Editorial 592 - Μια ζωή manual

x
Από το

motomag

1/3/2019

To όνομα του John Haynes έχει γίνει συνώνυμο με τα service manual. Δυστυχώς, ο γεννημένος το 1938 δημιουργός τους έφυγε ταξίδι για το μεγάλο συνεργείο στον ουρανό, σε ηλικία 80 ετών. Γεννημένος στην Κεϋλάνη, όπου ο πατέρας του διαχειριζόταν μια φυτεία τσαγιού, πήγε στην Αγγλία σε ηλικία 12 ετών για να μπει εσωτερικός σε σχολείο. Από μικρός είχε δείξει την αγάπη του για τα αυτοκίνητα, και έφηβος πια, έπεισε τον διευθυντή του σχολείου να μην παίζει rugby, αλλά να ασχοληθεί με την μετατροπή ενός Austin 7 σε ελαφρωμένο Austin 7 “Special”. Το έφτιαξε, το πούλησε βγάζοντας κέρδος, κι όταν είδε πόσοι πολλοί ενδιαφέρονταν, καθώς είχε πάνω από 150 απαντήσεις στην αγγελία του, αποφάσισε να φτιάξει ένα βιβλιαράκι εξηγώντας το τι έκανε και πως το έκανε. Τα πρώτα 250 αντίτυπα ξεπούλησαν μέσα σε δέκα μέρες. Ήταν το πρώτο του manual. Μετά το σχολείο είχε καταταγεί στην αεροπορία, στην RAF, κι όταν βρισκόταν στο Aden, ένας συνάδελφός του αγόρασε ένα αυτοκίνητο σε κακή κατάσταση και του ζήτησε να τον βοηθήσει να το ανακατασκευάσουν. Ο John γρήγορα κατάλαβε πως το επίσημο service manual δεν απευθυνόταν σε ιδιώτες αλλά σε ειδικούς, κι έτσι αγόρασε μια φωτογραφική μηχανή και κατέγραψε το λύσιμο και το δέσιμο του κινητήρα. Τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι ιστορία. Αυτή την ανακατασκευή την κατέγραψε σε manual, που εκδόθηκε το 1966, κι άρχισε να πουλάει τρελά. Μέχρι σήμερα, τα manual κάθε είδους της Haynes έχουν πουλήσει πάνω από 200.000.000 αντίτυπα σε όλο τον κόσμο, και δεν περιορίζονται μόνο στα αυτοκίνητα και τις μοτοσυκλέτες.

Κάθε σχεδόν Haynes manual ακολουθεί την ίδια λογική, με φωτογραφίες (αν και όχι πάντα καλής ποιότητας), σκίτσα και διαγράμματα για να καθοδηγήσει όσους θέλουν να ασχοληθούν με συντήρηση και επισκευές. Δεν είναι τα μοναδικά “aftermarket” manual του κόσμου, υπάρχουν πια πολλά άλλα και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, όλα όμως ακολούθησαν την ιδέα του Haynes. Σημαντικό είναι πως ξεκίνησε την έκδοση manual πριν την άνθηση και την επικράτηση των Ιαπωνικών μοτοσυκλετών. Γιατί; Όταν οι Ιάπωνες την δεκαετία του ’60 βγήκαν με γρήγορες, ελαφριές και αξιόπιστες μοτοσυκλέτες απέναντι στο Βρετανικό αργό, βαρύ και αναξιόπιστο κατεστημένο, κατάλαβαν πως οι μηχανικοί αλλά και οι ιδιώτες δεν είχαν ιδέα πώς να συντηρήσουν σωστά τα δικά τους μηχανάκια. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία με τα πρώτα χρόνια της Honda στην Αμερικανική αγορά, όταν ήθελαν να αλλάξουν την εικόνα των συνεργείων, που ήταν συνήθως της κατηγορίας “μαύρο πάτωμα”, με λάδια παντού, δυό δάχτυλα μούργα και τα πάντα βρώμικα, από το πάτωμα ως τα ρούχα του μηχανικού. Έτσι ήταν η κατάσταση εκείνη την εποχή, έτσι ήταν αποδεκτό να είναι τα συνεργεία μοτοσυκλετών, κάτι που στην Ελλάδα συνεχίστηκε και… μετά την δεκαετία του ’60. Επιπλέον, η τεχνολογία των ήδη υπαρχόντων μοτοσυκλετών ήταν ακόμα στο στάδιο των ωστηρίων και των αργόστροφων κινητήρων, οπότε οι πολύστροφοι, υψηλής απόδοσης Ιαπωνικοί με τις μικρές ανοχές ήταν εκτός του γνωστικού πεδίου των μαστόρων. Οι Ιάπωνες λοιπόν, ακριβώς για να δείξουν πως παίρνουν στα σοβαρά τον πελάτη, πως θέλουν να του παρέχουν τις καλύτερες δυνατές υπηρεσίες και φυσικά πως τα δικά τους μηχανάκια δεν χάνουν λάδια, επέμεναν, προς μεγάλη φρίκη των Αμερικανών dealer, να υπάρχει άσπρο πλακάκι στο πάτωμα και οι μηχανικοί να φορούν άσπρες φόρμες. Αυτές τις άσπρες φόρμες μπορείτε να τις δείτε να τις φορούν ακόμα σήμερα οι ίδιοι μηχανικοί που την δεκαετία του ’60 φρόντιζαν τα αγωνιστικά της Honda, φροντίζοντας ευλαβικά τις ίδιες μοτοσυκλέτες…

Και δεν έμειναν εκεί. Κάθισαν κι έφτιαξαν τα καλύτερα manual που είχε δει ως τότε ο κόσμος, που όχι μόνο ανέλυαν την συντήρηση και την επισκευή με φωτογραφίες και σχέδια, αλλά εξηγούσαν και την θεωρία! Πλήρης εκπαίδευση! Όποιος καθόταν να τα διαβάσει, θα μάθαινε τα πάντα για την λειτουργία ενός κινητήρα, για τον χρονισμό του εκκεντροφόρου, για την ανάφλεξη, το κύκλωμα λίπανσης, το πώς να μετράει με το μικρόμετρο κι άλλα πολλά. Μετά από λίγα χρόνια, η Βρετανική μοτοβιομηχανία είχε καταρρεύσει και οι μηχανικοί είχαν πια εκπαιδευτεί αρκετά ώστε τα service manual των Ιαπώνων να γίνουν πιο απλά. Υπάρχουν βέβαια και τα γενικά service manual, που δεν αφορούν κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο, αλλά γενικές πρακτικές κοινές για όλες τις μοτοσυκλέτες, κι από κει θα πρέπει να ξεκινήσει κάποιος που θέλει να ασχοληθεί. Έχοντας μάθει το γενικό πλαίσιο, θα μπορεί μετά να ασχοληθεί με μεγαλύτερη επιτυχία με την μοτοσυκλέτα του. Στην Ελλάδα πολλές φορές έχω διαπιστώσει μια απαξίωση για τα manual, του στυλ έλα μωρέ, σιγά, τι να μας πουν… Αυτό από την μια μεριά υπονοεί πως δεν χρειάζεται και κάποια εξειδικευμένη γνώση ή πληροφορία, κάτι που φυσικά δεν ισχύει, είτε πως ο συγκεκριμένος μάστορας τα ξέρει όλα (πολύ χλωμό) και συνήθως απλά δηλώνει άγνοια. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η άγνοια ξεκινά από την έλλειψη γνώσης αγγλικών, αφού τα manual είναι γραμμένα στα αγγλικά. Αν δεν μπορείς να τα διαβάσεις, και να τα κατανοήσεις, στην ουσία αγνοείς τις ιδιαιτερότητες της συντήρησης και της επισκευής του συγκεκριμένου μοντέλου. Και δεν μπορεί, το λάθος θα γίνει, και θα το πληρώσει φυσικά ο πελάτης.

Και ναι, για όσους αναρωτιούνται, μπορεί ένας ερασιτέχνης να ασχοληθεί με την συντήρηση και τις επισκευές της μοτοσυκλέτας του, ΑΝ όμως είναι διατεθειμένος να μάθει, και να διαθέσει χρόνο γι’ αυτό, κι αν διαθέτει τον κατάλληλο χώρο και εργαλεία. Όπως πάντα, το τρίπτυχο της επιτυχίας είναι χρόνος – χώρος – χρήμα. Προϋπόθεση βέβαια, είναι να γνωρίζει άριστα αγγλικά, όπως και την μηχανολογική ορολογία. Τότε, μπορεί να κάνει θαύματα, αν του αρέσει και το διάβασμα! Επιπλέον, οι σύγχρονες μοτοσυκλέτες έχουν και σαφώς πιο πολύπλοκα ηλεκτρικά συστήματα, τομέας που απαιτεί εξειδικευμένο εξοπλισμό, ο οποίος όμως ευτυχώς γίνεται όλο και φθηνότερος, καθώς γενικεύεται η τυποποίηση. Έτσι, μια νέα γενιά πατεντιάρηδων μπορεί να προκύψει, από τους σημερινούς πιτσιρικάδες που μεγάλωσαν με τα ηλεκτρονικά, οι οποίοι θα παίζουν κυριολεκτικά στα δάχτυλα (στο πληκτρολόγιό τους και στο tablet τους) τις ρυθμίσεις όλων των ηλεκτρονικών συστημάτων, πέρα από τις εργοστασιακές, ειδικά όταν αυτές γίνονται όλο και πιο περιοριστικές. Αλλά και που χωρίς αυτές, πολλές σημερινές μοτοσυκλέτες ΔΕΝ οδηγιούνται.

Το κυριότερο πλεονέκτημα ενός service manual είναι πως σου δίνει αυτοπεποίθηση, σου δίνει την σιγουριά πως δεν θα μείνεις ξεκρέμαστος στην δύσκολη στιγμή, και πως μπορείς να ολοκληρώσεις με επιτυχία αυτό που ξεκίνησες να κάνεις. Κι αν έχουμε για κάτι να ευχαριστήσουμε τον κύριο John Haynes, είναι γιατί με τα manual του διευκόλυνε εκατομμύρια ιδιοκτήτες αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών σε όλο τον κόσμο να αποκτήσουν μια πιο βαθιά και ουσιαστική σχέση με τα οχήματά τους, κάτι που δεν θα συνέβαινε αν δεν τους είχαν βάλει ποτέ χέρι.  

    

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;