Editorial 586 - Τζιρς και ούτσο

x
Από το

motomag

1/9/2018

“Τζιρς, τζιρς;”, ρώταγε και ξαναρώταγε ο Γερμανός τουρίστας που πριν λίγο είχε ξεκαβαλήσει από το GS του, σ’ ένα από τα πιο απομονωμένα χωριά της Ηπείρου. Οι άνθρωποι του μαγαζιού έκριναν ότι χρειάζονται βοήθεια. Αυτός βέβαια που σίγουρα χρειάζονταν βοήθεια ήταν ο Γερμανός.

“Για έλα ρε Βαγγέλη εσύ που τα μιλάς τα ξένα, να δεις τι θέλει…”

“Τζιρς, τζιρς;”, ξανάρχισε ο Γερμανός, που δεν σκέφτηκε να μιλήσει Γερμανικά ή Αγγλικά, παρά μόνο να επαναλαμβάνει αυτό που πίστευε πως ήταν Ελληνικά. Ακόμα κι έτσι όμως, τον κατάλαβαν τελικά.

“Γύρο θέλει ο άνθρωπος…”, απεφάνθη ο γλωσσομαθής μεταφραστής.

“Εδώ ήρθε να φάει γύρο; Έλα Παναγία μου! Κοντοσούβλι πες του, προβατίνα άμα θέλει…”

Παρά τις δυσκολίες που πάντα υπάρχουν όταν προσπαθείς να εξηγήσεις σε έναν ξένο τι είναι το κοντοσούβλι και τι η προβατίνα, έγινε σαφές πως κρέατα υπήρχαν, αλλά όχι σε μορφή γύρου. Κι αφού απογοητεύτηκε που το μαγαζί δεν είχε γύρο, το Γερμάνι είπε να πνίξει τον πόνο του και ρώτησε, με μια φωνή γεμάτη προσδοκία:

“Ούτσο;”

“Δεν θα τα πάμε καλά μ’ αυτόν. Τι θέλει τώρα;”

“Ούζο…”

“Ούουζο; Ούζο; Τι μας πέρασε; Τσίπουρο πες του άμα θέλει, χωρίς. Με, δεν έχουμε”.

Αφού πια κατάλαβαν πως και θα φάνε και θα πιούνε αν προσαρμοστούν στο μενού της περιοχής, το ζεύγος των Γερμανών με τα GS – ο καθένας το δικό του, 1200 για κείνον, 800 για εκείνη – ντερλίκωσε δεόντως, συνοδεία Ελληνικής μπύρας.

 

Σ’ αυτές τις διακοπές είδα να περνάνε από τα βουνά πολύ περισσότερες μοτοσυκλέτες απ’ ότι τις προηγούμενες χρονιές, χωρίς βέβαια να μπορώ να είμαι σίγουρος για τους λόγους. Να έγιναν οι παραλίες λιγότερο δημοφιλείς; Κατάλαβαν πως τα στροφιλίκια, το σκηνικό και η δροσιά των βουνών ταιριάζουν περισσότερο στην μοτοσυκλέτα απ’ ότι ο ντάλα ήλιος και η αρμύρα της θάλασσας; Οι διαφορές πάντως μεταξύ των διάφορων ταξιδιωτών με μοτοσυκλέτα ήταν εμφανείς: Οι Γερμανοί μπορεί να μην γνώριζαν το μενού της περιοχής, αλλά πάρκαραν τις μοτοσυκλέτες τους εκεί που είδαν πως ήταν παρκαρισμένα και τα αυτοκίνητα. Κάποιοι Έλληνες πέρασαν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, πέρασαν και την ταμπέλα που έλεγε πως απαγορεύεται το parking και έβαλαν τις μοτοσυκλέτες τους στο πλακόστρωτο ανάμεσα στα τραπέζια, κάνοντας μανούβρες και γκαζώνοντας λες και καμιά τους δεν κράταγε ρελαντί, ούτε δούλευε κάτω από τις 5.000 στροφές. Άσε που προφανώς οι μοτοσυκλέτες τους θα ένιωθαν αφόρητη μοναξιά αν τις πάρκαραν δέκα μέτρα πιο κει όπως όλος ο κόσμος, κι όχι δίπλα στο τραπέζι τους.

 

Απ’ την άλλη, οι διαφορές στον εξοπλισμό μεταξύ Ελλήνων και “ξένων” δεν υπάρχουν πια. Όλοι ήταν καλοντυμένοι, με σωστό μοτοσυκλετιστικό εξοπλισμό, κι η μόνη διαφορά φαινόταν στα λίγο πιο “βαριά” ρούχα των αλλοδαπών, κάτι λογικό αφού και έρχονται από πιο κρύα και βροχερά μέρη. Και οι μοτοσυκλέτες προσεγμένες ήταν, και με το παραπάνω. Αυτό που έλειπε ήταν το… χύμα, το πάμε μ’ ό,τι έχουμε. Μια χαρά είναι τα τριβάλιτσα και τα προβολάκια και τα tankbag και όλα, όταν όμως βλέπεις μόνο τέτοια, αρχίζουν να σου λείπουν πιο χύμα καταστάσεις, χωρίς βαλίτσες, χωρίς γυαλιστερές “εντούρο μεγάλου κυβισμού”, χωρίς κλεισμένα από έξι μήνες πριν ξενοδοχεία. Αυτές οι πιο χύμα καταστάσεις που μιλάνε για λιγότερα λεφτά αλλά για περισσότερη τρέλα και όρεξη, για ταξίδια που κάθε χιλιόμετρο της διαδρομής γίνεται με την γλώσσα στο μάγουλο και την γυαλάδα στο μάτι. Βοηθάει στο concept αν δεν είναι σίγουρο πως το μηχανάκι θα σε βγάλει, ή όχι. Βοηθάει και στην ικανοποίηση που νιώθεις αν οι άλλοι που συναντάς, οι άψογοι τριβάλιτσοι, πολύ φιλικά αλλά απολύτως πατερναλιστικά σου επιχειρηματολογούν για την ανεπάρκεια της μοτοσυκλέτας σου έναντι της δικής τους, και σου δίνουν συμβουλές για το πώς θα γίνεις σαν κι εκείνους. Ακούγοντας συζητήσεις, ένα μοτίβο ήταν συχνό: Οι “τριβάλιτσοι” έχουν συνήθως ως θέμα συζήτησης το ποια μοτοσυκλέτα είναι τόσο καλύτερη ώστε όλες οι άλλες μετατρέπονται αυτομάτως σε σκουπίδια (συζήτηση απολύτως βαρετή και ανούσια) ενώ οι πιο “χύμα” μιλάνε για τόπους, ανθρώπους, ξεχειλίζουν από εμπειρίες κι όχι απ’ το φαγητό στις ταβέρνες. Οι της (απολύτως σεβαστής, μην παρεξηγούμαστε, έ;) πρώτης κατηγορίας μπορεί να έχουν προβολείς Xenon και LED που τυφλώνουν τους πάντες, οι της δεύτερης να έχουν μια ταπεινή λαμπίτσα 35/35W, άντε 55/60W οι τυχεροί. Αλλά έχω την αίσθηση πως δεν τους νοιάζει. Πως οι προτεραιότητές τους είναι άλλες. Όπως οι προτεραιότητες της παρέας από την Θεσσαλονίκη που πήραν τα παλιά τους αερόψυκτα 250άρια on-off και πήγαν στα Καταραμένα Βουνά της βόρειας Αλβανίας, με αφορμή το παλιό MEGA TEST του ΜΟΤΟ. Πολύ τους χάρηκα, κι εκείνοι ακόμα περισσότερο το ταξίδι τους. Όπως και άλλες παρέες που ταξιδεύουν με παπιά και χαίρονται περισσότερο τα χιλιόμετρά τους αντί για την τελική των τετραψήφιων κυβικών τους. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο έχω λίγα λεφτά στην τσέπη, έφυγα, και στο έχω πολλές πιστωτικές στο πορτοφόλι, αλλά δεν ξεκινάω αν δεν ευθυγραμμιστούν οι πλανήτες.

 

Οι καλοκαιρινές διακοπές είναι πολύ διδακτικές για μένα. Είναι η περίοδος που κυκλοφορώ με αυτοκίνητο, αφού δεν έχω βρει ακόμα μοτοσυκλέτα που να παίρνει τρία άτομα και περίπου τρία κυβικά συμπράγκαλα, συν τρία ποδήλατα. Κάποιος μου είχε ρίξει την ιδέα για μοτοσυκλέτα με καλάθι που θα σέρνει τρέιλερ – μπαγαζιέρα, αλλά ούτε αμερικάνος είμαι ούτε βλέπω τον λόγο να έχω ένα όχημα που να συνδυάζει όλα τα μειονεκτήματα των μοτοσυκλετών ΚΑΙ των αυτοκινήτων μαζί. Αυτοκίνητο λοιπόν, κι αυτόματα βρίσκομαι στην απέναντι όχθη, έχοντας την εμπειρία του πόσο δύσκολο είναι να συνυπάρξουν μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, όταν η κίνηση και των δύο δεν γίνεται σύμφωνα με κοινά αποδεκτούς κανόνες, αλλά εντελώς απρόβλεπτα. Και το καλοκαίρι φαίνεται πως δεν βγαίνουν μόνο οι καπεταναίοι του Αυγούστου στις θάλασσες κι όποιον πάρει η προπέλα, αλλά βγαίνουν στους δρόμους οδηγοί αυτοκινήτων και αναβάτες μοτοσυκλετών που μοιάζουν σαν εξωγήινοι που μόλις ήρθαν από άλλο πλανήτη, και προσπαθούν να προσαρμοστούν στις οδικές συνήθειες των γήινων. Ή εμένα μου φαίνεται έτσι; Στην εθνική, 9 στις 10 μοτοσυκλέτες σε προσπερνούν από δεξιά, ακόμα κι αν κινείσαι στην μεσαία λωρίδα. Σε τουριστικές περιοχές, τα νοικιάρικα, αυτοκίνητα και μηχανάκια, οδηγιούνται απελπιστικά αργά και απολύτως επικίνδυνα. Κι όχι μόνο πάνε τόσο αργά που δημιουργούν γύρω τους το χάος, πυροδοτώντας προσπεράσματα απελπισίας, αλλά μπορεί  παρ’ όλα αυτά να αλλάξουν κατεύθυνση αστραπιαία, είτε προς το χαντάκι είτε προς το αντίθετο ρεύμα. Το βραβείο αυτοκινήτου παίρνουν οι τουρίστες που με νοικιασμένο οδηγούσαν στο αντίθετο ρεύμα, σε ορεινό δρόμο νησιού, μέχρι τα πέντε μέτρα πριν στουκάρουν μετωπικά με αυτοκίνητο φίλων που ερχόταν αντίθετα. Το βραβείο μοτοσυκλέτας το απονέμω στον άγνωστο αυτοκτονικό, που βράδυ σε σκοτεινό δρόμο κι ενώ ετοιμαζόμουν να προσπεράσω έναν από αυτούς τους εξωγήινους έχοντας βγάλει φλας, ευτυχώς η εξάτμισή του έκανε θόρυβο, τον άκουσα και μαζεύτηκα. Με προσπέρασε τότε ένα παπί χωρίς φώτα, χωρίς κράνος, χωρίς αύριο… Αλλά όπως λένε κι οι φίλοι στην Κεφαλλονιά, Αύγουστος είναι, θα περάσει.  

 

 

 

 

 

 

editorial 522 - Kakonomics

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/5/2013

Ο φίλος μου ο Πάνος μου έστειλε το ομώνυμο κείμενο της Ιταλίδας Gloria Origgi. Η φιλόσοφος και ειδική στη θεωρία της σκέψης, Gloria Origgi, με την ελληνικής ετυμολογίας λέξη Kakonomics, μιλά για την παράδοξη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, κάτι που εξηγεί γιατί η ποιότητα ζωής μας συχνά είναι χάλια.

"Οι συνήθεις προσεγγίσεις της θεωρίας των παιγνίων αναφέρουν πως όταν οι άνθρωποι συναλλάσσονται (με ιδέες, υπηρεσίες ή αγαθά), επιθυμούν να λαμβάνουν υψηλή ποιότητα από τους άλλους. Ας θεωρήσουμε πως οι συναλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο σε δύο επίπεδα ποιότητας: Υψηλή και χαμηλή. Ο όρος Kakonomics περιγράφει περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν να λάβουν υψηλή ποιότητα δίνοντας για αντάλλαγμα χαμηλή (να κοροϊδέψουν κάποιον δηλαδή) αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν να δώσουν χαμηλή ποιότητα και να λάβουν σε αντάλλαγμα επίσης χαμηλή.

Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι λογικό; Ακόμα κι όταν τεμπελιάζουμε, και προτιμούμε να δώσουμε χαμηλή ποιότητα (όπως όταν δεχόμαστε να γράψουμε ένα άρθρο για ένα μέτριο περιοδικό, αρκεί να μην μας ζητήσουν να το δουλέψουμε και πολύ), θα έπρεπε λογικά να προτιμούμε να δουλέψουμε λιγότερο αλλά να αμειφθούμε περισσότερο απ' ότι θα άξιζε η δουλειά μας, δηλαδή να δώσουμε χαμηλή ποιότητα και να λάβουμε υψηλή. Η περίπτωση Kakonomics είναι διαφορετική: Σ' αυτήν, όχι μόνο προτιμούμε να δώσουμε ένα αγαθό χαμηλής ποιότητας, αλλά προτιμούμε να λάβουμε ένα εξίσου χαμηλής ποιότητας αντάλλαγμα!

Η Kakonomics είναι η παράδοξη, αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, όσο κανείς δεν παραπονιέται γι' αυτό. Ο κόσμος των Kakonomics είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι όχι μόνο ανέχονται την μετριότητα και την αναξιοπιστία των άλλων, αλλά την περιμένουν: "Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα εκπληρώσεις στο ακέραιο τις υποσχέσεις σου, αλλά το δέχομαι γιατί θέλω να μπορώ κι εγώ να μην εκπληρώσω τις δικές μου χωρίς να αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό". Η συμπεριφορά αυτή είναι αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα γιατί όπως σε όλες τις συναλλαγές αυτού του είδους, τα δύο μέρη φαίνεται να έχουν μια διπρόσωπη συμφωνία: Πρώτα μια "επίσημη", όπου και οι δύο δηλώνουν την πρόθεσή τους για μια συναλλαγή σε υψηλό επίπεδο ποιότητας, και μετά μια ανομολόγητη, που δέχεται πως οι εκπτώσεις στην ποιότητα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά είναι και αναμενόμενες. Γίνεται έτσι μια συμφωνία, ανομολόγητη όμως, για αμοιβαία εξαπάτηση. Έτσι, κανείς δεν επωφελείται, λαμβάνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Οι συναλλαγές Kakonomics ρυθμίζονται από έναν άγραφο κοινωνικό νόμο για εκπτώσεις στην ποιότητα, μια κοινή αποδοχή ενός μετριότατου ή κακού αποτελέσματος που ικανοποιεί όμως και τα δύο μέρη, τουλάχιστον όσο μπορούν να συνεχίσουν να δηλώνουν πως η συναλλαγή ήταν σε υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Ορίστε ένα παράδειγμα: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας best seller πρέπει να παραδώσει το νέο του μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έχει αργήσει πολύ. Το κοινό του είναι πολυπληθές, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως θα αγοράσει το βιβλίο του μόνο και μόνο επειδή θα γράφει το όνομά του στο εξώφυλλο, κι έτσι κι αλλιώς, λίγοι από αυτούς θα διαβάσουν πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Ο εκδότης του επίσης το γνωρίζει αυτό. Έτσι, ο συγγραφέας αποφασίζει να παραδώσει το νέο του βιβλίο με ένα συγκλονιστικό πρώτο κεφάλαιο αλλά μέτρια πλοκή από κει και πέρα (να το αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας). Ο εκδότης είναι ευχαριστημένος, τον συγχαίρει δηλώνοντας πως παρέλαβε ένα αριστούργημα (το παραμύθι της υψηλής ποιότητας) κι έτσι είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Ο συγγραφέας όχι μόνο προτιμά να παραδώσει χαμηλή ποιότητα, αλλά επιθυμεί και ο εκδότης να του δώσει το ίδιο, για παράδειγμα αποφεύγοντας να χτενίσει πολύ καλά το κείμενο βελτιώνοντάς το, και να το εκδώσει όπως είναι. Εμπιστεύονται ο ένας την αναξιοπιστία του άλλου, και συνωμοτούν για ένα κοινά αποδεκτό χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα που βολεύει και τους δύο. Όποτε υπάρχει μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία σύγκλισης προς χαμηλή ποιότητα με στόχο αμοιβαία οφέλη, έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση Kakonomics.

Παραδόξως, αν ο ένας από τους δύο παραδώσει υψηλή ποιότητα αντί για την αναμενόμενη χαμηλή, ο άλλος αισθάνεται προδομένος και το θεωρεί αθέτηση της άτυπης συμφωνίας, ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί ανοιχτά. Στο παράδειγμά μας, έτσι θα ένιωθε ο συγγραφέας εάν ο επιμελητής του εκδότη βελτίωνε το κείμενό του. Η αξιοπιστία του εκδότη σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να παραδώσει την ίδια χαμηλή ποιότητα. Κόντρα στο κλασικό Δίλημμα του Φυλακισμένου της θεωρίας παιγνίων (όπου δύο άνθρωποι δεν συνεργάζονται ακόμα κι αυτό θα ήταν προς αμοιβαίο τους όφελος), η προθυμία επανάληψης μιας συναλλαγής με κάποιον εξασφαλίζεται όταν υπάρχει η σιγουριά πως κι εκείνος θα παραδώσει χαμηλή αντί για υψηλή ποιότητα.

Οι συναλλαγές Kakonomics δεν είναι πάντα κακές. Μερικές φορές επιτρέπουν μια αμοιβαία κατανόηση εκπτώσεων που κάνει την ζωή πιο χαλαρή για όλους. Όπως μου είπε ένας φίλος που ανακαίνιζε μια αγροικία στην Τοσκάνη, "οι Ιταλοί μαστόροι ποτέ δεν τελειώνουν τη δουλειά στο συμφωνημένο χρόνο, το καλό όμως είναι πως δεν περιμένουν κι εσύ να τους πληρώσεις τότε που έχεις υποσχεθεί".

Το μεγάλο όμως πρόβλημα των Kakonomics -που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει χείριστα οικονομικά- και ο λόγος για τον οποίο αποτελούν μια μορφή συλλογικής παράνοιας εξαιρετικά δύσκολης να εξαλειφθεί, είναι πως κάθε συναλλαγή χαμηλής ποιότητας είναι ένα τοπικό ισοζύγιο όπου και τα δύο μέρη μένουν ευχαριστημένα, αλλά κάθε μία από αυτές τις συναλλαγές διαφθείρει μακροχρόνια συνολικά το σύστημα. Οπότε, οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα καλά συλλογικά αποτελέσματα δεν προέρχονται μόνο από "αρπακτικά" και "κερδοσκόπους", όπως μας διδάσκουν οι καθιερωμένες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από καλά οργανωμένους κανόνες Kakonomics που εξασφαλίζουν πως τα αποτελέσματα των συναλλαγών θα είναι προς το χειρότερο. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας δεν είναι μόνο η συνεργασία για το γενικό καλό. Για να καταλάβουμε γιατί πολλές φορές "η ζωή είναι σκατά", θα πρέπει να μελετήσουμε τις άτυπες συμφωνίες που προσδοκούν σε ένα ατομικό όφελος και ταυτόχρονα σε μια συλλογική ζημία."

Στο συνεργείο: Ο πελάτης πάει γιατί άκουσε πως είναι φθηνό. Σκέφτεται πως και καλή δουλειά να μην γίνει, θα δώσει λίγα, οπότε εντάξει. Ακόμα και πριν φτάσει και το δει, έχει προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του πως το πάτωμα θα είναι μαύρο από στυλιστική επιλογή, κι όχι από τα λάδια είκοσι ετών που κανείς δεν καθάρισε, και πως τα μισολυμένα μοτέρ και τα διάσπαρτα παντού παλιά εξαρτήματα είναι άποψη εικαστική. Ανάλογες μυθοπλασίες ισχύουν και για την συμπεριφορά του μάστορα, που ξινίζει τα μούτρα του λες και ο πελάτης έχει έρθει για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, κι όχι για να του δώσει δουλειά. Αλλά έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, ιδιόρρυθμες, κι η ανάγωγη συμπεριφορά τους δικαιολογείται από το μεγαλείο των έργων τους. Παρά το αυτοπαραμύθιασμα όμως, ο πελάτης γνωρίζει πως η δουλειά δεν θα είναι πρώτης τάξης, αλλά ελπίζει κιόλας πως η χαμηλή τιμή θα αντισταθμίσει την τσαπατσουλιά και την έλλειψη γνώσεων. Από την μεριά του, ο μάστορας γνωρίζει πως ο πελάτης είναι στο κόλπο ("θα δώσω λίγα, θα πάρω αντίστοιχα λίγα"), οφείλει όμως να κάνει την προσπάθεια να ανεβάσει την δουλειά του, με ένα καλά προβαρισμένο ανεκδοτολογικό λογύδριο, για να πείσει τον πελάτη πως όλοι οι άλλοι θα του έπαιρναν τζάμπα λεφτά, και πως μόνος εκείνος είναι μυημένος στα απόκρυφα των κινητήρων των παπιών. Ενστικτωδώς, ο μάστορας γνωρίζει πως να χειραγωγήσει ψυχολογικά τον πελάτη, όπως επίσης γνωρίζει πως ακόμα και τα σχετικά λίγα χρήματα που θα του πάρει είναι στην πραγματικότητα πάρα πολλά για τις δουλειές που δεν θα κάνει, αλλά θα πει ότι έχει κάνει. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται, ο πελάτης φεύγει ευχαριστημένος που έδωσε σχετικά λίγα χρήματα (για δουλειές όμως που δεν έγιναν, ή που έγιναν με σφυροκάλεμο), αφήνοντας τον μάστορα επίσης ευχαριστημένο γιατί με τόσο λίγο κόπο και ικανότητα έβγαλε το μεροκάματο. Τέτοιου είδους συναλλαγές εξαπλώνονται σαν ιώσεις, ξεκινώντας μια δίνη που ρουφάει προς τα κάτω όλο και περισσότερους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και των πελατών, και των υπηρεσιών, και των μαστόρων. Αφού γίνεται κι έτσι, γιατί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο; Μετά, ο πελάτης κοκορεύεται στους φίλους του πως έδωσε μόνο 50 ευρώ για service στο τετρακύλινδρό του, εννοώντας πως είναι κορόιδα όσοι πληρώνουν λογικά χρήματα για αξιοπρεπή εργασία.

Το αντίστροφο: Στο αψεγάδιαστο συνεργείο, ο ευγενικός μάστορας σου λέει μια τιμή που σου φαίνεται χαμηλή. Γίνεσαι πολύ δύσπιστος και φεύγεις: "Κάποιο λάκκο έχει η φάβα", σκέφτεσαι, αντί για το πιο λογικό, "Επιτέλους, σωστό μαγαζί με σωστές τιμές".

Για ανταλλακτικά: Πάρε το ιμιτασιόν, την ίδια δουλειά θα κάνεις. Αμ δε. Μετά από δέκα χρόνια αχρηστίας, αποφάσισα να ξαναβγάλω στο δρόμο το παλιό μου SS50 (τέλη δεκαετίας '60). Αγόρασα ένα σετ "πάνω" φλάντζες έναντι του συγκλονιστικού αντιτίμου του ενός ευρώ και εξήντα λεπτών, κομπλέ με o-ring, ζουάν για την εξάτμιση, τσιμουχάκια βαλβίδων. Το μετάνιωσα με το που το άνοιξα, ήταν σαν κομμένες από παλιό χαρτί τετραδίου. Μερικές δεν έκαναν, μακάρι να μην ταίριαζε καμία για να τις πετάξω όλες. Τι περίμενα; Ποιότητα Honda με 1,60; Σ' αυτή την περίπτωση το Kakonomics δούλεψε: Τις αγόρασα, ξέροντας πως θα είναι σκουπίδια, αλλά παραμυθιάστηκα πως "θα κάνω τη δουλειά μου". Κάπου στα βάθη της Κίνας ένας Κινέζος φλαντζάς γελάει. Τελειωμό δεν έχουν τα κορόιδα. Αν μου κοστίζουν εμένα 15 σεντ του ευρώ, τι περιμένουν; Να είναι και καλές;

Για την επιλογή μοτοσυκλέτας: "Δεν κάνω ράλι εγώ", μου είπε κάποιος όταν μετά από ερώτησή του προσπαθούσα να του εξηγήσω τις μίνιμουμ προδιαγραφές μιας σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Εν γνώσει του, ήθελε να πάρει μια κακή, απαρχαιωμένη μοτοσυκλέτα, ενώ είχε τα χρήματα να πάρει μια καλύτερη. Προτιμούσε δηλαδή την κακή ποιότητα έναντι χαμηλού αντιτίμου, αντί για αποδεκτή ποιότητα με ελάχιστα περισσότερα χρήματα. Και φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πρώτος στο να βρίσκει δικαιολογίες για ο,τιδήποτε. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αφού δεν είναι "ραλίστας", κάτι χωρίς φρένα, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς επιδόσεις, κάτι επικίνδυνο τέλος πάντων, είναι αρκετό για κείνον.

Για τις παρέες: Μερικοί φοβούνται τη μοναξιά. Ίσως γιατί περισσότερο απ' όλα φοβούνται να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους. Και ανέχονται παρέες. Και οι παρέες, αντίστοιχα, τους ανέχονται. Γιατί μερικές φορές οι παρέες επίτηδες περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν θα έκαναν κανονικά παρέα μαζί τους, έτσι για να έχουν να τους κακολογούν όταν δεν είναι παρόντες, ή να τους την μπαίνουν μειωτικά όταν είναι παρόντες. Συνειδητή επιλογή χαμηλής ποιότητας, και τους λόγους ας τους βρουν οι ψυχίατροι. Και πάνε και ταξίδια μαζί, που όλοι είναι στην γκρίνια όλη την ώρα. Και κανείς δεν φχαριστιέται το ταξίδι. Καλύτερα μόνος. Κι ας τα δεις όλα.

To χειρότερο: Μια Kakonomics συναλλαγή θεωρείται πια δεδομένη, ο κανόνας, κάτι αντίστοιχο με το "όλοι τα παίρνουν", "όλοι είναι ένοχοι", και η κοινωνία αρχίζει, συνηθίζει και συνεχίζει να λειτουργεί μόνο σ' αυτή τη βάση. Έτσι κι αλλιώς, οι μέτριοι πάντα θέλουν όλοι να κατέβουν στο επίπεδό τους, και κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούν είναι να ισχυρίζονται πως όλοι είναι όμοιοί τους ή, ακόμα κι αν πράττουν διαφορετικά, θα ήθελαν να είναι. Έχει γίνει επίσης η στάνταρ δικαιολογία για όσους δεν κάνουν, ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους: Ενώ κάποιος δέχεται να κάνει μια δουλειά με συγκεκριμένο αντίτιμο, στην πορεία δικαιολογεί την ανεπάρκειά του ή την άρνησή του να την κάνει με το πρόσχημα πως δεν πληρώνεται αρκετά. Προφανώς, όταν προσλήφθηκαν, ήξεραν, αλλά φυσικά δεν είπαν ποτέ, πως δεν πρόκειται να κάνουν καλά την δουλειά τους, γιατί θεωρούσαν εξ αρχής μικρή την αμοιβή. Αλλά δέχτηκαν την συμφωνία, λέγοντας μετά το απίθανο "εμείς κάνουμε πως δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν". Κι όλα καλά, και πάμε για καλύτερα...