Editorial 581 - Που είναι οι νέοι;

Από το

motomag

1/4/2018

Κάποτε τα πενηντάρια κυριαρχούσαν στους Ελληνικούς δρόμους, κι ήταν το πρώτο βήμα για την είσοδο στην μοτοσυκλετιστική ζωή. Κάποτε, βέβαια, ελάχιστοι είχαν δίπλωμα, η ασφάλιση δεν ήταν υποχρεωτική, η κίνηση στους δρόμους πολύ λιγότερη, όλα ήταν πιο απλά… Με την ενιαία νομοθεσία της ΕΕ στις κατηγορίες διπλωμάτων, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν το ηλικιακό όριο. Στην Ελλάδα, για να οδηγήσει κάποιος όχημα κατηγορίας ΑΜ, που περιλαμβάνει τα πενηντάρια, ΑΤV και κάποια ηλεκτρικά και micro cars, όλα με ανώτατη ταχύτητα 45 km/h, πρέπει να έχει συμπληρώσει το 16ο έτος, και μετά, όταν γίνεται ενήλικας με δικαίωμα ψήφου στα 18 του, ο νομοθέτης έκρινε πως μπορεί μεν να αποφασίζει για την κυβέρνηση της χώρας, να οδηγεί ό,τι αυτοκίνητο θέλει, ακόμα και με 1.500 ίππους, αλλά όχι και τίποτα μεγαλύτερο από 125cc των 15 ίππων…

Τον δρόμο δείχνουν η Ιταλία και η Γαλλία, όπου οι πιτσιρικάδες των 14 ετών μπορούν να βγάλουν δίπλωμα ΑΜ, και να περάσουν σε A1 (125) στα 16 τους, με το Α2 να έρχεται στα 18. Στην Γερμανία, όπου όπως και στην Ελλάδα είχαν ορίσει τα 16 χρόνια για το δίπλωμα ΑΜ, κατάλαβαν πως ειδικά στην επαρχία, όπου δεν αφθονούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, η νεολαία έχει ανάγκες μετακίνησης που δεν καλύπτονται διαφορετικά. Έτσι, αποφάσισαν να κάνουν ένα πειραματικό πρόγραμμα μειώνοντας το ηλικιακό όριο στα 15, για να δουν πως θα πάει και να αποφασίσουν αν θα το καθιερώσουν. Στην Σουηδία, δίπλωμα ΑΜ βγάζουν οι νέοι από τα 15, με την εκπαίδευσή τους να ξεκινά όταν γίνουν 14 ετών και 9 μηνών. Η ίδια η εκπαίδευση είναι απλή, με πέντε ώρες θεωρητικά και τρεις πρακτικά μαθήματα, και με το ίδιο δίπλωμα μπορούν να οδηγούν και τρακτέρ (με τελική 40 km/h) αλλά και κάποια μηχανήματα έργων. Και όσους παραξενεύει αυτό, ας σκεφτούν πως οι Σουηδοί, που όπως και οι Γερμανοί επιδιώκουν να γίνονται οι νέοι και αυτόνομοι αλλά και παραγωγικοί (βοηθώντας, για παράδειγμα, στις αγροτικές εργασίες των γονιών τους), φροντίζουν να μπορούν να το κάνουν αυτό νόμιμα. Και δεν τους φέρονται σαν να είναι πνευματικά ανάπηροι. Στην Σουηδία, στα 16 μπορεί ο νέος να περάσει στην κατηγορία Α1, όπου τα μικρά 125 μπορεί να είναι πιο αδύναμα από τα παλαιότερα δίχρονα των 30+ ίππων, αλλά και πάλι έχουν τις δυνατότητες να κάνουν τα πάντα, από καθημερινή μετακίνηση ως ταξίδια. Στα 18, μπορούν να περάσουν στην Α2, όπου πια η επιλογή μοτοσυκλετών είναι μεγάλη, και στα είκοσί τους να πάρουν το δίπλωμα για την κατηγορία Α, οδηγώντας πια όποια μοτοσυκλέτα θέλουν. Και πάλι υπάρχει μια διάκριση σε σχέση με το αυτοκίνητο, πολύ μειωμένη όμως, και το κυριότερο, τα ηλικιακά όρια για την απόκτηση των διπλωμάτων δεν αποτρέπουν τους νέους από το να ασχοληθούν με την μοτοσυκλέτα.  

Τα υψηλότερα ηλικιακά όρια στην Ελλάδα το μόνο που καταφέρνουν να δείξουν είναι πως το κράτος δεν έχει εμπιστοσύνη στους ενήλικες πολίτες του, ούτε στην εκπαίδευση που τους παρέχει, καταφέρνοντας να μειώσει δραματικά τους νέους που οδηγούν μοτοποδήλατο και κατόπιν μοτοσυκλέτα. Οι μοτοσυκλετιστές γερνάνε, και δεν είναι μόνο στην Ελλάδα που έχουμε τέτοιο θέμα. Στις ΗΠΑ, πάνω από το 50% των μοτοσυκλετιστών είναι άνω των 50 ετών. Και είναι παγκόσμιο θέμα πια: Όλο και λιγότεροι νέοι ασχολούνται με την μοτοσυκλέτα. Η κατάσταση είναι καλύτερη στις ευρωπαϊκές χώρες με ανεπτυγμένη μοτοσυκλετιστική κουλτούρα, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Γερμανία. Χώρες που είχαν, ή έχουν ακόμα, μοτοσυκλετιστική βιομηχανία σε όλο το φάσμα της, από την ίδια την μοτοσυκλέτα ως αναλώσιμα, ανταλλακτικά κι αξεσουάρ. Χώρες χωρίς υπερπροστατευτικούς γονείς, όπου η μοτοσυκλέτα δεν θεωρείται ό,τι πιο επικίνδυνο μπορεί να κάνει κανείς, χώρες με πολλές πίστες, πολλούς αγώνες, με πολλούς τοπικούς αγώνες κι όχι μόνο εθνικά πρωταθλήματα. Σε όλες τις χώρες, η μοτοσυκλέτα αντιπροσωπεύει και έναν πολύ σεβαστό κύκλο εργασιών, που στην Ελλάδα όλο και μειώνεται. Και ναι, παίζει μεγάλο ρόλο η οικονομική δυσχέρεια, αλλά δεν είναι αυτός ο κύριος λόγος που οι νέοι δεν ασχολούνται με την μοτοσυκλέτα. Άλλωστε, και να επιστρέφαμε με κάποιο μαγικό τρόπο στην εποχή των δανείων και της εικονικής ευμάρειας, με τους μεγαλύτερους σε ηλικία να αλλάζουν μοτοσυκλέτα κάθε χρόνο, και πάλι αυτό δεν υποκαθιστά ούτε την μοτοσυκλετιστική κουλτούρα, ούτε παρακινεί τους νέους να ασχοληθούν με την μοτοσυκλέτα. Δεν είναι πια στις επιλογές τους, κι οι λόγοι πολλοί. 

Στην Ελλάδα βιώσαμε μια εποχή που η μοτοσυκλέτα και το μοτοποδήλατο πέρασαν από τον ρόλο του βασικού μεταφορικού μέσου σε κάτι πολύ πιο πλούσιο σε εμπειρίες, σ’ αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε μοτοσυκλετιστική ζωή. Ταξίδια, εκδρομές, καθημερινή μετακίνηση, στέκια στις πόλεις, αγώνες, βελτιώσεις, συζητήσεις, ενδιαφέρον για τα κοινά, για κάπου τρεις δεκαετίες η μοτοσυκλέτα ανθούσε στην Ελλάδα. Μαζί με την μαζικοποίησή της όμως, είδαμε και το τέλος των παλιών μύθων. Οι πιτσιρικάδες δεν στέκονται πλέον με το στόμα ανοιχτό όταν περνά μπροστά τους μια εντυπωσιακή μοτοσυκλέτα, δεν αφήνουν σημάδια από τις μύτες τους στις βιτρίνες των καταστημάτων. Εδώ δεν βγαίνουν πια να παίξουν στην γειτονιά τους, στα καταστήματα μοτοσυκλέτας θα πάνε να χαζέψουν; Ο ελεύθερος χρόνος τους είναι πολύ πιο περιορισμένος, και από όσο διαθέτουν, οι κάθε μεγέθους οθόνες καταναλώνουν μεγάλο μέρος του. Οι ήρωές τους είναι πια διαφορετικοί, κι όχι απαραίτητα υπαρκτά πρόσωπα. Κι όταν θα είναι αρκετά μεγάλοι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιήσουν έστω ένα πενηντάρι, έχουν να αντιμετωπίσουν ένα αστικό περιβάλλον σαφώς αφιλόξενο και επικίνδυνο για την μοτοσυκλέτα, όσο κι αν η μοτοσυκλέτα είναι το πιο κατάλληλο όχημα για κίνηση μέσα σ’ αυτό.  Κι όμως, η ενασχόληση με την μοτοσυκλέτα μπορεί να είναι ένα εξαιρετικό μέσο διαπαιδαγώγησης των νέων, που θα τους προετοιμάσει για την ενήλικη ζωή τους. Οι νέοι χρειάζονται εμπειρίες παραγωγής αδρεναλίνης, χρειάζεται να παίρνουν υπολογισμένα ρίσκα, να μάθουν να εστιάζουν σε θέματα που τους αφορούν, να μάθουν για τα αίτια, τα αποτελέσματα, τις συνέπειες και τον σεβασμό. Όλα αυτά μπορούν να τα μάθουν, και πολλά άλλα ακόμα όπως διάφορες χειρωνακτικές δεξιότητες που όλο και εκλείπουν, μέσω της μοτοσυκλέτας, όπως μπορούν να ζήσουν και εμπειρίες που θα τους προετοιμάσουν να γίνουν ολοκληρωμένοι ενήλικες, αντί να παραμένουν πάντα ανώριμοι. 

Κι απ’ την άλλη, ίσως είναι μια παροδική φάση, και να χρειάζεται να περάσει ακόμα περισσότερος καιρός, για να ασχοληθούν οι νέοι ξανά με την μοτοσυκλέτα. Κι ίσως να μην οδηγούν πια μοτοσυκλέτες που να παίρνουν βενζίνη στο ρεζερβουάρ τους. Ό,τι ενέργεια κι αν χρησιμοποιούν όμως, ας είναι οι μοτοσυκλέτες τα τελευταία ελεύθερα οχήματα των δρόμων.   

editorial 541 - Η πιο γρήγορη είναι...

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

1/12/2014

Η ταχύτερη μοτοσυκλέτα παραγωγής του κόσμου δεν ήταν ούτε στην Ιntermot, ούτε στην EICMA. H ταχύτερη νόμιμη για κυκλοφορία στο δρόμο μοτοσυκλέτα έχει τελική πάνω από 350 χιλιόμετρα, κι έχει νικήσει στα ίσα όλες τις άλλες στην ανάβαση του Pikes Peak πέρυσι, οπότε και στρίβει και φρενάρει. Κι όμως, ελάχιστοι την γνωρίζουν, γιατί είναι εκτός πεπατημένης και των συνηθειών μας: Δεν έχει τάπα βενζίνης, αλλά μπρίζα για να φορτίζει. Ακούει στο μάλλον κακόγουστο όνομα "Αστραπή LS-218", και κατασκευάζεται στην Αμερική. Η Lightning λοιπόν, μπορεί να γίνει δική σας με 38.888 δολάρια, καθώς οι παραδόσεις ήδη έχουν αρχίσει.

 

Καταλαβαίνω πως περίπου το 101% των μοτοσυκλετών ξενερώνει όταν δίπλα στην λέξη μοτοσυκλέτα μπαίνει και το ηλεκτρική. Το ίδιο κι εγώ. Η αιτιολόγηση, μέχρι τώρα, ήταν απλή: Δείξτε μου μια ηλεκτρική μοτοσυκλέτα που για το ίδιο κόστος με μια βενζινοκίνητη, να θέλω πιο πολύ να την αγοράσω. Που να είναι δυνατότερη, ταχύτερη, να στρίβει καλύτερα, να πηγαίνει εξίσου μακριά με μια φόρτιση, που να γουστάρω τέλος πάντων να οδηγώ αυτή με την μπρίζα αντί για την άλλη με την μάνικα. Που να μην μοιάζει με παιδικό παιχνίδι, που να μην φωνάζει με την πρώτη ματιά πως πρόκειται για κάτι που σχεδίασαν και έφτιαξαν άνθρωποι που μπορεί να ξέρουν από ρεύματα, αλλά όχι από μοτοσυκλέτες. Προσπάθειες έχουν γίνει πολλές, τόσο σε επίπεδο παραγωγής (όπως οι Zero Motorcycles στις ΗΠΑ) όσο και αγωνιστικό (από Moto Czysz ως Mugen), ακόμα και για χωμάτινη χρήση (ΚΤΜ Freeride-E). Mέχρι τώρα όμως, δεν υπήρχε ηλεκτρική μοτοσυκλέτα που να τα είχε βάλει με βενζινοκίνητες αγωνιστικές και να τις είχε νικήσει στα ίσα. Κι όμως, αυτό συνέβη πέρυσι στο Pikes Peak, όπου συμμετέχουν κορυφαίες αγωνιστικές ομάδες απ’ όλο τον κόσμο, και τουλάχιστον στις ΗΠΑ, τον παίρνουν πολύ σοβαρά αυτόν τον αγώνα. Το 2012, η Lightning είχε κερδίσει όλους τους αγώνες ηλεκτρικών στους οποίους είχε συμμετάσχει, και για το 2013 έπεισαν τον Carlin Dunne να οδηγήσει την μοτοσυκλέτα τους. O Dunne είχε πρωτοεμφανιστεί στο Pikes Peak το 2011, και το κέρδισε με την πρώτη, νίκη που επανέλαβε με Ducati και το 2012. Δεν ήταν λίγο ρίσκο γι’ αυτόν να πάει σε μια ομάδα με ηλεκτρική μοτοσυκλέτα; Κι όμως, μετά από δύο track days, το πρώτο για να συνηθίσει λίγο την μοτοσυκλέτα και το δεύτερο για να ρυθμίσει αναρτήσεις, πήγε να τρέξει στο Pikes Peak κι έκανε τον ταχύτερο χρόνο από όλες τις μοτοσυκλέτες, ανεξαρτήτως κινητήρα. Ο δεύτερος ήταν 21 δευτερόλεπτα πίσω του.

 

Φαίνεται πως η σχεδιασμένη από τον "δικό μας" Glynn Kerr Lightning σηματοδοτεί την ωρίμανση των ηλεκτρικών μοτοσυκλετών, το στάδιο εκείνο όπου ανταγωνίζονται πια στα ίσα το κατεστημένο των βενζινοκίνητων. Συμφωνώ πως για να προτιμάς το σφύριγμα μιας ηλεκτρικής σε σχέση με τον ήχο ενός κινητήρα εσωτερικής καύσης πρέπει ο σφυγμός σου να έχει πέσει στο μηδέν, από ώρα. Μόνο το soundtrack όμως είναι που κάνει μια μοτοσυκλέτα συναρπαστική; Ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα των ηλεκτρικών, πάντα σύμφωνα με την τρέχουσα τεχνολογία μπαταριών, είναι η περιορισμένη τους αυτονομία. Η Lightning υπόσχεται αυτονομία 160-200 χιλιόμετρα με τη μικρή μπαταρία των 12 kwh, και 250-290 με την μεγάλη των 20 kwh. Όσοι νομίσουν πως είναι λίγα, ας πάρουν οποιαδήποτε superbike με 200 ίππους, κι ας την πάνε τέρμα γκάζι. Στις μετρήσεις που κάνουμε για το περιοδικό, έχουμε αδειάσει 17λιτρα ρεζερβουάρ πολύ πριν κάνουμε 100 χιλιόμετρα, όπως θα έχουν διαπιστώσει και όσοι έχουν καταφέρει να πάνε ένα superbike τελικιασμένο για καμιά ώρα... Η Lightning, από την άλλη, έχει και το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας για μοτοσυκλέτες παραγωγής, με 347,55 km/h μέσο όρο διελεύσεων (η μία ήταν πάνω από 350 km/h). Οι τεχνικοί της υπολόγισαν πως στα 320 km/h το αντίστοιχο της κατανάλωσής της σε λίτρα βενζίνης θα ήταν 4,7 l/100km, επίδοση που θεωρείται οικονομική για απλές μοτοσυκλέτες με 50 ίππους. Υπολόγισαν επίσης, πως κάθε πέρασμα για τα ρεκόρ ταχύτητας στην Bonneville τους στοίχιζε το ισόποσο των 8 cent του δολαρίου, από ενέργεια που αποθήκευαν μέσω των ηλιακών πάνελ που είχε στην οροφή του το φορτηγάκι της ομάδας. Φυσικά – φυσικά, όταν σου αδειάσει το ρεζερβουάρ χώνεσαι σ’ ένα βενζινάδικο και σε πέντε λεπτά έχεις ξεμπερδέψει, έχεις δώσει τα 30 ευρώ σου και ξαναορμάς προς την δόξα. Με το ηλεκτρικό όμως, θα έπρεπε να ξέρεις πως κάθε, ή έστω πολλά βενζινάδικα έχουν γρήγορους φορτιστές, και να πιεις έναν καφέ, αφού μέσα σε μισή ώρα οι μπαταρίες γεμίζουν. Με απλό φορτιστή στο σπίτι, χωρίς τριφασικό ρεύμα, θέλουν δύο ώρες. Κοίταξα το κόστος για τον γρήγορο φορτιστή ενός υβριδικού αυτοκινήτου, του BMW i8, και είναι στα 2.300 ευρώ, κομπλέ με μετρητή κατανάλωσης. Αν υπήρχε αρκετή ζήτηση, το κόστος δεν είναι υπερβολικό για ένα βενζινάδικο.   

 

Για να φτιάξει την πιο γρήγορή της μοτοσυκλέτα η Kawasaki, την H2R που συμπτωματικά έχει κι αυτή τελική 350+ χιλιόμετρα (αλλά δεν είναι νόμιμη για κυκλοφορία στο δρόμο), το κριτήριό της ήταν "η ανεπανάληπτη αίσθηση επιτάχυνσης". Σ’ αυτόν τον τομέα, τα ηλεκτρικά δεν υστερούν. Το Lightning έχει πάνω από 200 ίππους και 23,2 kgm ροπής, επιδόσεις που καμία βενζινοκίνητη μοτοσυκλέτα δεν διαθέτει. Κανένα superbike μέχρι σήμερα δεν έχει μετρηθεί στους 200 ίππους στον τροχό, και οι απώλειες ενός συστήματος μετάδοσης ενός ηλεκτρικού είναι πολύ-πολύ μικρότερες, αφού δεν παρεμβάλλονται γρανάζια, συμπλέκτης και κιβώτιο ταχυτήτων. Το Lightning δεν έχει κιβώτιο. Ανοίγεις το διακόπτη κι είσαι έτοιμος να φύγεις, απολαμβάνοντας μια αίσθηση καταιγιστικής, αδιάλειπτης επιτάχυνσης από τα μηδέν ως τα 350 χιλιόμετρα. Τα 23,2 χιλιογραμμόμετρα ροπής που έχει είναι τα διπλά από ενός Hayabusa (13,7), οπότε σε σύγκριση το κτηνώδες Suzuki θα φαίνεται σαν να δουλεύει με τους δύο κυλίνδρους. Η Kawasaki ανακοινώνει 16,8 kgm για το H2R των 300 ίππων, 7 kgm λιγότερα, που είναι αντίστοιχη της διαφοράς ροπής ενός μονοκύλινδρου 300 κυβικών όπως το CBR300 κι ενός CBR1000RR. Χαοτική.       

Ο υγρόψυκτος ηλεκτροκινητήρας του βγάζει λοιπόν πάνω από 200 ίππους, και η ροπή του είναι διπλάσια αυτής ενός Panigale. Aπό γκάζια δηλαδή, δεν του λείπει τίποτα, ούτε από πλαίσιο και φρένα και αναρτήσεις. Έχει πάνω του τα καλύτερα Brembo και Öhlins. Ούτε και υπερβολικά βαρύ είναι στα 224,5 κιλά, 10 περίπου κιλά περισσότερα από το πιο βαρύ superbike, αλλά 14 κιλά λιγότερα από του Kawasaki H2. Στα έξτρα,  όταν θα παραγγείλετε το δικό σας, μπορείτε να διαλέξετε μεταξύ carbon πλαισίου και ψαλιδιού, οθόνης touch screen με λειτουργικό Android και σέλας της προτίμησής σας. Σε μια μοτοσυκλέτα που έχει ήδη ζάντες Marchesini μαγνησίου και πιρούνι Öhlins FGRT, αμορτισέρ Öhlins ΤΤΧ και τις καλές ακτινικές Brembo, τι άλλο να ζητήσεις;

Έχουμε έτσι μια μοτοσυκλέτα ικανή να γεμίσει δέος και τον πιο hardcore αναβάτη superbike, που μπορεί με τις επιδόσεις της να κάνει τα πόδια των κοινών θνητών και τρέμουν σαν ζελέ, που μπορεί να τρομάξει εντελώς και για πάντα κάποιον ψιλο-άσχετο που θα βρεθεί στην σέλα της και μετά δεν θα ξαναβγεί ποτέ από το δωμάτιό του, ενώ θα ουρλιάζει υστερικά κάθε φορά που η μάνα του θα βάζει μπρος το σεσουάρ για τα μαλλιά. Κι εδώ ερχόμαστε στο μεγαλύτερο μειονέκτημά του μέχρι τα βενζινάδικα να βάλουν φορτιστές: Τον ήχο. Όντως τα ηλεκτρικά όταν επιταχύνουν κάνουν σαν σεσουάρ στη δεύτερη σκάλα, με λίγο θόρυβο από αλυσίδα να θυμίζει μοτοσυκλέτα. Άντε, αν τα γουστάρεις κιόλας, να πεις πως κάνουν σαν jet σε απογείωση. Ακούω πως μερικά αυτοκίνητα, όπως για παράδειγμα σε Renault Clio, έχουν επιλογές μέσω του συστήματος πολυμέσων, που τα κάνουν να ακούγονται σαν V8 ή σαν Nissan GTR (μέσα στην καμπίνα, γιατί απ’ έξω ακούγεται γι’ αυτό που είναι). Μου φαίνεται γελοίο. Με τα ηλεκτρικά όμως, το πρόβλημα είναι ότι δεν ακούγονται. Έχει πάει να με πατήσει Prius γιατί ξαφνικά έκανε όπισθεν, χωρίς καμία ηχητική προειδοποίηση, αφού δεν καταλαβαίνεις πως είναι "on". Στο Pikes Peak, στην διαδρομή του αγώνα, τα ηλεκτρικά είναι υποχρεωμένα από τον κανονισμό να κάνουν θόρυβο 120 ντεσιμπέλ, για να μην πατάνε τους θεατές ή τους βλάκες που αποφασίζουν να περάσουν απέναντι με το αυτοκίνητό τους. Και πως το κάνουν αυτό; Βάζουν πάνω στη μοτοσυκλέτα μια σειρήνα...

Η ανάβαση του Pikes Peak έχει μήκος 20 χιλιόμετρα, με 156 στροφές που ανεβάζουν τους αγωνιζόμενους από τα 1.440 στα 4.300 μέτρα. Για να λέμε του βενζινοκίνητου το δίκιο, η απόδοση των κινητήρων εσωτερικής καύσης πέφτει σημαντικά σε τέτοια υψόμετρα, όμως μόλις δύο χρόνια πριν την νίκη του Dunne με το Lightning, όταν πάλι ήταν νικητής ο ίδιος με Ducati Multistrada, το πιο γρήγορο ηλεκτρικό ήταν ένα λεπτό και σαράντα δευτερόλεπτα πίσω του. Δυό χρόνια μετά, έριξε 21" στον δεύτερο, με ηλεκτρικό. Όποιος έχει ασχοληθεί έστω και λίγο με αγώνες, καταλαβαίνει πως πρόοδος δύο ολόκληρων λεπτών (στα 10 – δέκα και κάτι που κάνουν οι πιο γρήγοροι εκεί) μέσα σε δύο χρόνια, είναι τεράστια έως απίστευτη. Φανταστείτε μια μοτοσυκλέτα MotoGP που να έχει καταφέρει μέσα σε δυό χρόνια να βελτιώσει τους χρόνους της κατά 20%. Δεν γίνεται, κι αν γινόταν, θα σκότωναν για να μάθουν το μυστικό. Εδώ όμως δεν πρόκειται για μυστικό, αλλά για κάτι ολοφάνερο, που αποτελεί ταυτόχρονα το μεγαλύτερο πλεονέκτημα αλλά και το χειρότερο μειονέκτημά της: Είναι ηλεκτρικό. Με βάση στην California, όπως και οι έτερες ηλεκτρικές Mission και Ζero και Τesla (στα αυτοκίνητα αυτή η τελευταία), η Lightning ασχολείται με τα ηλεκτρόνια από το 2006, και πολύ νωρίς μπλέχτηκε με τους αγώνες. Της πήρε οκτώ χρόνια για να φτάσει στο σημείο να κερδίζει τους πάντες σ’ έναν διάσημο, διεθνή αγώνα που οι κατασκευαστές παίρνουν πολύ στα σοβαρά, καθώς έχει σημαντικό αντίκτυπο στην Αμερικάνικη αγορά. Αν το 2006 είχαν πει "σε οκτώ χρόνια θα σας σκίσουμε τις βενζινοκίνητες μπαχατέλες σας", όλοι θα γέλαγαν. Κι όμως, η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Όταν πρωτοφτιάχτηκαν μοτοσυκλέτες, κανείς δεν πίστευε πως αυτά τα πράματα του διαβόλου θα γίνουν ποτέ κάτι περισσότερο από παιχνιδάκια για εκκεντρικούς πλούσιους. Τα ίδια έλεγαν και για τα αυτοκίνητα, το ίδιο γέλαγαν όταν ο άγνωστος τότε Soichiro Honda δεσμευόταν πως θα τρέξουν τα Honda στο Isle of Man και θα κερδίσουν. Μ’ αρέσει και το πόρισμα επιστημόνων της εποχής των πρώτων τρένων: Οι επιστήμονες είχαν αποφανθεί πως αν τα τρένα τρέξουν ποτέ πιο γρήγορα από άλογο, θα φύγει ο αέρας από τα παράθυρα και οι επιβάτες θα πεθάνουν από ασφυξία. Κι εντάξει, αυτά τα έχουμε ξεπεράσει, το θέμα δεν είναι αν στα 350 θα πάμε από ασφυξία. Μια ανάσα θα την πάρουμε. Το θέμα είναι πως οι αισθήσεις μας, επί τέσσερις σχεδόν γενιές τώρα, έχουν εκπαιδευτεί να γουστάρουν μοτοσυκλέτα σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια. Κι είναι ύποπτο έως ανησυχητικό (Θα γυρίσει ο κόσμος μας ανάποδα; Θα μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι;) πως ψάχνοντας το γιατί δεν θα γουστάραμε αυτή τη στιγμή μια ηλεκτρική μοτοσυκλέτα, οι μόνες βάσιμες δικαιολογίες που μπορούμε να βρούμε είναι πως δεν υπάρχουν κατάλληλοι φορτιστές στα βενζινάδικα και πως αυτά τα ηλεχτρικά ακούγονται σαν δράπανα, ενώ απ’ την άλλη είναι αρκούντως τρομακτικές και πιο γρήγορες απ’ όλες τις άλλες, στις ευθείες ή στις στροφές.   

Στα χρονομετρημένα δοκιμαστικά πριν τον αγώνα του Pikes Peak, o Richard Hatfield, o "κύριος Lightning", στεκόταν δίπλα στην οθόνη με τους χρόνους, και όπως και τις προηγούμενες μέρες, το Lightning ήταν το ταχύτερο. Δίπλα του στέκονταν μερικοί Ιάπωνες μηχανολόγοι από την εργοστασιακή ομάδα της Honda, και τα CBR τους ήταν στην 14η θέση. Λέει ένας τους στον Richard: "Ω! Είστε από την Lightning! Toυ χρόνου θα επιστρέψουμε με περισσότερους ίππους!". Ο Richard (που τον βλέπεις ήσυχο ανθρωπάκι, αλλά τα καρφιά του τα ρίχνει), τους απάντησε: "Μπαταρίες θα πρέπει να φέρετε του χρόνου." Οι Ιάπωνες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, κι είπε ο ένας στον άλλο: "Δίκιο έχει, μπαταρίες πρέπει να φέρουμε."