Editorial 590 - Κάνουν λάθη; Καταργήστε τους.

Από το

motomag

1/1/2019

Mέσα στο 2017, τα θανατηφόρα με δίκυκλα στην ΕΕ αποτέλεσαν το 17% των συνολικών θυμάτων στους δρόμους, ενώ τα δίκυκλα αποτελούν μόνο το 1,8% του κυκλοφοριακού φόρτου. Αυτή η ανισότητα δεν ταιριάζει καθόλου με το όραμα της ΕΕ για μηδενικές απώλειες ως το 2050, και για μείωση κατά 50% την δεκαετία 2020-2030. Σύμφωνα με την τρίτη και τελευταία δέσμη μέτρων “Η Ευρώπη σε κίνηση”, “Πάνω από το ενενήντα τοις εκατό των ατυχημάτων οφείλονται σε ανθρώπινο σφάλμα. Καταργώντας την ανάγκη οδηγού, τα αυτόνομα οχήματα αναμένεται ότι θα βελτιώσουν σημαντικά την οδική ασφάλεια. Για παράδειγμα, τα οχήματα χωρίς οδηγό θα τηρούν περισσότερο τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας και θα αντιδρούν ταχύτερα από τους ανθρώπους. Επιπλέον, τα συνδεδεμένα και αυτοματοποιημένα οχήματα μπορούν να συμβάλλουν στον περιορισμό της συμφόρησης, διότι θα διευκολύνουν την κοινή χρήση των οχημάτων και θα προάγουν νέα και βελτιωμένα επιχειρηματικά μοντέλα (δηλαδή κινητικότητα ως υπηρεσία), καθιστώντας την ιδιοκτησία αυτοκινήτου στις πόλεις λιγότερο ελκυστική επιλογή”.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, η άποψη των Ευρωπαίων είναι πως αντί να πασχίζουμε για οδηγική παιδεία, αφού έτσι κι αλλιώς οι άνθρωποι θα κάνουν λάθη ό,τι και να γίνει, έχουμε την μεγάλη ευκαιρία να καταργήσουμε τους οδηγούς, αφού τα αυτόνομα οχήματα θα είναι αλάνθαστα (βέβαια μέχρι τώρα έχει αποδειχτεί πως δεν είναι, αλλά υποθέτουμε πως οι άνθρωποι που προγραμματίζουν την συμπεριφορά και τις αντιδράσεις τους δεν θα κάνουν κι άλλα λάθη…). Με τα αυτόνομα οχήματα, λένε, δεν θα έχουμε τόσο μποτιλιάρισμα, γιατί δεν θα χρειάζεται να έχει ο καθένας το δικό του, αφού στο μέλλον θα υπάρχουν εταιρίες αυτοματοποιημένων οχημάτων στα οποία θα κλείνεις θέση για να πας εκεί που θέλεις. Με άλλα λόγια, το αυτοματοποιημένο μέλλον δεν θα ενθαρρύνει την ιδιοκτησία του οχήματος. Θυμηθείτε πως ήδη έχουν γίνει πράξη οι μοτοσυκλέτες που “δεν πέφτουν” αλλά και αυτές που οδηγούνται μόνες τους, καταργώντας ουσιαστικά την ανάγκη για συμμετοχή του αναβάτη στην οδήγησή τους, που έτσι θα μετατραπεί από αναβάτης σε επιβάτης μοτοσυκλέτας. Τώρα, το γιατί να θέλει κάποιος να οδηγεί μια τέτοια μοτοσυκλέτα, θα το ερευνήσουν οι ψυχίατροι.

Δεν αλλάζουν όμως μόνο τα οχήματα, αλλά και οι υποδομές: “Η ίδια η έννοια των μεταφορών μεταβάλλεται και τα παραδοσιακά όρια μεταξύ των οχημάτων, των υποδομών και του χρήστη καθίστανται ολοένα και περισσότερο δυσδιάκριτα. Στο επίκεντρο δεν βρίσκεται πλέον το μέσο μεταφοράς. Στις μέρες μας, χάρη στην αυξημένη συνδεσιμότητα και την αυτοματοποίηση, ο χρήστης τοποθετείται ολοένα και περισσότερο στο επίκεντρο ενός συστήματος κινητικότητας πολύ πιο ευέλικτου και ολοκληρωμένου. Η είσοδος ολοένα και περισσότερο αυτοματοποιημένων και συνδεδεμένων οχημάτων στην αγορά αποτελεί το επόμενο κεφάλαιο στον τομέα των μεταφορών που θα αλλάξει οριστικά τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες θα απολαμβάνουν την κινητικότητα στο μέλλον. Η εν λόγω οριστική αλλαγή έχει ήδη ξεκινήσει και η Ευρώπη πρέπει να είναι προετοιμασμένη. Για παράδειγμα, η καλύτερη κατασκευή των οχημάτων, η βελτιωμένη οδική υποδομή και τα χαμηλότερα όρια ταχύτητας μπορούν συνολικά να συμβάλλουν στη μείωση των επιπτώσεων των ατυχημάτων”. Όπου λέει “ο χρήστης τοποθετείται ολοένα και περισσότερο στο επίκεντρο”, η μετάφραση θα έπρεπε να είναι “δεν υπάρχει πια οδηγός ή αναβάτης, αλλά χρήστης, κι όταν λέμε στο επίκεντρο, εννοούμε πως η μόνη απόφαση που θα παίρνει θα είναι το που θέλει να πάει, χωρίς να συμμετέχει ενεργά σ’ αυτή τη μετακίνηση”. Όπου λέει “καλύτερη κατασκευή των οχημάτων”, εννοεί την συνδεσιμότητά τους και την συμμόρφωσή τους στους κανόνες, μαζί με πλήθος συστήματα αποτροπής από οποιαδήποτε προσπάθεια κίνησης εκτός προδιαγραφών. Μιλούν επίσης και για χαμηλότερα όρια ταχύτητας, κάτι που ακούγεται αντιφατικό: Αν τα αυτόνομα οχήματα δεν θα συγκρούονται μεταξύ τους ή με ό,τι άλλο βρίσκεται πάνω ή γύρω από τον δρόμο, τότε γιατί να μην πηγαίνουν πιο γρήγορα; Ή τουλάχιστον, το ίδιο γρήγορα; Εκτός κι αν οι σοφοί νομοθέτες εννοούν πως μέχρι να γίνουν όλα αυτόνομα, και για να τα διευκολύνουν να προσαρμοστούν στο χαοτικό περιβάλλον που θέλουν να εξημερώσουν, θα χαμηλώσουν τα όρια ταχύτητας για να προλαβαίνουν να αντιδρούν απέναντι στα αναρχικά στοιχεία που θα επιμένουν να κινούνται πραγματικά αυτόνομα και ελεύθερα – όπως ένας αναβάτης με την μοτοσυκλέτα του σήμερα. Η μεταβατική περίοδος θα είναι και η πιο δύσκολη, κι από όλη αυτή την ιστορία το μόνο καλό νέο είναι η “βελτιωμένη οδική υποδομή”.  

Οι Ευρωπαίοι υπουργοί Μεταφορών είχαν στις Βρυξέλες μια συνάντηση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου συμφώνησαν να αναμορφώσουν και να ενισχύσουν τους κανόνες διαχείρισης των οδικών υποδομών, με στόχο την μείωση των θανατηφόρων και των σοβαρών τραυματισμών. Μέχρι τώρα, υπάρχουν σε εφαρμογή τέτοιοι κανόνες, αλλά ίσχυαν μόνο για το δι-Ευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών (Τrans-European Τransport Νetwork, TEN-T). Στο άμεσο μέλλον όμως θα ισχύσουν και σε όλους τους αυτοκινητόδρομους και στους κύριους δρόμους κυκλοφορίας, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην βελτίωση της ασφάλειας των οδικών υποδομών σε όλη την ΕΕ. Η οδηγία αυτή θα περιλαμβάνει και δρόμους εκτός αστικών περιοχών που κατασκευάζονται με χρηματοδότηση της ΕΕ, κάτι που δεν ίσχυε μέχρι σήμερα. Μεγάλης σημασίας είναι πως οι μοτοσυκλετιστές θεωρούνται πλέον και επίσημα ως “ευπαθής ομάδα χρηστών των δρόμων”, και θα είναι υποχρεωτικό να λαμβάνονται υπόψιν οι ιδιαίτερες ανάγκες τους. Μπράβο, συγχαρητήρια, και τα λοιπά, μακάρι και αμήν και πότε, αλλά ό,τι και να γίνει θα γίνει τα επόμενα 10-15 χρόνια, ενώ δεν αναφέρεται τίποτα για υποχρεωτική αλλαγή των υποδομών σε ήδη υφιστάμενα οδικά δίκτυα. Επιπλέον, για να έχει εφαρμογή αυτή η οδηγία, θα πρέπει η κάθε χώρα να αξιολογήσει με ειδική μελέτη όλο της το οδικό δίκτυο και να εκτιμήσει τον κίνδυνο ατυχημάτων σε όλα τα σημεία του, υπολογίζοντας τις ανάγκες όλων των χρηστών. Ας σημειώσουμε εδώ πως όλα αυτά προτείνονται από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον θεσμό που εκπροσωπεί τις κυβερνήσεις των χωρών μελών και μένει τώρα να δούμε αν και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα υιοθετήσει αυτές τις προτάσεις. Αυτό που απασχολεί περισσότερο για το άμεσο μέλλον είναι η “ασφαλής μετάβαση σε υψηλότερα επίπεδα αυτονομίας, εξασφαλίζοντας πως θα υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την οδική ασφάλεια σε συνθήκες μικτής κυκλοφορίας (αυτόνομα μαζί με μη αυτόνομα οχήματα δηλαδή), έτσι ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος για τα μη συνδεδεμένα οχήματα όπως οι μοτοσυκλέτες”.

Τα θετικά είναι πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει πως οι μοτοσυκλετιστές είναι μια ευπαθής ομάδα και πως οι ανάγκες τους θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον σχεδιασμό των οδικών υποδομών. Αυτό σημαίνει πως ανοίγει ο δρόμος για να μετατραπούν και συστήματα προστασίας των αυτοκινήτων, όπως οι μπαριέρες, σε κάτι πιο φιλικό προς την αρτιμέλεια των μοτοσυκλετιστών. Όλα αυτά θα ωφελήσουν στο άμεσο μέλλον τους μοτοσυκλετιστές, όπως και στην μεταβατική περίοδο μέχρι την επικράτηση των αυτόνομων οχημάτων. Το ερώτημα όμως είναι αν θα υπάρχει θέση για ελεύθερη κίνηση μοτοσυκλετών στα αυτοματοποιημένα οδικά δίκτυα του μέλλοντος. Η λογική όμως πως οι άνθρωποι κάνουν λάθη, κι άρα αν καταργήσουμε τους ανθρώπους δεν θα γίνονται λάθη, με την οποία φαίνεται να δικαιολογείται και να νομιμοποιείται η εξαφάνιση των οδηγών, το μέλλον της μοτοσυκλέτας ποιο θα είναι;

 

editorial 522 - Kakonomics

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/5/2013

Ο φίλος μου ο Πάνος μου έστειλε το ομώνυμο κείμενο της Ιταλίδας Gloria Origgi. Η φιλόσοφος και ειδική στη θεωρία της σκέψης, Gloria Origgi, με την ελληνικής ετυμολογίας λέξη Kakonomics, μιλά για την παράδοξη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, κάτι που εξηγεί γιατί η ποιότητα ζωής μας συχνά είναι χάλια.

"Οι συνήθεις προσεγγίσεις της θεωρίας των παιγνίων αναφέρουν πως όταν οι άνθρωποι συναλλάσσονται (με ιδέες, υπηρεσίες ή αγαθά), επιθυμούν να λαμβάνουν υψηλή ποιότητα από τους άλλους. Ας θεωρήσουμε πως οι συναλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο σε δύο επίπεδα ποιότητας: Υψηλή και χαμηλή. Ο όρος Kakonomics περιγράφει περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν να λάβουν υψηλή ποιότητα δίνοντας για αντάλλαγμα χαμηλή (να κοροϊδέψουν κάποιον δηλαδή) αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν να δώσουν χαμηλή ποιότητα και να λάβουν σε αντάλλαγμα επίσης χαμηλή.

Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι λογικό; Ακόμα κι όταν τεμπελιάζουμε, και προτιμούμε να δώσουμε χαμηλή ποιότητα (όπως όταν δεχόμαστε να γράψουμε ένα άρθρο για ένα μέτριο περιοδικό, αρκεί να μην μας ζητήσουν να το δουλέψουμε και πολύ), θα έπρεπε λογικά να προτιμούμε να δουλέψουμε λιγότερο αλλά να αμειφθούμε περισσότερο απ' ότι θα άξιζε η δουλειά μας, δηλαδή να δώσουμε χαμηλή ποιότητα και να λάβουμε υψηλή. Η περίπτωση Kakonomics είναι διαφορετική: Σ' αυτήν, όχι μόνο προτιμούμε να δώσουμε ένα αγαθό χαμηλής ποιότητας, αλλά προτιμούμε να λάβουμε ένα εξίσου χαμηλής ποιότητας αντάλλαγμα!

Η Kakonomics είναι η παράδοξη, αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, όσο κανείς δεν παραπονιέται γι' αυτό. Ο κόσμος των Kakonomics είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι όχι μόνο ανέχονται την μετριότητα και την αναξιοπιστία των άλλων, αλλά την περιμένουν: "Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα εκπληρώσεις στο ακέραιο τις υποσχέσεις σου, αλλά το δέχομαι γιατί θέλω να μπορώ κι εγώ να μην εκπληρώσω τις δικές μου χωρίς να αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό". Η συμπεριφορά αυτή είναι αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα γιατί όπως σε όλες τις συναλλαγές αυτού του είδους, τα δύο μέρη φαίνεται να έχουν μια διπρόσωπη συμφωνία: Πρώτα μια "επίσημη", όπου και οι δύο δηλώνουν την πρόθεσή τους για μια συναλλαγή σε υψηλό επίπεδο ποιότητας, και μετά μια ανομολόγητη, που δέχεται πως οι εκπτώσεις στην ποιότητα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά είναι και αναμενόμενες. Γίνεται έτσι μια συμφωνία, ανομολόγητη όμως, για αμοιβαία εξαπάτηση. Έτσι, κανείς δεν επωφελείται, λαμβάνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Οι συναλλαγές Kakonomics ρυθμίζονται από έναν άγραφο κοινωνικό νόμο για εκπτώσεις στην ποιότητα, μια κοινή αποδοχή ενός μετριότατου ή κακού αποτελέσματος που ικανοποιεί όμως και τα δύο μέρη, τουλάχιστον όσο μπορούν να συνεχίσουν να δηλώνουν πως η συναλλαγή ήταν σε υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Ορίστε ένα παράδειγμα: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας best seller πρέπει να παραδώσει το νέο του μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έχει αργήσει πολύ. Το κοινό του είναι πολυπληθές, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως θα αγοράσει το βιβλίο του μόνο και μόνο επειδή θα γράφει το όνομά του στο εξώφυλλο, κι έτσι κι αλλιώς, λίγοι από αυτούς θα διαβάσουν πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Ο εκδότης του επίσης το γνωρίζει αυτό. Έτσι, ο συγγραφέας αποφασίζει να παραδώσει το νέο του βιβλίο με ένα συγκλονιστικό πρώτο κεφάλαιο αλλά μέτρια πλοκή από κει και πέρα (να το αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας). Ο εκδότης είναι ευχαριστημένος, τον συγχαίρει δηλώνοντας πως παρέλαβε ένα αριστούργημα (το παραμύθι της υψηλής ποιότητας) κι έτσι είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Ο συγγραφέας όχι μόνο προτιμά να παραδώσει χαμηλή ποιότητα, αλλά επιθυμεί και ο εκδότης να του δώσει το ίδιο, για παράδειγμα αποφεύγοντας να χτενίσει πολύ καλά το κείμενο βελτιώνοντάς το, και να το εκδώσει όπως είναι. Εμπιστεύονται ο ένας την αναξιοπιστία του άλλου, και συνωμοτούν για ένα κοινά αποδεκτό χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα που βολεύει και τους δύο. Όποτε υπάρχει μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία σύγκλισης προς χαμηλή ποιότητα με στόχο αμοιβαία οφέλη, έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση Kakonomics.

Παραδόξως, αν ο ένας από τους δύο παραδώσει υψηλή ποιότητα αντί για την αναμενόμενη χαμηλή, ο άλλος αισθάνεται προδομένος και το θεωρεί αθέτηση της άτυπης συμφωνίας, ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί ανοιχτά. Στο παράδειγμά μας, έτσι θα ένιωθε ο συγγραφέας εάν ο επιμελητής του εκδότη βελτίωνε το κείμενό του. Η αξιοπιστία του εκδότη σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να παραδώσει την ίδια χαμηλή ποιότητα. Κόντρα στο κλασικό Δίλημμα του Φυλακισμένου της θεωρίας παιγνίων (όπου δύο άνθρωποι δεν συνεργάζονται ακόμα κι αυτό θα ήταν προς αμοιβαίο τους όφελος), η προθυμία επανάληψης μιας συναλλαγής με κάποιον εξασφαλίζεται όταν υπάρχει η σιγουριά πως κι εκείνος θα παραδώσει χαμηλή αντί για υψηλή ποιότητα.

Οι συναλλαγές Kakonomics δεν είναι πάντα κακές. Μερικές φορές επιτρέπουν μια αμοιβαία κατανόηση εκπτώσεων που κάνει την ζωή πιο χαλαρή για όλους. Όπως μου είπε ένας φίλος που ανακαίνιζε μια αγροικία στην Τοσκάνη, "οι Ιταλοί μαστόροι ποτέ δεν τελειώνουν τη δουλειά στο συμφωνημένο χρόνο, το καλό όμως είναι πως δεν περιμένουν κι εσύ να τους πληρώσεις τότε που έχεις υποσχεθεί".

Το μεγάλο όμως πρόβλημα των Kakonomics -που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει χείριστα οικονομικά- και ο λόγος για τον οποίο αποτελούν μια μορφή συλλογικής παράνοιας εξαιρετικά δύσκολης να εξαλειφθεί, είναι πως κάθε συναλλαγή χαμηλής ποιότητας είναι ένα τοπικό ισοζύγιο όπου και τα δύο μέρη μένουν ευχαριστημένα, αλλά κάθε μία από αυτές τις συναλλαγές διαφθείρει μακροχρόνια συνολικά το σύστημα. Οπότε, οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα καλά συλλογικά αποτελέσματα δεν προέρχονται μόνο από "αρπακτικά" και "κερδοσκόπους", όπως μας διδάσκουν οι καθιερωμένες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από καλά οργανωμένους κανόνες Kakonomics που εξασφαλίζουν πως τα αποτελέσματα των συναλλαγών θα είναι προς το χειρότερο. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας δεν είναι μόνο η συνεργασία για το γενικό καλό. Για να καταλάβουμε γιατί πολλές φορές "η ζωή είναι σκατά", θα πρέπει να μελετήσουμε τις άτυπες συμφωνίες που προσδοκούν σε ένα ατομικό όφελος και ταυτόχρονα σε μια συλλογική ζημία."

Στο συνεργείο: Ο πελάτης πάει γιατί άκουσε πως είναι φθηνό. Σκέφτεται πως και καλή δουλειά να μην γίνει, θα δώσει λίγα, οπότε εντάξει. Ακόμα και πριν φτάσει και το δει, έχει προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του πως το πάτωμα θα είναι μαύρο από στυλιστική επιλογή, κι όχι από τα λάδια είκοσι ετών που κανείς δεν καθάρισε, και πως τα μισολυμένα μοτέρ και τα διάσπαρτα παντού παλιά εξαρτήματα είναι άποψη εικαστική. Ανάλογες μυθοπλασίες ισχύουν και για την συμπεριφορά του μάστορα, που ξινίζει τα μούτρα του λες και ο πελάτης έχει έρθει για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, κι όχι για να του δώσει δουλειά. Αλλά έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, ιδιόρρυθμες, κι η ανάγωγη συμπεριφορά τους δικαιολογείται από το μεγαλείο των έργων τους. Παρά το αυτοπαραμύθιασμα όμως, ο πελάτης γνωρίζει πως η δουλειά δεν θα είναι πρώτης τάξης, αλλά ελπίζει κιόλας πως η χαμηλή τιμή θα αντισταθμίσει την τσαπατσουλιά και την έλλειψη γνώσεων. Από την μεριά του, ο μάστορας γνωρίζει πως ο πελάτης είναι στο κόλπο ("θα δώσω λίγα, θα πάρω αντίστοιχα λίγα"), οφείλει όμως να κάνει την προσπάθεια να ανεβάσει την δουλειά του, με ένα καλά προβαρισμένο ανεκδοτολογικό λογύδριο, για να πείσει τον πελάτη πως όλοι οι άλλοι θα του έπαιρναν τζάμπα λεφτά, και πως μόνος εκείνος είναι μυημένος στα απόκρυφα των κινητήρων των παπιών. Ενστικτωδώς, ο μάστορας γνωρίζει πως να χειραγωγήσει ψυχολογικά τον πελάτη, όπως επίσης γνωρίζει πως ακόμα και τα σχετικά λίγα χρήματα που θα του πάρει είναι στην πραγματικότητα πάρα πολλά για τις δουλειές που δεν θα κάνει, αλλά θα πει ότι έχει κάνει. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται, ο πελάτης φεύγει ευχαριστημένος που έδωσε σχετικά λίγα χρήματα (για δουλειές όμως που δεν έγιναν, ή που έγιναν με σφυροκάλεμο), αφήνοντας τον μάστορα επίσης ευχαριστημένο γιατί με τόσο λίγο κόπο και ικανότητα έβγαλε το μεροκάματο. Τέτοιου είδους συναλλαγές εξαπλώνονται σαν ιώσεις, ξεκινώντας μια δίνη που ρουφάει προς τα κάτω όλο και περισσότερους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και των πελατών, και των υπηρεσιών, και των μαστόρων. Αφού γίνεται κι έτσι, γιατί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο; Μετά, ο πελάτης κοκορεύεται στους φίλους του πως έδωσε μόνο 50 ευρώ για service στο τετρακύλινδρό του, εννοώντας πως είναι κορόιδα όσοι πληρώνουν λογικά χρήματα για αξιοπρεπή εργασία.

Το αντίστροφο: Στο αψεγάδιαστο συνεργείο, ο ευγενικός μάστορας σου λέει μια τιμή που σου φαίνεται χαμηλή. Γίνεσαι πολύ δύσπιστος και φεύγεις: "Κάποιο λάκκο έχει η φάβα", σκέφτεσαι, αντί για το πιο λογικό, "Επιτέλους, σωστό μαγαζί με σωστές τιμές".

Για ανταλλακτικά: Πάρε το ιμιτασιόν, την ίδια δουλειά θα κάνεις. Αμ δε. Μετά από δέκα χρόνια αχρηστίας, αποφάσισα να ξαναβγάλω στο δρόμο το παλιό μου SS50 (τέλη δεκαετίας '60). Αγόρασα ένα σετ "πάνω" φλάντζες έναντι του συγκλονιστικού αντιτίμου του ενός ευρώ και εξήντα λεπτών, κομπλέ με o-ring, ζουάν για την εξάτμιση, τσιμουχάκια βαλβίδων. Το μετάνιωσα με το που το άνοιξα, ήταν σαν κομμένες από παλιό χαρτί τετραδίου. Μερικές δεν έκαναν, μακάρι να μην ταίριαζε καμία για να τις πετάξω όλες. Τι περίμενα; Ποιότητα Honda με 1,60; Σ' αυτή την περίπτωση το Kakonomics δούλεψε: Τις αγόρασα, ξέροντας πως θα είναι σκουπίδια, αλλά παραμυθιάστηκα πως "θα κάνω τη δουλειά μου". Κάπου στα βάθη της Κίνας ένας Κινέζος φλαντζάς γελάει. Τελειωμό δεν έχουν τα κορόιδα. Αν μου κοστίζουν εμένα 15 σεντ του ευρώ, τι περιμένουν; Να είναι και καλές;

Για την επιλογή μοτοσυκλέτας: "Δεν κάνω ράλι εγώ", μου είπε κάποιος όταν μετά από ερώτησή του προσπαθούσα να του εξηγήσω τις μίνιμουμ προδιαγραφές μιας σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Εν γνώσει του, ήθελε να πάρει μια κακή, απαρχαιωμένη μοτοσυκλέτα, ενώ είχε τα χρήματα να πάρει μια καλύτερη. Προτιμούσε δηλαδή την κακή ποιότητα έναντι χαμηλού αντιτίμου, αντί για αποδεκτή ποιότητα με ελάχιστα περισσότερα χρήματα. Και φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πρώτος στο να βρίσκει δικαιολογίες για ο,τιδήποτε. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αφού δεν είναι "ραλίστας", κάτι χωρίς φρένα, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς επιδόσεις, κάτι επικίνδυνο τέλος πάντων, είναι αρκετό για κείνον.

Για τις παρέες: Μερικοί φοβούνται τη μοναξιά. Ίσως γιατί περισσότερο απ' όλα φοβούνται να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους. Και ανέχονται παρέες. Και οι παρέες, αντίστοιχα, τους ανέχονται. Γιατί μερικές φορές οι παρέες επίτηδες περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν θα έκαναν κανονικά παρέα μαζί τους, έτσι για να έχουν να τους κακολογούν όταν δεν είναι παρόντες, ή να τους την μπαίνουν μειωτικά όταν είναι παρόντες. Συνειδητή επιλογή χαμηλής ποιότητας, και τους λόγους ας τους βρουν οι ψυχίατροι. Και πάνε και ταξίδια μαζί, που όλοι είναι στην γκρίνια όλη την ώρα. Και κανείς δεν φχαριστιέται το ταξίδι. Καλύτερα μόνος. Κι ας τα δεις όλα.

To χειρότερο: Μια Kakonomics συναλλαγή θεωρείται πια δεδομένη, ο κανόνας, κάτι αντίστοιχο με το "όλοι τα παίρνουν", "όλοι είναι ένοχοι", και η κοινωνία αρχίζει, συνηθίζει και συνεχίζει να λειτουργεί μόνο σ' αυτή τη βάση. Έτσι κι αλλιώς, οι μέτριοι πάντα θέλουν όλοι να κατέβουν στο επίπεδό τους, και κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούν είναι να ισχυρίζονται πως όλοι είναι όμοιοί τους ή, ακόμα κι αν πράττουν διαφορετικά, θα ήθελαν να είναι. Έχει γίνει επίσης η στάνταρ δικαιολογία για όσους δεν κάνουν, ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους: Ενώ κάποιος δέχεται να κάνει μια δουλειά με συγκεκριμένο αντίτιμο, στην πορεία δικαιολογεί την ανεπάρκειά του ή την άρνησή του να την κάνει με το πρόσχημα πως δεν πληρώνεται αρκετά. Προφανώς, όταν προσλήφθηκαν, ήξεραν, αλλά φυσικά δεν είπαν ποτέ, πως δεν πρόκειται να κάνουν καλά την δουλειά τους, γιατί θεωρούσαν εξ αρχής μικρή την αμοιβή. Αλλά δέχτηκαν την συμφωνία, λέγοντας μετά το απίθανο "εμείς κάνουμε πως δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν". Κι όλα καλά, και πάμε για καλύτερα...