Editorial 585 - Ένας σπάνιος άνθρωπος

Από το

motomag

1/8/2018

Δεν είμαι σίγουρος για το πώς πρέπει να μετριέται η επιτυχία μιας εταιρίας. Από την σημερινή της κατάσταση; Ή από αυτά που στην πορεία του χρόνου κατάφερε; Το ίδιο και για τους ανθρώπους. Μπορείς να πεις έναν άνθρωπο σαν τον Ivano Beggio αποτυχημένο, μόνο και μόνο γιατί στο τέλος, τα όνειρά του ήταν μεγαλύτερα από την πραγματικότητα; Κάθε άλλο. Από το 2004, όταν οι πιστωτές του τον ανάγκασαν να πουλήσει τις εταιρίες του Aprilia, Moto Guzzi και Laverda (με αγοραστή την Piaggio), τον είχαμε σχεδόν ξεχάσει, και τον θυμηθήκαμε πάλι φέτος, με αφορμή τον θάνατό του σε ηλικία 73 ετών, μετά από μακρόχρονη ασθένεια.

Ας το πάμε ανάποδα: Πως κατέληξε χρεωμένη η μεγαλύτερη το 2001 εταιρία μοτοσυκλετών στην Ευρώπη, με πωλήσεις πάνω από 300.000 κομμάτια; Τρεις ήταν οι λόγοι. Το 2000 ο Beggio είχε αγοράσει την Moto Guzzi και την Laverda, επενδύοντας σημαντικά ποσά στο εργοστάσιο του Mandello del Lario, όπως και στην εξέλιξη των νέων V2 της Guzzi, ενώ ετοίμαζε και την αναβίωση της Laverda. Πάνω που είχε χρεωθεί για να γίνουν όλα αυτά, η αγορά των scooter στην Ιταλία πήρε τον κατήφορο γιατί έγινε υποχρεωτικό το κράνος και ακρίβυναν πολύ τα ασφάλιστρα, στερώντας από σημαντικά έσοδα την Aprilia. Ο τρίτος λόγος ήταν μια απόφαση που τώρα φαίνεται αδικαιολόγητη, να αφήσει δηλαδή η Aprilia το συγκριτικά οικονομικό παγκόσμιο superbike και να προσπαθήσει να πρωταγωνιστήσει στα MotoGP με το τρικύλινδρο RS Cube που είχε σχεδιάσει η Cosworth. Τα όνειρά του όμως δεν τα διάλεγε με κριτήριο το φτηνότερο. Αυτή η προσπάθεια ουσιαστικά έβαλε τέλος στην ιδιοκτησία της Aprilia από τον Beggio, καθώς το 2003 η Aprilia μπήκε μέσα 43 εκατομμύρια ευρώ.   

Ο πατέρας του, Cavaliere Alberto Beggio, είχε μια βιοτεχνία ποδηλάτων στο Noale, βόρεια από την Βενετία. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60, έβγαζε και κάτι αυτοματάκια με μικρούς τροχούς. Ο Ivano είχε σπουδάσει μηχανολόγος και ήταν μόλις 27 ετών όταν το 1968 έχασε τον πατέρα του και ανέλαβε τις τύχες της εταιρίας. Στην καρδιά του δεν είχε πετάλια, αλλά βενζίνη και τρακτερωτά λάστιχα. Ήδη το 1970 είχε έτοιμο το Scarabeo cross, κι έβαζε τις βάσεις για το αγωνιστικό τμήμα, που στην αρχή ασχολούνταν μόνο με χωματερά, κερδίζοντας το 1977 τα πρωταθλήματα ΜΧ Ιταλίας στα 125 και 250 κυβικά. Σήμερα λίγοι θυμούνται τα motocross, τα enduro και τα trial της Aprilia, αλλά ήταν όμως εξαιρετικές μοτοσυκλέτες που έτρεξαν και κέρδισαν παντού πρωταθλήματα, και στην Ελλάδα: Το πρώτο παγκόσμιό της η Aprilia το κέρδισε στο trial, με τον Tommi Ahvala. Πιστεύοντας ακράδαντα πως οι επιτυχίες στους αγώνες φέρνουν και πωλήσεις, και φροντίζοντας προσωπικά για την εμφάνιση των μοτοσυκλετών του (είχε πάθος με το design και τους χρωματισμούς), μπήκε και στους αγώνες ταχύτητας, κι εκεί η Aprilia είχε ακόμα μεγαλύτερες επιτυχίες. Πολλοί γνωστοί αναβάτες ξεκίνησαν υπό την σκέπη του Beggio: Ο έφηβος Valentino Rossi πήρε τον πρώτο του τίτλο στα 125 το ’97, και στα 250 δυό χρόνια αργότερα, με Aprilia. Και ο Max Biaggi (που δηλώνει πως ο Beggio ήταν σαν πατέρας του) πήρε δύο συνεχόμενα στα 250, χωρίς να ξεχνάμε τους Loris Capirossi, Marco Simoncelli, Casey Stoner, Marco Melandri, Loris Reggiani, Alvaro Bautista, Manuel Poggiali και Alessandro Gramigni. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της πολύχρονης αγωνιστικής προσπάθειας ήταν 54 παγκόσμια πρωταθλήματα, περισσότερα από κάθε άλλης Ευρωπαϊκής εταιρίας. Τα 38 από αυτά στα GP (294 νίκες!), 7 στα superbike, 7 στα supermoto και 2 στο trial.  Παράλληλα, η ανάπτυξη της Aprilia ήταν ραγδαία, και τα έσοδά της αυξήθηκαν… 140 φορές ανάμεσα στο 1982 και το 1997, χρονιά που η παραγωγή έφτασε τις 290.000 μονάδες.   

Πως κατάφερε όμως ο Beggio να τα κάνει όλα αυτά;  Ο Romano Albesiano, τώρα επικεφαλής της Aprilia στα MotoGP, που είχε δουλέψει με τον Beggio, λέει πως “Χρειάζεται να σκεφτεί κανείς πόσους πρωταθλητές έχει γαλουχήσει η Aprilia, πόσες νίκες και πόσα πρωταθλήματα έχει πάρει, για να αρχίσει να αντιλαμβάνεται την σπουδαιότητα των προσπαθειών του Ivano Beggio. Αντιμετώπισε τους Ιάπωνες στις πίστες και τους νίκησε, κόντρα στους μεγαλύτερους κατασκευαστές του κόσμου, ξεκινώντας από το μηδέν. Για να το πετύχεις αυτό χρειάζεται να βάλεις μαζί και ψυχή και σώμα. Να έχεις σπουδαίες διοικητικές ικανότητες και πολλή αγάπη για τον κόσμο μας.” Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά, μόλις πέντε χρόνια από τότε που ξεκίνησε να φτιάχνει μοτοσυκλέτες, ο Beggio είχε στο νου του τον Ιαπωνικό ανταγωνισμό, θυμίζοντας τον Soichiro Honda που στο ξεκίνημά του είχε ήδη στο νου του το διεθνές άνοιγμα της Honda, δηλώνοντας πως “Αν δεν είμαστε πρώτοι στον κόσμο, πως θα είμαστε πρώτοι στην Ιαπωνία;”. Χαρακτηριστικό του σκεπτικού του Beggio ήταν πως το 1979 είχε προσλάβει για το παγκόσμιο MX τον Ιάπωνα εργοστασιακό αναβάτη Torao Suzuki, με το σκεπτικό “Πώς να αντισταθείς σε κάποιον που ήταν αναβάτης της Yamaha και τον λένε Suzuki;”. Ανταμείφθηκε με μια έκτη θέση στο παγκόσμιο ΜΧ, το 1980.

O Beggio ήταν πολυτάλαντος και πολυπράγμων, με πάθος για τις μοτοσυκλέτες, την τεχνολογία τους, την αισθητική τους, τους αγώνες. Η Aprilia καθιέρωσε και τις race replica, ήταν η πρώτη που έβγαλε μονόμπρατσο ψαλίδι σε παραγωγή (το 1987 με το AF1 125), είχε δίχρονα παραγωγής με ψεκασμό, χρησιμοποιούσε διεθνούς φήμης σχεδιαστές όπως ο Phillip Starck και είχε αξιόλογες μοτοσυκλέτες σε κάθε κατηγορία, από μοτοποδήλατα ως superbike. Σημαντικό ρόλο έπαιξε η ατμόσφαιρα που επικρατούσε επί Beggio μέσα την εταιρία. Όπως θυμάται ο Albesiano, “Ήταν ένα ανεπανάληπτο περιβάλλον, με μια έννοια αναρχικό, πάντα με ένταση και πάθος, όπου ανάμεσα σε έντονες διαφωνίες και αδελφικές φιλίες γεννήθηκαν εξαιρετικές μοτοσυκλέτες που αντιμετώπιζαν στα ίσα τον ανταγωνισμό. Ο Ivano Beggio ήταν ο αδιαμφισβήτητος μονάρχης αυτού του μαγικού βασιλείου που είχε δημιουργήσει κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωσή του”.  

Για τον Beggio δεν είχε σημασία τι μέρα ή τι ώρα ήταν. Έπαιρνε τηλέφωνο τους συνεργάτες του οποτεδήποτε, για να τους πει μια ιδέα του ή να μάθει τι γίνεται με διάφορα project, όπως αυτό με τις κυψέλες υδρογόνου, που κινούσαν ένα σκουτεράκι που το 2001 είχε τελική 75 km/h. Αποτελούσε έναν γενναίο συνδυασμό μηχανολόγου, επιχειρηματία και γνώστη της αισθητικής, παθιασμένου με την ζωή και με όλα τα ωραία της. Στην ζωή του είχε βοηθήσει πολλούς, χωρίς ποτέ να επιδιώξει να το μάθει κανείς. Δεν μπορεί παρά να σκεφτεί κανείς πως ίσως και να ήταν ο τελευταίος μιας γενιάς σπάνιων ανθρώπων, ιδιοκτητών εταιριών μοτοσυκλετών, που κατάφεραν να τις γιγαντώσουν, επηρεάζοντας θετικά τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων και κάνοντας τον κόσμο μας έναν πιο ενδιαφέροντα τόπο.  

 

editorial 529 - η όμορφη αλητεία

Από το

Μαύρο Σκύλο

28/11/2013

η όμορφη αλητεία

 

Άλλες εποχές, θα ξερογλειφόμασταν βλέποντας μια μοτοσυκλέτα σαν την καινούργια CBR-SP. Κάτι το μονόσελο, κάτι τα Ohlins μπρος πίσω, κάτι τα λίγα άλογα ακόμα και η ιστορία με τα προσεκτικά ταιριαγμένα έμβολα και μπιέλες, από χέρι ανθρώπου ένα-ένα ζυγισμένα κι όχι τυχαία, θα μπορούσαμε να γράφουμε σελίδες επί σελίδων. Όχι πως τώρα δεν μπορούμε, όχι πως τώρα δεν ξερογλειφόμαστε. Έχουν αλλάξει όμως οι προτεραιότητές μας. Αντί για μια υπέροχη μοτοσυκλέτα εξειδικευμένη χρήσης που απευθύνεται σε άνετους οικονομικά, μιας κάποιας ηλικίας μοτοσυκλετιστές, σήμερα οφείλουμε να προσέχουμε πολύ περισσότερο όσα νέα μοντέλα μπορούν να ενθουσιάσουν τους νέους, που δεν έχουν ακόμα στις επιλογές τους την μοτοσυκλέτα. Γιατί σε λίγο θα μείνουμε λίγοι, μιας κάποιας ηλικίας, και μετά από μας... ένα μεγάλο κενό.

Δεν λέω, ξέρω πως το μυαλό των περισσότερων από μας έχει κολλήσει κάπου εκεί στην ηλικία των 18 με 20, με όσα ψήγματα γνώσης και εμπειρίας μπορεί να μας χάρισαν τα χρόνια από τότε. Γι' αυτό, ακόμα και στην Ελλάδα του 2013 δεν παύουμε να ονειρευόμαστε, να μας τρέχουν τα σάλια καθώς τα νέα από το Σαλόνι του Μιλάνου και το Tokyo Motor Show φτάνουν σιγά σιγά και ψηφιακά στα γραφεία του ΜΟΤΟ. Βλέπουμε Έμμε Βου Αγκούστα Τουρίσμο Βελότσε Οττοτσέντο, κι επίτηδες το γράφω ελληνικά για να το διαβάζεις και να γεμίζει το στόμα σου, να το βλέπεις και να θολώνει το μάτι σου. Κι αυτοί έκριναν πως μόνο με superbike και supersport δουλειά δεν γίνεται, ψωμάκι δεν βγαίνει. Να και καινούργιο Ducati Monster, πιο μακρύ, πιο δυνατό, πιο μεγάλο, πιο Ντιαβελοειδές. Κάτι θα ξέρουν: εδώ στην Ελλάδα, το μεγάλο muscle bike το Diavel, έχει πουλήσει περισσότερα κομμάτια από το μικρότερο, πιο βολικό και καθημερινά χρήσιμο Hyperstrada! Φαίνεται πως αυτοί που έχουν τα χρήματα, αγοράζουν κάτι εντυπωσιακό παρά κάτι πιο πρακτικό, και φυσικό το βρίσκω.

Σιγά σιγά, τις μέρες των παρουσιάσεων των νέων μοντέλων, έχω την εντύπωση πως τέτοιο καταιγισμό είχαμε χρόνια να δούμε, και το μόνο σίγουρο είναι πως καλύτερες μοτοσυκλέτες από τις σημερινές ποτέ άλλοτε δεν υπήρξαν. Δεν φτάνουμε βέβαια στα επίπεδα του Ιαπωνικού οργασμού του 1988-1990, όταν παρουσιάστηκαν πολλές και σημαντικές μοτοσυκλέτες-ορόσημα, αλλά τότε οι ευρωπαίοι κοιμόντουσαν ακόμα, και δεν ήταν παίχτες δυνατοί που να ανταγωνίζονται στα ίσα τους Ιάπωνες. Σήμερα, οι ευρωπαίοι είναι πιο δυνατοί από ποτέ, και οι μικροί, και οι μεγαλύτεροι σαν τις ΚΤΜ και BMW. Οι Ιάπωνες, από την άλλη, έχουν την Honda να πρωτοστατεί παρουσιάζοντας 13 νέα ή βελτιωμένα μοντέλα, κι έχοντας πια στην γκάμα της 15 μοτοσυκλέτες για την κατηγορία διπλωμάτων Α2. Η Yamaha συγκέντρωσε την μοτοσυκλετιστική της αντεπίθεση σε δύο νέα naked, η Kawasaki ανανέωσε τα τετρακύλινδρα χιλιάρια της (μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, τα μοντέλα με τόσους κυλίνδρους και κυβικά ήταν πάντα συνυφασμένα με το όνομα της Kawasaki) και η Suzuki περιορίστηκε στο νέο V-Strom, που στα χαρτιά τουλάχιστον δεν φαίνεται να πλεονεκτεί κάπου έναντι των αντιπάλων του, σε τεχνολογία ή επιδόσεις. Όμως, ήρθαν τα νέα από Ιαπωνία μεριά, κι ένα δροσερό φρέσκο αεράκι φύσηξε από την μεριά της Suzuki: Πίσω από το αδιάφορο έως άσχημο όνομα Recursion κρύβεται μια μοτοσυκλέτα που αξίζει να ονειρευτείς, με ξεχωριστή εμφάνιση (είναι όμορφο ρε παιδί μου, επιτέλους κύριοι σχεδιαστές της Suzuki, ξυπνήστε, να, μπορείτε να τα καταφέρετε) κι ένα πολύ ενδιαφέρον εξάρτημα μπροστά από τον εξακοσάρη κινητήρα του: Ένα τουρμπάκι! Όσοι από σας είστε αρκετά μεγάλοι για να θυμάστε τις προηγούμενες προσπάθειες των Ιαπώνων με τα turbo, μπορεί να μην ενθουσιαστείτε, και με το δίκιο σας, αφού τότε τα turbo αποκτούσαν πολύ παραπάνω απότομο γκάζι απ' όσο μπορούσαν να διαχειριστούν τα ισχνά πλαίσιά τους. Με άλλα λόγια, το παραπάνω γκάζι ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειαζόντουσαν, αν και γι' αυτό ακριβώς ήταν συναρπαστικά στην οδήγηση, εφόσον ο τρόμος και τα στιγμιαία άσπρα μαλλιά ήταν η ιδέα που είχες περί συναρπαστικού. Σήμερα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά, και πλαίσια πια ξέρουν να φτιάχνουν, και αναρτήσεις. Το περίεργο είναι πως η Suzuki επέλεξε να χάσει δημοσιότητα και δεν έδειξε το Recursion στο Μιλάνο, πράγμα που έκανε και η Kawasaki, με μια δική της παραλλαγή στο θέμα υπερτροφοδότηση. Παρουσίασε μόνο τον κινητήρα μιας μελλοντικής μοτοσυκλέτας, χωρίς να αναφέρει τα κυβικά του, κι αυτή τη φορά το ενδιαφέρον εξάρτημα βρισκόταν πίσω του, κι όχι μπροστά του: Ένας κομπρέσορας! Κι η Kawasaki δεν είναι άσχετη με αυτή την τεχνολογία, αφού έχει στην παραγωγή ένα jet ski με κομπρέσορα και 300 άλογα από τα χίλια πεντακόσα τόσα κυβικά του! Οι καλές γλώσσες λένε πως μπορεί να είναι 1.000cc και να τοποθετηθεί σε μελλοντικό ΖΖ-R "1400". Ένας απλός υπολογισμός με βάση την αναλογία των κυβικών μιλά για 200 άλογα, αλλά ο κινητήρας του θαλάσσιου κατασκευάσματος δεν είναι τόσο "τσιτωμένος" όσο μιας μοτοσυκλέτας επιδόσεων, ούτε ο αριθμός είναι πια εντυπωσιακός, οπότε μπορούμε να ελπίζουμε σε περισσότερα, που τα ηλεκτρονικά θα κάνουν οδηγήσιμα...

Αυτές οι δύο εξελίξεις μπορεί να αποδειχτούν πολύ χρήσιμες στο μέλλον για τις δύο ιαπωνικές εταιρείες. Και οι δύο χρειάζονται κάτι διαφορετικό, ένα πόλο έλξης της προσοχής του κοινού. Και η υπερτροφοδότηση μπορεί να είναι κάτι που να απευθύνεται (ως αίγλη) στους ήδη μοτοσυκλετιστές, αλλά ενδέχεται να γίνει κι αυτό το κάτι διαφορετικό που να προσελκύσει και μη μοτοσυκλετιστές. Άλλωστε, δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο για το κοινό του αυτοκινήτου, κι η χρήση της εκεί το έχει προετοιμάσει, εξοικειώνοντάς το με την τεχνολογία.

Σκέφτηκα πολύ μέχρι να αποφασίσω ποια είναι η πιο σημαντική μοτοσυκλέτα ανάμεσα στα νέα μοντέλα του '14, αλλά για να το πούμε αυτό, πρέπει να είναι σαφή τα κριτήρια. Κι αυτά αλλάζουν, ανάλογα με την εποχή, τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα. Και δεν πρόκειται για τα προσωπικά μου κριτήρια (για το ποια μοτοσυκλέτα δηλαδή θα ήθελα πολύ να αγοράσω) αλλά γι' αυτά που θα δείχνουν τι μπορεί να σημαίνει ένα νέο μοντέλο για τους ήδη μοτοσυκλετιστές, όπως εξίσου και γι' αυτούς που εξαιτίας του μπορεί τώρα να γίνουν. Έτσι, θα πρέπει να είναι σχετικά προσιτό οικονομικά και προσιτό οδηγικά, να έχουμε βάσιμες ενδείξεις πως θα μπορούν όλοι να ευχαριστηθούν οδηγώντας το. Επιπλέον, η γοητεία του να μην βασίζεται σε απόλυτους αριθμούς επιδόσεων, αλλά στις συγκινήσεις που μπορεί να προσφέρει σε όλους τους αναβάτες, ανεξάρτητα από το οδηγικό επίπεδό τους. . Η μοτοσυκλέτα λοιπόν που πλησιάζει περισσότερο αυτά τα κριτήρια για το 2014 είναι το νέο ΚΤΜ RC390. Με εμφάνιση βγαλμένη κατ' ευθείαν από την Μoto3, λογική τιμή, σίγουρα ενδιαφέρον οδηγικά, δεν έχει, λόγω κυβικών, το τρελό γκάζι που θα αποθάρρυνε τους πιο άπειρους, αρκετό όμως για να διασκεδάσουν όλοι χωρίς κανείς να νιώθει "φτωχός συγγενής" γιατί δεν είχε τα χρήματα να πάρει κάτι μεγαλύτερο. Μ' αρέσουν οι μοτοσυκλέτες που μπορούν να σταθούν μόνες τους, χωρίς να χρειάζεται να δανείζονται αίγλη από κάποιο μεγαλύτερο μοντέλο της γκάμας. Επίσης, και θυμηθείτε το Club 100, μ' αρέσουν οι μοτοσυκλέτες που μπορείς να τις ευχαριστηθείς στα περισσότερα από τα χιλιόμετρα που θα κάνεις μαζί τους, κάτι που δεν ισχύει για παράδειγμα με κάποιο superbike, ή ακόμα και τα μικρότερα supersport. Φανταστείτε πόσο τονωτική είναι για την ψυχολογία κάθε αναβάτη η οδήγηση μιας μοτοσυκλέτας όταν εκείνος είναι "το αφεντικό", σε αντίθεση με μιας που "του επιτρέπει" να την οδηγήσει και να μείνει όρθιος κυρίως χάρη στα ηλεκτρονικά βοηθήματά της. Δεν λέω πως η οδήγηση μοτοσυκλετών με ABS, traction control κι ό,τι άλλο ηλεκτρονικό δεν μπορεί να είναι απολαυστική, κάθε άλλο, μερικές δεν θα τις ήθελα με τίποτα χωρίς αυτά. Είναι όμως πιο αγνή εμπειρία η οδήγηση μιας αναλογικής μοτοσυκλέτας, που η συμπεριφορά της εξαρτάται αποκλειστικά από τις δικές σου εντολές, χωρίς να παίρνει πρωτοβουλίες και να αντιδρά εκείνη αντί για σένα. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο "το πάω το μηχανάκι" και στο "μου επιτρέπει να το πάω", κι είναι άμεσα συνδεδεμένη με το είδος της ικανοποίησης που μένει όταν τα έχουμε καταφέρει καλά σε μια δύσκολη κατάσταση, όταν έχουμε επιβιώσει και ικανοποιηθεί χάρη και μόνο στις δικές μας ικανότητες.

Σκεφτείτε κάτι: Αν με κάποιο μαγικό τρόπο μπορούσαμε να κάνουμε την οδήγηση μοτοσυκλέτας απολύτως ασφαλή, θα μας άρεσε να οδηγούμε; Αν δεν υπήρχε και το παραμικρό ίχνος κινδύνου, θα παίρναμε ικανοποίηση, θα νιώθαμε κάτι πάνω στη σέλα; Κι ακόμα παραπέρα, αν δεν υπήρχε αυτό το στοιχείο ρίσκου, θα διαλέγαμε ποτέ την μοτοσυκλέτα για να αντλούμε ευχαρίστηση, για να είμαστε πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι, ή θα κάναμε κάτι άλλο;

Ίσως κάπου εδώ να βρίσκεται τόσο ένας τρόπος για να ενδιαφερθούν περισσότεροι (και ιδίως νέοι) για την μοτοσυκλέτα, όσο και για να την απολαύσουν ακόμα πιο πολύ όσοι είναι ήδη αναβάτες. Μου φαίνεται πως χρειάζονται "μαθήματα διασκέδασης", αντί για μαθήματα "ασφαλούς οδήγησης", κάτι που έτσι κι αλλιώς είναι ανέφικτο, αφού δεν υπάρχει απόλυτα ασφαλής οδήγηση. "Ασφαλέστερη", ίσως.

Τι λέω εδώ; Μιλάω για μια πιο τίμια, πιο ρεαλιστική προσέγγιση στο θέμα μοτοσυκλέτα, υποστηρίζοντας πως είναι λάθος να προσπαθούμε να πείσουμε τους μη μοτοσυκλετιστές πως αν κάνουν "αυτό κι αυτό" δεν έχουν να κινδυνεύσουν από τίποτα, όπως κι επίσης τους ήδη μοτοσυκλετιστές. Αντίθετα, μου φαίνεται πως αν η προσέγγιση ξεκινά και εστιάζεται στην απόλαυση και την βαθιά ικανοποίηση που μπορεί να σου δώσει η μοτοσυκλέτα, ΑΚΡΙΒΩΣ γιατί είναι μια δραστηριότητα με ρίσκο, έχουμε πολύ περισσότερες πιθανότητες να προσελκύσουμε νέους αναβάτες κάθε ηλικίας, κάτι που θα κρατήσει πολύ πιο ζωντανό το χώρο. Και φυσικά, αυτό δεν είναι κάτι που διδάσκεται, αλλά μια βιωματική εμπειρία που ο καθένας ζει μόνος του, με ελεύθερη δράση και πειραματισμούς, ακριβώς γιατί η μοτοσυκλέτα δεν σημαίνει το ίδιο πράγμα για όλους, αλλά είναι διαφορετική εμπειρία για τον καθένα.

Αναλογικά, είναι το ίδιο πράγμα που συμβαίνει σε όσα παιδιά είναι σήμερα τόσο τυχερά ώστε να βγαίνουν στη γειτονιά τους ή στο κοντινό δάσος και απλά να παίζουν μόνα τους, κι όχι χωρίς ρίσκο όπως θα θυμάστε όσοι το έχετε ζήσει, σε αντίθεση με τα παιδιά που οι μόνες δραστηριότητές τους είναι υπό την επίβλεψη ενηλίκων, πληρωμένες από τους γονείς και διαφημισμένες ως "απόλυτα ασφαλείς".

Αν καταφέρουμε να δείξουμε πως η απόλαυση της μοτοσυκλέτας μπορεί να είναι αυτό ακριβώς το παιχνίδι χωρίς συγκεκριμένους στόχους, αυτή η όμορφη αλητεία (με την καλή έννοια) χωρίς προϋποθέσεις και στερεότυπα, τότε θα έχουμε ελπίδες και να δούμε πιο γνήσια συναρπαστικές μοτοσυκλέτες στο μέλλον, και την νέα γενιά αναβατών τους.