Editorial 584 - Η τέχνη του συνεπιβάτη

Από το

motomag

1/7/2018

Όταν λες η τέχνη του συνεπιβάτη, είναι σαν να υπονοείς πως ο συνεπιβάτης πρέπει να είναι καλλιτέχνης στο είδος του. Και πρέπει, όπως κι ο αναβάτης στο δικό του. Η σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων και μιας μοτοσυκλέτας είναι ένα ερωτικό τρίγωνο με μπόλικες τεχνολογικές επιπλοκές... Όταν μου ζητήθηκε από την Andeli Mototouring να κάνω ένα σεμινάριο για συνεπιβάτες, και κάθισα να το σκεφτώ λίγο παραπάνω το θέμα, απ’ τη μια κατάλαβα πως το θέμα συνεπιβάτης δεν είναι κάτι το ξεχωριστό και αυθύπαρκτο, αλλά άρρηκτα συνδεδεμένο με την μοτοσυκλέτα και με τον αναβάτη, κι απ’ την άλλη, διαπίστωσα πως ισχύουν διάφορα παράδοξα…

Πρώτα απ’ όλα, είναι απίστευτο το πόσες σημερινές μοτοσυκλέτες που προορίζονται για να μεταφέρουν συνεπιβάτη και υποτίθεται πως μπορούν, δεν είναι κατάλληλες για να το κάνουν! Στο ένα άκρο, superbike απόλυτων επιδόσεων που είναι σχεδιασμένα για μοναχική απόλαυση στην πίστα, έχουν και σελάκι συνεπιβάτη με κάτι μαρσπιεδάκια από κάτω, χωρίς ο άτυχος που θα ανέβει εκεί στο σελάκι – σερβιετάκι να έχει από κάπου να κρατηθεί… Δηλαδή, βάζουμε ένα σελάκι έτσι για να ψηθεί ο αγοραστής πως μπορεί να μεταφέρει δεύτερο άτομο, ενώ στην πραγματικότητα ο συνεπιβάτης κινδυνεύει. Ακόμα και σε πιο καθημερινές μοτοσυκλέτες, που προορίζονται κυρίως για καθημερινή χρήση, πολλοί κατασκευαστές σχεδιάζουν την θέση του συνεπιβάτη με κριτήριο την αισθητική, κι όχι το αν και για πόσο μπορεί να κάτσει άνθρωπος εκεί πίσω. Το μέγεθος και το σχήμα της σέλας, η απόσταση των μαρσπιέ από την σέλα, η ύπαρξη ή όχι χειρολαβών και η εργονομία τους, είναι καθοριστικοί παράγοντες, που αγνοούνται συστηματικά. Κι έχει τύχει να ρωτήσουμε τους υπεύθυνους εξέλιξης των μοτοσυκλετών, αν δοκίμασαν την μοτοσυκλέτα με δύο άτομα, αν έχει κάτσει ποτέ κανείς εκεί πίσω… Και ξέρετε τι; Πολλές φορές η απάντησή τους είναι αρνητική. Δεν έχουν δώσει καμία σημασία. Τους αρκεί να φαίνεται πως υπάρχει θέση συνεπιβάτη.

Το επόμενο παράδοξο, είναι η διαπίστωση πως στην συντριπτική πλειοψηφία τους, οι συνεπιβάτες δεν επιλέγουν τον αναβάτη που θα έχει την ζωή τους στα χέρια του με κάποια σχετικά κριτήρια, αλλά με άλλα άσχετα, όπως το αν τον γουστάρει, αν είναι ερωτευμένος ή παντρεμένος μαζί του κι άλλα τέτοια. Οι περισσότεροι αποκτούν την ιδιότητα του συνεπιβάτη ως παρελκόμενο μιας σχέσης, κι έτσι είναι θέμα – ταμπού να τεθούν οι οδηγικές ικανότητες του αναβάτη υπό έρευνα ή υπό αμφισβήτηση ή τέλος πάντων να μένει να αποδειχθούν. Κι αν είναι όλα καλά, συνεχίζουμε, αν όχι, γειά σας! Για θέματα πολύ μικρότερης σημασίας και επικινδυνότητας, όπως για παράδειγμα η επιλογή κινητού, οι περισσότεροι το ψάχνουν το θέμα, ρωτάνε ειδικούς, διαβάζουν παρουσιάσεις και κριτικές, συγκρίνουν, ενημερώνονται, το κάνουν θέμα που τους απασχολεί αρκετά. Όταν πρόκειται όμως να ανέβουν στην μοτοσυκλέτα κάποιου για πρώτη φορά, όχι μόνο δεν προσπαθούν να διαπιστώσουν αν αυτός που θα τους μεταφέρει είναι κατάλληλος για να το κάνει, αλλά συνήθως κρατάνε κρυφές όσες επιφυλάξεις ή φόβους έχουν, χωρίς να τις μοιράζονται με τον αναβάτη, που τουλάχιστον θα έπαιρνε έτσι ένα μήνυμα. Μερικοί ανεβαίνουν και σε αγνώστους…

Ένα άλλο παράδοξο είναι πως πολλοί αναβάτες δεν φαίνεται να συνειδητοποιούν πόσο μεγάλη ευθύνη είναι να ανεβάσουν συνεπιβάτη στην μοτοσυκλέτα τους, αντίστοιχα όπως και πολλοί συνεπιβάτες δεν αναλογίζονται καθόλου τους κινδύνους που διατρέχουν. Υπάρχουν άνθρωποι που, μιλώντας σε μη μοτοσυκλετιστές, επιμένουν να τους πείσουν να πάρουν μοτοσυκλέτα ή να ανέβουν ως συνεπιβάτες. Είμαι εναντίον του προσηλυτισμού στην μοτοσυκλέτα. Ποτέ δεν έχω πει σε κάποιον που δεν ήθελε, να πάρει ντε και καλά μοτοσυκλέτα, ποτέ δεν έχω προσπαθήσει να πείσω κάποιον να κάτσει πίσω μου. Αν το θέλει, τότε ξεκινά η ευθύνη η δική μου και οι υποχρεώσεις οι δικές του. Το αν θα ασχοληθεί κανείς με την μοτοσυκλέτα ή θα ανέβει ως συνεπιβάτης, θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα ώριμης σκέψης και ελεύθερης βούλησης. Και ώριμη σκέψη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς γνώση.

Μακάρι όλοι αυτοί που ψήνουν κάποιον να ανέβει πίσω τους να φρόντιζαν για την ενημέρωσή του, την εκπαίδευσή του και τον εξοπλισμό του. Μακάρι να ήταν τόσο κύριοι και τόσο τίμιοι ώστε να είναι ειλικρινείς μαζί του σχετικά με τον κίνδυνο που πιθανώς θα αντιμετωπίσει. Υπάρχουν ένα σωρό αστάθμητοι παράγοντες που κάνουν επικίνδυνη την κίνησή μας με μοτοσυκλέτα, που δεν εξαρτώνται από μας. Οι αντιδράσεις μας σε δυνητικά επικίνδυνες καταστάσεις είναι αυτές που μας σώζουν, κι εξαρτώνται από τις εμπειρίες και τους πειραματισμούς μας. Ασφαλής οδήγηση μοτοσυκλέτας δεν υπάρχει. Άρα και κανείς συνεπιβάτης δεν είναι ποτέ ασφαλής. Υπάρχει μάλιστα και η άποψη πως οι συνεπιβάτες κινδυνεύουν περισσότερο από τους αναβάτες, αλλά όπως και οι περισσότερες απόψεις που κυκλοφορούν και διαιωνίζονται, δεν βασίζονται σε στοιχεία. Η συγκεκριμένη άποψη μάλλον μπορεί να εξηγηθεί από την Ελληνική πρακτική του συνεπιβάτη που είναι πλήρως εξοπλισμένος με t-shirt, σορτσάκι και σαγιονάρα, και με τα μαλλιά του για κράνος. Έψαξα πολύ για να βρω μελέτες ατυχημάτων που να αναφέρονται και ειδικά στους συνεπιβάτες. Αυτές που βρήκα ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ακόμα κι εκεί, οι συνεπιβάτες είναι παραμελημένοι.

Σε μελέτη 87 δυστυχημάτων, που ήταν μοιραία για τον αναβάτη, προέκυψε πως οι συνεπιβάτες είχαν τέσσερις φορές μικρότερες πιθανότητες να σκοτωθούν. Κι ενώ οι αναβάτες είχαν πιο πολλές πιθανότητες να τραυματιστούν στον κορμό, δεν υπήρχαν συνήθεις, “τυπικοί” τραυματισμοί για τον συνεπιβάτη. Οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες για κείνους. Κι εδώ έρχεται και κολλάει το θέμα του εξοπλισμού, της τελευταίας γραμμής άμυνας για την σωματική ακεραιότητα του συνεπιβάτη. Κι είναι ένα θέμα που πρέπει να ξεκινά από την αγορά μοτοσυκλέτας, με τον προστατευτικό εξοπλισμό αναβάτη και συνεπιβάτη να είναι μέρος του προϋπολογισμού. Είναι τουλάχιστον γελοίο άνθρωποι που αγοράζουν μοτοσυκλέτες των δέκα ή δεκαπέντε ή και παραπάνω χιλιάδων ευρώ, να μην έχουν μετά χρήματα για σωστό εξοπλισμό, δικό τους και του συνεπιβάτη. Ή να δέχονται πως ο συνεπιβάτης είναι εντάξει με υποδεέστερο ή ελλιπή εξοπλισμό. Οι Έλληνες μοτοσυκλετιστές πέρασαν πολλά χρόνια κοροϊδεύοντας τους Γερμανούς τουρίστες που ήταν πανομοιότυπα εξοπλισμένοι, μένοντας στην ομοιομορφία της εμφάνισης κι όχι κοιτώντας την ουσία: Αναβάτης και συνεπιβάτης χρειάζονται τον ίδιο εξοπλισμό. Η έκφραση “κάνω την δουλειά μου και μ’ αυτό” συνήθως σημαίνει πως εν γνώσει μας έχουμε υποδεέστερο ή ανύπαρκτο εξοπλισμό, αλλά επιλέγουμε να το αγνοούμε, ελπίζοντας πως “δεν θα μας συμβεί τίποτα”. Λάθος. Πολλά ατυχήματα συμβαίνουν εντός πόλης, τα πρώτα 10-15 λεπτά από το ξεκίνημα.

Μπορεί να φαντάζει δυσάρεστη η αναφορά για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο συνεπιβάτης, ειδικά τώρα το καλοκαίρι, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα, και ναι, πολλές φορές είναι δυσάρεστη και άβολη. Χρειάζεται όμως να την συνειδητοποιούμε, ακριβώς για να συνεχίσουμε να χαιρόμαστε την ζωή με την μοτοσυκλέτα, παρέα με τον ιδανικό συνεπιβάτη μας, που ζυγίζει ελάχιστα, δεν μιλάει, δεν διψάει, δεν κατουριέται, δεν κρυώνει, δεν ζεσταίνεται, είναι σιδερόκωλος και πάντα συμφωνεί με τον αναβάτη! (Αλλά τότε δεν θα ήταν άνθρωπος, μάλλον θα μιλάγαμε για άλλο είδος!).

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;