Editorial 584 - Η τέχνη του συνεπιβάτη

Από το

motomag

1/7/2018

Όταν λες η τέχνη του συνεπιβάτη, είναι σαν να υπονοείς πως ο συνεπιβάτης πρέπει να είναι καλλιτέχνης στο είδος του. Και πρέπει, όπως κι ο αναβάτης στο δικό του. Η σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων και μιας μοτοσυκλέτας είναι ένα ερωτικό τρίγωνο με μπόλικες τεχνολογικές επιπλοκές... Όταν μου ζητήθηκε από την Andeli Mototouring να κάνω ένα σεμινάριο για συνεπιβάτες, και κάθισα να το σκεφτώ λίγο παραπάνω το θέμα, απ’ τη μια κατάλαβα πως το θέμα συνεπιβάτης δεν είναι κάτι το ξεχωριστό και αυθύπαρκτο, αλλά άρρηκτα συνδεδεμένο με την μοτοσυκλέτα και με τον αναβάτη, κι απ’ την άλλη, διαπίστωσα πως ισχύουν διάφορα παράδοξα…

Πρώτα απ’ όλα, είναι απίστευτο το πόσες σημερινές μοτοσυκλέτες που προορίζονται για να μεταφέρουν συνεπιβάτη και υποτίθεται πως μπορούν, δεν είναι κατάλληλες για να το κάνουν! Στο ένα άκρο, superbike απόλυτων επιδόσεων που είναι σχεδιασμένα για μοναχική απόλαυση στην πίστα, έχουν και σελάκι συνεπιβάτη με κάτι μαρσπιεδάκια από κάτω, χωρίς ο άτυχος που θα ανέβει εκεί στο σελάκι – σερβιετάκι να έχει από κάπου να κρατηθεί… Δηλαδή, βάζουμε ένα σελάκι έτσι για να ψηθεί ο αγοραστής πως μπορεί να μεταφέρει δεύτερο άτομο, ενώ στην πραγματικότητα ο συνεπιβάτης κινδυνεύει. Ακόμα και σε πιο καθημερινές μοτοσυκλέτες, που προορίζονται κυρίως για καθημερινή χρήση, πολλοί κατασκευαστές σχεδιάζουν την θέση του συνεπιβάτη με κριτήριο την αισθητική, κι όχι το αν και για πόσο μπορεί να κάτσει άνθρωπος εκεί πίσω. Το μέγεθος και το σχήμα της σέλας, η απόσταση των μαρσπιέ από την σέλα, η ύπαρξη ή όχι χειρολαβών και η εργονομία τους, είναι καθοριστικοί παράγοντες, που αγνοούνται συστηματικά. Κι έχει τύχει να ρωτήσουμε τους υπεύθυνους εξέλιξης των μοτοσυκλετών, αν δοκίμασαν την μοτοσυκλέτα με δύο άτομα, αν έχει κάτσει ποτέ κανείς εκεί πίσω… Και ξέρετε τι; Πολλές φορές η απάντησή τους είναι αρνητική. Δεν έχουν δώσει καμία σημασία. Τους αρκεί να φαίνεται πως υπάρχει θέση συνεπιβάτη.

Το επόμενο παράδοξο, είναι η διαπίστωση πως στην συντριπτική πλειοψηφία τους, οι συνεπιβάτες δεν επιλέγουν τον αναβάτη που θα έχει την ζωή τους στα χέρια του με κάποια σχετικά κριτήρια, αλλά με άλλα άσχετα, όπως το αν τον γουστάρει, αν είναι ερωτευμένος ή παντρεμένος μαζί του κι άλλα τέτοια. Οι περισσότεροι αποκτούν την ιδιότητα του συνεπιβάτη ως παρελκόμενο μιας σχέσης, κι έτσι είναι θέμα – ταμπού να τεθούν οι οδηγικές ικανότητες του αναβάτη υπό έρευνα ή υπό αμφισβήτηση ή τέλος πάντων να μένει να αποδειχθούν. Κι αν είναι όλα καλά, συνεχίζουμε, αν όχι, γειά σας! Για θέματα πολύ μικρότερης σημασίας και επικινδυνότητας, όπως για παράδειγμα η επιλογή κινητού, οι περισσότεροι το ψάχνουν το θέμα, ρωτάνε ειδικούς, διαβάζουν παρουσιάσεις και κριτικές, συγκρίνουν, ενημερώνονται, το κάνουν θέμα που τους απασχολεί αρκετά. Όταν πρόκειται όμως να ανέβουν στην μοτοσυκλέτα κάποιου για πρώτη φορά, όχι μόνο δεν προσπαθούν να διαπιστώσουν αν αυτός που θα τους μεταφέρει είναι κατάλληλος για να το κάνει, αλλά συνήθως κρατάνε κρυφές όσες επιφυλάξεις ή φόβους έχουν, χωρίς να τις μοιράζονται με τον αναβάτη, που τουλάχιστον θα έπαιρνε έτσι ένα μήνυμα. Μερικοί ανεβαίνουν και σε αγνώστους…

Ένα άλλο παράδοξο είναι πως πολλοί αναβάτες δεν φαίνεται να συνειδητοποιούν πόσο μεγάλη ευθύνη είναι να ανεβάσουν συνεπιβάτη στην μοτοσυκλέτα τους, αντίστοιχα όπως και πολλοί συνεπιβάτες δεν αναλογίζονται καθόλου τους κινδύνους που διατρέχουν. Υπάρχουν άνθρωποι που, μιλώντας σε μη μοτοσυκλετιστές, επιμένουν να τους πείσουν να πάρουν μοτοσυκλέτα ή να ανέβουν ως συνεπιβάτες. Είμαι εναντίον του προσηλυτισμού στην μοτοσυκλέτα. Ποτέ δεν έχω πει σε κάποιον που δεν ήθελε, να πάρει ντε και καλά μοτοσυκλέτα, ποτέ δεν έχω προσπαθήσει να πείσω κάποιον να κάτσει πίσω μου. Αν το θέλει, τότε ξεκινά η ευθύνη η δική μου και οι υποχρεώσεις οι δικές του. Το αν θα ασχοληθεί κανείς με την μοτοσυκλέτα ή θα ανέβει ως συνεπιβάτης, θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα ώριμης σκέψης και ελεύθερης βούλησης. Και ώριμη σκέψη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς γνώση.

Μακάρι όλοι αυτοί που ψήνουν κάποιον να ανέβει πίσω τους να φρόντιζαν για την ενημέρωσή του, την εκπαίδευσή του και τον εξοπλισμό του. Μακάρι να ήταν τόσο κύριοι και τόσο τίμιοι ώστε να είναι ειλικρινείς μαζί του σχετικά με τον κίνδυνο που πιθανώς θα αντιμετωπίσει. Υπάρχουν ένα σωρό αστάθμητοι παράγοντες που κάνουν επικίνδυνη την κίνησή μας με μοτοσυκλέτα, που δεν εξαρτώνται από μας. Οι αντιδράσεις μας σε δυνητικά επικίνδυνες καταστάσεις είναι αυτές που μας σώζουν, κι εξαρτώνται από τις εμπειρίες και τους πειραματισμούς μας. Ασφαλής οδήγηση μοτοσυκλέτας δεν υπάρχει. Άρα και κανείς συνεπιβάτης δεν είναι ποτέ ασφαλής. Υπάρχει μάλιστα και η άποψη πως οι συνεπιβάτες κινδυνεύουν περισσότερο από τους αναβάτες, αλλά όπως και οι περισσότερες απόψεις που κυκλοφορούν και διαιωνίζονται, δεν βασίζονται σε στοιχεία. Η συγκεκριμένη άποψη μάλλον μπορεί να εξηγηθεί από την Ελληνική πρακτική του συνεπιβάτη που είναι πλήρως εξοπλισμένος με t-shirt, σορτσάκι και σαγιονάρα, και με τα μαλλιά του για κράνος. Έψαξα πολύ για να βρω μελέτες ατυχημάτων που να αναφέρονται και ειδικά στους συνεπιβάτες. Αυτές που βρήκα ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ακόμα κι εκεί, οι συνεπιβάτες είναι παραμελημένοι.

Σε μελέτη 87 δυστυχημάτων, που ήταν μοιραία για τον αναβάτη, προέκυψε πως οι συνεπιβάτες είχαν τέσσερις φορές μικρότερες πιθανότητες να σκοτωθούν. Κι ενώ οι αναβάτες είχαν πιο πολλές πιθανότητες να τραυματιστούν στον κορμό, δεν υπήρχαν συνήθεις, “τυπικοί” τραυματισμοί για τον συνεπιβάτη. Οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες για κείνους. Κι εδώ έρχεται και κολλάει το θέμα του εξοπλισμού, της τελευταίας γραμμής άμυνας για την σωματική ακεραιότητα του συνεπιβάτη. Κι είναι ένα θέμα που πρέπει να ξεκινά από την αγορά μοτοσυκλέτας, με τον προστατευτικό εξοπλισμό αναβάτη και συνεπιβάτη να είναι μέρος του προϋπολογισμού. Είναι τουλάχιστον γελοίο άνθρωποι που αγοράζουν μοτοσυκλέτες των δέκα ή δεκαπέντε ή και παραπάνω χιλιάδων ευρώ, να μην έχουν μετά χρήματα για σωστό εξοπλισμό, δικό τους και του συνεπιβάτη. Ή να δέχονται πως ο συνεπιβάτης είναι εντάξει με υποδεέστερο ή ελλιπή εξοπλισμό. Οι Έλληνες μοτοσυκλετιστές πέρασαν πολλά χρόνια κοροϊδεύοντας τους Γερμανούς τουρίστες που ήταν πανομοιότυπα εξοπλισμένοι, μένοντας στην ομοιομορφία της εμφάνισης κι όχι κοιτώντας την ουσία: Αναβάτης και συνεπιβάτης χρειάζονται τον ίδιο εξοπλισμό. Η έκφραση “κάνω την δουλειά μου και μ’ αυτό” συνήθως σημαίνει πως εν γνώσει μας έχουμε υποδεέστερο ή ανύπαρκτο εξοπλισμό, αλλά επιλέγουμε να το αγνοούμε, ελπίζοντας πως “δεν θα μας συμβεί τίποτα”. Λάθος. Πολλά ατυχήματα συμβαίνουν εντός πόλης, τα πρώτα 10-15 λεπτά από το ξεκίνημα.

Μπορεί να φαντάζει δυσάρεστη η αναφορά για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο συνεπιβάτης, ειδικά τώρα το καλοκαίρι, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα, και ναι, πολλές φορές είναι δυσάρεστη και άβολη. Χρειάζεται όμως να την συνειδητοποιούμε, ακριβώς για να συνεχίσουμε να χαιρόμαστε την ζωή με την μοτοσυκλέτα, παρέα με τον ιδανικό συνεπιβάτη μας, που ζυγίζει ελάχιστα, δεν μιλάει, δεν διψάει, δεν κατουριέται, δεν κρυώνει, δεν ζεσταίνεται, είναι σιδερόκωλος και πάντα συμφωνεί με τον αναβάτη! (Αλλά τότε δεν θα ήταν άνθρωπος, μάλλον θα μιλάγαμε για άλλο είδος!).

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.