Editorial 583 - Επιστροφή στο Dakar

x
Από το

motomag

1/6/2018

Ο Thierry Sabine ήταν ήδη χαμένος δυό μέρες κάπου στην έρημο Tenere, και πιπίλιζε βοτσαλάκια για να βγάλει λίγο σάλιο… Ευτυχώς, οι οργανωτές του αγώνα Abidjan – Nice, στον οποίο συμμετείχε με μοτοσυκλέτα το 1977, τον βρήκαν, χάρη σε ένα σταυρό από πέτρες που είχε φτιάξει στο έδαφος. Αυτή η εμπειρία του, το να βρεθεί τόσο κοντά στον θάνατο, τον έκανε να πει “ενδιαφέρον είχε, ας οργανώσω κι εγώ έναν αγώνα 10.000 χιλιομέτρων από το Παρίσι στο Ντακάρ, για να γουστάρουν κι άλλοι…”. Κάπως έτσι, το 1979 ξεκίνησε το Paris-Dakar, “μια πραγματική περιπέτεια για ερασιτέχνες”, “μια πρόκληση για όσους συμμετέχουν, ένα όνειρο γι’ αυτούς που μένουν πίσω”, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, αυτού του χαρισματικού “μεγαλομανούς της άμμου”, όπως τον χαρακτήρισε αργότερα ο Γαλλικός τύπος. Για τριάντα χρόνια, το Paris-Dakar γινόταν στην Αφρική, κόντρα στις προβλέψεις όσων νόμιζαν πως μετά τον θάνατό του το 1986, το Dakar θα έσβηνε. Δεν έσβησε, αλλά μετακόμισε στη Νότια Αμερική όταν ακυρώθηκε το 2008 λόγω “απειλών από την Al Qaeda” , χωρίς να αλλάξει όνομα. Είχε πια αλλάξει εντελώς σε σχέση με το όραμα του Thierry Sabine, με τους ερασιτέχνες να ξεπερνούν τα όριά τους. Από τα ταπεινά on-off, XT500 και XL-S και street Guzzi και ΒMW, οι κορυφαίες συμμετοχές ήταν πια εργοστασιακά πρωτότυπα, που βοήθησαν όσο τίποτα άλλο να εδραιωθεί η κατηγορία των μοτοσυκλετών “περιπέτειας παντός δρόμου”. Το Dakar είχε εξελιχθεί σε πολύ μεγάλη υπόθεση, με τεράστια επιρροή και γόητρο. Και πολύ χρήμα. Κι οι καημένες οι χώρες της Αφρικής απ’ όπου πέρναγε, πολύ φτωχές… Η προτεραιότητα είχε περάσει από την περιπέτεια στο “να ανοίξουν νέες αγορές”, ένας εύσχημος τρόπος για να πει κανείς “εδώ δεν έχουν τίποτα να τους πάρουμε, πάμε εκεί που θα μας δώσουν”. Για μια δεκαετία φαίνεται πως κάτι είχαν να δώσουν οι χώρες των δυτικών ακτών της Ν. Αμερικής, αλλά κι εκεί περνάνε δύσκολα και δεν έχουν να δώσουν “αέρα” για να διαφημιστεί η χώρα τους μέσω του Dakar. Έτσι, το 41ο Dakar θα γίνει εξ ολοκλήρου στο Peru, για δέκα μέρες, κάτι που θα μειώσει τα κοστολόγια για όλους, αλλά κυρίως για τους οργανωτές. Ήταν μια αναγκαστική κίνηση, από την στιγμή που η Χιλή και η Βολιβία δήλωσαν πως δεν μπορούν να καταβάλλουν τα ποσά που ζητούν οι οργανωτές (όσο γινόταν στην Αφρική, υπήρχε συνεργασία με τις χώρες που περνούσε, βοηθούσαν, αλλά δεν έδιναν “αέρα”, καθώς υπήρχαν σημαντικά έσοδα από χορηγίες, που μειώθηκαν μετά το 2000). Όμως, το αφεντικό της Amaury Sport Organization που οργανώνει το Dakar, o Etienne Lavigne, δήλωσε και πως θα μελετήσουν την επιστροφή του στην Αφρική, καθώς έχουν επαφές με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα στην Αλγερία, την Ναμίμπια και την Ανγκόλα. Τους πιέζει και κάτι ακόμα: Οι συμμετοχές αναμένεται να μειωθούν κι άλλο το 2019, η Peugeot αποχώρησε, τα κοστολόγια της συμμετοχής είναι τεράστια.

Το κενό που άφησε το Dakar όταν έφυγε από την Αφρική, αναπληρώθηκε πολύ γρήγορα από το Africa Eco Race, οργανωμένο από τον δύο φορές νικητή του Dakar, Jean-Louis Schlesser. Γίνεται από το 2009, περνάει από το Μαρόκο, την Μαυριτανία  και την Σενεγάλη, τερματίζοντας στην λίμνη Lac Rose του Dakar. Είναι πολύ πιο κοντά στο πνεύμα των πρώτων Dakar, με κατασκηνώσεις στο πουθενά κι όχι σε μεγάλες πόλεις ή αεροδρόμια. Mόλις πέρυσι, ο Etienne Lavigne της A.S.O. δήλωνε πως “το ρίσκο της επιστροφής στην Αφρική είναι πολύ μεγάλο”. Κι όμως, από το 2009 ως σήμερα κανείς δεν απείλησε το Africa Eco Race, ούτε ποτέ αντιμετώπισαν κάποιο θέμα ασφάλειας. Στην αρχή, το 2009, τους είχαν πάρει για τρελούς, “που πάτε, θα σας φάνε όλους λάχανο”. Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη, και η ομάδα των διοργανωτών του Africa Eco Race, οι πολύπειροι René Metge και Hubert Auriol, θεωρούν πως “Το Dakar θα σπάσει τα μούτρα του. Εμείς έχουμε την έρημο με το μέρος μας!”, κι αυτό ίσως έχει μια δόση αλήθειας, αφού το ξεκίνημά του, το 2009, αποφασίστηκε όταν το ζήτησαν οι ίδιες οι χώρες από τις οποίες περνούσε το Dakar! Αναβίωσαν το πνεύμα του Dakar, την “περιπέτεια με κεφαλαίο Π και την πλοήγηση επίσης με κεφαλαίο Π, όπως στο Dakar την δεκαετία του ‘80”.  Oι απλές διαδρομές και τα ασφάλτινα “transfer” είναι σχεδόν ανύπαρκτα, η αλληλεγγύη πανταχού παρούσα. Μερικοί από τους συμμετέχοντες στο Dakar έχουν αρχίσει να επιστρέφουν στο Africa, όπως ο Pal Anders Ullevalseter που έχει τερματίσει 9 φορές στην δεκάδα του Dakar, την μια φορά δεύτερος. Οι κατασκευαστές όμως, οι εργοστασιακές συμμετοχές, παραμένουν στην Νότιο Αμερική. “Τα πρώτα χρόνια εκεί, οι συμμετέχοντες ήθελαν να γνωρίσουν αυτά τα νέα μέρη,” λέει ο Schlesser. “Aλλά έτσι όπως έχει εξελιχθεί ο αγώνας, δεν έχει καμία σχέση με το πνεύμα του Dakar. Στο Africa δεν έχουμε ποτέ δεχτεί απειλές. Μάλλον κάποιοι έχουν δαιμονοποιήσει την Αφρική, θέλουν να μας κάνουν να πιστεύουμε πως τα ρίσκα είναι ανυπέρβλητα. Αλλά η εγκληματικότητα στην Ν. Αμερική δεν είναι χαμηλότερη απ’ ότι στην Αφρική. Και μας βοηθάνε οι χώρες, στο Μαρόκο και η Σενεγάλη έχουμε την βοήθεια του στρατού, ενώ η Μαυριτανία προστατεύει το κομβόι του αγώνα με τις ειδικές προεδρικές δυνάμεις. Θέλουν να αποδείξουν πως δεν είναι επικίνδυνο να ταξιδεύει κανείς στην χώρα τους, γιατί το Dakar με την αποχώρησή του τις έχει στιγματίσει, δίνοντάς τους μια πολύ κακή εικόνα. Τους έκανε ζημιά, και θέλουν να βγάλουν από πάνω τους την ρετσινιά”.  Όσο για τις χώρες της Αφρικής που η A.S.O. δήλωσε ως υποψήφιες, υπάρχουν θέματα. Η Ναμίμπια είναι σχεδόν όλη προστατευόμενη περιοχή, και στην Ανγκόλα τον Ιανουάριο ο καιρός δεν βοηθάει καθόλου, ενώ κι η Αλγερία, αν η A.S.O. ζητήσει χρήματα, δεν θα τα δώσει. Και το Περού όμως πέρυσι είχε βαθιά πολιτική κρίση με σκάνδαλα διαφθοράς…

Επιπλέον, στο Africa μπορούν να συμμετέχουν όλες οι μοτοσυκλέτες, ανεξαρτήτως κυβικών και κυλίνδρων, ενώ στο Dakar εδώ και πολλά χρόνια είχαν περιοριστεί στα 450cc για λόγους “ασφάλειας και οικονομίας”. Κι από κει που μπορούσε κανείς να τρέξει και με μια μοτοσυκλέτα παραγωγής με λίγες μετατροπές, αναγκαστικά θα πρέπει να αγοράσει μια εργοστασιακή rally, με αντίστοιχα υψηλό κόστος και συντήρηση. Κι όσο για την ασφάλεια, είναι γνωστό πως τα 450 πάνε πάνω από 180km/h, οπότε γιατί είναι πιο ασφαλή, την στιγμή που και με 80 να σκάσεις σε ένα βράχο, σου φτάνει…

Η μεγάλη διαφορά όμως είναι πως αυτού του είδους οι αγώνες ξεκίνησαν ως πρόκληση και εμπειρία ζωής για τους συμμετέχοντες, κι αυτή ήταν η προτεραιότητα. Με τα χρόνια όμως, οι προτεραιότητες άλλαξαν, το Dakar γιγαντώθηκε και το κέρδος των οργανωτών έγινε το πιο σημαντικό θέμα. Για να δούμε πως θα εξελιχθεί η ιστορία, ανάμεσα στο αυθεντικό πνεύμα της περιπέτειας του Dakar και του Dakar ως άπληστη πολυεθνική.

 

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.