Editorial 591 - Για λίγο καρπούζι

Από το

motomag

1/2/2019

H FIM, η Διεθνής Ομοσπονδία Μοτοσυκλετισμού, είναι ο ιδιωτικός φορέας που έχει υπό την εποπτεία του τα Παγκόσμια Πρωταθλήματα, σε συνεργασία με τις επίσης ιδιωτικές εταιρίες πoυ τα έχουν στην ιδιοκτησία τους με στόχο την εμπορική τους εκμετάλλευση. Πολλές φορές την έχουμε κατακρίνει για τις μεθόδους και τις πρακτικές της (πρακτικά δεν ελέγχεται από κανέναν, παρά μόνο από τον εαυτό της). Αυτή τη φορά όμως, φαίνεται πως μια πρωτοβουλία της μπορεί να αποβεί ωφέλιμη για όλους όσους οδηγούμε μοτοσυκλέτα και φοράμε κράνος, όσο κι αν και αυτή η πρωτοβουλία είναι σχεδιασμένη ώστε να φέρει έσοδα στα ταμεία της.

Τον Ιούλιο του 2016 στην πίστα του Sachsenring έγινε η πρώτη συνάντηση μεταξύ της Τεχνικής Επιτροπής της FIM,  του Ινστιτούτου της FIM, της DORNA, ιδιοκτήτριας των MotoGP, της MSMA (Motorcycle Sports Manufacturers Association), της IRTA (International Road Racing Teams Association) και των κατασκευαστών κρανών (αρχικά των Arai, AGV, HJC, LS2, Nolan Group, Schuberth, Shark, Shoei και Suomy/Kyt). Εκεί, η FIM παρουσίασε το δικό της πρόγραμμα πιστοποίησης κρανών (Helmet Certification Programme - FHCP), με στόχο την αυξημένη προστασία των αναβατών και μια πιο αντικειμενική και ολοκληρωμένη αξιολόγηση της προστασίας που παρέχουν τα κράνη.

Μέχρι τώρα, η θέσπιση προδιαγραφών και δοκιμές αξιολόγησης ενός κράνους ήταν υπόθεση κρατικών φορέων ή ανεξάρτητων ή ιδιωτικών οργανισμών. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουμε την προδιαγραφή UN ECE 22.05 (που έχουν υιοθετήσει και τα Ηνωμένα Έθνη, όπως και συνολικά 50 χώρες), στις ΗΠΑ τις DOT και στην Ιαπωνία τις SG ή JIS, για να αναφέρουμε τις πιο γνωστές “κρατικές”. Ανάμεσα στις ανεξάρτητες, οι πιο γνωστές είναι οι SNELL στις ΗΠΑ και οι SHARP, ACU Gold και BSI στο Ηνωμένο Βασίλειο. Δεν υπάρχει σωστή απάντηση για το ποια είναι η καλύτερη, η κάθε μία έχει ελαφρώς διαφορετικά στάνταρ και μεθόδους δοκιμών. Και δεν υπάρχει σωστή απάντηση και γιατί καμία πρόσκρουση κράνους σε πραγματικές συνθήκες δεν είναι ίδια με την άλλη, είτε στο δρόμο είτε στην πίστα. Το μόνο σίγουρο είναι πως όσα κράνη περνούν τις ισχύουσες προδιαγραφές, κάτι που ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει από τον κατασκευαστή τους, προστατεύουν τον αναβάτη μειώνοντας τις συνέπειες μιας πρόσκρουσης.

To επιχείρημα της FIM ήταν απλό και σαφές: “Οι προδιαγραφές των κρανών μας αφορούν γιατί είμαστε υπεύθυνοι για ότι συμβαίνει στις πίστες των GP. Και από ηθικής άποψης, αλλά και ως επένδυση, οι αναβάτες αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντά μας”, δήλωσε ο Fabio Muner, Διευθυντής Marketing της FIM, κάπως… ωμά. Έτσι, σε συνεργασία με τους κατασκευαστές κρανών καθορίστηκε ένα νέο πρωτόκολλο δοκιμών που βασίζεται σε αυτό της προδιαγραφής UN ECE 22.05, αλλά προχωρά στην θέσπιση δοκιμών πρόσκρουσης αλλά και διάτρησης σε περισσότερα σημεία του κράνους. Κάτι νέο που φέρνει είναι πως ζητά από τους κατασκευαστές να παρέχουν δέκα κράνη από κάθε μέγεθος, ώστε να είναι πιστοποιημένα όλα τα μεγέθη, αλλά δεν καθορίζει, όπως η ECE 22.05, πως θα δοκιμάζονται κράνη από κάθε παρτίδα που φεύγει από το εργοστάσιο κατασκευής, εξασφαλίζοντας έτσι την διατήρηση της συμμόρφωσης με τις προδιαγραφές. Στις ανακοινώσεις της η FIM λανθασμένα αναφέρει πως θα γίνονται για πρώτη φορά δοκιμές διάτρησης – γινόντουσαν ήδη, όπως και δοκιμές πρόσκρουσης υπό γωνία. Αυτό όμως που είναι γεγονός, είναι πως οι δοκιμές θα γίνονται σε πολλά περισσότερα σημεία του κράνους, τόσο για την διάτρηση, όσο και για την πρόσκρουση υπό γωνία. Κάθε κράνος που θα παίρνει την έγκριση FRHPhe-01 της FIM θα είναι εγκεκριμένο για όλους τους αγώνες των παγκοσμίων πρωταθλημάτων ταχύτητας από το 2019 ως το 2021, και θα φέρει στο λουράκι του ένα ειδικό καρτελάκι με ολόγραμμα και QR code, ώστε να μην παραχαράσσεται εύκολα αλλά και να αναγνωρίζεται εύκολα στον τεχνικό έλεγχο των αγώνων, με ένα απλό σκανάρισμα. Το ίδιο εύκολα θα μπορούν και οι ιδιώτες που θα αγοράζουν κράνη με την προδιαγραφή της FIM, να σκανάρουν με το κινητό τους το QR code και να βλέπουν όλες τις πληροφορίες για το κράνους τους, όπως και την πιστοποίηση της έγκρισης. Το σημαντικό εδώ είναι πως μιλάμε για κράνη παραγωγής, τα ίδια που πωλούνται στο ευρύ κοινό, και όχι ειδικές κατασκευές όπως πολλοί υποψιάζονται πως συμβαίνει στους αγώνες. Έτσι, όσο κι αν η FIM δηλώνει πως το ενδιαφέρον της είναι μόνον η αγωνιστική χρήση, εδώ θα έχουμε ένα παράδειγμα αγωνιστικών προδιαγραφών που θα βρουν άμεσα την χρήση τους στον δρόμο. Ειδικά για τον δρόμο, η πιστοποίηση για κάθε μέγεθος ξεχωριστά έχει μεγάλη σημασία, αφού ο αριθμός των μεγεθών για τα κελύφη των κρανών είναι πάντα μικρότερος από τον αριθμό των ίδιων των μεγεθών των κρανών. Κάποιος κατασκευαστής μπορεί να καλύπτει την γκάμα μεγεθών με δύο διαφορετικά κελύφη, άλλος με περισσότερα, κάτι που δείχνει πόσο κοντά στις αρχικές προδιαγραφές του σχεδιασμού του μπορεί να βρίσκεται κάθε κράνος. Σημαντικό είναι επίσης πως για να περάσουν την προδιαγραφή της FIM τα κράνη θα δοκιμάζονται με όλα τα “αξεσουάρ” τους τοποθετημένα, κι όταν λέμε αξεσουάρ εννοούμε αεραγωγούς, σπόιλερ ή αεροδυναμικά βοηθήματα, και η προδιαγραφή θα ισχύει μόνο για όσο τα έχουν όλα τοποθετημένα, όσα είχε προβλέψει αρχικά ο κατασκευαστής. Εδώ χρειάζεται όμως μια επισήμανση: Τα κράνη που προορίζονται για αγωνιστική χρήση, καθώς αυτά είναι που θα πιστοποιηθούν πρώτα, δεν είναι συνήθως και τα πιο κατάλληλα για δρόμο, όχι γιατί δεν προστατεύουν, αλλά γιατί όταν προορίζονται για αγωνιστική χρήση κριτήρια όπως ο θόρυβος και η άνεση ή η ευκολία χρήσης δεν είναι σε πρώτη προτεραιότητα. Επιπλέον, δεν σημαίνει πως ένα κράνος που προορίζεται για χρήση δρόμου θα παρέχει λιγότερη προστασία από ένα “αγωνιστικό”, εφόσον περνά τις ίδιες προδιαγραφές.

Φυσικά, οι κατασκευαστές θα πληρώνουν για αυτή την πιστοποίηση, που θα γίνεται αρχικά στα εργαστήρια κρούσης του πανεπιστημίου της Zaragosa στην Ισπανία, αλλά και σε άλλα εργαστήρια με τα οποία θα συνεργάζεται η FIM, όσο ανεβαίνει ο φόρτος εργασίας. Η FIM δηλώνει πως θα ήθελε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση απορρόφησης ενέργειας, αλλά κατέληξε σε συμφωνία με τους κατασκευαστές σχετικά με τις απαιτήσεις των δοκιμών, κάτι λογικό, αφού δεν μπορεί μέσα σε τόσο μικρό χρονικό περιθώριο να αλλάξει εντελώς η τεχνολογία των κρανών. Έτσι, οι δοκιμές για την προδιαγραφή της FIM δεν αποτελούν άλμα στην αύξηση της προστασίας των κρανών, αλλά περισσότερο ένα εργαλείο ώστε όλοι να κάνουν καλύτερα την δουλειά τους: Η FIM να αποκτήσει ισχύ σε έναν ακόμη χώρο, κατασκευαστικό αυτή τη φορά, μαζί με αύξηση των εσόδων της, οι κατασκευαστές κρανών να μπορούν να λένε πια πως διαθέτουν πιστοποίηση για την προδιαγραφή με τις πιο ολοκληρωμένες δοκιμές και πως τα κράνη τους είναι κατάλληλα για το υψηλότερο επίπεδο αγώνων ταχύτητας, και εμείς οι μοτοσυκλετιστές που κυκλοφορούμε στο δρόμο να έχουμε λίγο πιο ήσυχο το κεφάλι μας, αν γνωρίζουμε πως τα κράνη που θα αγοράζουμε θα είναι περισσότερο πιθανό να μας προστατεύσουν καλύτερα. Σ’ αυτή την περίπτωση, η FIM είχε και το καρπούζι και το μαχαίρι, και η κίνησή της ήταν και λίγο ρουά ματ: Ποιος κατασκευαστής θα ρισκάριζε να μείνει “απ’ την απέξω”, όσο ενδεχομένως κι αν υπερκάλυπταν την προδιαγραφή τα κράνη του, και να μην μπορεί να χορηγήσει αναβάτες; Κι επειδή οι κανονισμοί της FIM για τα παγκόσμια θα περάσουν και σε επίπεδο εθνικών πρωταθλημάτων, σε λίγο η προδιαγραφή της θα είναι απαραίτητη παντού. Το μόνο που ελπίζουμε είναι πως θα γίνει αφορμή για να βελτιωθούν πραγματικά και τα μη αγωνιστικά κράνη, και θα φάμε έτσι κι εμείς λίγο καρπούζι.          

  

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.