Editorial 587 - Ευτυχώς, εμπάργκο!

x
Από το

motomag

1/10/2018

Η σχέση μεταξύ δημοσιογράφων και εταιριών κρέμεται πάντα από μια λεπτή κλωστή. Στην πραγματικότητα, ιδανικά οι ρόλοι είναι συμπληρωματικοί, και οι δημοσιογράφοι βρίσκονται ανάμεσα στις εταιρίες και το κοινό, ως ειδικοί στο θέμα τους. Ο ρόλος τους είναι να διαθέτουν τις γνώσεις και την εμπειρία ώστε να παρουσιάσουν, να αναλύσουν και να αξιολογήσουν μια μοτοσυκλέτα, γράφοντας κατόπιν ένα κείμενο τεκμηριωμένο, ενδιαφέρον και σε σωστά Ελληνικά – ή σε όποια άλλη γλώσσα – έτσι ώστε ο αναγνώστης τους να έχει όλα τα δεδομένα για να σχηματίσει άποψη.

Φυσικά, ακόμα και η πιο απίστευτη μοτοσυκλέτα κάποια κουσούρια θα έχει, ενώ υπάρχουν κι αυτές που θα έπρεπε να σπρωχτούν άμεσα στον πλησιέστερο γκρεμό. Κι εδώ αρχίζουν οι σχέσεις να χαλάνε, καθώς στόχος των εταιριών είναι να πουλάνε, και στόχος των δημοσιογράφων είναι (ή θα πρέπει να είναι…) να πουν τα πράγματα με το όνομά τους. Ειδικά για τις μοτοσυκλέτες, που οι ιδιοκτήτες τους έχουν και συναισθηματική σχέση μαζί τους, και τις βιώνουν με εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ ότι άλλα μηχανήματα που υπάρχουν στην ζωή τους, η κριτική των δημοσιογράφων τους φέρνει πολλές φορές αντιμέτωπους και με τις εταιρίες, και με τους αναγνώστες τους. Οι πρώτες θα προτιμούσαν να μην λέγεται τίποτα το αρνητικό, να είναι πάντα όλα υπέροχα, κι οι δεύτεροι δεν ανέχονται να τους θίξεις την καλή τους για κανένα λόγο.

Η μεγάλη υπηρεσία που προσφέρουν οι άξιοι λόγου δημοσιογράφοι στις εταιρίες είναι να επισημαίνουν τα θετικά, αλλά και τα αρνητικά της μοτοσυκλέτας, έτσι ώστε να μπορούν να τα διορθώσουν και να μην τα επαναλάβουν. Για κάποιους λίγους ανθρώπους εταιριών, αυτό είναι ευπρόσδεκτο, για πολλούς στοιχείο ενόχλησης. Κι όταν τα πράγματα περάσουν σε τοπικό επίπεδο, οι αντιπρόσωποι που θεωρούν πως η μοτοσυκλέτα τους έχει “αδικηθεί” και κινδυνεύει να μην πουλήσει όσο θα ήθελαν, αντιδρούν με διάφορους τρόπους, που φτάνουν ως τον αποκλεισμό του δημοσιογράφου και του μέσου, και φυσικά, με “κόψιμο” της διαφήμισης ως στεγνό εκβιασμό. Αντίθετα, οι ευφυείς δεν το κάνουν θέμα, καταγράφουν τις παρατηρήσεις και τις στέλνουν στην εταιρία, ώστε να τις λάβει υπόψη της. Μέσα σ’ αυτά τα πάνω από τριάντα χρόνια που ασχολούμαι με το θέμα, έχω συναντήσει και τα χειρότερα και τα καλύτερα, και σίγουρα είναι πάρα πολλές οι περιπτώσεις που από τις δικές μας παρατηρήσεις συγκεκριμένες μοτοσυκλέτες βελτιώθηκαν ή και δημιουργήθηκαν ενώ δεν υπήρχαν. Και ναι, πολλές φορές μας έχουν κόψει την διαφήμιση ή έχουν επιχειρήσει να μας πείσουν πως ο ήλιος λάμπει, ενώ έξω ήταν νύχτα. Κάπως έτσι, ως δημοσιογράφοι του ειδικού τύπου νιώθουμε πως αξίζει τον κόπο να συνεχίζουμε αυτή τη δουλειά, πως προσφέρουμε στους αναγνώστες μας την γνώση που χρειάζονται και για να ενημερωθούν και να κατανοήσουν, αλλά και φυσικά για να αποφασίσουν τι τους ταιριάζει να αγοράσουν.

Αφορμή για αυτές τις σκέψεις ήταν το πρόσφατο εμπάργκο που έθεσε η Honda Αμερικής στους εγχώριους καλεσμένους της στην παρουσίαση του νέου Honda CRF450L. Το εμπάργκο αφορούσε κάθε είδους δημοσίευση, για σχεδόν μια βδομάδα. Αυτό είναι κάτι που έχει ξαναγίνει, δεν ήταν η πρώτη φορά, σημασία όμως εδώ έχει ο λόγος: Με την παρουσίαση να διαρκεί μια μέρα, η Honda έθεσε το εμπάργκο για να μην υπάρξει ανταγωνισμός μεταξύ των καλεσμένων δημοσιογράφων για το ποιος θα βγάλει “πρώτος” το θέμα στο internet… Βλέπετε, αυτό που συμβαίνει είναι ακόμα και να διακόπτουν την οδήγηση της μοτοσυκλέτας ώστε να προλάβουν να ποστάρουν το θέμα τους “πρώτη βόλτα” πριν από κάθε άλλον. Και να λοιπόν που οι εταιρίες, από κει που ήθελαν όσο πιο πολλή δημοσιότητα γινόταν, και πρόθυμοι “δημοσιογράφοι” τους την παρείχαν σε αφθονία αλλά κενή περιεχομένου, κατάλαβαν πως αυτή η δημοσιότητα ήταν κυρίως σκουπίδια και προχειροδουλειές, και πως τους κάνει πολύ μεγαλύτερο κακό απ’ ότι μια εμπεριστατωμένη κριτική. Η μεγάλη διαφορά είναι πως στην τελευταία περίπτωση γίνονται πιστευτά και τα προτερήματα, ενώ όλες οι άλλες “ιντερνετιές” που τα βρίσκουν όλα υπέροχα, απορρίπτονται τελικά από το κοινό που δεν πιστεύει πια τίποτα και κανέναν. Φυσικά, υπάρχουν και τα ανάποδα, εξίσου άχρηστα, που όμως δημιουργούν εντυπώσεις σε όσους δεν μπορούν να κρίνουν: “Γιατί το νέο CRF είναι σκουπίδι” ήταν ο τίτλος σε ένα βιντεάκι που βρήκα στο YouTube. Φυσικά, ο τύπος ήταν γελοίος και δεν ήξερε τι έλεγε.

Γύρισαν λοιπόν οι εταιρίες να θυμίσουν στους δημοσιογράφους πως πρέπει να γίνεται η δουλειά. Και καλά έκαναν. Ένας από τους συμμετέχοντες δημοσιογράφους σ’ αυτή την παρουσίαση στις ΗΠΑ επικρότησε την επιβολή του εμπάργκο, γράφοντας: “Με το εμπάργκο όλο το event έγινε πολύ πιο απολαυστικό. Αντί όλοι να τρέξουν στα δωμάτιά τους για να στείλουν τις εντυπώσεις τους όσο πιο γρήγορα γινόταν, μόνο και μόνο για να είναι πρώτοι, γράφοντας βιαστικά, χωρίς πολλή σκέψη και με λάθος στοιχεία, είχαν την άνεση να ολοκληρώσουν την βόλτα με την μοτοσυκλέτα, να μιλήσουν με τους Ιάπωνες μηχανολόγους, να λύσουν απορίες τους και να μεταφέρουν την εμπειρία τους στους ανθρώπους που έφτιαξαν την μοτοσυκλέτα”. Καταλαβαίνουμε από τα λεγόμενά του πως το σύνηθες στις παρουσιάσεις όπου συμμετείχε, ήταν να τρέχουν όλοι με την πρώτη ευκαιρία να ποστάρουν, αδιαφορώντας για το αν έχουν συγκεντρώσει όλες τις πληροφορίες ή αν έχουν μιλήσει με τους ανθρώπους που έφτιαξαν την μοτοσυκλέτα! Όχι πως δεν τα έχουμε ζήσει κι εμείς αυτά, έ; Έχω δει διάφορους “δημοσιογράφους” να απαξιούν να μιλήσουν με τους δημιουργούς της μοτοσυκλέτας που δοκίμαζαν, οι ίδιοι που με κατηγορούσαν γιατί καθόμουν και μιλούσα με τους Ιάπωνες ή τους Ιταλούς με τις ώρες…  

Δεν είναι από καταπληκτικό έως τρομακτικό; Οι εταιρίες, που σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου έχουν τον τύπο μόνο και μόνο ως ένα ακόμα διαφημιστικό κανάλι, να καταλαβαίνουν πως η κατρακύλα στα στάνταρ του τύπου τις ζημιώνει; Και να προσπαθούν να… ανεβάσουν το επίπεδο των δημοσιογράφων, προσπαθώντας οι ίδιες να βρουν τρόπους για να τους αναγκάσουν να κάνουν καλύτερα την δουλειά τους;  Που φτάσαμε… Απ’ την άλλη, μην περιμένετε και πολλά, ή κάποια δραματική αλλαγή νοοτροπίας – οι εταιρίες που καταλαβαίνουν πως το πολύ σκουπίδι και η τσαπατσουλιά των αμόρφωτων τους κάνει τελικά κακό, όσο κι αν λιβανίζει τα προϊόντα τους, καλούν πια όχι μόνο δημοσιογράφους στις παρουσιάσεις τους, αλλά και influencers των social media, ανθρώπους δηλαδή που επηρεάζουν, όχι βέβαια με τις γνώσεις τους, αλλά για εντελώς άσχετους με την μοτοσυκλέτα λόγους, όπως για παράδειγμα ότι είναι διάσημοι και τους ακολουθούν πολλοί στα τιτιβίσματα… Με λίγα λόγια, πρόκειται για μια διαφημιστική συναλλαγή: Εμείς σε καλούμε, εσύ μας διαφημίζεις, και λες στους ακολούθους σου πόσο υπέροχα περνάς πάνω στην μοτοσυκλέτα μας. Εντάξει, ποτέ δεν είπαμε πως ο κόσμος μας είναι απλός, ή αγγελικά πλασμένος. Είναι ωραίο όμως να υπάρχει κάποια φωτεινή αναλαμπή που και που!       

 

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;