Editorial 577 - Με τη μύτη στο τζάμι

x
Από το

motomag

1/12/2017

Πολύ πριν η μύτη μου αρχίσει να αφήνει σημάδια στις τζαμαρίες των μαγαζιών με μηχανάκια, τα έβλεπα να περνούν στους δρόμους. Σπάνια ήταν τα καινούργια. Τα περισσότερα στους δρόμους ήταν γερμανικά δίχρονα πενηντάρια που οι μπαρμπάδες που τα καβαλούσαν λες και είχαν συνεννοηθεί και άλλαζαν ταχύτητες όλοι με τον ίδιο τρόπο. Γκιιιίίν, γκίίιιιν, γκίίιιιν… Δίχρονα και τα τρίκυκλα τα γύφτικα, περνούσαν φορτωμένα με οικογένειες και πραμάτεια, βογκούσαν οι “κινητήρες έλξεως”, άπλωναν πίσω τους τα ντουμάνια. Τα τετράχρονα ήταν παλιές BMW που είχαν έρθει μεταχείρω από Γερμανία, φορτωμένες στο σταθμό του Μονάχου στο τραίνο για Ελλάδα, ήταν ακόμα Μπιεσά “τρία όπλα” με καλάθι κι άλλα απομεινάρια του πολέμου. Στο δημοτικό θυμάμαι πως ο γυμναστής μας είχε ένα κίτρινο Ducati Scrambler, που το έπιανε από τη μέση του τιμονιού και από το σκελετό πίσω και το σήκωνε στον αέρα για να το γυρίσει επί τόπου. Η συντριπτική πλειοψηφία όμως ήταν μηχανάκια μεροκαματιάρικα, για να “πηγαίνει ο κόσμος στη δουλειά του”, κι όχι για διασκέδαση. Τα γιαπωνέζικα ήταν λίγα ακόμα, αλλά ξεχώριζαν, ήταν γυαλιστερά, με έντονα χρώματα – στα παιδικά μάτια αυτά κάνουν εντύπωση. Αλλά αν ήταν παλιά, αν ήταν καινούργια μοντέλα ούτε ξέραμε τότε, ούτε μας ένοιαζε, μηχανάκια να ήταν, θόρυβο να έκαναν, άλλωστε γιατί βάζαμε κι εμείς χαρτονάκια από πακέτο άσσο σκέτο στις ακτίνες των ποδηλάτων μας; Τώρα που το σκέφτομαι, τα χαρτονάκια έκαναν κάπως τετράχρονο ήχο, κι εμείς με το στόμα κυρίως δίχρονα μιμούμασταν, οπότε είχαμε απ’ όλα.

Τη δεκαετία του ’70 ήταν γεγονός σημαντικό να περάσει τετρακύλινδρο, που πρώτα το ακούγαμε από μακριά, και μετά το βλέπαμε να περνάει αστραπή (έτσι νομίζαμε…) από μπροστά μας και να χάνεται, με το ουρλιαχτό από την τέσσερις σε καμία να σβήνει σιγά σιγά σε άλλες γειτονιές. Και συνήθως όλοι ήξεραν ποιος ήταν αυτός που πέρασε, μετρημένα ήταν τότε τα μηχανάκια, του τάδε ή του τάδε, σίγουρα πράματα. Τότε ήταν που είδαμε και τα χωματερά, δίχρονα καθαρόαιμα που πρόσθεταν κι αυτά το δικό τους soundtrack στην πόλη, λίγοι έβγαιναν στα χώματα. Σιγά – σιγά, μαθαίναμε, μάρκες, μοντέλα, κυβικά. Τα πενηντάρια ήταν μοτοσυκλετάκια, τα δυόμιση μεγάλες μοτοσυκλέτες, ο,τιδήποτε με πιο πολλά κυβικά σπάνιο και τρομερό. Κι όταν βλέπαμε από κοντά κανένα 750 ή 900, μας έπιανε δέος, κι ο αναβάτης του μας φαινόταν φοβερά γενναίος που κατάφερνε να δαμάσει το τρελό γκάζι που φανταζόμασταν πως θα έχει.

Όταν πήρα πια μηχανάκι άρχισα να κολλάω τη μύτη μου στις βιτρίνες των λιγοστών μαγαζιών. Ότι ήταν καινούργιο ήταν και καταπληκτικό. Φανταστικό. Ακόμα και ένα καινούργιο πενηντάρι ήταν μεγάλη υπόθεση. Σήμερα τα πενηντάρια είναι στα τελευταία τους, σε λίγο θα εκλείψουν. Μέχρι να μάθουμε από τα περιοδικά πως κάθε λίγα χρόνια οι εταιρίες βγάζουν καινούργια μοντέλα είχαμε μια εικόνα πως απ’ τη στιγμή που έβγαινε ένα μοντέλο, θα έμενε και για πάντα ίδιο. Και πώς να μην το πιστεύεις αυτό όταν επί χρόνια έβλεπες γύρω σου να κυκλοφορούν τα ίδια και τα ίδια μηχανάκια; Το μεγάλο μπαμ ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του ’70, και στις αρχές του ’80, οι δρόμοι γέμισαν με καινούργια, αυτά που τώρα νοσταλγούμε, κι ίσως όχι τόσο για τα ίδια τα μηχανάκια, όσο για την περίοδο εκείνη της ζωής μας. Πώς να δώσεις σε έναν σημερινό 14χρονο να καταλάβει τι ήταν να έχεις το δικό σου μηχανάκι και να πηγαίνεις όπου ήθελες, μέρα ή νύχτα, στο δρόμο ή τα χώματα; Σε έναν 17χρονο, να του πεις πως ήταν να κυκλοφορείς με RM125 και στο δρόμο, εκστασιασμένος από το γκάζι του; Μέσα σε μια γενιά, η μοτοσυκλέτα στην Ελλάδα πέρασε από την μεροκαματιάρικη-μεταφορική φάση της στην διασκέδαση, στην αμφισβήτηση, στους αγώνες και τα ταξίδια – από ανάγκη έγινε χαρά.

Και βλέπαμε στα περιοδικά, σε άθλιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες κυρίως, τα νέα μοντέλα, που όσο περνούσαν τα χρόνια αποκτούσαν και χρώματα, καθώς γίνονταν πιο πολλές οι έγχρωμες σελίδες. Είχα στείλει γράμμα τότε, για να μάθω αν θα ερχόταν στην Ελλάδα και πόσο θα έκανε ένα δίχρονο BSA πενηντάρι με μοτέρ Minarelli, μια απελπισμένη προσπάθεια των Άγγλων μπας και μείνει ζωντανό το ιστορικό όνομα. Τα περιοδικά σιγά σιγά βελτιώνονταν, οι έγχρωμες σελίδες γινόντουσαν όλο και περισσότερες, τα μηχανάκια όλο και καλύτερα: Ξαναπιάνω στα χέρια μου το τεύχος 24 του ΜΟΤΟ, “Δεκέμβριος 1987, ΔΡΧ. 250”, με αποστολή στο Σαλόνι του Μιλάνου και τίτλο στο εξώφυλλο “Όλα τα νέα μοντέλα ‘88” – πριν 30 χρόνια… Και πώς να μην σου τρέξουν τα σάλια όταν βλέπεις πρώτη μούρη ένα RC30, από πάνω ένα ZX-10, δίπλα ένα Dominator 650; Η BMW παρουσίαζε το R100GS, η Honda έδειχνε το Africa Twin 650 (ενώ στο φετινό Μιλάνο παρουσίασε ένα Africa με ίδιο όνομα, Adventure Sports), η Yamaha είχε το TDR250 και το FZR750R, η Suzuki νέο 750 GSX-R και το DR Βig 750, n Ducati το 851 (φέτος το V4!), n Aprilia το Tuareg 600, η Gilera το Saturno 500 και η ΚΤΜ δίχρονο 350 και τετράχρονο Baja 600… Και πώς να μην αρχίσεις να φαντασιώνεσαι για κάθε ένα από όλα αυτά, πως θα ήταν, πως θα πήγαινε αυτό, που θα πήγαινες εσύ μαζί του, τι ήχο θα έκανε… Κι όταν διάβαζες για 275 τελική στο ZX-10, πώς να μην σου πέσουν τα σαγόνια, μόνο αγωνιζόμενοι στα GP είχαν πάει με τόσα.

Θέρτυ γίαρς άφτερ, τα όνειρα είναι ακόμα ζωντανά. Το κέντρο βάρους της εξέλιξης μπορεί να έχει μετατοπιστεί, μπορεί κανέναν πια να μην απασχολούν οι τελικές που τότε είχαν κάποιο νόημα και απ’ αυτές εξαρτιόταν το γόητρο κάθε εταιρίας, αλλά έχουμε υλικό μπόλικο για φαντασιώσεις. Τουλάχιστον αυτές είναι δωρεάν. Αλλά και οι μικρές, πιο προσιτές μοτοσυκλέτες κάνουν την επιστροφή τους, η κατηγορία από 250-400cc ξανανιώνει. Κρίμα που τα όρια ηλικίας των διπλωμάτων ουσιαστικά κόβουν τα φτερά των νέων. Ποιος 18χρονος θα μπορούσε να αντισταθεί σε ένα Ninja 400 ή σε ένα 790 Duke; Ακόμα κι έτσι, όνειρα είναι, και πώς να μην ονειρευτείς μια μέρα στο Mugello με ένα RSV4 Factory Works, παρέα με ένα Panigale V4 κι ένα ZX-10R SE; Χέρια νά’χεις, να αντέξεις… Πώς να μην έχεις την περιέργεια να δεις τι πραγματικά μπορεί να κάνει το τρίτροχο Niken σε ένα ορεινό στροφιλίκι, όσο κι αν σου φαίνεται… κάπως; Πώς να μην θέλεις να βολτάρεις όλη νύχτα με ένα CB1000R ή μ’ ένα Vitpilen 701, μοτοσυκλέτες που πέρασαν απ’ το πρωτότυπο στην παραγωγή χωρίς να χάσουν τίποτα; Πώς να μην φανταστείς αυτοκινητόδρομους χωρίς όρια ταχύτητας καβάλα σ’ ένα Ninja Η2 SX; Πώς να μην θέλεις να ξεκινήσεις ένα ταξίδι απ’ τη μια ως την άλλη άκρη των ΗΠΑ μ’ ένα εξακύλινδρο όπως τα Goldwing και Grand America; Πώς να μην ονειρευτείς μια διάσχιση Ασίας μ’ ένα F850GS παρέα μ’ ένα Africa Adventure Sports, έτσι, για να δεις πως πάνε στις στέππες; Κι όμως, όλα αυτά τα όνειρα είναι το σημερινό κόλλημα της μύτης στο τζάμι του υπέροχου κόσμου της μοτοσυκλέτας… Απολαύστε το.

 

 

 

     

 

editorial 529 - η όμορφη αλητεία

Από το

Μαύρο Σκύλο

28/11/2013

η όμορφη αλητεία

 

Άλλες εποχές, θα ξερογλειφόμασταν βλέποντας μια μοτοσυκλέτα σαν την καινούργια CBR-SP. Κάτι το μονόσελο, κάτι τα Ohlins μπρος πίσω, κάτι τα λίγα άλογα ακόμα και η ιστορία με τα προσεκτικά ταιριαγμένα έμβολα και μπιέλες, από χέρι ανθρώπου ένα-ένα ζυγισμένα κι όχι τυχαία, θα μπορούσαμε να γράφουμε σελίδες επί σελίδων. Όχι πως τώρα δεν μπορούμε, όχι πως τώρα δεν ξερογλειφόμαστε. Έχουν αλλάξει όμως οι προτεραιότητές μας. Αντί για μια υπέροχη μοτοσυκλέτα εξειδικευμένη χρήσης που απευθύνεται σε άνετους οικονομικά, μιας κάποιας ηλικίας μοτοσυκλετιστές, σήμερα οφείλουμε να προσέχουμε πολύ περισσότερο όσα νέα μοντέλα μπορούν να ενθουσιάσουν τους νέους, που δεν έχουν ακόμα στις επιλογές τους την μοτοσυκλέτα. Γιατί σε λίγο θα μείνουμε λίγοι, μιας κάποιας ηλικίας, και μετά από μας... ένα μεγάλο κενό.

Δεν λέω, ξέρω πως το μυαλό των περισσότερων από μας έχει κολλήσει κάπου εκεί στην ηλικία των 18 με 20, με όσα ψήγματα γνώσης και εμπειρίας μπορεί να μας χάρισαν τα χρόνια από τότε. Γι' αυτό, ακόμα και στην Ελλάδα του 2013 δεν παύουμε να ονειρευόμαστε, να μας τρέχουν τα σάλια καθώς τα νέα από το Σαλόνι του Μιλάνου και το Tokyo Motor Show φτάνουν σιγά σιγά και ψηφιακά στα γραφεία του ΜΟΤΟ. Βλέπουμε Έμμε Βου Αγκούστα Τουρίσμο Βελότσε Οττοτσέντο, κι επίτηδες το γράφω ελληνικά για να το διαβάζεις και να γεμίζει το στόμα σου, να το βλέπεις και να θολώνει το μάτι σου. Κι αυτοί έκριναν πως μόνο με superbike και supersport δουλειά δεν γίνεται, ψωμάκι δεν βγαίνει. Να και καινούργιο Ducati Monster, πιο μακρύ, πιο δυνατό, πιο μεγάλο, πιο Ντιαβελοειδές. Κάτι θα ξέρουν: εδώ στην Ελλάδα, το μεγάλο muscle bike το Diavel, έχει πουλήσει περισσότερα κομμάτια από το μικρότερο, πιο βολικό και καθημερινά χρήσιμο Hyperstrada! Φαίνεται πως αυτοί που έχουν τα χρήματα, αγοράζουν κάτι εντυπωσιακό παρά κάτι πιο πρακτικό, και φυσικό το βρίσκω.

Σιγά σιγά, τις μέρες των παρουσιάσεων των νέων μοντέλων, έχω την εντύπωση πως τέτοιο καταιγισμό είχαμε χρόνια να δούμε, και το μόνο σίγουρο είναι πως καλύτερες μοτοσυκλέτες από τις σημερινές ποτέ άλλοτε δεν υπήρξαν. Δεν φτάνουμε βέβαια στα επίπεδα του Ιαπωνικού οργασμού του 1988-1990, όταν παρουσιάστηκαν πολλές και σημαντικές μοτοσυκλέτες-ορόσημα, αλλά τότε οι ευρωπαίοι κοιμόντουσαν ακόμα, και δεν ήταν παίχτες δυνατοί που να ανταγωνίζονται στα ίσα τους Ιάπωνες. Σήμερα, οι ευρωπαίοι είναι πιο δυνατοί από ποτέ, και οι μικροί, και οι μεγαλύτεροι σαν τις ΚΤΜ και BMW. Οι Ιάπωνες, από την άλλη, έχουν την Honda να πρωτοστατεί παρουσιάζοντας 13 νέα ή βελτιωμένα μοντέλα, κι έχοντας πια στην γκάμα της 15 μοτοσυκλέτες για την κατηγορία διπλωμάτων Α2. Η Yamaha συγκέντρωσε την μοτοσυκλετιστική της αντεπίθεση σε δύο νέα naked, η Kawasaki ανανέωσε τα τετρακύλινδρα χιλιάρια της (μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, τα μοντέλα με τόσους κυλίνδρους και κυβικά ήταν πάντα συνυφασμένα με το όνομα της Kawasaki) και η Suzuki περιορίστηκε στο νέο V-Strom, που στα χαρτιά τουλάχιστον δεν φαίνεται να πλεονεκτεί κάπου έναντι των αντιπάλων του, σε τεχνολογία ή επιδόσεις. Όμως, ήρθαν τα νέα από Ιαπωνία μεριά, κι ένα δροσερό φρέσκο αεράκι φύσηξε από την μεριά της Suzuki: Πίσω από το αδιάφορο έως άσχημο όνομα Recursion κρύβεται μια μοτοσυκλέτα που αξίζει να ονειρευτείς, με ξεχωριστή εμφάνιση (είναι όμορφο ρε παιδί μου, επιτέλους κύριοι σχεδιαστές της Suzuki, ξυπνήστε, να, μπορείτε να τα καταφέρετε) κι ένα πολύ ενδιαφέρον εξάρτημα μπροστά από τον εξακοσάρη κινητήρα του: Ένα τουρμπάκι! Όσοι από σας είστε αρκετά μεγάλοι για να θυμάστε τις προηγούμενες προσπάθειες των Ιαπώνων με τα turbo, μπορεί να μην ενθουσιαστείτε, και με το δίκιο σας, αφού τότε τα turbo αποκτούσαν πολύ παραπάνω απότομο γκάζι απ' όσο μπορούσαν να διαχειριστούν τα ισχνά πλαίσιά τους. Με άλλα λόγια, το παραπάνω γκάζι ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειαζόντουσαν, αν και γι' αυτό ακριβώς ήταν συναρπαστικά στην οδήγηση, εφόσον ο τρόμος και τα στιγμιαία άσπρα μαλλιά ήταν η ιδέα που είχες περί συναρπαστικού. Σήμερα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά, και πλαίσια πια ξέρουν να φτιάχνουν, και αναρτήσεις. Το περίεργο είναι πως η Suzuki επέλεξε να χάσει δημοσιότητα και δεν έδειξε το Recursion στο Μιλάνο, πράγμα που έκανε και η Kawasaki, με μια δική της παραλλαγή στο θέμα υπερτροφοδότηση. Παρουσίασε μόνο τον κινητήρα μιας μελλοντικής μοτοσυκλέτας, χωρίς να αναφέρει τα κυβικά του, κι αυτή τη φορά το ενδιαφέρον εξάρτημα βρισκόταν πίσω του, κι όχι μπροστά του: Ένας κομπρέσορας! Κι η Kawasaki δεν είναι άσχετη με αυτή την τεχνολογία, αφού έχει στην παραγωγή ένα jet ski με κομπρέσορα και 300 άλογα από τα χίλια πεντακόσα τόσα κυβικά του! Οι καλές γλώσσες λένε πως μπορεί να είναι 1.000cc και να τοποθετηθεί σε μελλοντικό ΖΖ-R "1400". Ένας απλός υπολογισμός με βάση την αναλογία των κυβικών μιλά για 200 άλογα, αλλά ο κινητήρας του θαλάσσιου κατασκευάσματος δεν είναι τόσο "τσιτωμένος" όσο μιας μοτοσυκλέτας επιδόσεων, ούτε ο αριθμός είναι πια εντυπωσιακός, οπότε μπορούμε να ελπίζουμε σε περισσότερα, που τα ηλεκτρονικά θα κάνουν οδηγήσιμα...

Αυτές οι δύο εξελίξεις μπορεί να αποδειχτούν πολύ χρήσιμες στο μέλλον για τις δύο ιαπωνικές εταιρείες. Και οι δύο χρειάζονται κάτι διαφορετικό, ένα πόλο έλξης της προσοχής του κοινού. Και η υπερτροφοδότηση μπορεί να είναι κάτι που να απευθύνεται (ως αίγλη) στους ήδη μοτοσυκλετιστές, αλλά ενδέχεται να γίνει κι αυτό το κάτι διαφορετικό που να προσελκύσει και μη μοτοσυκλετιστές. Άλλωστε, δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο για το κοινό του αυτοκινήτου, κι η χρήση της εκεί το έχει προετοιμάσει, εξοικειώνοντάς το με την τεχνολογία.

Σκέφτηκα πολύ μέχρι να αποφασίσω ποια είναι η πιο σημαντική μοτοσυκλέτα ανάμεσα στα νέα μοντέλα του '14, αλλά για να το πούμε αυτό, πρέπει να είναι σαφή τα κριτήρια. Κι αυτά αλλάζουν, ανάλογα με την εποχή, τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα. Και δεν πρόκειται για τα προσωπικά μου κριτήρια (για το ποια μοτοσυκλέτα δηλαδή θα ήθελα πολύ να αγοράσω) αλλά γι' αυτά που θα δείχνουν τι μπορεί να σημαίνει ένα νέο μοντέλο για τους ήδη μοτοσυκλετιστές, όπως εξίσου και γι' αυτούς που εξαιτίας του μπορεί τώρα να γίνουν. Έτσι, θα πρέπει να είναι σχετικά προσιτό οικονομικά και προσιτό οδηγικά, να έχουμε βάσιμες ενδείξεις πως θα μπορούν όλοι να ευχαριστηθούν οδηγώντας το. Επιπλέον, η γοητεία του να μην βασίζεται σε απόλυτους αριθμούς επιδόσεων, αλλά στις συγκινήσεις που μπορεί να προσφέρει σε όλους τους αναβάτες, ανεξάρτητα από το οδηγικό επίπεδό τους. . Η μοτοσυκλέτα λοιπόν που πλησιάζει περισσότερο αυτά τα κριτήρια για το 2014 είναι το νέο ΚΤΜ RC390. Με εμφάνιση βγαλμένη κατ' ευθείαν από την Μoto3, λογική τιμή, σίγουρα ενδιαφέρον οδηγικά, δεν έχει, λόγω κυβικών, το τρελό γκάζι που θα αποθάρρυνε τους πιο άπειρους, αρκετό όμως για να διασκεδάσουν όλοι χωρίς κανείς να νιώθει "φτωχός συγγενής" γιατί δεν είχε τα χρήματα να πάρει κάτι μεγαλύτερο. Μ' αρέσουν οι μοτοσυκλέτες που μπορούν να σταθούν μόνες τους, χωρίς να χρειάζεται να δανείζονται αίγλη από κάποιο μεγαλύτερο μοντέλο της γκάμας. Επίσης, και θυμηθείτε το Club 100, μ' αρέσουν οι μοτοσυκλέτες που μπορείς να τις ευχαριστηθείς στα περισσότερα από τα χιλιόμετρα που θα κάνεις μαζί τους, κάτι που δεν ισχύει για παράδειγμα με κάποιο superbike, ή ακόμα και τα μικρότερα supersport. Φανταστείτε πόσο τονωτική είναι για την ψυχολογία κάθε αναβάτη η οδήγηση μιας μοτοσυκλέτας όταν εκείνος είναι "το αφεντικό", σε αντίθεση με μιας που "του επιτρέπει" να την οδηγήσει και να μείνει όρθιος κυρίως χάρη στα ηλεκτρονικά βοηθήματά της. Δεν λέω πως η οδήγηση μοτοσυκλετών με ABS, traction control κι ό,τι άλλο ηλεκτρονικό δεν μπορεί να είναι απολαυστική, κάθε άλλο, μερικές δεν θα τις ήθελα με τίποτα χωρίς αυτά. Είναι όμως πιο αγνή εμπειρία η οδήγηση μιας αναλογικής μοτοσυκλέτας, που η συμπεριφορά της εξαρτάται αποκλειστικά από τις δικές σου εντολές, χωρίς να παίρνει πρωτοβουλίες και να αντιδρά εκείνη αντί για σένα. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο "το πάω το μηχανάκι" και στο "μου επιτρέπει να το πάω", κι είναι άμεσα συνδεδεμένη με το είδος της ικανοποίησης που μένει όταν τα έχουμε καταφέρει καλά σε μια δύσκολη κατάσταση, όταν έχουμε επιβιώσει και ικανοποιηθεί χάρη και μόνο στις δικές μας ικανότητες.

Σκεφτείτε κάτι: Αν με κάποιο μαγικό τρόπο μπορούσαμε να κάνουμε την οδήγηση μοτοσυκλέτας απολύτως ασφαλή, θα μας άρεσε να οδηγούμε; Αν δεν υπήρχε και το παραμικρό ίχνος κινδύνου, θα παίρναμε ικανοποίηση, θα νιώθαμε κάτι πάνω στη σέλα; Κι ακόμα παραπέρα, αν δεν υπήρχε αυτό το στοιχείο ρίσκου, θα διαλέγαμε ποτέ την μοτοσυκλέτα για να αντλούμε ευχαρίστηση, για να είμαστε πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι, ή θα κάναμε κάτι άλλο;

Ίσως κάπου εδώ να βρίσκεται τόσο ένας τρόπος για να ενδιαφερθούν περισσότεροι (και ιδίως νέοι) για την μοτοσυκλέτα, όσο και για να την απολαύσουν ακόμα πιο πολύ όσοι είναι ήδη αναβάτες. Μου φαίνεται πως χρειάζονται "μαθήματα διασκέδασης", αντί για μαθήματα "ασφαλούς οδήγησης", κάτι που έτσι κι αλλιώς είναι ανέφικτο, αφού δεν υπάρχει απόλυτα ασφαλής οδήγηση. "Ασφαλέστερη", ίσως.

Τι λέω εδώ; Μιλάω για μια πιο τίμια, πιο ρεαλιστική προσέγγιση στο θέμα μοτοσυκλέτα, υποστηρίζοντας πως είναι λάθος να προσπαθούμε να πείσουμε τους μη μοτοσυκλετιστές πως αν κάνουν "αυτό κι αυτό" δεν έχουν να κινδυνεύσουν από τίποτα, όπως κι επίσης τους ήδη μοτοσυκλετιστές. Αντίθετα, μου φαίνεται πως αν η προσέγγιση ξεκινά και εστιάζεται στην απόλαυση και την βαθιά ικανοποίηση που μπορεί να σου δώσει η μοτοσυκλέτα, ΑΚΡΙΒΩΣ γιατί είναι μια δραστηριότητα με ρίσκο, έχουμε πολύ περισσότερες πιθανότητες να προσελκύσουμε νέους αναβάτες κάθε ηλικίας, κάτι που θα κρατήσει πολύ πιο ζωντανό το χώρο. Και φυσικά, αυτό δεν είναι κάτι που διδάσκεται, αλλά μια βιωματική εμπειρία που ο καθένας ζει μόνος του, με ελεύθερη δράση και πειραματισμούς, ακριβώς γιατί η μοτοσυκλέτα δεν σημαίνει το ίδιο πράγμα για όλους, αλλά είναι διαφορετική εμπειρία για τον καθένα.

Αναλογικά, είναι το ίδιο πράγμα που συμβαίνει σε όσα παιδιά είναι σήμερα τόσο τυχερά ώστε να βγαίνουν στη γειτονιά τους ή στο κοντινό δάσος και απλά να παίζουν μόνα τους, κι όχι χωρίς ρίσκο όπως θα θυμάστε όσοι το έχετε ζήσει, σε αντίθεση με τα παιδιά που οι μόνες δραστηριότητές τους είναι υπό την επίβλεψη ενηλίκων, πληρωμένες από τους γονείς και διαφημισμένες ως "απόλυτα ασφαλείς".

Αν καταφέρουμε να δείξουμε πως η απόλαυση της μοτοσυκλέτας μπορεί να είναι αυτό ακριβώς το παιχνίδι χωρίς συγκεκριμένους στόχους, αυτή η όμορφη αλητεία (με την καλή έννοια) χωρίς προϋποθέσεις και στερεότυπα, τότε θα έχουμε ελπίδες και να δούμε πιο γνήσια συναρπαστικές μοτοσυκλέτες στο μέλλον, και την νέα γενιά αναβατών τους.