Editorial 581 - Που είναι οι νέοι;

Από το

motomag

1/4/2018

Κάποτε τα πενηντάρια κυριαρχούσαν στους Ελληνικούς δρόμους, κι ήταν το πρώτο βήμα για την είσοδο στην μοτοσυκλετιστική ζωή. Κάποτε, βέβαια, ελάχιστοι είχαν δίπλωμα, η ασφάλιση δεν ήταν υποχρεωτική, η κίνηση στους δρόμους πολύ λιγότερη, όλα ήταν πιο απλά… Με την ενιαία νομοθεσία της ΕΕ στις κατηγορίες διπλωμάτων, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν το ηλικιακό όριο. Στην Ελλάδα, για να οδηγήσει κάποιος όχημα κατηγορίας ΑΜ, που περιλαμβάνει τα πενηντάρια, ΑΤV και κάποια ηλεκτρικά και micro cars, όλα με ανώτατη ταχύτητα 45 km/h, πρέπει να έχει συμπληρώσει το 16ο έτος, και μετά, όταν γίνεται ενήλικας με δικαίωμα ψήφου στα 18 του, ο νομοθέτης έκρινε πως μπορεί μεν να αποφασίζει για την κυβέρνηση της χώρας, να οδηγεί ό,τι αυτοκίνητο θέλει, ακόμα και με 1.500 ίππους, αλλά όχι και τίποτα μεγαλύτερο από 125cc των 15 ίππων…

Τον δρόμο δείχνουν η Ιταλία και η Γαλλία, όπου οι πιτσιρικάδες των 14 ετών μπορούν να βγάλουν δίπλωμα ΑΜ, και να περάσουν σε A1 (125) στα 16 τους, με το Α2 να έρχεται στα 18. Στην Γερμανία, όπου όπως και στην Ελλάδα είχαν ορίσει τα 16 χρόνια για το δίπλωμα ΑΜ, κατάλαβαν πως ειδικά στην επαρχία, όπου δεν αφθονούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, η νεολαία έχει ανάγκες μετακίνησης που δεν καλύπτονται διαφορετικά. Έτσι, αποφάσισαν να κάνουν ένα πειραματικό πρόγραμμα μειώνοντας το ηλικιακό όριο στα 15, για να δουν πως θα πάει και να αποφασίσουν αν θα το καθιερώσουν. Στην Σουηδία, δίπλωμα ΑΜ βγάζουν οι νέοι από τα 15, με την εκπαίδευσή τους να ξεκινά όταν γίνουν 14 ετών και 9 μηνών. Η ίδια η εκπαίδευση είναι απλή, με πέντε ώρες θεωρητικά και τρεις πρακτικά μαθήματα, και με το ίδιο δίπλωμα μπορούν να οδηγούν και τρακτέρ (με τελική 40 km/h) αλλά και κάποια μηχανήματα έργων. Και όσους παραξενεύει αυτό, ας σκεφτούν πως οι Σουηδοί, που όπως και οι Γερμανοί επιδιώκουν να γίνονται οι νέοι και αυτόνομοι αλλά και παραγωγικοί (βοηθώντας, για παράδειγμα, στις αγροτικές εργασίες των γονιών τους), φροντίζουν να μπορούν να το κάνουν αυτό νόμιμα. Και δεν τους φέρονται σαν να είναι πνευματικά ανάπηροι. Στην Σουηδία, στα 16 μπορεί ο νέος να περάσει στην κατηγορία Α1, όπου τα μικρά 125 μπορεί να είναι πιο αδύναμα από τα παλαιότερα δίχρονα των 30+ ίππων, αλλά και πάλι έχουν τις δυνατότητες να κάνουν τα πάντα, από καθημερινή μετακίνηση ως ταξίδια. Στα 18, μπορούν να περάσουν στην Α2, όπου πια η επιλογή μοτοσυκλετών είναι μεγάλη, και στα είκοσί τους να πάρουν το δίπλωμα για την κατηγορία Α, οδηγώντας πια όποια μοτοσυκλέτα θέλουν. Και πάλι υπάρχει μια διάκριση σε σχέση με το αυτοκίνητο, πολύ μειωμένη όμως, και το κυριότερο, τα ηλικιακά όρια για την απόκτηση των διπλωμάτων δεν αποτρέπουν τους νέους από το να ασχοληθούν με την μοτοσυκλέτα.  

Τα υψηλότερα ηλικιακά όρια στην Ελλάδα το μόνο που καταφέρνουν να δείξουν είναι πως το κράτος δεν έχει εμπιστοσύνη στους ενήλικες πολίτες του, ούτε στην εκπαίδευση που τους παρέχει, καταφέρνοντας να μειώσει δραματικά τους νέους που οδηγούν μοτοποδήλατο και κατόπιν μοτοσυκλέτα. Οι μοτοσυκλετιστές γερνάνε, και δεν είναι μόνο στην Ελλάδα που έχουμε τέτοιο θέμα. Στις ΗΠΑ, πάνω από το 50% των μοτοσυκλετιστών είναι άνω των 50 ετών. Και είναι παγκόσμιο θέμα πια: Όλο και λιγότεροι νέοι ασχολούνται με την μοτοσυκλέτα. Η κατάσταση είναι καλύτερη στις ευρωπαϊκές χώρες με ανεπτυγμένη μοτοσυκλετιστική κουλτούρα, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Γερμανία. Χώρες που είχαν, ή έχουν ακόμα, μοτοσυκλετιστική βιομηχανία σε όλο το φάσμα της, από την ίδια την μοτοσυκλέτα ως αναλώσιμα, ανταλλακτικά κι αξεσουάρ. Χώρες χωρίς υπερπροστατευτικούς γονείς, όπου η μοτοσυκλέτα δεν θεωρείται ό,τι πιο επικίνδυνο μπορεί να κάνει κανείς, χώρες με πολλές πίστες, πολλούς αγώνες, με πολλούς τοπικούς αγώνες κι όχι μόνο εθνικά πρωταθλήματα. Σε όλες τις χώρες, η μοτοσυκλέτα αντιπροσωπεύει και έναν πολύ σεβαστό κύκλο εργασιών, που στην Ελλάδα όλο και μειώνεται. Και ναι, παίζει μεγάλο ρόλο η οικονομική δυσχέρεια, αλλά δεν είναι αυτός ο κύριος λόγος που οι νέοι δεν ασχολούνται με την μοτοσυκλέτα. Άλλωστε, και να επιστρέφαμε με κάποιο μαγικό τρόπο στην εποχή των δανείων και της εικονικής ευμάρειας, με τους μεγαλύτερους σε ηλικία να αλλάζουν μοτοσυκλέτα κάθε χρόνο, και πάλι αυτό δεν υποκαθιστά ούτε την μοτοσυκλετιστική κουλτούρα, ούτε παρακινεί τους νέους να ασχοληθούν με την μοτοσυκλέτα. Δεν είναι πια στις επιλογές τους, κι οι λόγοι πολλοί. 

Στην Ελλάδα βιώσαμε μια εποχή που η μοτοσυκλέτα και το μοτοποδήλατο πέρασαν από τον ρόλο του βασικού μεταφορικού μέσου σε κάτι πολύ πιο πλούσιο σε εμπειρίες, σ’ αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε μοτοσυκλετιστική ζωή. Ταξίδια, εκδρομές, καθημερινή μετακίνηση, στέκια στις πόλεις, αγώνες, βελτιώσεις, συζητήσεις, ενδιαφέρον για τα κοινά, για κάπου τρεις δεκαετίες η μοτοσυκλέτα ανθούσε στην Ελλάδα. Μαζί με την μαζικοποίησή της όμως, είδαμε και το τέλος των παλιών μύθων. Οι πιτσιρικάδες δεν στέκονται πλέον με το στόμα ανοιχτό όταν περνά μπροστά τους μια εντυπωσιακή μοτοσυκλέτα, δεν αφήνουν σημάδια από τις μύτες τους στις βιτρίνες των καταστημάτων. Εδώ δεν βγαίνουν πια να παίξουν στην γειτονιά τους, στα καταστήματα μοτοσυκλέτας θα πάνε να χαζέψουν; Ο ελεύθερος χρόνος τους είναι πολύ πιο περιορισμένος, και από όσο διαθέτουν, οι κάθε μεγέθους οθόνες καταναλώνουν μεγάλο μέρος του. Οι ήρωές τους είναι πια διαφορετικοί, κι όχι απαραίτητα υπαρκτά πρόσωπα. Κι όταν θα είναι αρκετά μεγάλοι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιήσουν έστω ένα πενηντάρι, έχουν να αντιμετωπίσουν ένα αστικό περιβάλλον σαφώς αφιλόξενο και επικίνδυνο για την μοτοσυκλέτα, όσο κι αν η μοτοσυκλέτα είναι το πιο κατάλληλο όχημα για κίνηση μέσα σ’ αυτό.  Κι όμως, η ενασχόληση με την μοτοσυκλέτα μπορεί να είναι ένα εξαιρετικό μέσο διαπαιδαγώγησης των νέων, που θα τους προετοιμάσει για την ενήλικη ζωή τους. Οι νέοι χρειάζονται εμπειρίες παραγωγής αδρεναλίνης, χρειάζεται να παίρνουν υπολογισμένα ρίσκα, να μάθουν να εστιάζουν σε θέματα που τους αφορούν, να μάθουν για τα αίτια, τα αποτελέσματα, τις συνέπειες και τον σεβασμό. Όλα αυτά μπορούν να τα μάθουν, και πολλά άλλα ακόμα όπως διάφορες χειρωνακτικές δεξιότητες που όλο και εκλείπουν, μέσω της μοτοσυκλέτας, όπως μπορούν να ζήσουν και εμπειρίες που θα τους προετοιμάσουν να γίνουν ολοκληρωμένοι ενήλικες, αντί να παραμένουν πάντα ανώριμοι. 

Κι απ’ την άλλη, ίσως είναι μια παροδική φάση, και να χρειάζεται να περάσει ακόμα περισσότερος καιρός, για να ασχοληθούν οι νέοι ξανά με την μοτοσυκλέτα. Κι ίσως να μην οδηγούν πια μοτοσυκλέτες που να παίρνουν βενζίνη στο ρεζερβουάρ τους. Ό,τι ενέργεια κι αν χρησιμοποιούν όμως, ας είναι οι μοτοσυκλέτες τα τελευταία ελεύθερα οχήματα των δρόμων.   

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.