Editorial 579 - Η περιπέτεια είναι παπί

Από το

motomag

1/2/2018

Ίσως να φαίνεται βαρύς ο προσδιορισμός “H πιο σημαντική μοτοσυκλέτα του κόσμου”. Δεν υπάρχει όμως κάποια άλλη πιο επιτυχημένη, ή με μεγαλύτερη επιρροή σε όλο τον πλανήτη. Και ναι, μιλάμε για το ταπεινό παπί, που διεκδικεί ακόμα και τον τίτλο της πιο βολικής και ρεαλιστικής μοτοσυκλέτας περιπέτειας. Αν πιστέψει κανείς πως για να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, στα πιο απομακρυσμένα σημεία του και στα πιο απίθανα μέρη, ο μόνος και καλύτερος τρόπος είναι να ξεκινήσει αγοράζοντας μια μοτοσυκλέτα δεκάδων χιλιάδων ευρώ, ας το ξανασκεφτεί. Κάποιοι προτιμούν με ένα τέτοιο ποσό να ταξιδέψουν για χρόνια, αντί να το ξοδέψουν πριν καν ξεκινήσουν. Κι είναι άδικο να πεθαίνουν όνειρα εξ αιτίας προκαταλήψεων.

Μια τέτοια εξαιρετικά διδακτική περίπτωση είναι αυτή του Άγγλου Ed March. Είχε ένα παπί, ένα C90 που το είχε αγοράσει πολύ μεταχειρισμένο για κάτι λιγότερο από 200 ευρώ. Όταν είδε εκείνο το επεισόδιο του Top Gear που διασχίζουν το Vietnam με μηχανάκια, του ήρθε η ιδέα να στείλει το παπί του εκεί, και να γυρίσει οδικώς πίσω στην Αγγλία. Οι φίλοι του του είπαν πως πρόκειται για μια χαζή ιδέα, καθώς “δεν γίνεται να κάνεις τον γύρο του κόσμου με ένα C90”. Οι φίλοι προφανώς δεν ήξεραν πως αυτό ήταν κάτι που είχε ήδη γίνει πριν πολλά χρόνια (το συγκεκριμένο παπί που είχε κάνει τον γύρο του κόσμου το είχα δει στο Isle of Man, κι είχε επιστρέψει χωρίς ούτε ένα σκασμένο λάστιχο στην διαδρομή, κι ήταν σε άριστη κατάσταση), αλλά ευτυχώς ο Ed δεν πτοήθηκε, κι έστειλε το παπί του στην Μαλαισία. Όταν πήγε να το βγάλει από το τελωνείο, διαπίστωσε πως είχε ξεχάσει τα κλειδιά στο σπίτι… Mπροστά όμως στους τελωνειακούς, “έσπασα την κλειδαριά του τιμονιού με ένα κατσαβίδι και μια πέτρα, βραχυκύκλωσα τα καλώδια και πήγα μέχρι το πρώτο συνεργείο, όπου με περίπου 7 ευρώ άλλαξα κλειδαριά και διακόπτη”. Αυτή ήταν η αρχή ενός ταξιδιού 8 μηνών και πάνω από 23.000 χιλιομέτρων. Το έκανε. Και του άρεσε. Το επόμενό του ταξίδι ήταν να πάει ως το Nordkapp μέσω Πολωνίας και Φινλανδίας, επιστρέφοντας από Νορβηγία και Σουηδία, πάνω από 6.400 χιλιόμετρα. Φεβρουάριο, και κατασκηνώνοντας όπου νυχτωνόταν. Μετά σκέφτηκε να οργανώσει ένα ταξίδι και για άλλους, και βρήκε επτά άτομα με παπιά, τα έστειλαν στην Μογγολία και από κει επέστρεψαν στην Αγγλία. Σύνολο 11.200 χιλιόμετρα. Την επόμενη χρονιά, μαζί με την φίλη του, έκαναν 40.000 χιλιόμετρα από την Αλάσκα ως την Αργεντινή, αλλά δεν τους έφτασαν, κι έκαναν άλλα 28.800 διασχίζοντας τον Καναδά – χειμώνα. Κάποια βράδια, η θερμοκρασία μέσα στην σκηνή τους έπεφτε στους μείον 32, και το πρωί έπρεπε να βάλουν φωτιά κάτω από τους κινητήρες για να ζεσταθούν τα λάδια. Καλά θα πέρασαν, γιατί στην συνέχεια κατηφόρισαν ως το Tennessee, όπου ακολούθησαν το TransAmerica Trail ως το Oregon – μια εκτός δρόμου διαδρομή, άλλα 6.400 χιλιόμετρα.  Συνολικά έχει κάνει πάνω από 180.000 χιλιόμετρα σε 36 χώρες με ένα μηχανάκι ηλικίας 30 ετών και 200 ευρώ. “Ναι, μπορεί κάτι να χαλάσει, αλλά μπορεί να φτιαχτεί οπουδήποτε με ο,τιδήποτε. Οι άνθρωποι γελάνε όταν τους λέω πως η μόνη συντήρηση που κάνω είναι να βάζω βενζίνη, αλλά εκτός από αλλαγές λαδιών κάθε 1.500 χιλιόμετρα, δεν έχω λαδώσει ποτέ καμία ντίζα, δεν έχω γρασάρει τίποτα, δεν το έχω πλύνει ποτέ. Μερικές φορές βάζω λίγο λάδι στην αλυσίδα, αλλά όταν με 15 ευρώ παίρνεις και αλυσίδα και γρανάζια, δεν έχει και πολλή σημασία αν δεν την λαδώσω…”

H ιδέα των ταξιδιών με παπί δεν είναι νέα, αλλά στην εποχή μας το να ταξιδεύεις με μια απλή, φτηνή μοτοσυκλέτα που δεν σε νοιάζει ακόμα κι αν καταστραφεί, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Καταστάσεις που με μια μεγάλη, βαριά και βαρυφορτωμένη μοτοσυκλέτα μπορούν να οδηγήσουν εύκολο σε ακινητοποίηση ή τραυματισμό, με κάτι μικρό περνούν με γέλιο. Ο Ed March θεωρεί μειονέκτημα την μικρή τελική, αλλά ως εκεί. Κι είναι κυρίως θέμα φιλοσοφίας, τι θεωρεί κανείς ταξίδι. Για κάποιους, πιεσμένους από χρόνο, μπορεί να είναι ατέλειωτα χιλιόμετρα κάθε μέρα, για άλλους όμως να μετράει περισσότερο η επαφή με τους τόπους και τους ανθρώπους. Πάνω σε ένα παπί, πας αργά και τα βλέπεις όλα, τα μυρίζεις όλα, τα αισθάνεσαι όλα. Και μόλις ξεφύγει κανείς από τους μεγάλους δρόμους και το άγχος της άφιξης, τα πάντα είναι διαφορετικά και η μικρή τελική γίνεται πλεονέκτημα. Έπεσες; Τι πιο απλό από το να σηκώσεις ένα παπί; Όπως λέει ο March, “Τα όριά του είναι χαμηλά, και οι όποιες ικανότητες έχω αρκούν. Πολύ γρήγορα ανακάλυψα πως αυτό το μηχανάκι μ’ αφήνει να το διασκεδάζω, πολλές φορές γελάω όταν το οδηγώ, κάτι που δεν συνέβαινε με το Husqvarna TE610 που είχα πριν. Επιπλέον, με το παπί είμαι σχεδόν αόρατος, δεν ξεχωρίζω, και οι άνθρωποι είναι πολύ πιο φιλικοί μαζί μου απ’ ότι αν οδηγούσα μια μεγάλη, ακριβή μοτοσυκλέτα. Ακριβώς επειδή η όλη εμφάνισή μου ως ταξιδιώτη με παπί είναι και λίγο γελοία. Είναι υπέροχα ειρωνικό το γεγονός πως ο λόγος που δεν ξεχωρίζω είναι πως οδηγώ το πιο δημοφιλές όχημα του κόσμου! Κι οι άνθρωποι που συναντώ καταλαβαίνουν πως δεν υπάρχει τίποτα το εξαιρετικό είτε σε μένα είτε στη μοτοσυκλέτα μου, κι αυτό τους το κάνει πιο εύκολο να ταυτιστούν μαζί μου. Μου λένε πως τους αρέσει που είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος σαν κι εκείνους, που απλά έχει κάνει μια δυό επιλογές στην ζωή του. Μου λένε πως τους εμπνέω γιατί θα μπορούσαν εύκολα να κάνουν αυτό που κάνω κι εγώ, αν το αποφάσιζαν. Δεν είναι κάτι δύσκολο ή ανέφικτο”.    

Είχα δύο παπιά στη ζωή μου, και τα δύο γκρι. Το ένα πρέπει να ήταν ίδιας ηλικίας με μένα, από τα πρώτα με επικεφαλής εκκεντροφόρο, άσπρα καπάκια, άσπρο κοντέρ και καρμπυρατέρ καθέτου ροής. Το δεύτερο, “πεταλούδα” ή “γλάρος”, με το πλαίσιο του 12βολτου. Οι καλύτερες αναμνήσεις κι από τα δύο ήταν οι εκδρομές μ’ αυτά, φορτωμένα με όλο τον κατασκηνωτικό εξοπλισμό, σε χώματα, λάσπες, ποτάμια, βουνά. Με παρέα άλλα πενηντάρια παπιά, πηγαίναμε παντού όπου θα πηγαίναμε και με μια “μοτοσυκλέτα περιπέτειας”, αλλά πολύ πιο φτηνά (ειδικά όταν είσαι μαθητής ή φοιτητής και τα χρήματα ήταν ελάχιστα), χωρίς μπελάδες (το χειρότερο θα ήταν να φτιάξουμε ένα σκασμένο λάστιχο ή να βγάλουμε κανένα μπροστινό φτερό όταν μπούκωνε από λάσπη), χωρίς άγχος. Τα μαρσπιέ τους στράβωναν όταν έπεφτες, αλλά ίσιωναν εύκολα, οι αλυσίδες τους ήταν καλυμμένες, η βενζίνη που έκαιγαν ελάχιστη (με ένα έξτρα πεντόλιτρο μπορείς να διασχίσεις την Πίνδο) και δεν διαμαρτύρονταν αν δούλευαν μέρες, μήνες, χρόνια τέρμα γκάζι. Ακόμα και χωρίς λάδι. Και τελικά, η απόσταση που θα διανύσουν δεν τα επηρεάζει καθόλου. Χρόνο να έχεις.

Και κάπως έτσι, το ταπεινό παπί μπορεί επάξια να διεκδικήσει έναν ακόμα τίτλο, αυτόν της πιο βολικής μοτοσυκλέτας περιπέτειας ever. Γιατί αυτόν της πιο οικονομικής από κάθε άποψη μοτοσυκλέτας περιπέτειας, και ανθεκτικής, τον έχει ήδη.

 

ΥΓ: Τα ξαναθυμήθηκα όλα αυτά, με αφορμή την επέτειο του παπιού της Honda (60 χρόνια, 100 εκατομμύρια κομμάτια) κι ένα υπέροχο ταξίδι αναζήτησης της ιστορίας της γέννησης του παπιού, στην μεταπολεμική Ιαπωνία και την φιλοσοφία των ριζοσπαστικών μυαλών του Soichiro Honda και του Takeo Fujisawa.

 

editorial τ.530 - αξίζουν και τώρα!

Από το

Μαύρο Σκύλο

25/12/2013

Ένα από τα άσχημα των εποχών με αφθονία χρήματος ήταν πως έκαναν τις μοτοσυκλέτες να μοιάζουν αναλώσιμες. Όταν υπάρχει η δυνατότητα συχνών αλλαγών, και πολλοί δεν το σκέφτονταν δεύτερη φορά πριν πουλήσουν τη μια κι αγοράσουν την άλλη, μια παρενέργεια είναι πως μειώνεται ο χρόνος ενασχόλησης με την ίδια την μοτοσυκλέτα. Κι όταν δεν της βάζεις χέρι, όταν δεν την γνωρίζεις λίγο πιο βαθιά, όταν μόνο το συνεργείο ασχολείται μαζί της, τότε χάνεις πολλά από την σχέση σου μαζί της. Λόγω της ίδιας ευκολίας στην απόκτηση καινούργιας, στα παλιότερα μοντέλα κανείς δεν έδινε σημασία, κι ειδικά σ' αυτά που δεν ήταν τόσο παλιά ή σπάνια ώστε να θεωρούνται κλασικά, ειδικά σ' αυτά που δεν είχαν αξία χρηματική παρά μόνο συναισθηματική. Πολλές τέτοιες μοτοσυκλέτες βρίσκονται παρατημένες σε αυλές, αποθήκες και υπόγεια, μοτοσυκλέτες που τόσα είχαμε ζήσει μαζί τους αλλά κάποια στιγμή παροπλίστηκαν και ξεχάστηκαν. Ξανασκεφτείτε το, γιατί αυτές οι μοτοσυκλέτες αξίζουν και τώρα.

Η κατηγορία αυτή των Μοτοσυκλετών Συναισθηματικής Αξίας ξεφεύγει από τις συνήθεις κλασικές, κι όχι μόνο λόγω ηλικίας. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά: Αυτές οι μοτοσυκλέτες έχουν αξία ειδικά και αποκλειστικά για τον ιδιοκτήτη τους, σε αντίθεση με τις κοινώς και παγκοσμίως αποδεκτές "ιστορικές". Ένα ταπεινό XL185S δεν έχει την χρηματική αξία ή την αίγλη ενός RC30, αλλά για αυτόν που το έχει στην καρδιά του λέει πολλά, ενώ το superbike μπορεί να το θαυμάζεις, αλλά να είναι συναισθηματικά αδιάφορο. Μπορεί την μοτοσυκλέτα να την είχες μικρός ή να την έχεις ακόμα κάπου παρατημένη, μπορεί να την θυμάσαι να περνάει κι εσύ να χάσκεις με το στόμα ανοιχτό, μπορεί να την είχε ο πατέρας σου και πάνω της να έκανες την πρώτη σου βόλτα. Μπορεί να ήταν μια φωτογραφία μόνο που κάποτε είχες δει σ' ένα περιοδικό, μπορεί να μην είχες καμιά παλιότερη επαφή μαζί της αλλά για τους δικούς σου μοναδικούς λόγους να έφαγες την φλασιά: "Θέλω να ζήσω πράγματα μαζί της". Και να ξεκινήσεις για ένα μοναδικό ταξίδι, που θα σε ανταμείψει πλούσια πριν καν πάρει μπρος ο κινητήρας και διανύσεις τα πρώτα μέτρα. Το πιο ενθαρρυντικό απ' όλα δεν είναι πως κάποιοι παλιοί μοτοσυκλετιστές βγάζουν ξανά στο δρόμο τις παλιές τους αγάπες, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Πολλοί νέοι αποφασίζουν να ασχοληθούν για πρώτη φορά με την μοτοσυκλέτα κι αντί να κλαίγονται που δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν το τελευταίο σούπερ ουάου μοντέλο, μαζεύουν ένα παλιό μηδαμινής ή μηδενικής αξίας και το ξαναβγάζουν σε κυκλοφορία, με πολλή προσωπική ενασχόληση. Κι ίσως να μην υπάρχει καλύτερος τρόπος για να αρχίσει κάποιος το ταξίδι του στον κόσμο της μοτοσυκλέτας. Για σκεφτείτε το: Πριν καν την οδηγήσει, θα την έχει λύσει, επισκευάσει, συντηρήσει και ξαναδέσει, χτίζοντας μια μοναδική σχέση μαζί της. Και στην εποχή της ηλεκτρονικής "κοινωνικότητας", όταν οι άλλοι είναι σκυμμένοι στα έξυπνα κινητά τους και θεωρούν πως "επικοινωνούν", υπάρχουν παρέες που πραγματικά ζουν και επικοινωνούν μέσω κοινών δράσεων, που μαθαίνουν και διασκεδάζουν ξαναδίνοντας ζωή σε μια μοτοσυκλέτα, ξοδεύοντας λιγότερα χρήματα από το κόστος ενός καλού laptop.

Στην πορεία, ξαναζωντανεύουν τέχνες και τεχνικές που κινδυνεύουν να χαθούν, σώζονται γνώσεις και ανασύρονται πατέντες, εφευρίσκονται νέες και οι παρέες περνάνε καλά πριν ακόμα την πρώτη τους βόλτα. Το ευτύχημα είναι πως όλες αυτές οι συναισθηματικής αξίας μοτοσυκλέτες δεν χρειάζονται εξειδικευμένο εξοπλισμό για την συντήρηση και την ρύθμισή τους, καθώς τα ηλεκτρονικά τους λάμπουν δια της απουσίας τους, και τα διαγνωστικά ήταν άγνωστη λέξη όταν φτιάχτηκαν. Με βασικά εργαλεία και όρεξη μπορούν να γίνουν οι περισσότερες δουλειές, χωρίς να είναι απαραίτητα τα Τρία Χι της αναπαλαίωσης κλασικών μοτοσυκλετών: Χρήμα, Χρόνος, Χώρος. Ένας χώρος κάπου θα βρεθεί, χρόνος επίσης, ενώ το χρήμα είναι ελάχιστο, ειδικά όταν δεν σε απασχολεί η αυθεντικότητα και ξεφύγεις από το "100% original". Έτσι, ξεφεύγεις και από τα νύχια του αετονύχη που σε περιμένει με ακονισμένο το ξυράφι για να σου πουλήσει το καρασπάνιο original παπαράκι που θεωρεί πως αξίζει το βάρος του σε χρυσό. Κι έχει μεγαλύτερη αξία να καταφέρεις να σώσεις εξαρτήματα, παρά να έχεις φουσκωτό πορτοφόλι και να τα πάρεις όλα καινούργια. Πως ξανανιώνει ένα πλαστικό; Πως θα μπαλώσεις το σκουριασμένο φτερό χωρίς να φαίνεται; Πως θα ξεσκουριάσεις ζάντες και ακτίνες; Πως θα ξεβάψεις το πλαίσιο; Που θα βρεις "βαρελάκια" για να αλλάξεις συρματόσχοινα στις ντίζες; Πως θα καθαρίσεις το καρμπυρατέρ; Τις βίδες; Πως βγαίνουν τα ρουλεμάν των τροχών; Κι αυτά είναι λίγα μόνο από τα χιλιάδες ερωτήματα που θα δημιουργηθούν στην πορεία μιας ανακατασκευής, και που θα οδηγήσουν σε αντίστοιχες απαντήσεις και γνώση.

Φυσικά, κάποια στιγμή μπορεί να χρειαστούν αυθεντικά ανταλλακτικά, γιατί αυτά θέλεις, κι όχι κάποια πατέντα. Μέχρι στιγμής, υπήρχε μόνο μία εταιρεία που ενεργά στηρίζει με ανταλλακτικά παλιά (πολύ παλιά...) μοντέλα, κι αυτή είναι η BMW, που έχει κατάλογο με τα ανταλλακτικά των κλασικών της. Πρόσφατα όμως, η Suzuki στην Αγγλία ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα παλαιών ανταλλακτικών, που θα διατίθενται online για δημοφιλή μοντέλα του παρελθόντος. Η αρχή γίνεται με το πρώτο RGV250Γ, για το οποίο μπορεί κανείς να βρει εκτός από ανταλλακτικά, service και parts manual, όπως και προσπέκτους (τα manual είναι δωρεάν και μπορεί να τα κατεβάσει οποιοσδήποτε). Κάθε τρίμηνο θα ακολουθεί ένα ακόμα μοντέλο, όπως τα πρώτα GSX-R, το δίχρονο υγρόψυκτο 750 (ο "βραστήρας"), το GS1000S, η μεγάλη Katana 1100, το 250 Χ7 και άλλα. Ενστικτωδώς, έχουμε σε μεγαλύτερη εκτίμηση κάθε εταιρεία που σέβεται το παρελθόν της, και δεν το έχει ξεχάσει κοιτάζοντας μόνο το σήμερα. Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν σε στοκ τα ανταλλακτικά (η Suzuki δεν διευκρινίζει αν θα ξαναφτιαχτούν ανταλλακτικά για αυτά τα μοντέλα ή θα διατίθεται το στοκ μέχρι να εξαντληθεί, αν και είναι λίγο απίθανο να έχουν πλήρες στοκ για GT750 και GS1000S, οπότε μάλλον θα τα ξαναφτιάξουν...) κάθε εταιρεία θα μπορούσε να έχει σε ειδικό site τα service manual και τους καταλόγους των ανταλλακτικών για τα προ εικοσαετίας μοντέλα της, βοηθώντας την ίδια της την ιστορία να παραμείνει ζωντανή και εμπνέοντας τους αναβάτες να μείνουν "πιστοί" στην μάρκα. Έτσι κι αλλιώς, μοτοσυκλέτες τέτοιας ηλικίας σπάνια περνούν την πόρτα εξουσιοδοτημένων συνεργείων, οπότε δεν πρόκειται να χάσουν χρήματα, και οι κατάλογοι των ανταλλακτικών μπορούν να χρησιμεύσουν και για παραγγελίες αλλά και για τις πολύ συχνές απορίες του στυλ "τώρα που στο διάολο έμπαινε αυτή η ροδέλα...". Ανοίγεις το parts list και βλέπεις άμεσα που πάει κάθε παπαράκι και κάθε καυλιτζέκι, γιατί πάντα είναι αυτά τα αγνώστου προορισμού και θέσεως εξαρτήματα που κάτι σου θυμίζουν, αλλά που με τίποτα δεν θυμάσαι που ακριβώς πάνε.

Αυτή η τάση, της αναγέννησης των Μοτοσυκλετών Συναισθηματικής Αξίας που Αξίζουν και Τώρα (ακριβώς γιατί έχουν συναισθηματική αξία!), συνδυάζεται ιδανικά και με το customizing. Ας ξεχάσουμε όμως καλύτερα την εποχή που custom σήμαινε "ψευτοτσόπερ", μοτοσυκλέτα δηλαδή μαζικής παραγωγής που αντλούσε το στυλ της από τις πραγματικά custom κατασκευές της αμερικάνικης δύσης, που σήμερα λέγεται cruiser. Περιφραστικά, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το customizing ως την διαδικασία με την οποία μετατρέπεται εμφανισιακά και λειτουργικά μια μοτοσυκλέτα έτσι ώστε να ταιριάζει με τα γούστα του ιδιοκτήτη της. Και τα café racer τέτοια είναι, και τα street trackers, και τα scrambler style και τόσα άλλα που δεν έχουν όνομα αλλά τους δίνει υπόσταση η φαντασία και η εργασία του κατασκευαστή τους. Ακόμα και ένα rat bike, custom είναι, φτιάχτηκε "επί τούτου". To customizing (και παρακαλώ τον Λύκο ως προφέσορα της Αγγλικής να εφεύρει τον ελληνικό όρο) αφορά όλες τις μοτοσυκλέτες, από τις πιο μικρές και φτηνές ως τις πιο μεγάλες και ακριβές. Όλοι μας λίγο πολύ κάτι κάνουμε στις μοτοσυκλέτες μας, κάποια πινελιά δική μας προσθέτουμε, είναι όμως οι πιο εκτεταμένες επεμβάσεις που μπορούν να βγάλουν αριστουργήματα ή εκτρώματα. Αν γουστάρετε για παράδειγμα ιταλικά V2, ρίξτε μια ματιά στην Radical Ducati που φτιάχνει κάτι αριστουργήματα με σαφείς αναφορές στο παρελθόν. Ή δείτε το στυλ των Deus και των Wrenchmonkees, που έχει επηρεάσει δεκάδες άλλους επαγγελματίες καστομάδες. Κάπου εκεί συναντιέται η μοτοσυκλέτα με την τέχνη, κάπου εκεί είναι και η ευκαιρία του κάθε ερασιτέχνη να δημιουργήσει. Θέλει και λίγο προσοχή βέβαια, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις όλοι οι φίλοι και γνωστοί θεωρούν υποχρέωσή τους να σου δηλώσουν "έτσι θα το κάνεις!", για κάτι που οι ίδιοι δεν έχουν κάνει ποτέ. Καθώς η μοτοσυκλέτα είναι προσωπική υπόθεση, και μια custom μοτοσυκλέτα ακόμη περισσότερο, μπορείτε να θυμίσετε στους φίλους σας πως η καμήλα είναι άλογο που το έφτιαξε επιτροπή. Και στην ουσία, κάθε αναγέννηση μοτοσυκλέτας που θα την κάνει να ξεφύγει από την αυθεντική της μορφή, είναι customizing. To ενθαρρυντικό είναι πως με αυτή την διαδικασία, μοτοσυκλέτες που ποτέ δεν διεκδικούσαν βραβείο ομορφιάς, μπορούν να μετατραπούν σε κάτι αξιόλογο, συνήθως με την διαδικασία της αφαίρεσης, με στόχο μια πιο μίνιμαλ αισθητική. Ποιός θα περίμενε πως ένα Suzuki LS650 Savage μπορεί να μετατραπεί σχετικά εύκολα σε dirt tracker ή café racer; Κι όμως, λίγο φαντασία θέλει, να μπορείς να βιδώνεις και να ξεβιδώνεις βίδες, κι άντε, να βοηθήσουν και μερικοί φίλοι. Ακόμα και ασχημόπαπα σαν κάτι Yamaha SR250 και περίεργα σαν τον Χαρούμενο Χοντρούλη TW200, μπορούν να γίνουν "κουλά" μηχανάκια, μοναδικά σαν αυτόν που θα τα φτιάξει.

Μέσα από μια τέτοια διαδικασία, μπαίνεις λίγο και στα παπούτσια των κατασκευαστών, και αν εσύ δυσκολεύεσαι να αποφασίσεις πως θες να κάνεις την δική σου, την προσωπική σου μοτοσυκλέτα, καταλαβαίνεις τι μπελά έχουν στο κεφάλι τους όσοι σχεδιάζουν μια μοτοσυκλέτα που προορίζεται για να αρέσει σε όλο τον πλανήτη. Μια άλλη πτυχή του customizing είναι πως σε πολλές περιπτώσεις οι μοτοσυκλέτες γίνονται λειτουργικά χειρότερες, στο όνομα της εμφάνισης: Σέλες υποτυπώδεις, αναρτήσεις με μικρότερες διαδρομές, ο απολύτως ελάχιστος εξοπλισμός, μικρότερα ρεζερβουάρ, λάστιχα τετράγωνα... Κι όμως, αυτές οι "ελλείψεις" τελικά καταλήγουν να ενισχύουν την εμπειρία, και όχι να την μειώνουν. Μια custom μοτοσυκλέτα μπορεί και να πηγαίνει, να στρίβει, να φρενάρει χειρότερα, αλλά η εμπειρία της οδήγησής της να είναι ανώτερη της καλύτερης λειτουργικά αρχικής της μορφής. Να και κάτι άλλο λοιπόν που ενισχύει το γόητρο των custom μοτοσυκλετών: Η απόλαυση που παίρνεις από την οδήγησή τους είναι ανεξάρτητη από μετρήσιμα μεγέθη επιδόσεων, ή τεχνικά χαρακτηριστικά που θα έδιναν την νίκη σε μια λεκτική μάχη της καφετέριας.

Μου φαίνεται πως η επιστροφή σε μοτοσυκλέτες που για τον καθένα μας αξίζουν και τώρα, και που έχουν επιλεγεί με συναισθηματικά και όχι ορθολογιστικά κριτήρια, δεν είναι παρά μια έστω και ασυνείδητη επιστροφή στις αρχικές αξίες της μοτοσυκλέτας, τότε που ένας κινητήρας, ένα πλαίσιο, ένα ρεζερβουάρ και δύο ρόδες ήταν αρκετές για να νιώσεις μοναδικές συγκινήσεις, ή για να κάνεις το γύρο του κόσμου. Οι αυτοκινητάδες το έχουν χάσει αυτό το παιχνίδι. Πως να κάτσεις να κάνεις ένα σύγχρονο αυτοκίνητο απλό και ελαφρύ σαν ένα 2CV; Δεν γίνεται. Μια μοτοσυκλέτα όμως...