Editorial 586 - Τζιρς και ούτσο

x
Από το

motomag

1/9/2018

“Τζιρς, τζιρς;”, ρώταγε και ξαναρώταγε ο Γερμανός τουρίστας που πριν λίγο είχε ξεκαβαλήσει από το GS του, σ’ ένα από τα πιο απομονωμένα χωριά της Ηπείρου. Οι άνθρωποι του μαγαζιού έκριναν ότι χρειάζονται βοήθεια. Αυτός βέβαια που σίγουρα χρειάζονταν βοήθεια ήταν ο Γερμανός.

“Για έλα ρε Βαγγέλη εσύ που τα μιλάς τα ξένα, να δεις τι θέλει…”

“Τζιρς, τζιρς;”, ξανάρχισε ο Γερμανός, που δεν σκέφτηκε να μιλήσει Γερμανικά ή Αγγλικά, παρά μόνο να επαναλαμβάνει αυτό που πίστευε πως ήταν Ελληνικά. Ακόμα κι έτσι όμως, τον κατάλαβαν τελικά.

“Γύρο θέλει ο άνθρωπος…”, απεφάνθη ο γλωσσομαθής μεταφραστής.

“Εδώ ήρθε να φάει γύρο; Έλα Παναγία μου! Κοντοσούβλι πες του, προβατίνα άμα θέλει…”

Παρά τις δυσκολίες που πάντα υπάρχουν όταν προσπαθείς να εξηγήσεις σε έναν ξένο τι είναι το κοντοσούβλι και τι η προβατίνα, έγινε σαφές πως κρέατα υπήρχαν, αλλά όχι σε μορφή γύρου. Κι αφού απογοητεύτηκε που το μαγαζί δεν είχε γύρο, το Γερμάνι είπε να πνίξει τον πόνο του και ρώτησε, με μια φωνή γεμάτη προσδοκία:

“Ούτσο;”

“Δεν θα τα πάμε καλά μ’ αυτόν. Τι θέλει τώρα;”

“Ούζο…”

“Ούουζο; Ούζο; Τι μας πέρασε; Τσίπουρο πες του άμα θέλει, χωρίς. Με, δεν έχουμε”.

Αφού πια κατάλαβαν πως και θα φάνε και θα πιούνε αν προσαρμοστούν στο μενού της περιοχής, το ζεύγος των Γερμανών με τα GS – ο καθένας το δικό του, 1200 για κείνον, 800 για εκείνη – ντερλίκωσε δεόντως, συνοδεία Ελληνικής μπύρας.

 

Σ’ αυτές τις διακοπές είδα να περνάνε από τα βουνά πολύ περισσότερες μοτοσυκλέτες απ’ ότι τις προηγούμενες χρονιές, χωρίς βέβαια να μπορώ να είμαι σίγουρος για τους λόγους. Να έγιναν οι παραλίες λιγότερο δημοφιλείς; Κατάλαβαν πως τα στροφιλίκια, το σκηνικό και η δροσιά των βουνών ταιριάζουν περισσότερο στην μοτοσυκλέτα απ’ ότι ο ντάλα ήλιος και η αρμύρα της θάλασσας; Οι διαφορές πάντως μεταξύ των διάφορων ταξιδιωτών με μοτοσυκλέτα ήταν εμφανείς: Οι Γερμανοί μπορεί να μην γνώριζαν το μενού της περιοχής, αλλά πάρκαραν τις μοτοσυκλέτες τους εκεί που είδαν πως ήταν παρκαρισμένα και τα αυτοκίνητα. Κάποιοι Έλληνες πέρασαν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, πέρασαν και την ταμπέλα που έλεγε πως απαγορεύεται το parking και έβαλαν τις μοτοσυκλέτες τους στο πλακόστρωτο ανάμεσα στα τραπέζια, κάνοντας μανούβρες και γκαζώνοντας λες και καμιά τους δεν κράταγε ρελαντί, ούτε δούλευε κάτω από τις 5.000 στροφές. Άσε που προφανώς οι μοτοσυκλέτες τους θα ένιωθαν αφόρητη μοναξιά αν τις πάρκαραν δέκα μέτρα πιο κει όπως όλος ο κόσμος, κι όχι δίπλα στο τραπέζι τους.

 

Απ’ την άλλη, οι διαφορές στον εξοπλισμό μεταξύ Ελλήνων και “ξένων” δεν υπάρχουν πια. Όλοι ήταν καλοντυμένοι, με σωστό μοτοσυκλετιστικό εξοπλισμό, κι η μόνη διαφορά φαινόταν στα λίγο πιο “βαριά” ρούχα των αλλοδαπών, κάτι λογικό αφού και έρχονται από πιο κρύα και βροχερά μέρη. Και οι μοτοσυκλέτες προσεγμένες ήταν, και με το παραπάνω. Αυτό που έλειπε ήταν το… χύμα, το πάμε μ’ ό,τι έχουμε. Μια χαρά είναι τα τριβάλιτσα και τα προβολάκια και τα tankbag και όλα, όταν όμως βλέπεις μόνο τέτοια, αρχίζουν να σου λείπουν πιο χύμα καταστάσεις, χωρίς βαλίτσες, χωρίς γυαλιστερές “εντούρο μεγάλου κυβισμού”, χωρίς κλεισμένα από έξι μήνες πριν ξενοδοχεία. Αυτές οι πιο χύμα καταστάσεις που μιλάνε για λιγότερα λεφτά αλλά για περισσότερη τρέλα και όρεξη, για ταξίδια που κάθε χιλιόμετρο της διαδρομής γίνεται με την γλώσσα στο μάγουλο και την γυαλάδα στο μάτι. Βοηθάει στο concept αν δεν είναι σίγουρο πως το μηχανάκι θα σε βγάλει, ή όχι. Βοηθάει και στην ικανοποίηση που νιώθεις αν οι άλλοι που συναντάς, οι άψογοι τριβάλιτσοι, πολύ φιλικά αλλά απολύτως πατερναλιστικά σου επιχειρηματολογούν για την ανεπάρκεια της μοτοσυκλέτας σου έναντι της δικής τους, και σου δίνουν συμβουλές για το πώς θα γίνεις σαν κι εκείνους. Ακούγοντας συζητήσεις, ένα μοτίβο ήταν συχνό: Οι “τριβάλιτσοι” έχουν συνήθως ως θέμα συζήτησης το ποια μοτοσυκλέτα είναι τόσο καλύτερη ώστε όλες οι άλλες μετατρέπονται αυτομάτως σε σκουπίδια (συζήτηση απολύτως βαρετή και ανούσια) ενώ οι πιο “χύμα” μιλάνε για τόπους, ανθρώπους, ξεχειλίζουν από εμπειρίες κι όχι απ’ το φαγητό στις ταβέρνες. Οι της (απολύτως σεβαστής, μην παρεξηγούμαστε, έ;) πρώτης κατηγορίας μπορεί να έχουν προβολείς Xenon και LED που τυφλώνουν τους πάντες, οι της δεύτερης να έχουν μια ταπεινή λαμπίτσα 35/35W, άντε 55/60W οι τυχεροί. Αλλά έχω την αίσθηση πως δεν τους νοιάζει. Πως οι προτεραιότητές τους είναι άλλες. Όπως οι προτεραιότητες της παρέας από την Θεσσαλονίκη που πήραν τα παλιά τους αερόψυκτα 250άρια on-off και πήγαν στα Καταραμένα Βουνά της βόρειας Αλβανίας, με αφορμή το παλιό MEGA TEST του ΜΟΤΟ. Πολύ τους χάρηκα, κι εκείνοι ακόμα περισσότερο το ταξίδι τους. Όπως και άλλες παρέες που ταξιδεύουν με παπιά και χαίρονται περισσότερο τα χιλιόμετρά τους αντί για την τελική των τετραψήφιων κυβικών τους. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο έχω λίγα λεφτά στην τσέπη, έφυγα, και στο έχω πολλές πιστωτικές στο πορτοφόλι, αλλά δεν ξεκινάω αν δεν ευθυγραμμιστούν οι πλανήτες.

 

Οι καλοκαιρινές διακοπές είναι πολύ διδακτικές για μένα. Είναι η περίοδος που κυκλοφορώ με αυτοκίνητο, αφού δεν έχω βρει ακόμα μοτοσυκλέτα που να παίρνει τρία άτομα και περίπου τρία κυβικά συμπράγκαλα, συν τρία ποδήλατα. Κάποιος μου είχε ρίξει την ιδέα για μοτοσυκλέτα με καλάθι που θα σέρνει τρέιλερ – μπαγαζιέρα, αλλά ούτε αμερικάνος είμαι ούτε βλέπω τον λόγο να έχω ένα όχημα που να συνδυάζει όλα τα μειονεκτήματα των μοτοσυκλετών ΚΑΙ των αυτοκινήτων μαζί. Αυτοκίνητο λοιπόν, κι αυτόματα βρίσκομαι στην απέναντι όχθη, έχοντας την εμπειρία του πόσο δύσκολο είναι να συνυπάρξουν μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, όταν η κίνηση και των δύο δεν γίνεται σύμφωνα με κοινά αποδεκτούς κανόνες, αλλά εντελώς απρόβλεπτα. Και το καλοκαίρι φαίνεται πως δεν βγαίνουν μόνο οι καπεταναίοι του Αυγούστου στις θάλασσες κι όποιον πάρει η προπέλα, αλλά βγαίνουν στους δρόμους οδηγοί αυτοκινήτων και αναβάτες μοτοσυκλετών που μοιάζουν σαν εξωγήινοι που μόλις ήρθαν από άλλο πλανήτη, και προσπαθούν να προσαρμοστούν στις οδικές συνήθειες των γήινων. Ή εμένα μου φαίνεται έτσι; Στην εθνική, 9 στις 10 μοτοσυκλέτες σε προσπερνούν από δεξιά, ακόμα κι αν κινείσαι στην μεσαία λωρίδα. Σε τουριστικές περιοχές, τα νοικιάρικα, αυτοκίνητα και μηχανάκια, οδηγιούνται απελπιστικά αργά και απολύτως επικίνδυνα. Κι όχι μόνο πάνε τόσο αργά που δημιουργούν γύρω τους το χάος, πυροδοτώντας προσπεράσματα απελπισίας, αλλά μπορεί  παρ’ όλα αυτά να αλλάξουν κατεύθυνση αστραπιαία, είτε προς το χαντάκι είτε προς το αντίθετο ρεύμα. Το βραβείο αυτοκινήτου παίρνουν οι τουρίστες που με νοικιασμένο οδηγούσαν στο αντίθετο ρεύμα, σε ορεινό δρόμο νησιού, μέχρι τα πέντε μέτρα πριν στουκάρουν μετωπικά με αυτοκίνητο φίλων που ερχόταν αντίθετα. Το βραβείο μοτοσυκλέτας το απονέμω στον άγνωστο αυτοκτονικό, που βράδυ σε σκοτεινό δρόμο κι ενώ ετοιμαζόμουν να προσπεράσω έναν από αυτούς τους εξωγήινους έχοντας βγάλει φλας, ευτυχώς η εξάτμισή του έκανε θόρυβο, τον άκουσα και μαζεύτηκα. Με προσπέρασε τότε ένα παπί χωρίς φώτα, χωρίς κράνος, χωρίς αύριο… Αλλά όπως λένε κι οι φίλοι στην Κεφαλλονιά, Αύγουστος είναι, θα περάσει.  

 

 

 

 

 

 

editorial 524 - Club 100

Από το

Μαύρο Σκύλο

3/7/2013

Δεν μπορώ να φανταστώ πως στα κολασμένα στροφιλίκια του Montenegro μια street θα μπορούσε να πάει το ίδιο γρήγορα και το ίδιο απολαυστικά με τις on-off του MEGA TEST. Στο editorial του προηγούμενου τεύχους έγραφα πως οι on-off είναι πια οι στάνταρ μοτοσυκλέτες, με τις υπόλοιπες κατηγορίες να είναι οι... εξειδικευμένες, όπως οι street. To ταξίδι μας στο Montenegro επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς μου. Στην πραγματική ζωή, η οδήγηση σε κάθε είδους δρόμο είναι απόλαυση με αυτές τις μοτοσυκλέτες που πρώτοι εμείς στο ΜΟΤΟ αποκαλέσαμε παντός δρόμου. Χωρίς αυτή η απόλαυση να σταματά εκεί που τελειώνει η άσφαλτος. Μερικοί μπορούν να θεωρήσουν από παράδοξη έως υπερβολική την χρήση μιας μοτοσυκλέτας με 1200 κυβικά και πάνω από 100 ίππους στο χώμα, αλλά δεν είναι. Το μόνο εμπόδιο είναι για τους περισσότερους το ποσό που απαιτείται για την αγορά της, και οι οδηγικές ικανότητες που θα πρέπει να διαθέτουν για να την πάνε όπως μπορεί να πάει. Στην πραγματικότητα, οι καλύτερες σημερινές παντός δρόμου είναι πιο ικανές στα χώματα από άλλες μικρότερες δικύλινδρες ή μονοκύλινδρες, ακόμα κι από κάποιες που έχουν τα μισά τους κυβικά και άλογα.

Αλλά τα χώματα είναι μόνο ένα μέρος των ταλέντων τους. Όπως φάνηκε στα πολλά βρεγμένα χιλιόμετρα που κάναμε, αν είσαι εξοπλισμένος με αδιάβροχα, μπότες και γάντια που δεν μπάζουν νερό, μπορείς να τις ευχαριστηθείς ακόμα κι εκεί, ευχαριστώντας την εξέλιξη των RAIN mode, των ABS και των traction control. [Παρένθεση περί αδιάβροχων: Αξιόπιστα αδιάβροχες μπότες βρίσκεις πια, με τα αδιάβροχα πάνω κάτω και τα γάντια τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Έχουμε δει φτηνά που δεν μπάζουν, στην αρχή τουλάχιστον, και ακριβά που είναι σφουγγάρια. Ίσως πρέπει να φτιάξουμε μια λίστα με τα αποδεδειγμένα αδιάβροχα αδιάβροχα.]

Κάπου εκεί μου καρφώθηκε και μια άλλη ερώτηση στο μυαλό, από αυτές που μου έρχονται κατά καιρούς για να βασανίζομαι εγώ και να βασανίζω και τους γύρω μου: Μπορεί μια μοτοσυκλέτα να είναι καλή αν δεν την ευχαριστιέσαι και κάτω από τα 100 km/h; Μπορείς να απολαμβάνεις οδήγηση με μέγιστη ταχύτητα τα 100; Μήπως στις σημερινές οικονομικές και κυκλοφοριακές συνθήκες τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες είναι οι πιο χαβαλεδιάρικες ό,τι διαδρομή κι αν κάνεις; Σκέφτηκα τον Λύκο που μόλις τελείωσε την ανακατασκευή ενός XL185, που το 99% των χιλιομέτρων που θα κάνει θα είναι έως 100. Είμαι σίγουρος πως θα είναι ξετρελαμένος χωρίς ποσώς να τον απασχολεί που αυτό το μηχανάκι του δεν θα βλέπει πολύ πάνω από 100 συχνά, και που θα πάει 120 αν ο άνεμος είναι ούριος, ο δρόμος έντονα κατηφορικός και οι πλανήτες ευθυγραμμισμένοι καταλλήλως, με τις βαλβιδούλες του να χοροπηδάνε στην κεφαλή λίγο πριν πεταχτούν έξω και το πλαίσιο ένα τσικ πριν κοπεί, συνήθως στην αριστερή μεριά, κοντά στον άξονα του ψαλιδιού.

Το σκεφτόμουν επίσης οδηγώντας την τελευταία βδομάδα το Honda ΜSX125, με το τετρατάχυτο συμπλεκτάτο ψεκαστό παπίσιο μοτεράκι του και τα δωδεκάρια λαστιχάκια του. Σε κάθε φανάρι κάποιος θα μου μιλήσει, ρωτώντας γι' αυτό, όπου σταματήσω όλοι το χαζεύουν, προφανώς γιατί το θεωρούν χαριτωμένο, γιατί κάτι τους λέει χωρίς ίσως να ξέρουν ακριβώς γιατί. Κι αυτό πάει 100 στην ευθεία, παραπάνω στον κατήφορο. Μέχρι τα 100 όμως, τα έχεις κάνει όλα κι έχεις περάσει πολύ καλά, ακόμα και στην πιο συνηθισμένη, βαρετή συνήθως διαδρομή. Γιατί μου ανάβουν φωτιές τώρα; Αν είχα ένα δεκάρικο για κάθε έναν που με ρώτησε, θα είχα μαζέψει τα λεφτά για να το αγοράσω, ή μήπως να τα μαζέψω για να πάρω δεκατριάρι Husqvarna, με τις τιμές που έχουν; Θέλει κανείς το εντεκάρι μου;

Ποιό είναι το μυστικό του Club 100; Κοίτα να δεις, ρωτάω ποιό είναι το μυστικό χωρίς να έχω εξηγήσει τι είναι το Club 100. Για να συνεννοούμαστε, προτείνω να λέμε πως ανήκουν στο Club 100 όλοι εκείνοι οι αναβάτες και όλες οι μοτοσυκλέτες που την κύρια απόλαυση από την οδήγησή τους την βρίσκουν πριν τα 100. Δεν υπάρχει περιορισμός κυβικών, ας είναι και Goldwing 1800, αρκεί να σου δίνει χαρά όταν την οδηγείς και κάτω από 100. Εκεί μέσα στο Club 100 μπαίνουν από μοτοποδήλατα μέχρι MX, trial και enduro, αν και οι superbikes και τα supersport όχι, καθώς δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος πως τα απολαμβάνει κυρίως πριν... φτάσει η πρώτη στον κόφτη. Στο Club 100 έτσι ανήκουν και τα classics, που κι αυτά τα απολαμβάνουμε με ταχύτητες καθημερινά εφικτές, κοινό χαρακτηριστικό των Club 100 μοτοσυκλετών. Όπως είπαμε και για τα χωματερά, που τα πάντα στον κόσμο τους συμβαίνουν κυρίως κάτω από τα 100, χωρίς αυτό να αφαιρεί ούτε στο ελάχιστο την γοητεία τους.

Το μυστικό λοιπόν του Club 100 είναι πως μπορείς να οδηγείς πραγματικά στο όριο, χωρίς να χρειάζεσαι ούτε πίστα, ούτε συγκεκριμένο είδος δρόμου, τίποτα το ειδικό. Κι όταν λέμε στο όριο, είναι από κάθε άποψη, στο όριο των δυνατοτήτων του αναβάτη ή της μοτοσυκλέτας: Στην ουσία, οι συγκινήσεις από την επαφή με αυτό το όριο δεν διαφέρουν από αυτές που ζει ο Rossi οδηγώντας στα MotoGP. Ακόμα κι ο ίδιος όμως ο Valentino, για να διασκεδάσει και να προπονηθεί και να ευχαριστηθεί οδήγηση όταν δεν καβαλάει την Μ1 του, κάνει γύρους σε πίστα dirt track με το Ouroboros που φτιάχνει ο πατέρας του ή παίζει με χωματερά μηχανάκια ή κοντράρεται με τους φίλους του πάνω σε φτιαγμένα τρίκυκλα Ape, άρα εκτός MotoGP, είναι κι εκείνος μέλος του Club 100, ακόμα κι αν δεν το ξέρει. Κάπως έτσι, διαπιστώνουμε πως στην κυριολεξία τους οι συγκινήσεις δεν εξαρτώνται από την απόλυτη ταχύτητα, παρά μόνο από την σχετική. Για να συγκινηθείς απαιτείται κίνηση, ελληνικά μιλάμε, ας καταλαβαίνουμε και τι σημαίνουν οι λέξεις. Γι' αυτό και υποστηρίζω πως για να ευχαριστηθείς την μοτοσυκλέτα, δεν απαιτείται ούτε η πιο γρήγορη, ούτε η πιο ακριβή, ούτε η πιο εξοπλισμένη, ούτε η πιο καινούργια. Το μόνο που χρειάζεται είναι να λειτουργεί, να την καβαλήσεις και να φύγεις.

Ίσως μερικούς να τους ξενίζει η ιδέα πως μπορεί να οδηγείς στο όριο ενώ πηγαίνεις σιγά. Κι εδώ μπαίνει η έννοια της απόλυτης και της σχετικής ταχύτητας. Όταν παλιότερα πηγαίναμε το ZX-12R τελικιασμένο στα 312, τότε βιώναμε την απόλυτη ταχύτητα μοτοσυκλέτας παραγωγής. Όταν σήμερα περνάμε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι με 40, πάμε αργά; Σε απόλυτα νούμερα ναι, σε σχετική ταχύτητα όχι, αν είναι πολύ δύσκολο να περάσει κάποιος από το ίδιο μονοπάτι με 42. Άρα, μπορείς να οδηγείς οριακά με 40, ενώ αν ταξιδεύεις στον ανοιχτό δρόμο με 160 κινδυνεύεις να σε πάρει ο ύπνος.

Αν και δεν δεχόμαστε νταλίκες στο Club 100, απατάσθε αν πιστέψετε πως είναι αργές ή δεν οδηγούνται οριακά, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιούμε εύκολα. Μια φορτωμένη νταλίκα που κινείται σταθερά με 100, μπορεί να βγάλει καλύτερη μέση ωριαία από μια παρέα γρήγορων που θα πηγαίνουν τέζα αλλά θα σταματάνε κάθε 50-60 χιλιόμετρα για ανεφοδιασμό, τσιγάρο και κουβεντούλα. Πόσες φορές δεν σας έχει τύχει να βλέπετε την νταλίκα που είχατε περάσει ώρα πριν, να σας προσπερνά όταν σταματήσετε στο βενζινάδικο; Βγάζει καλύτερη μέση ωριαία, τι να κάνουμε, κι όσο για την οριακή οδήγηση της νταλίκας, δεν την αντιλαμβανόμαστε όσο κινείται με σταθερή ταχύτητα, μόλις όμως συμβεί κάτι και πρέπει να φρενάρει ή να αλλάξει πορεία απότομα και αναλάβει πια η μάζα και η αδράνειά της τον λόγο, γίνεται χαμός.

Αν δεν απολαμβάνεις την οδήγηση πηγαίνοντας και χαλαρά, δεν είναι καλή η μοτοσυκλέτα. Σωστό ή λάθος; Ας το σκεφτούμε λίγο. Μου φαίνεται πως μια μοτοσυκλέτα που την απολαμβάνεις μόνο πηγαίνοντας γρήγορα, είναι χειρότερη από μια που την βρίσκεις μαζί της και στο χαλαρό και στο γρήγορο. Στην δεύτερη περίπτωση, χρειάζεται πολύ πιο ποιοτικές αναρτήσεις που να μπορούν να ανταποκριθούν το ίδιο καλά και σε χαμηλές και σε υψηλές ταχύτητες, κι αυτό είναι πιο δύσκολο και πιο ακριβό για να το πετύχει ένας κατασκευαστής μοτοσυκλετών. Απαιτείται επίσης πολύ μεγαλύτερη αρχική επένδυση στην σχεδίασή της, τόσο σε γνώση όσο και χρήμα, από το στάδιο της σχεδίασης ως τις δοκιμές εξέλιξης. Ζητήματα όπως η συγκέντρωση της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους έχουν προκύψει και εξελιχθεί από αυτή ακριβώς την ανάγκη, της ομοιογενούς και προβλέψιμης συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας σε όλες τις συνθήκες. Πολλοί μπερδεύουν την έννοια "ευκολοδήγητο" πιστεύοντας πως λίγο πολύ σημαίνει "μειωμένων δυνατοτήτων". Το αντίθετο συμβαίνει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αγαπημένες μας παντός δρόμου αυτού του τεύχους. Οι καλύτερες από αυτές χρειάστηκαν τουλάχιστον τρεις γενιές και δεκαετίες έρευνας, εξέλιξης και εμπειρίας για να φτάσουν τις σημερινές τους δυνατότητες, όπου φυσικά και είναι πιο ευκολοδήγητες από τις προγόνους τους ενώ ταυτόχρονα οι επιδόσεις τους είναι αναμφισβήτητα ανώτερες σε όλους τους τομείς. Και ειδικά για να γίνουν ικανές να μπουν και στο Club 100, να μπορούν δηλαδή να είναι απολαυστικές και όταν πηγαίνεις χαλαρά ή σε πολύ κλειστό στροφιλίκι, χρειάστηκε να βελτιωθεί τόσο η ομοιογένειά τους, όσο και κάθε υποσύστημά τους ξεχωριστά, μαζί με την αρμονική συνεργασία όλων των υποσυστημάτων. Νομίζετε πως είναι απλό να κάνεις ελαστικό έναν δικύλινδρο κινητήρα 1200 κυβικών και 130 ίππων, την στιγμή που μια γενιά πριν ένας παρόμοιος με 1000 κυβικά και 90 ίππους δεν ήταν; Καθόλου απλό. Αυτό φάνηκε άλλωστε γιατί ακόμα και μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας με τους ψεκασμούς ακόμα βελτιώνονται αισθητά κάθε χρόνο, σε αντίθεση με την αντίληψη που υπήρχε όταν πρωτοεφαρμόστηκαν (ή καλύτερα, την ελπίδα) πως τώρα τέλειωσαν όλοι μας οι μπελάδες, οι τροφοδοσίες αναφλέξεις θα αυτορυθμίζονται και με το software θα κάνεις μια έτσι με το laptop σου και θα τα φτιάχνεις όλα. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Όπως δεν είναι και απλό να φτιάξεις έναν προοδευτικό, σταθερής απόδοσης συμπλέκτη, ένα καλοσχεδιασμένο κιβώτιο με τις κατάλληλες σχέσεις και σωστή αίσθηση κουμπώματος ταχύτητας στο λεβιέ, και τόσα άλλα. Αυτό που θέλω να πω είναι πως για να φτιαχτεί μια ικανή μοτοσυκλέτα, απολαυστική σε όλες τις συνθήκες, ρυθμούς και ταχύτητες, απαιτείται πολύ περισσότερος κόπος, χρόνος, γνώση και χρήμα απ' ότι για να φτιάξεις μια που αποδίδει καλά μόνο σε συγκεκριμένες συνθήκες. Πρέπει να είσαι πολύ καλός για να μπεις στο Club 100!

Mε μια πιο ευρεία ερμηνεία, οι μοτοσυκλέτες που αξίζουν να μπουν στο Club 100 είναι όσες απολαμβάνουμε καθημερινά, σε κάθε ρυθμό και σε κάθε δρόμο, ανεξάρτητα από κυβικά, τιμή και ηλικία. Ήδη το Club απέκτησε το δεύτερο μέλος του, τον Λύκο, που ενθουσιάστηκε με την ιδέα, μην αρχίσετε όμως να λέτε για καταστατικά και προεδρεία, δεν χρειάζεται να καταδικάσουμε το Club μόλις που γεννήθηκε, είπαμε, το Club 100 είναι μόνο ιδέα και άποψη, κι ας παραμείνει έτσι.