Editorial 584 - Η τέχνη του συνεπιβάτη

Από το

motomag

1/7/2018

Όταν λες η τέχνη του συνεπιβάτη, είναι σαν να υπονοείς πως ο συνεπιβάτης πρέπει να είναι καλλιτέχνης στο είδος του. Και πρέπει, όπως κι ο αναβάτης στο δικό του. Η σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων και μιας μοτοσυκλέτας είναι ένα ερωτικό τρίγωνο με μπόλικες τεχνολογικές επιπλοκές... Όταν μου ζητήθηκε από την Andeli Mototouring να κάνω ένα σεμινάριο για συνεπιβάτες, και κάθισα να το σκεφτώ λίγο παραπάνω το θέμα, απ’ τη μια κατάλαβα πως το θέμα συνεπιβάτης δεν είναι κάτι το ξεχωριστό και αυθύπαρκτο, αλλά άρρηκτα συνδεδεμένο με την μοτοσυκλέτα και με τον αναβάτη, κι απ’ την άλλη, διαπίστωσα πως ισχύουν διάφορα παράδοξα…

Πρώτα απ’ όλα, είναι απίστευτο το πόσες σημερινές μοτοσυκλέτες που προορίζονται για να μεταφέρουν συνεπιβάτη και υποτίθεται πως μπορούν, δεν είναι κατάλληλες για να το κάνουν! Στο ένα άκρο, superbike απόλυτων επιδόσεων που είναι σχεδιασμένα για μοναχική απόλαυση στην πίστα, έχουν και σελάκι συνεπιβάτη με κάτι μαρσπιεδάκια από κάτω, χωρίς ο άτυχος που θα ανέβει εκεί στο σελάκι – σερβιετάκι να έχει από κάπου να κρατηθεί… Δηλαδή, βάζουμε ένα σελάκι έτσι για να ψηθεί ο αγοραστής πως μπορεί να μεταφέρει δεύτερο άτομο, ενώ στην πραγματικότητα ο συνεπιβάτης κινδυνεύει. Ακόμα και σε πιο καθημερινές μοτοσυκλέτες, που προορίζονται κυρίως για καθημερινή χρήση, πολλοί κατασκευαστές σχεδιάζουν την θέση του συνεπιβάτη με κριτήριο την αισθητική, κι όχι το αν και για πόσο μπορεί να κάτσει άνθρωπος εκεί πίσω. Το μέγεθος και το σχήμα της σέλας, η απόσταση των μαρσπιέ από την σέλα, η ύπαρξη ή όχι χειρολαβών και η εργονομία τους, είναι καθοριστικοί παράγοντες, που αγνοούνται συστηματικά. Κι έχει τύχει να ρωτήσουμε τους υπεύθυνους εξέλιξης των μοτοσυκλετών, αν δοκίμασαν την μοτοσυκλέτα με δύο άτομα, αν έχει κάτσει ποτέ κανείς εκεί πίσω… Και ξέρετε τι; Πολλές φορές η απάντησή τους είναι αρνητική. Δεν έχουν δώσει καμία σημασία. Τους αρκεί να φαίνεται πως υπάρχει θέση συνεπιβάτη.

Το επόμενο παράδοξο, είναι η διαπίστωση πως στην συντριπτική πλειοψηφία τους, οι συνεπιβάτες δεν επιλέγουν τον αναβάτη που θα έχει την ζωή τους στα χέρια του με κάποια σχετικά κριτήρια, αλλά με άλλα άσχετα, όπως το αν τον γουστάρει, αν είναι ερωτευμένος ή παντρεμένος μαζί του κι άλλα τέτοια. Οι περισσότεροι αποκτούν την ιδιότητα του συνεπιβάτη ως παρελκόμενο μιας σχέσης, κι έτσι είναι θέμα – ταμπού να τεθούν οι οδηγικές ικανότητες του αναβάτη υπό έρευνα ή υπό αμφισβήτηση ή τέλος πάντων να μένει να αποδειχθούν. Κι αν είναι όλα καλά, συνεχίζουμε, αν όχι, γειά σας! Για θέματα πολύ μικρότερης σημασίας και επικινδυνότητας, όπως για παράδειγμα η επιλογή κινητού, οι περισσότεροι το ψάχνουν το θέμα, ρωτάνε ειδικούς, διαβάζουν παρουσιάσεις και κριτικές, συγκρίνουν, ενημερώνονται, το κάνουν θέμα που τους απασχολεί αρκετά. Όταν πρόκειται όμως να ανέβουν στην μοτοσυκλέτα κάποιου για πρώτη φορά, όχι μόνο δεν προσπαθούν να διαπιστώσουν αν αυτός που θα τους μεταφέρει είναι κατάλληλος για να το κάνει, αλλά συνήθως κρατάνε κρυφές όσες επιφυλάξεις ή φόβους έχουν, χωρίς να τις μοιράζονται με τον αναβάτη, που τουλάχιστον θα έπαιρνε έτσι ένα μήνυμα. Μερικοί ανεβαίνουν και σε αγνώστους…

Ένα άλλο παράδοξο είναι πως πολλοί αναβάτες δεν φαίνεται να συνειδητοποιούν πόσο μεγάλη ευθύνη είναι να ανεβάσουν συνεπιβάτη στην μοτοσυκλέτα τους, αντίστοιχα όπως και πολλοί συνεπιβάτες δεν αναλογίζονται καθόλου τους κινδύνους που διατρέχουν. Υπάρχουν άνθρωποι που, μιλώντας σε μη μοτοσυκλετιστές, επιμένουν να τους πείσουν να πάρουν μοτοσυκλέτα ή να ανέβουν ως συνεπιβάτες. Είμαι εναντίον του προσηλυτισμού στην μοτοσυκλέτα. Ποτέ δεν έχω πει σε κάποιον που δεν ήθελε, να πάρει ντε και καλά μοτοσυκλέτα, ποτέ δεν έχω προσπαθήσει να πείσω κάποιον να κάτσει πίσω μου. Αν το θέλει, τότε ξεκινά η ευθύνη η δική μου και οι υποχρεώσεις οι δικές του. Το αν θα ασχοληθεί κανείς με την μοτοσυκλέτα ή θα ανέβει ως συνεπιβάτης, θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα ώριμης σκέψης και ελεύθερης βούλησης. Και ώριμη σκέψη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς γνώση.

Μακάρι όλοι αυτοί που ψήνουν κάποιον να ανέβει πίσω τους να φρόντιζαν για την ενημέρωσή του, την εκπαίδευσή του και τον εξοπλισμό του. Μακάρι να ήταν τόσο κύριοι και τόσο τίμιοι ώστε να είναι ειλικρινείς μαζί του σχετικά με τον κίνδυνο που πιθανώς θα αντιμετωπίσει. Υπάρχουν ένα σωρό αστάθμητοι παράγοντες που κάνουν επικίνδυνη την κίνησή μας με μοτοσυκλέτα, που δεν εξαρτώνται από μας. Οι αντιδράσεις μας σε δυνητικά επικίνδυνες καταστάσεις είναι αυτές που μας σώζουν, κι εξαρτώνται από τις εμπειρίες και τους πειραματισμούς μας. Ασφαλής οδήγηση μοτοσυκλέτας δεν υπάρχει. Άρα και κανείς συνεπιβάτης δεν είναι ποτέ ασφαλής. Υπάρχει μάλιστα και η άποψη πως οι συνεπιβάτες κινδυνεύουν περισσότερο από τους αναβάτες, αλλά όπως και οι περισσότερες απόψεις που κυκλοφορούν και διαιωνίζονται, δεν βασίζονται σε στοιχεία. Η συγκεκριμένη άποψη μάλλον μπορεί να εξηγηθεί από την Ελληνική πρακτική του συνεπιβάτη που είναι πλήρως εξοπλισμένος με t-shirt, σορτσάκι και σαγιονάρα, και με τα μαλλιά του για κράνος. Έψαξα πολύ για να βρω μελέτες ατυχημάτων που να αναφέρονται και ειδικά στους συνεπιβάτες. Αυτές που βρήκα ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ακόμα κι εκεί, οι συνεπιβάτες είναι παραμελημένοι.

Σε μελέτη 87 δυστυχημάτων, που ήταν μοιραία για τον αναβάτη, προέκυψε πως οι συνεπιβάτες είχαν τέσσερις φορές μικρότερες πιθανότητες να σκοτωθούν. Κι ενώ οι αναβάτες είχαν πιο πολλές πιθανότητες να τραυματιστούν στον κορμό, δεν υπήρχαν συνήθεις, “τυπικοί” τραυματισμοί για τον συνεπιβάτη. Οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες για κείνους. Κι εδώ έρχεται και κολλάει το θέμα του εξοπλισμού, της τελευταίας γραμμής άμυνας για την σωματική ακεραιότητα του συνεπιβάτη. Κι είναι ένα θέμα που πρέπει να ξεκινά από την αγορά μοτοσυκλέτας, με τον προστατευτικό εξοπλισμό αναβάτη και συνεπιβάτη να είναι μέρος του προϋπολογισμού. Είναι τουλάχιστον γελοίο άνθρωποι που αγοράζουν μοτοσυκλέτες των δέκα ή δεκαπέντε ή και παραπάνω χιλιάδων ευρώ, να μην έχουν μετά χρήματα για σωστό εξοπλισμό, δικό τους και του συνεπιβάτη. Ή να δέχονται πως ο συνεπιβάτης είναι εντάξει με υποδεέστερο ή ελλιπή εξοπλισμό. Οι Έλληνες μοτοσυκλετιστές πέρασαν πολλά χρόνια κοροϊδεύοντας τους Γερμανούς τουρίστες που ήταν πανομοιότυπα εξοπλισμένοι, μένοντας στην ομοιομορφία της εμφάνισης κι όχι κοιτώντας την ουσία: Αναβάτης και συνεπιβάτης χρειάζονται τον ίδιο εξοπλισμό. Η έκφραση “κάνω την δουλειά μου και μ’ αυτό” συνήθως σημαίνει πως εν γνώσει μας έχουμε υποδεέστερο ή ανύπαρκτο εξοπλισμό, αλλά επιλέγουμε να το αγνοούμε, ελπίζοντας πως “δεν θα μας συμβεί τίποτα”. Λάθος. Πολλά ατυχήματα συμβαίνουν εντός πόλης, τα πρώτα 10-15 λεπτά από το ξεκίνημα.

Μπορεί να φαντάζει δυσάρεστη η αναφορά για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο συνεπιβάτης, ειδικά τώρα το καλοκαίρι, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα, και ναι, πολλές φορές είναι δυσάρεστη και άβολη. Χρειάζεται όμως να την συνειδητοποιούμε, ακριβώς για να συνεχίσουμε να χαιρόμαστε την ζωή με την μοτοσυκλέτα, παρέα με τον ιδανικό συνεπιβάτη μας, που ζυγίζει ελάχιστα, δεν μιλάει, δεν διψάει, δεν κατουριέται, δεν κρυώνει, δεν ζεσταίνεται, είναι σιδερόκωλος και πάντα συμφωνεί με τον αναβάτη! (Αλλά τότε δεν θα ήταν άνθρωπος, μάλλον θα μιλάγαμε για άλλο είδος!).

editorial 522 - Kakonomics

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/5/2013

Ο φίλος μου ο Πάνος μου έστειλε το ομώνυμο κείμενο της Ιταλίδας Gloria Origgi. Η φιλόσοφος και ειδική στη θεωρία της σκέψης, Gloria Origgi, με την ελληνικής ετυμολογίας λέξη Kakonomics, μιλά για την παράδοξη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, κάτι που εξηγεί γιατί η ποιότητα ζωής μας συχνά είναι χάλια.

"Οι συνήθεις προσεγγίσεις της θεωρίας των παιγνίων αναφέρουν πως όταν οι άνθρωποι συναλλάσσονται (με ιδέες, υπηρεσίες ή αγαθά), επιθυμούν να λαμβάνουν υψηλή ποιότητα από τους άλλους. Ας θεωρήσουμε πως οι συναλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο σε δύο επίπεδα ποιότητας: Υψηλή και χαμηλή. Ο όρος Kakonomics περιγράφει περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν να λάβουν υψηλή ποιότητα δίνοντας για αντάλλαγμα χαμηλή (να κοροϊδέψουν κάποιον δηλαδή) αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν να δώσουν χαμηλή ποιότητα και να λάβουν σε αντάλλαγμα επίσης χαμηλή.

Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι λογικό; Ακόμα κι όταν τεμπελιάζουμε, και προτιμούμε να δώσουμε χαμηλή ποιότητα (όπως όταν δεχόμαστε να γράψουμε ένα άρθρο για ένα μέτριο περιοδικό, αρκεί να μην μας ζητήσουν να το δουλέψουμε και πολύ), θα έπρεπε λογικά να προτιμούμε να δουλέψουμε λιγότερο αλλά να αμειφθούμε περισσότερο απ' ότι θα άξιζε η δουλειά μας, δηλαδή να δώσουμε χαμηλή ποιότητα και να λάβουμε υψηλή. Η περίπτωση Kakonomics είναι διαφορετική: Σ' αυτήν, όχι μόνο προτιμούμε να δώσουμε ένα αγαθό χαμηλής ποιότητας, αλλά προτιμούμε να λάβουμε ένα εξίσου χαμηλής ποιότητας αντάλλαγμα!

Η Kakonomics είναι η παράδοξη, αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, όσο κανείς δεν παραπονιέται γι' αυτό. Ο κόσμος των Kakonomics είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι όχι μόνο ανέχονται την μετριότητα και την αναξιοπιστία των άλλων, αλλά την περιμένουν: "Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα εκπληρώσεις στο ακέραιο τις υποσχέσεις σου, αλλά το δέχομαι γιατί θέλω να μπορώ κι εγώ να μην εκπληρώσω τις δικές μου χωρίς να αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό". Η συμπεριφορά αυτή είναι αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα γιατί όπως σε όλες τις συναλλαγές αυτού του είδους, τα δύο μέρη φαίνεται να έχουν μια διπρόσωπη συμφωνία: Πρώτα μια "επίσημη", όπου και οι δύο δηλώνουν την πρόθεσή τους για μια συναλλαγή σε υψηλό επίπεδο ποιότητας, και μετά μια ανομολόγητη, που δέχεται πως οι εκπτώσεις στην ποιότητα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά είναι και αναμενόμενες. Γίνεται έτσι μια συμφωνία, ανομολόγητη όμως, για αμοιβαία εξαπάτηση. Έτσι, κανείς δεν επωφελείται, λαμβάνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Οι συναλλαγές Kakonomics ρυθμίζονται από έναν άγραφο κοινωνικό νόμο για εκπτώσεις στην ποιότητα, μια κοινή αποδοχή ενός μετριότατου ή κακού αποτελέσματος που ικανοποιεί όμως και τα δύο μέρη, τουλάχιστον όσο μπορούν να συνεχίσουν να δηλώνουν πως η συναλλαγή ήταν σε υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Ορίστε ένα παράδειγμα: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας best seller πρέπει να παραδώσει το νέο του μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έχει αργήσει πολύ. Το κοινό του είναι πολυπληθές, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως θα αγοράσει το βιβλίο του μόνο και μόνο επειδή θα γράφει το όνομά του στο εξώφυλλο, κι έτσι κι αλλιώς, λίγοι από αυτούς θα διαβάσουν πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Ο εκδότης του επίσης το γνωρίζει αυτό. Έτσι, ο συγγραφέας αποφασίζει να παραδώσει το νέο του βιβλίο με ένα συγκλονιστικό πρώτο κεφάλαιο αλλά μέτρια πλοκή από κει και πέρα (να το αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας). Ο εκδότης είναι ευχαριστημένος, τον συγχαίρει δηλώνοντας πως παρέλαβε ένα αριστούργημα (το παραμύθι της υψηλής ποιότητας) κι έτσι είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Ο συγγραφέας όχι μόνο προτιμά να παραδώσει χαμηλή ποιότητα, αλλά επιθυμεί και ο εκδότης να του δώσει το ίδιο, για παράδειγμα αποφεύγοντας να χτενίσει πολύ καλά το κείμενο βελτιώνοντάς το, και να το εκδώσει όπως είναι. Εμπιστεύονται ο ένας την αναξιοπιστία του άλλου, και συνωμοτούν για ένα κοινά αποδεκτό χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα που βολεύει και τους δύο. Όποτε υπάρχει μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία σύγκλισης προς χαμηλή ποιότητα με στόχο αμοιβαία οφέλη, έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση Kakonomics.

Παραδόξως, αν ο ένας από τους δύο παραδώσει υψηλή ποιότητα αντί για την αναμενόμενη χαμηλή, ο άλλος αισθάνεται προδομένος και το θεωρεί αθέτηση της άτυπης συμφωνίας, ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί ανοιχτά. Στο παράδειγμά μας, έτσι θα ένιωθε ο συγγραφέας εάν ο επιμελητής του εκδότη βελτίωνε το κείμενό του. Η αξιοπιστία του εκδότη σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να παραδώσει την ίδια χαμηλή ποιότητα. Κόντρα στο κλασικό Δίλημμα του Φυλακισμένου της θεωρίας παιγνίων (όπου δύο άνθρωποι δεν συνεργάζονται ακόμα κι αυτό θα ήταν προς αμοιβαίο τους όφελος), η προθυμία επανάληψης μιας συναλλαγής με κάποιον εξασφαλίζεται όταν υπάρχει η σιγουριά πως κι εκείνος θα παραδώσει χαμηλή αντί για υψηλή ποιότητα.

Οι συναλλαγές Kakonomics δεν είναι πάντα κακές. Μερικές φορές επιτρέπουν μια αμοιβαία κατανόηση εκπτώσεων που κάνει την ζωή πιο χαλαρή για όλους. Όπως μου είπε ένας φίλος που ανακαίνιζε μια αγροικία στην Τοσκάνη, "οι Ιταλοί μαστόροι ποτέ δεν τελειώνουν τη δουλειά στο συμφωνημένο χρόνο, το καλό όμως είναι πως δεν περιμένουν κι εσύ να τους πληρώσεις τότε που έχεις υποσχεθεί".

Το μεγάλο όμως πρόβλημα των Kakonomics -που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει χείριστα οικονομικά- και ο λόγος για τον οποίο αποτελούν μια μορφή συλλογικής παράνοιας εξαιρετικά δύσκολης να εξαλειφθεί, είναι πως κάθε συναλλαγή χαμηλής ποιότητας είναι ένα τοπικό ισοζύγιο όπου και τα δύο μέρη μένουν ευχαριστημένα, αλλά κάθε μία από αυτές τις συναλλαγές διαφθείρει μακροχρόνια συνολικά το σύστημα. Οπότε, οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα καλά συλλογικά αποτελέσματα δεν προέρχονται μόνο από "αρπακτικά" και "κερδοσκόπους", όπως μας διδάσκουν οι καθιερωμένες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από καλά οργανωμένους κανόνες Kakonomics που εξασφαλίζουν πως τα αποτελέσματα των συναλλαγών θα είναι προς το χειρότερο. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας δεν είναι μόνο η συνεργασία για το γενικό καλό. Για να καταλάβουμε γιατί πολλές φορές "η ζωή είναι σκατά", θα πρέπει να μελετήσουμε τις άτυπες συμφωνίες που προσδοκούν σε ένα ατομικό όφελος και ταυτόχρονα σε μια συλλογική ζημία."

Στο συνεργείο: Ο πελάτης πάει γιατί άκουσε πως είναι φθηνό. Σκέφτεται πως και καλή δουλειά να μην γίνει, θα δώσει λίγα, οπότε εντάξει. Ακόμα και πριν φτάσει και το δει, έχει προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του πως το πάτωμα θα είναι μαύρο από στυλιστική επιλογή, κι όχι από τα λάδια είκοσι ετών που κανείς δεν καθάρισε, και πως τα μισολυμένα μοτέρ και τα διάσπαρτα παντού παλιά εξαρτήματα είναι άποψη εικαστική. Ανάλογες μυθοπλασίες ισχύουν και για την συμπεριφορά του μάστορα, που ξινίζει τα μούτρα του λες και ο πελάτης έχει έρθει για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, κι όχι για να του δώσει δουλειά. Αλλά έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, ιδιόρρυθμες, κι η ανάγωγη συμπεριφορά τους δικαιολογείται από το μεγαλείο των έργων τους. Παρά το αυτοπαραμύθιασμα όμως, ο πελάτης γνωρίζει πως η δουλειά δεν θα είναι πρώτης τάξης, αλλά ελπίζει κιόλας πως η χαμηλή τιμή θα αντισταθμίσει την τσαπατσουλιά και την έλλειψη γνώσεων. Από την μεριά του, ο μάστορας γνωρίζει πως ο πελάτης είναι στο κόλπο ("θα δώσω λίγα, θα πάρω αντίστοιχα λίγα"), οφείλει όμως να κάνει την προσπάθεια να ανεβάσει την δουλειά του, με ένα καλά προβαρισμένο ανεκδοτολογικό λογύδριο, για να πείσει τον πελάτη πως όλοι οι άλλοι θα του έπαιρναν τζάμπα λεφτά, και πως μόνος εκείνος είναι μυημένος στα απόκρυφα των κινητήρων των παπιών. Ενστικτωδώς, ο μάστορας γνωρίζει πως να χειραγωγήσει ψυχολογικά τον πελάτη, όπως επίσης γνωρίζει πως ακόμα και τα σχετικά λίγα χρήματα που θα του πάρει είναι στην πραγματικότητα πάρα πολλά για τις δουλειές που δεν θα κάνει, αλλά θα πει ότι έχει κάνει. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται, ο πελάτης φεύγει ευχαριστημένος που έδωσε σχετικά λίγα χρήματα (για δουλειές όμως που δεν έγιναν, ή που έγιναν με σφυροκάλεμο), αφήνοντας τον μάστορα επίσης ευχαριστημένο γιατί με τόσο λίγο κόπο και ικανότητα έβγαλε το μεροκάματο. Τέτοιου είδους συναλλαγές εξαπλώνονται σαν ιώσεις, ξεκινώντας μια δίνη που ρουφάει προς τα κάτω όλο και περισσότερους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και των πελατών, και των υπηρεσιών, και των μαστόρων. Αφού γίνεται κι έτσι, γιατί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο; Μετά, ο πελάτης κοκορεύεται στους φίλους του πως έδωσε μόνο 50 ευρώ για service στο τετρακύλινδρό του, εννοώντας πως είναι κορόιδα όσοι πληρώνουν λογικά χρήματα για αξιοπρεπή εργασία.

Το αντίστροφο: Στο αψεγάδιαστο συνεργείο, ο ευγενικός μάστορας σου λέει μια τιμή που σου φαίνεται χαμηλή. Γίνεσαι πολύ δύσπιστος και φεύγεις: "Κάποιο λάκκο έχει η φάβα", σκέφτεσαι, αντί για το πιο λογικό, "Επιτέλους, σωστό μαγαζί με σωστές τιμές".

Για ανταλλακτικά: Πάρε το ιμιτασιόν, την ίδια δουλειά θα κάνεις. Αμ δε. Μετά από δέκα χρόνια αχρηστίας, αποφάσισα να ξαναβγάλω στο δρόμο το παλιό μου SS50 (τέλη δεκαετίας '60). Αγόρασα ένα σετ "πάνω" φλάντζες έναντι του συγκλονιστικού αντιτίμου του ενός ευρώ και εξήντα λεπτών, κομπλέ με o-ring, ζουάν για την εξάτμιση, τσιμουχάκια βαλβίδων. Το μετάνιωσα με το που το άνοιξα, ήταν σαν κομμένες από παλιό χαρτί τετραδίου. Μερικές δεν έκαναν, μακάρι να μην ταίριαζε καμία για να τις πετάξω όλες. Τι περίμενα; Ποιότητα Honda με 1,60; Σ' αυτή την περίπτωση το Kakonomics δούλεψε: Τις αγόρασα, ξέροντας πως θα είναι σκουπίδια, αλλά παραμυθιάστηκα πως "θα κάνω τη δουλειά μου". Κάπου στα βάθη της Κίνας ένας Κινέζος φλαντζάς γελάει. Τελειωμό δεν έχουν τα κορόιδα. Αν μου κοστίζουν εμένα 15 σεντ του ευρώ, τι περιμένουν; Να είναι και καλές;

Για την επιλογή μοτοσυκλέτας: "Δεν κάνω ράλι εγώ", μου είπε κάποιος όταν μετά από ερώτησή του προσπαθούσα να του εξηγήσω τις μίνιμουμ προδιαγραφές μιας σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Εν γνώσει του, ήθελε να πάρει μια κακή, απαρχαιωμένη μοτοσυκλέτα, ενώ είχε τα χρήματα να πάρει μια καλύτερη. Προτιμούσε δηλαδή την κακή ποιότητα έναντι χαμηλού αντιτίμου, αντί για αποδεκτή ποιότητα με ελάχιστα περισσότερα χρήματα. Και φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πρώτος στο να βρίσκει δικαιολογίες για ο,τιδήποτε. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αφού δεν είναι "ραλίστας", κάτι χωρίς φρένα, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς επιδόσεις, κάτι επικίνδυνο τέλος πάντων, είναι αρκετό για κείνον.

Για τις παρέες: Μερικοί φοβούνται τη μοναξιά. Ίσως γιατί περισσότερο απ' όλα φοβούνται να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους. Και ανέχονται παρέες. Και οι παρέες, αντίστοιχα, τους ανέχονται. Γιατί μερικές φορές οι παρέες επίτηδες περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν θα έκαναν κανονικά παρέα μαζί τους, έτσι για να έχουν να τους κακολογούν όταν δεν είναι παρόντες, ή να τους την μπαίνουν μειωτικά όταν είναι παρόντες. Συνειδητή επιλογή χαμηλής ποιότητας, και τους λόγους ας τους βρουν οι ψυχίατροι. Και πάνε και ταξίδια μαζί, που όλοι είναι στην γκρίνια όλη την ώρα. Και κανείς δεν φχαριστιέται το ταξίδι. Καλύτερα μόνος. Κι ας τα δεις όλα.

To χειρότερο: Μια Kakonomics συναλλαγή θεωρείται πια δεδομένη, ο κανόνας, κάτι αντίστοιχο με το "όλοι τα παίρνουν", "όλοι είναι ένοχοι", και η κοινωνία αρχίζει, συνηθίζει και συνεχίζει να λειτουργεί μόνο σ' αυτή τη βάση. Έτσι κι αλλιώς, οι μέτριοι πάντα θέλουν όλοι να κατέβουν στο επίπεδό τους, και κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούν είναι να ισχυρίζονται πως όλοι είναι όμοιοί τους ή, ακόμα κι αν πράττουν διαφορετικά, θα ήθελαν να είναι. Έχει γίνει επίσης η στάνταρ δικαιολογία για όσους δεν κάνουν, ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους: Ενώ κάποιος δέχεται να κάνει μια δουλειά με συγκεκριμένο αντίτιμο, στην πορεία δικαιολογεί την ανεπάρκειά του ή την άρνησή του να την κάνει με το πρόσχημα πως δεν πληρώνεται αρκετά. Προφανώς, όταν προσλήφθηκαν, ήξεραν, αλλά φυσικά δεν είπαν ποτέ, πως δεν πρόκειται να κάνουν καλά την δουλειά τους, γιατί θεωρούσαν εξ αρχής μικρή την αμοιβή. Αλλά δέχτηκαν την συμφωνία, λέγοντας μετά το απίθανο "εμείς κάνουμε πως δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν". Κι όλα καλά, και πάμε για καλύτερα...