Editorial 585 - Ένας σπάνιος άνθρωπος

Από το

motomag

1/8/2018

Δεν είμαι σίγουρος για το πώς πρέπει να μετριέται η επιτυχία μιας εταιρίας. Από την σημερινή της κατάσταση; Ή από αυτά που στην πορεία του χρόνου κατάφερε; Το ίδιο και για τους ανθρώπους. Μπορείς να πεις έναν άνθρωπο σαν τον Ivano Beggio αποτυχημένο, μόνο και μόνο γιατί στο τέλος, τα όνειρά του ήταν μεγαλύτερα από την πραγματικότητα; Κάθε άλλο. Από το 2004, όταν οι πιστωτές του τον ανάγκασαν να πουλήσει τις εταιρίες του Aprilia, Moto Guzzi και Laverda (με αγοραστή την Piaggio), τον είχαμε σχεδόν ξεχάσει, και τον θυμηθήκαμε πάλι φέτος, με αφορμή τον θάνατό του σε ηλικία 73 ετών, μετά από μακρόχρονη ασθένεια.

Ας το πάμε ανάποδα: Πως κατέληξε χρεωμένη η μεγαλύτερη το 2001 εταιρία μοτοσυκλετών στην Ευρώπη, με πωλήσεις πάνω από 300.000 κομμάτια; Τρεις ήταν οι λόγοι. Το 2000 ο Beggio είχε αγοράσει την Moto Guzzi και την Laverda, επενδύοντας σημαντικά ποσά στο εργοστάσιο του Mandello del Lario, όπως και στην εξέλιξη των νέων V2 της Guzzi, ενώ ετοίμαζε και την αναβίωση της Laverda. Πάνω που είχε χρεωθεί για να γίνουν όλα αυτά, η αγορά των scooter στην Ιταλία πήρε τον κατήφορο γιατί έγινε υποχρεωτικό το κράνος και ακρίβυναν πολύ τα ασφάλιστρα, στερώντας από σημαντικά έσοδα την Aprilia. Ο τρίτος λόγος ήταν μια απόφαση που τώρα φαίνεται αδικαιολόγητη, να αφήσει δηλαδή η Aprilia το συγκριτικά οικονομικό παγκόσμιο superbike και να προσπαθήσει να πρωταγωνιστήσει στα MotoGP με το τρικύλινδρο RS Cube που είχε σχεδιάσει η Cosworth. Τα όνειρά του όμως δεν τα διάλεγε με κριτήριο το φτηνότερο. Αυτή η προσπάθεια ουσιαστικά έβαλε τέλος στην ιδιοκτησία της Aprilia από τον Beggio, καθώς το 2003 η Aprilia μπήκε μέσα 43 εκατομμύρια ευρώ.   

Ο πατέρας του, Cavaliere Alberto Beggio, είχε μια βιοτεχνία ποδηλάτων στο Noale, βόρεια από την Βενετία. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60, έβγαζε και κάτι αυτοματάκια με μικρούς τροχούς. Ο Ivano είχε σπουδάσει μηχανολόγος και ήταν μόλις 27 ετών όταν το 1968 έχασε τον πατέρα του και ανέλαβε τις τύχες της εταιρίας. Στην καρδιά του δεν είχε πετάλια, αλλά βενζίνη και τρακτερωτά λάστιχα. Ήδη το 1970 είχε έτοιμο το Scarabeo cross, κι έβαζε τις βάσεις για το αγωνιστικό τμήμα, που στην αρχή ασχολούνταν μόνο με χωματερά, κερδίζοντας το 1977 τα πρωταθλήματα ΜΧ Ιταλίας στα 125 και 250 κυβικά. Σήμερα λίγοι θυμούνται τα motocross, τα enduro και τα trial της Aprilia, αλλά ήταν όμως εξαιρετικές μοτοσυκλέτες που έτρεξαν και κέρδισαν παντού πρωταθλήματα, και στην Ελλάδα: Το πρώτο παγκόσμιό της η Aprilia το κέρδισε στο trial, με τον Tommi Ahvala. Πιστεύοντας ακράδαντα πως οι επιτυχίες στους αγώνες φέρνουν και πωλήσεις, και φροντίζοντας προσωπικά για την εμφάνιση των μοτοσυκλετών του (είχε πάθος με το design και τους χρωματισμούς), μπήκε και στους αγώνες ταχύτητας, κι εκεί η Aprilia είχε ακόμα μεγαλύτερες επιτυχίες. Πολλοί γνωστοί αναβάτες ξεκίνησαν υπό την σκέπη του Beggio: Ο έφηβος Valentino Rossi πήρε τον πρώτο του τίτλο στα 125 το ’97, και στα 250 δυό χρόνια αργότερα, με Aprilia. Και ο Max Biaggi (που δηλώνει πως ο Beggio ήταν σαν πατέρας του) πήρε δύο συνεχόμενα στα 250, χωρίς να ξεχνάμε τους Loris Capirossi, Marco Simoncelli, Casey Stoner, Marco Melandri, Loris Reggiani, Alvaro Bautista, Manuel Poggiali και Alessandro Gramigni. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της πολύχρονης αγωνιστικής προσπάθειας ήταν 54 παγκόσμια πρωταθλήματα, περισσότερα από κάθε άλλης Ευρωπαϊκής εταιρίας. Τα 38 από αυτά στα GP (294 νίκες!), 7 στα superbike, 7 στα supermoto και 2 στο trial.  Παράλληλα, η ανάπτυξη της Aprilia ήταν ραγδαία, και τα έσοδά της αυξήθηκαν… 140 φορές ανάμεσα στο 1982 και το 1997, χρονιά που η παραγωγή έφτασε τις 290.000 μονάδες.   

Πως κατάφερε όμως ο Beggio να τα κάνει όλα αυτά;  Ο Romano Albesiano, τώρα επικεφαλής της Aprilia στα MotoGP, που είχε δουλέψει με τον Beggio, λέει πως “Χρειάζεται να σκεφτεί κανείς πόσους πρωταθλητές έχει γαλουχήσει η Aprilia, πόσες νίκες και πόσα πρωταθλήματα έχει πάρει, για να αρχίσει να αντιλαμβάνεται την σπουδαιότητα των προσπαθειών του Ivano Beggio. Αντιμετώπισε τους Ιάπωνες στις πίστες και τους νίκησε, κόντρα στους μεγαλύτερους κατασκευαστές του κόσμου, ξεκινώντας από το μηδέν. Για να το πετύχεις αυτό χρειάζεται να βάλεις μαζί και ψυχή και σώμα. Να έχεις σπουδαίες διοικητικές ικανότητες και πολλή αγάπη για τον κόσμο μας.” Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά, μόλις πέντε χρόνια από τότε που ξεκίνησε να φτιάχνει μοτοσυκλέτες, ο Beggio είχε στο νου του τον Ιαπωνικό ανταγωνισμό, θυμίζοντας τον Soichiro Honda που στο ξεκίνημά του είχε ήδη στο νου του το διεθνές άνοιγμα της Honda, δηλώνοντας πως “Αν δεν είμαστε πρώτοι στον κόσμο, πως θα είμαστε πρώτοι στην Ιαπωνία;”. Χαρακτηριστικό του σκεπτικού του Beggio ήταν πως το 1979 είχε προσλάβει για το παγκόσμιο MX τον Ιάπωνα εργοστασιακό αναβάτη Torao Suzuki, με το σκεπτικό “Πώς να αντισταθείς σε κάποιον που ήταν αναβάτης της Yamaha και τον λένε Suzuki;”. Ανταμείφθηκε με μια έκτη θέση στο παγκόσμιο ΜΧ, το 1980.

O Beggio ήταν πολυτάλαντος και πολυπράγμων, με πάθος για τις μοτοσυκλέτες, την τεχνολογία τους, την αισθητική τους, τους αγώνες. Η Aprilia καθιέρωσε και τις race replica, ήταν η πρώτη που έβγαλε μονόμπρατσο ψαλίδι σε παραγωγή (το 1987 με το AF1 125), είχε δίχρονα παραγωγής με ψεκασμό, χρησιμοποιούσε διεθνούς φήμης σχεδιαστές όπως ο Phillip Starck και είχε αξιόλογες μοτοσυκλέτες σε κάθε κατηγορία, από μοτοποδήλατα ως superbike. Σημαντικό ρόλο έπαιξε η ατμόσφαιρα που επικρατούσε επί Beggio μέσα την εταιρία. Όπως θυμάται ο Albesiano, “Ήταν ένα ανεπανάληπτο περιβάλλον, με μια έννοια αναρχικό, πάντα με ένταση και πάθος, όπου ανάμεσα σε έντονες διαφωνίες και αδελφικές φιλίες γεννήθηκαν εξαιρετικές μοτοσυκλέτες που αντιμετώπιζαν στα ίσα τον ανταγωνισμό. Ο Ivano Beggio ήταν ο αδιαμφισβήτητος μονάρχης αυτού του μαγικού βασιλείου που είχε δημιουργήσει κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωσή του”.  

Για τον Beggio δεν είχε σημασία τι μέρα ή τι ώρα ήταν. Έπαιρνε τηλέφωνο τους συνεργάτες του οποτεδήποτε, για να τους πει μια ιδέα του ή να μάθει τι γίνεται με διάφορα project, όπως αυτό με τις κυψέλες υδρογόνου, που κινούσαν ένα σκουτεράκι που το 2001 είχε τελική 75 km/h. Αποτελούσε έναν γενναίο συνδυασμό μηχανολόγου, επιχειρηματία και γνώστη της αισθητικής, παθιασμένου με την ζωή και με όλα τα ωραία της. Στην ζωή του είχε βοηθήσει πολλούς, χωρίς ποτέ να επιδιώξει να το μάθει κανείς. Δεν μπορεί παρά να σκεφτεί κανείς πως ίσως και να ήταν ο τελευταίος μιας γενιάς σπάνιων ανθρώπων, ιδιοκτητών εταιριών μοτοσυκλετών, που κατάφεραν να τις γιγαντώσουν, επηρεάζοντας θετικά τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων και κάνοντας τον κόσμο μας έναν πιο ενδιαφέροντα τόπο.  

 

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.