Editorial 580 - Κέρδισε; Τιμωρήστε τον!

x
Από το

motomag

1/3/2018

Έχω μπερδευτεί. Κι αυτό που με έχει μπερδέψει είναι οι κανονισμοί των αγώνων. Σε όλο και περισσότερες κατηγορίες, όλο και περισσότερο όσο περνούν τα χρόνια, οι κανονισμοί προσπαθούν να εξισώσουν μεταξύ τους τις μοτοσυκλέτες, στο όνομα του “έντονου συναγωνισμού” και του “θεάματος”. Τι συνέβη στο παλιό καλό ρητό “οι αγώνες βελτιώνουν το είδος”;

Μια ματιά στους νέους κανονισμούς των Superbike είναι αποκαλυπτική. Οι κανονισμοί προβλέπουν όριο στροφών συγκεκριμένο για κάθε μοτοσυκλέτα, που θα κατεβαίνει αν κερδίζει! Κατ’ αρχήν, το όριο στροφών είναι θεμελιώδες για την αρχική σχεδίαση ενός κινητήρα. Άλλες απαιτήσεις έχει ένας κινητήρας που θα γυρίζει στις 11.000, τελείως διαφορετικές ένας που ανεβάζει 14.000. Τι κινητήρα θα σχεδιάσει η κάθε εταιρία; Και τι μπελάς, να ανεβοκατεβαίνει το όριο των στροφών αρκετές φορές μέσα στην χρονιά! Η αιτιολόγηση είναι η εξής: Στόχος είναι λέει, “η ισοτιμία στο πρωτάθλημα ώστε να ισοσταθμιστεί η απόδοση των αναβατών”… Δηλαδή το ιδανικό θα ήταν να τρέχουν αναβάτες με απολύτως ίδια απόδοση, με μοτοσυκλέτες εντελώς ίδιες μεταξύ τους; Κι αφού δεν μπορούν να βρουν κλωνοποιημένους, πανομοιότυπους αναβάτες, θα αλλάζουν συνεχώς τις μοτοσυκλέτες, τιμωρώντας αυτές που κερδίζουν! Εεε, συγνώμη αν ενοχλώ, αλλά υπάρχει κατηγορία με ίδιες ουσιαστικά μοτοσυκλέτες, και λέγεται Moto2, αν δεν το είχατε αντιληφθεί δηλαδή…

Η κυνικότητα προχωρά σε νέα επίπεδα, γιατί θα υπάρχει και ένα point system “παραχωρήσεων”, που θα επιτρέπει την αναβάθμιση των μοτοσυκλετών όσων δεν πάνε καλά, ενώ όσοι τερματίζουν βάθρο θα παίρνουν πόντους ποινής, που δεν θα τους επιτρέπουν αναβαθμίσεις! Στόχος εδώ είναι “ο περιορισμός της εξέλιξης των κινητήρων των πιο γρήγορων μοτοσυκλετών”, “η εξίσωση των ομάδων” και για τους θεατές, “μεγαλύτερη ποικιλία νικητών, με μάχες για τις πρώτες θέσεις”. Όλα αυτά είναι αντίθετα στην λογική των ίδιων των αγώνων. Όποιος κατασκευαστής κάνει την δουλειά του καλύτερα από τους άλλους, θα τιμωρείται. Όποιος αναβάτης κερδίζει ή τερματίζει βάθρο, θα τιμωρείται η μοτοσυκλέτα του. Δηλαδή θα φτάσουμε στην γελοιότητα να προτιμά κάποιος να τερματίσει τέταρτος αντί για τρίτος, αν πίσω του δεν είναι κάποιος που να τον απειλεί στο πρωτάθλημα, για να μην πάρει βαθμούς ποινής και του κάνουν πιο αργή την μοτοσυκλέτα! Η ιδέα και μόνο πως μοτοσυκλέτα που κερδίζει θα τιμωρείται με αφαίρεση ισχύος και ενδυνάμωση των αντιπάλων, είναι εξωφρενική. Οι αγώνες το πεδίο όπου οι κατασκευαστές θα έπρεπε να ενθαρρύνονται να καινοτομούν και να φτιάχνουν τους καλύτερους κινητήρες που μπορούν. Κι όλοι ξέρουμε πως η απόλυτη ιπποδύναμη δεν είναι αυτή που κερδίζει τους αγώνες: Αν ξαφνικά κάποιος μπορούσε να βγάλει 300 ίππους από ένα superbike, νομίζετε πως θα κέρδιζε; Φυσικά και όχι. Αν η ισχύς δεν είναι διαχειρίσιμη, αν το πλαίσιο, οι αναρτήσεις, το στήσιμο και τα φρένα δεν συμβαδίζουν με τον κινητήρα, δεν οδηγείται, και σίγουρα δεν οδηγείται γρήγορα για να κερδίσει αγώνες. Με αυτή την λογική, η τεχνολογική πρόοδος της Honda, όταν σχεδίασε κινητήρες που ανέβαζαν 5.000 στροφές παραπάνω από του ανταγωνισμού για να κερδίσει στο Isle of Man, και κατόπιν στα GP, θα έπρεπε να τιμωρηθεί.

Το χειρότερο είναι πως ο ιδιοκτήτης των αγώνων (η DORNA), αλλά και οι κατασκευαστές, αν συμφώνησαν, φαίνεται πως τα κάνουν όλα αυτά για τους λάθος λόγους. Πως έβγαλαν το συμπέρασμα πως με ίδιας απόδοσης μοτοσυκλέτες οι θεατές το απολαμβάνουν περισσότερο και πως οι αγώνες γίνονται πιο δημοφιλείς; Έχετε πάει σε MotoGP; Ακόμα κι από όσους θεατές είναι αρκετά φανατικοί για να μπουν στον κόπο και τα έξοδα να πάνε τουλάχιστον Σαββατοκύριακο σε μια πίστα να δουν αγώνα από κοντά, στην Moto3 ενδιαφέρονται αρκετοί, ας πούμε οι μισοί, στην MotoGP σχεδόν όλοι, ενώ στην Moto2 όπου όλες οι μοτοσυκλέτες έχουν ίδιους κινητήρες σύμφωνα με το ιδανικό της DORNA (κι οι περισσότερες, και ίδια πλαίσια), πάνε οι περισσότεροι θεατές για μπύρες και για μια βόλτα στα μαγαζάκια. Κι όσο για το αν οι μάχες για τις πρώτες θέσεις και οι πολλοί διαφορετικοί νικητές τονώνουν το ενδιαφέρον των θεατών, το 2017 στην Moto2 είχαμε πέντε διαφορετικούς νικητές (ο Morbidelli πήρε 8 νίκες), ενώ στα MotoGP είχαμε επίσης πέντε (ο Marquez και ο Dovizioso πήραν από έξι νίκες), ενώ στην Moto3 ο Mir πήρε 10 νίκες σε 18 αγώνες. Βλέπουμε λοιπόν πως ακόμα και με την κατηγορία “ενιαίου” όπως έχει γίνει η Moto2, η ποικιλία νικητών δεν διαφέρει από της MotoGP. Στην δε Moto3, όπου αντικειμενικά γίνεται της κολάσεως και οι μάχες είναι συνεχείς, ένας αναβάτης κυριάρχησε. Και ούτε η Moto2 ή Moto3 που έχουν πιο πολλές μάχες και προσπεράσματα είναι οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες. Δεν τα ξέρουν όλα αυτά οι της DORNA; Πως θα γίνουν οι αγώνες δημοφιλείς αν δεν υπάρχει τεχνολογική και οδηγική υπεροχή; Η ιστορία έχει δείξει, τουλάχιστον στα μηχανοκίνητα σπορ, πως όποτε είχαμε κάποιου είδους κυριαρχία συνδυασμού αναβάτη – μοτοσυκλέτας ή αυτοκινήτου – οδηγού, σ’ αυτές οι εποχές οι αγώνες ήταν και οι πιο δημοφιλείς. Γιατί; Γιατί τότε δημιουργούνται μύθοι, συλλογικά αφηγήματα υπεροχής και εξαιρετικών επιδόσεων. Κι οι μύθοι είναι ό,τι πιο ισχυρό για το ανθρώπινο είδος. Δεν μπορώ να φανταστώ τι είδους άνθρωπος θα έλεγε “Aαα, εγώ για να ευχαριστηθώ αγώνα πρέπει όλα τα μηχανάκια να είναι ίδια, κι αν κάποιος αναβάτης ξεχωρίζει, να τον τιμωρούν”. Το λέει όμως η DORNA, που υποτίθεται πως κόπτεται για την θέαση των αγώνων, και κάνει συνδρομητική την παρακολούθησή τους. Στην Ιταλία, όπου έχουμε στοιχεία, από τότε που κλείδωσε η μετάδοση των MotoGP σε συνδρομητικό κανάλι, περίπου 1.000.000 θεατές τα παρακολουθούν. Πριν, ήταν πάνω από 5.000.000. Αυτό μπορεί να φέρνει έσοδα στην DORNA και το κανάλι, αλλά οι διαφημιζόμενοι και οι χορηγοί έχασαν τον 80% του κοινού τους. Για σκεφτείτε, αυτό τώρα κάνει καλό στο σπορ;

 

Πάλι καλά που υπάρχουν και δύο διαφορετικά είδη κινητήρων στα MotoGP, κι άλλα δύο στα Superbike, τετρακύλινδρα εν σειρά ή σε V. Αλλιώς, θα ήταν ήδη σαν ενιαίο. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως με τόσο περιοριστικούς κανονισμούς η τεχνολογία έχει τελματώσει. Υπάρχει, και τα κοστολόγια είναι τεράστια, μόνο που είναι δύσκολο να ενθουσιαστεί κανείς μαζί της. Για παράδειγμα, εξαιρετική δουλειά έχει γίνει τα τελευταία χρόνια στον κρίσιμο τομέα της μείωσης των τριβών, και άρα των απωλειών ισχύος και της μείωσης των θερμοκρασιών, μαζί με την αύξηση της αξιοπιστίας. Αυτή η τεχνογνωσία έχει τεράστια σημασία και για τις καθημερινές μοτοσυκλέτες, κι όχι μόνο σε θέματα οικονομίας καυσίμου. Πως όμως να ενθουσιαστείς και να ενθουσιάσεις και τους φίλους σου μιλώντας τους για το πόσο μειωμένες τριβές έχει ο κινητήρας της νέας σου μοτοσυκλέτας; Αυτό εννοώ. Που είναι ο μύθος, που είναι η τεχνολογική ταυτότητα της κάθε εταιρίας, αν όλοι κάνουν τα ίδια; Πώς να γίνουν οι αγώνες συναρπαστικοί για τους θεατές, κι αυτός ο ενθουσιασμός να περάσει στο δρόμο, στις πωλήσεις; Κι αν φτάνουμε στο σημείο να τιμωρούμε όσους πετυχαίνουν μια εξαιρετική επίδοση, τότε νομίζω πως το έχουμε χάσει το νόημα. Και μαζί του, όσο υπάρχουν τόσο περιοριστικοί κανονισμοί, την ελπίδα για πραγματική ελευθερία δημιουργίας υπέροχων μηχανών και συναρπαστικών μύθων.   

 

 

 

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.