο να λειτουργεί και να επεμβαίνει με ένα συγκεκριμένο τρόπο, έχει και ένα εγγενές και ουσιώδες μειονέκτημα: Είναι τόσο καλό (ή κακό) όσο του επιτρέπουν οι παράμετροι της λειτουργίας του. Μπορεί οι κατασκευαστές να λένε πως προγραμματίζουν τα συστήματά τους να αντιδρούν όπως θα ήθελε ένας έμπειρος αναβάτης, πιπιλίζοντας παράλληλα την καραμέλα της ασφάλειας, η πραγματικότητα όμως είναι πως στόχος των πωλήσεών τους δεν είναι το μικρό ποσοστό των πραγματικά καλών αναβατών, αλλά η μετριότητα της μάζας, που ελπίζουν να ψήσουν πως η υπερμοτοσυκλέτα τους δεν αποτελεί απειλή, αλλά ευεργέτημα. Πως θα τους ανεβάσει σε οδηγικές απολαύσεις παραδεισένιες, σε μέρη μακρινά κι ονειρεμένα, πως θα τους κάνει καλύτερους απ' ότι είναι. Μόνο που αυτό δεν γίνεται. Κανείς προγραμματιστής δεν μπορεί να προβλέψει τις καταστάσεις που θα προκύψουν στην πραγματική ζωή, το ίδιο όπως κανείς κατασκευαστής κράνους δεν μπορεί να προβλέψει όλους τους πιθανούς τρόπους και τόπους πρόσκρουσης του ξερού μας κεφαλιού που θα φοράει το κράνος. Η ασφάλεια όμως είναι το μεγάλο εμπόρευμα των ημερών μας, κι αυτό μας πουλάνε όλοι. Η αλήθεια είναι πως με ηλεκτρονικά ή χωρίς, η μοτοσυκλέτα παραμένει υπέροχα επικίνδυνη, και γι' αυτό την αγαπάμε. Φαίνεται πως μας χρειάζεται να νιώθουμε πως για μια ακόμη μέρα, για μια ακόμη βόλτα, τα καταφέραμε με την αξία μας απέναντι στους κινδύνους. Με βοηθήματα ή χωρίς. Κι αν μια μέρα βγει το απόλυτα ασφαλές μοντέλο που με τίποτα δεν θα σε αφήσει να κινδυνεύσεις, 1) Δεν θα είναι μοτοσυκλέτα, και 2) Δεν θα έχει ενδιαφέρον.