Editorial 585 - Ένας σπάνιος άνθρωπος

Από το

motomag

1/8/2018

Δεν είμαι σίγουρος για το πώς πρέπει να μετριέται η επιτυχία μιας εταιρίας. Από την σημερινή της κατάσταση; Ή από αυτά που στην πορεία του χρόνου κατάφερε; Το ίδιο και για τους ανθρώπους. Μπορείς να πεις έναν άνθρωπο σαν τον Ivano Beggio αποτυχημένο, μόνο και μόνο γιατί στο τέλος, τα όνειρά του ήταν μεγαλύτερα από την πραγματικότητα; Κάθε άλλο. Από το 2004, όταν οι πιστωτές του τον ανάγκασαν να πουλήσει τις εταιρίες του Aprilia, Moto Guzzi και Laverda (με αγοραστή την Piaggio), τον είχαμε σχεδόν ξεχάσει, και τον θυμηθήκαμε πάλι φέτος, με αφορμή τον θάνατό του σε ηλικία 73 ετών, μετά από μακρόχρονη ασθένεια.

Ας το πάμε ανάποδα: Πως κατέληξε χρεωμένη η μεγαλύτερη το 2001 εταιρία μοτοσυκλετών στην Ευρώπη, με πωλήσεις πάνω από 300.000 κομμάτια; Τρεις ήταν οι λόγοι. Το 2000 ο Beggio είχε αγοράσει την Moto Guzzi και την Laverda, επενδύοντας σημαντικά ποσά στο εργοστάσιο του Mandello del Lario, όπως και στην εξέλιξη των νέων V2 της Guzzi, ενώ ετοίμαζε και την αναβίωση της Laverda. Πάνω που είχε χρεωθεί για να γίνουν όλα αυτά, η αγορά των scooter στην Ιταλία πήρε τον κατήφορο γιατί έγινε υποχρεωτικό το κράνος και ακρίβυναν πολύ τα ασφάλιστρα, στερώντας από σημαντικά έσοδα την Aprilia. Ο τρίτος λόγος ήταν μια απόφαση που τώρα φαίνεται αδικαιολόγητη, να αφήσει δηλαδή η Aprilia το συγκριτικά οικονομικό παγκόσμιο superbike και να προσπαθήσει να πρωταγωνιστήσει στα MotoGP με το τρικύλινδρο RS Cube που είχε σχεδιάσει η Cosworth. Τα όνειρά του όμως δεν τα διάλεγε με κριτήριο το φτηνότερο. Αυτή η προσπάθεια ουσιαστικά έβαλε τέλος στην ιδιοκτησία της Aprilia από τον Beggio, καθώς το 2003 η Aprilia μπήκε μέσα 43 εκατομμύρια ευρώ.   

Ο πατέρας του, Cavaliere Alberto Beggio, είχε μια βιοτεχνία ποδηλάτων στο Noale, βόρεια από την Βενετία. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60, έβγαζε και κάτι αυτοματάκια με μικρούς τροχούς. Ο Ivano είχε σπουδάσει μηχανολόγος και ήταν μόλις 27 ετών όταν το 1968 έχασε τον πατέρα του και ανέλαβε τις τύχες της εταιρίας. Στην καρδιά του δεν είχε πετάλια, αλλά βενζίνη και τρακτερωτά λάστιχα. Ήδη το 1970 είχε έτοιμο το Scarabeo cross, κι έβαζε τις βάσεις για το αγωνιστικό τμήμα, που στην αρχή ασχολούνταν μόνο με χωματερά, κερδίζοντας το 1977 τα πρωταθλήματα ΜΧ Ιταλίας στα 125 και 250 κυβικά. Σήμερα λίγοι θυμούνται τα motocross, τα enduro και τα trial της Aprilia, αλλά ήταν όμως εξαιρετικές μοτοσυκλέτες που έτρεξαν και κέρδισαν παντού πρωταθλήματα, και στην Ελλάδα: Το πρώτο παγκόσμιό της η Aprilia το κέρδισε στο trial, με τον Tommi Ahvala. Πιστεύοντας ακράδαντα πως οι επιτυχίες στους αγώνες φέρνουν και πωλήσεις, και φροντίζοντας προσωπικά για την εμφάνιση των μοτοσυκλετών του (είχε πάθος με το design και τους χρωματισμούς), μπήκε και στους αγώνες ταχύτητας, κι εκεί η Aprilia είχε ακόμα μεγαλύτερες επιτυχίες. Πολλοί γνωστοί αναβάτες ξεκίνησαν υπό την σκέπη του Beggio: Ο έφηβος Valentino Rossi πήρε τον πρώτο του τίτλο στα 125 το ’97, και στα 250 δυό χρόνια αργότερα, με Aprilia. Και ο Max Biaggi (που δηλώνει πως ο Beggio ήταν σαν πατέρας του) πήρε δύο συνεχόμενα στα 250, χωρίς να ξεχνάμε τους Loris Capirossi, Marco Simoncelli, Casey Stoner, Marco Melandri, Loris Reggiani, Alvaro Bautista, Manuel Poggiali και Alessandro Gramigni. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της πολύχρονης αγωνιστικής προσπάθειας ήταν 54 παγκόσμια πρωταθλήματα, περισσότερα από κάθε άλλης Ευρωπαϊκής εταιρίας. Τα 38 από αυτά στα GP (294 νίκες!), 7 στα superbike, 7 στα supermoto και 2 στο trial.  Παράλληλα, η ανάπτυξη της Aprilia ήταν ραγδαία, και τα έσοδά της αυξήθηκαν… 140 φορές ανάμεσα στο 1982 και το 1997, χρονιά που η παραγωγή έφτασε τις 290.000 μονάδες.   

Πως κατάφερε όμως ο Beggio να τα κάνει όλα αυτά;  Ο Romano Albesiano, τώρα επικεφαλής της Aprilia στα MotoGP, που είχε δουλέψει με τον Beggio, λέει πως “Χρειάζεται να σκεφτεί κανείς πόσους πρωταθλητές έχει γαλουχήσει η Aprilia, πόσες νίκες και πόσα πρωταθλήματα έχει πάρει, για να αρχίσει να αντιλαμβάνεται την σπουδαιότητα των προσπαθειών του Ivano Beggio. Αντιμετώπισε τους Ιάπωνες στις πίστες και τους νίκησε, κόντρα στους μεγαλύτερους κατασκευαστές του κόσμου, ξεκινώντας από το μηδέν. Για να το πετύχεις αυτό χρειάζεται να βάλεις μαζί και ψυχή και σώμα. Να έχεις σπουδαίες διοικητικές ικανότητες και πολλή αγάπη για τον κόσμο μας.” Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά, μόλις πέντε χρόνια από τότε που ξεκίνησε να φτιάχνει μοτοσυκλέτες, ο Beggio είχε στο νου του τον Ιαπωνικό ανταγωνισμό, θυμίζοντας τον Soichiro Honda που στο ξεκίνημά του είχε ήδη στο νου του το διεθνές άνοιγμα της Honda, δηλώνοντας πως “Αν δεν είμαστε πρώτοι στον κόσμο, πως θα είμαστε πρώτοι στην Ιαπωνία;”. Χαρακτηριστικό του σκεπτικού του Beggio ήταν πως το 1979 είχε προσλάβει για το παγκόσμιο MX τον Ιάπωνα εργοστασιακό αναβάτη Torao Suzuki, με το σκεπτικό “Πώς να αντισταθείς σε κάποιον που ήταν αναβάτης της Yamaha και τον λένε Suzuki;”. Ανταμείφθηκε με μια έκτη θέση στο παγκόσμιο ΜΧ, το 1980.

O Beggio ήταν πολυτάλαντος και πολυπράγμων, με πάθος για τις μοτοσυκλέτες, την τεχνολογία τους, την αισθητική τους, τους αγώνες. Η Aprilia καθιέρωσε και τις race replica, ήταν η πρώτη που έβγαλε μονόμπρατσο ψαλίδι σε παραγωγή (το 1987 με το AF1 125), είχε δίχρονα παραγωγής με ψεκασμό, χρησιμοποιούσε διεθνούς φήμης σχεδιαστές όπως ο Phillip Starck και είχε αξιόλογες μοτοσυκλέτες σε κάθε κατηγορία, από μοτοποδήλατα ως superbike. Σημαντικό ρόλο έπαιξε η ατμόσφαιρα που επικρατούσε επί Beggio μέσα την εταιρία. Όπως θυμάται ο Albesiano, “Ήταν ένα ανεπανάληπτο περιβάλλον, με μια έννοια αναρχικό, πάντα με ένταση και πάθος, όπου ανάμεσα σε έντονες διαφωνίες και αδελφικές φιλίες γεννήθηκαν εξαιρετικές μοτοσυκλέτες που αντιμετώπιζαν στα ίσα τον ανταγωνισμό. Ο Ivano Beggio ήταν ο αδιαμφισβήτητος μονάρχης αυτού του μαγικού βασιλείου που είχε δημιουργήσει κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωσή του”.  

Για τον Beggio δεν είχε σημασία τι μέρα ή τι ώρα ήταν. Έπαιρνε τηλέφωνο τους συνεργάτες του οποτεδήποτε, για να τους πει μια ιδέα του ή να μάθει τι γίνεται με διάφορα project, όπως αυτό με τις κυψέλες υδρογόνου, που κινούσαν ένα σκουτεράκι που το 2001 είχε τελική 75 km/h. Αποτελούσε έναν γενναίο συνδυασμό μηχανολόγου, επιχειρηματία και γνώστη της αισθητικής, παθιασμένου με την ζωή και με όλα τα ωραία της. Στην ζωή του είχε βοηθήσει πολλούς, χωρίς ποτέ να επιδιώξει να το μάθει κανείς. Δεν μπορεί παρά να σκεφτεί κανείς πως ίσως και να ήταν ο τελευταίος μιας γενιάς σπάνιων ανθρώπων, ιδιοκτητών εταιριών μοτοσυκλετών, που κατάφεραν να τις γιγαντώσουν, επηρεάζοντας θετικά τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων και κάνοντας τον κόσμο μας έναν πιο ενδιαφέροντα τόπο.  

 

editorial 525 - Ο μύθος ζει

Από το

Μαύρο Σκύλο

25/7/2013

Κι όμως, ο μύθος της μοτοσυκλέτας δημιουργήθηκε από αυτούς που προκαλούσαν το κοινό αίσθημα, την κοινή ησυχία και τους φιλήσυχους πολίτες. Κάτι Άγριοι Μάρλον Μπράντοι, κάτι Ήσυχοι Καβαλάρηδες με τα πιρούνια σαπέρα, κάτι μπυροκοιλιάδες με πολλά ραφτά στα γιλέκα τους, κάτι αλάνια με τέσσερις σε καμία και κουρελούδες για να έρθουμε και στα δικά μας. Μπορεί από την απόσταση των τριάντα ή σαράντα χρόνων όλα αυτά να μας φαίνονται από αφελή έως ρομαντικά, για την εποχή τους όμως ήταν πολύ σοβαρά, απασχολούσαν την κοινή γνώμη, οι γριές σταυροκοπιόντουσαν, οι νοικοκυραίοι έβριζαν τα ξεκράνωτα αληταριά. Παράλληλα, υπήρχαν βέβαια και οι καθωσπρέπει μοτοσυκλετιστές, με τα κράνη τους και τα δερμάτινά τους τα Λιούις Λέδερς που είχαν φέρει "απέξω", καβάλα στα ακριβά τους μηχανάκια. Πολύ χοντρικά, υπήρχε ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε παράνομους και νόμιμους.

Όταν οι "νόμιμοι" έγιναν πολλοί, κι έγιναν πολλοί χάρη στο μύθο που είχαν δημιουργήσει οι "παράνομοι", χρειάστηκαν δεκαετίες προσπαθειών για να καθαρίσουν από πάνω τους τη ρετσινιά του αλήτη. Εδώ μέσα υπάρχει μια σχιζοφρένεια, αν το σκεφθεί κανείς ψύχραιμα. Δηλαδή κάποιοι προσελκύονται από την αίγλη της αντίστασης στα κατεστημένα ήθη μέσω της μοτοσυκλέτας, κι αμέσως μετά προσπαθούν να αποκηρύξουν αυτή την εικόνα. Δεν χάνουν έτσι τον λόγο που τους έφερε στην μοτοσυκλέτα, μαζί με την αίγλη της; Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, που "γέμισε ο τόπος μοτοσυκλέτες", όταν άλλοι προσπαθούν να οριοθετήσουν τους "αληθινούς" σε σχέση με τους "ψεύτικους" μοτοσυκλετιστές. Μπορούν όμως στ' αλήθεια να μπουν κριτήρια μοτοσυκλετιστικής αυθεντικότητας; Να φτιάξουμε κι ένα ειδικό ΚΤΕΟ αναβατών που θα δίνει πιστοποιητικά γνησιότητας; Και τι κριτήρια θα μπορούσαν να είναι αυτά; Διανυθέντα χιλιόμετρα; Μηχανολογικές γνώσεις; Χρονομετρήσεις στην πίστα; Δεν πιστεύω πως έχει καν νόημα να το σκέφτεται κανείς.

Αν επιλέξει κανείς μοτοσυκλέτα, είναι μοτοσυκλετιστής. Για όποιον λόγο κι αν το κάνει. Ας μην ξέρει κατά που πέφτει το μπουζί κι ας πιστεύει πως η μπιέλα είναι είδος παγωτού ή τραγουδίστρια. Ας μην έχει ταξιδέψει ποτέ έξω από τα όρια του δήμου του. Ακόμα κι αν πλαγιάζει μόνο όταν κοιμάται, κι όχι στις στροφές. Τι σε κόφτει εσένα και γκρινιάζεις; Μήπως κι εσύ, αντίστοιχα, δεν χάλασες την πιάτσα σ' ό,τι σου αναλογεί; Αν ζήταγες την γνώμη των παλιών αλανιών για σένα, αλλά και των σύγχρονων, μπορεί κι εκείνοι να σκέφτονται κάτι αντίστοιχα μειωτικό για σένα.

Για σκέψου. Αγόρασες μοτοσυκλέτα γιατί; Όποια απάντηση κι αν δώσει ο καθένας μας σ' αυτό το ερώτημα, δεν θα γίνει περισσότερο ή λιγότερο μοτοσυκλετιστής. Ναι κύριε, αγόρασα από μίμηση. Ναι, εγώ για φιγούρα. Ναι, για να δείχνω πως είμαι ωραίος τύπος, για να τρομάζω τον εαυτό μου, για να ανήκω κάπου, για να αποκτήσω μια ταυτότητα, δώστε όποια απάντηση θέλετε, κι από αυτές που θεωρούνται θετικές, ή από αυτές που άλλοι θεωρούν κατακριτέες. Μην δίνετε καμία σημασία, τελικά, δεν έχει σημασία το γιατί.

Αν θεωρήσει κανείς πως μπορεί να υπάρχουν "κριτήρια μοτοσυκλετιστού", είναι σαν να δέχεται πως υπάρχουν μοτοσυκλετιστές – πρότυπα που σαν κι αυτούς θα έπρεπε να είναι και όλοι οι άλλοι. Αυτό όμως θυμίζει πολύ επικίνδυνα κάτι άλλους τύπους που λένε πως όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να ανήκουν στην Άρεια φυλή και τους υπόλοιπους να τους κάνουμε σαπούνια. Αν αρχίσουμε με τα κριτήρια και τις προδιαγραφές, τότε ξεκινάμε μια διαδικασία χωρίς νόημα και χωρίς τέλος, θα καταντήσουμε σαν τους πολιτικούς και τα κόμματά τους.

Φυσικά, υπάρχουν και οι ακραίοι. Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει πουθενά στον πλανήτη απολύτως νομοταγής μοτοσυκλετιστής, που δεν παραβαίνει ποτέ τον ΚΟΚ και είναι πλήρως συμμορφωμένος με κάποια ιδανικά πρότυπα μοτοσυκλετιστή. Έτσι ως υπόθεση εργασίας, ας πούμε πως υπάρχει. Στο άλλο άκρο, έζησα πρόσφατα μια βραδιά στην Καστοριά, όπου οι συνήθεις προσκολλούμενοι της Πανελλήνιας κάγκουρες έκαναν τα δικά τους, burn out, μοτέρ στους κόφτες κι άλλα τέτοια ψυχαγωγικά, παρέα με μερικούς ντόπιους.

Το σκηνικό εύκολα θα μπορούσε να είχε ξεφύγει εντελώς. Το πλήθος που είχε μαζευτεί στον παραλιακό δρόμο μπροστά στα μπαράκια απολάμβανε την μηχανολογική αναισθησία και το άρωμα του καμένου λάστιχου. Μα πόση ώρα μπορεί να δουλεύει ένα V-Strom 650 στον κόφτη; Πόσο μεγάλο κατόρθωμα είναι να κάψεις ένα λάστιχο σταματημένος; Κάποια στιγμή, η αστυνομία που ήταν απούσα από το συγκεκριμένο σημείο, αλλά ειδοποιημένη εκ των προτέρων από τους οργανωτές της Πανελλήνιας περίμενε τέτοιου είδους γεγονότα, έκλεισε την κυκλοφορία στον δρόμο αυτό και περίμενε μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπέρα, στα φανάρια. Άφησε δηλαδή να ξεφύγει πρώτα το πράγμα, αντί να έχει μια διακριτική παρουσία που θα απέτρεπε να ξεφύγει. Έτσι κι αλλιώς, ήταν τόσο το πλήθος που άλλες αγαπημένες γυμναστικές επιδείξεις όπως σούζες και κόντρες, δεν ήταν δυνατόν να γίνουν. Μια μοτοσυκλέτα όμως που σβουρίζει επιτόπου, ξυστά στα πόδια εκατοντάδων θεατών, ή πιο δίπλα η άλλη που έκαιγε λάστιχο με το μοτέρ στον κόφτη, δεν θέλει πολύ για να εκτοξευτεί μέσα στο πλήθος, από απόσταση επαφής. Τα θύματα θα ήταν σίγουρα, ευτυχώς όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο ανέβαινε και το "κέφι". Κι όταν στο αποκορύφωμά του έφτασαν τρία περιπολικά και συνέλαβαν ένα άτομο, ήταν σαφώς αργά: Το πλήθος με μια βοή έκλεισε γύρω από τα περιπολικά, επιτέθηκε στους αστυνομικούς και απέσπασε τελικά τον κρατούμενο από τα χέρια τους, εμφανώς χτυπημένο και με τα ρούχα σκισμένα. Το πλήθος πέταγε μπουκάλια, φώναζε περί μπάτσων γουρουνιών και δολοφόνων, έσπασε κι ένα παρμπρίζ περιπολικού. Αν ήμουν αστυνομικός, μάλλον θα φοβόμουν για την ζωή μου εκείνη την ώρα, ως θεατής, είχα το νου μου μην αρχίσουν να πέφτουν τίποτα αδέσποτες, από μάπες έως σφαίρες. Δεν ήθελε και πολύ. Οι αστυνομικοί, ψύχραιμοι, αποφασίζουν να φύγουν. Μόλις μπήκαν στα περιπολικά, κάποιος που είχε τη μηχανή του παρκαρισμένη με την ανοιχτή της εξάτμιση μισό μέτρο από το παράθυρο του οδηγού του περιπολικού, ανέβηκε πάνω της, έβαλε μπρος, κι άφησε το μοτέρ να κακαρίζει στον κόφτη. Οι αστυνομικοί ξανακατεβαίνουν από τα περιπολικά, μιλάνε με τον τύπο, αλλά δεν τον συλλαμβάνουν. Απ' ό,τι κατάλαβα ακούγοντάς τους να μιλάνε, ήταν ντόπιος, τον ήξεραν. Τα μάζεψαν κι έφυγαν από κει, αλλά την έστησαν στα φανάρια όπου υπήρχε και κλούβα των ΜΑΤ, κι έγραφαν όποιον έφευγε από κει. Αυτά έγιναν το Σάββατο, τα ίδια και χειρότερα επαναλήφθηκαν την Κυριακή, χωρίς όμως έφοδο περιπολικών. Απλά κάθησαν και έγραφαν ως τα ξημερώματα όσους έφευγαν από κει, για ό,τι μπορούσαν να τους γράψουν.

Το ζήτημα για το αν ήταν σωστές οι ενέργειες της αστυνομίας είναι άλλο, γιατί ακούγεται λίγο περίεργο να επιτρέπεις να γίνεται η κόλαση και μετά να γράφεις όποιον φεύγει από κει γιατί δεν φόραγε κράνος. Είναι σαφές πως θα μπορούσαν να είχαν χειριστεί πιο αποτελεσματικά την κατάσταση. Αυτό όμως που με απασχολεί εδώ είναι πως δεν μπορεί να δηλώνει κάποιος "αυτοί δεν είναι μοτοσυκλετιστές", και να ελπίζει έτσι πως δεν θα του κολλήσει κι αυτού η ρετσινιά του κάγκουρα (ή ο τιμητικός τίτλος, ανάλογα από ποια μεριά το βλέπεις). Είτε μας αρέσει είτε όχι, όλοι εμείς που χρησιμοποιούμε μοτοσυκλέτα είμαστε μοτοσυκλετιστές, χωρίς εξαιρέσεις. Και πρώτα απ' όλα βέβαια, είμαστε άνθρωποι, το "μοτοσυκλετιστής" είναι απλά μια ακόμα ιδιότητα που μπορεί να έχει κανείς. Δεν έχουμε όλοι τον ίδιο χαρακτήρα, δεν συμπεριφερόμαστε το ίδιο. Ζούμε όμως σε μια κοινωνία, κι έχουμε συμφωνήσει να τηρούμε κάποιους κανόνες. Υπάρχει νομοθεσία για το τι επιτρέπεται και τι όχι. Κι ο καθένας είναι υπεύθυνος και υπόλογος για τις πράξεις του. Όπως δεν έχει κανένα νόημα να βγαίνουν οι πολίτες και να δηλώνουν "εμείς δεν είμαστε κλέφτες", όταν κάποιοι άλλοι ληστέψουν μια τράπεζα, έτσι δεν έχει και νόημα να φωνάζουμε "αυτοί δεν είναι μοτοσυκλετιστές, εμείς δεν είμαστε έτσι". Το τι είναι ο καθένας το δείχνει με τις πράξεις του, κι όσοι είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να πιστεύουν πως οι πράξεις μερικών δεκάδων ατόμων χαρακτηρίζουν εκατοντάδες χιλιάδες άλλους, δικό τους πρόβλημα (ευφυΐας). Αν υπάρχουν δέκα δολοφόνοι μέσα σε δέκα εκατομμύρια Έλληνες, τότε όλοι οι Έλληνες είναι δολοφόνοι;

Αν υπάρχουν μοτοσυκλετιστές με παραβατική συμπεριφορά, δεν είναι υπόθεση των υπόλοιπων μοτοσυκλετιστών να τους "συνετίσουν", ούτε χρειάζεται να διαχωρίσουν την θέση τους. Δεν μιλάμε για αυτοδικία εδώ. Ούτε η αποκήρυξή τους από τους υπόλοιπους έχει κάποιο νόημα ή αποτέλεσμα. Το μόνο που έχει νόημα, είναι να κάνει ο καθένας τη δουλειά του. Οι οργανωτές της Πανελλήνιας την δική τους, η αστυνομία την δική της. Καλά έκαναν οι πρώτοι και προειδοποίησαν τις αρχές, αφού ήξεραν το φορτίο που κουβαλάει τόσα χρόνια η Πανελλήνια, πολύ άσχημα έκαναν οι δεύτεροι την δική τους, αφού απουσίαζε η έννοια πρόληψη, και δεν έκαναν τίποτα μέχρι να ξεφύγει τελείως η κατάσταση.

Μερικοί ίσως σκεφτούν πως είναι λυπηρό ότι οι καγκουριές στην Καστοριά συγκέντρωναν κάθε βράδυ πολύ περισσότερο κόσμο απ' ότι συνολικά η Πανελλήνια στο Νεστόριο. Από αυτό μπορεί να βγει το συμπέρασμα πως πολύ περισσότεροι γουστάρουν έκνομο χαβαλέ απ' ότι μια συγκέντρωση καθωσπρέπει μοτοσυκλετιστών. Και που είναι το πρόβλημα δηλαδή, και γιατί πρέπει να μας εκπλήσσει αυτό; Ίσα ίσα, που είναι φυσικό και αναμενόμενο και κανένα πρόβλημα. Το αντίθετο θα ήταν σαν να υποστηρίζουμε πόσο την βρίσκουμε να ταξιδεύουμε στην εθνική οδό τηρώντας τα όρια ταχύτητας. Ξαναγυρίζουμε έτσι στην αρχή του κειμένου μας, και στις αρχές του μύθου της μοτοσυκλέτας. Μήπως είναι αυτοί ακριβώς οι κάγκουρες που τον συντηρούν σήμερα, άσχετα αν οι καθωσπρέπει τους γουστάρουν ή όχι; Φυσικά και δεν επικροτώ ή δεν ενθαρρύνω συμπεριφορές που βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή των άλλων. Σκέφτομαι όμως, πως αν οι πολιτικώς ορθοί μοτοσυκλετιστές είχαν αντίστοιχη ενέργεια και προσήλωση στον στόχο τους, θα είχαν πετύχει πολύ περισσότερα. Οι συμπεριφορές των ανθρώπων δεν αλλάζουν εύκολα. Ακριβώς όπως και οι γυναίκες προτιμούν τα κακά παιδιά από τα μαμόθρεφτα, έτσι και οι κάγκουρες έχουν το δικό τους κοινό. Μήπως υπάρχει και λίγη ζήλεια σ' αυτή την αντιπαράθεση; Αντίστοιχη με την αρχέγονη έχθρα μεταξύ νομάδων και μονίμως εγκατεστημένων;

Είμαστε όλοι μοτοσυκλετιστές. Δεν μπορεί να είμαστε όλοι ίδιοι, δεν είναι εφικτό, άσε που θα ήταν και πολύ βαρετό. Ούτε χρειάζεται να μοιάσουν οι μεν στους δε, ούτε υπάρχουν καν "μεν" και "δε". Σ' ένα βαθμό, όλοι μας γινόμαστε και λίγο κάγκουρες εκεί που νομίζουμε πως μας παίρνει, ή για να διασκεδάσουμε. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω... Όλοι μας είμαστε κομμάτι του κόσμου της μοτοσυκλέτας, ας τον απολαύσουμε ο καθένας όπως γουστάρει.