Editorial 576 - Ασφαλείς, αλλά όχι αυτόνομοι

x
Από το

motomag

1/11/2017

Στο όνομα της ασφάλειας, η μοτοσυκλέτα θα αλλάξει δραστικά, πολύ πιο σύντομα απ’ ότι φανταζόμαστε… Ο Stephan Schaller, επικεφαλής της BMW Motorrad, πρόσφατα δήλωσε στην Frankfurter Allgemeine Zeitung: “Ας σκεφτούμε 20 χρόνια μπροστά. Τα αυτοκίνητα θα χρησιμοποιούν κυρίως ηλεκτροκινητήρες και θα είναι πολύ συνδεδεμένα. Για να επιβιώσει, η μοτοσυκλέτα θα πρέπει επίσης να γίνει αθόρυβη, χωρίς ρύπους και να χρησιμοποιεί τα χαρακτηριστικά ασφαλείας της συνδεσιμότητας που η βιομηχανία αυτοκινήτων εξελίσσει για την αυτόνομη κίνησή τους”. Η ΒΜW έχει δείξει μέχρι στιγμής δύο πρωτότυπα, το Vision Next 100 που μπορεί να ισορροπεί μόνο του (σε σημείο που η BMW να λέει πως ο αναβάτης του δεν χρειάζεται κράνος…) και πιο πρόσφατα, το σκουτεροειδές Concept Link, που επιδεικνύει τις δυνατότητες συνδεσιμότητας με τα άλλα οχήματα, τις υποδομές αλλά και τον αναβάτη του, μέσω ειδικού εξοπλισμού. “Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι μακρινό”, λέει ο Schaller για αυτά τα δύο concept. “Είναι ήδη πραγματικότητα, και πολλά θα συμβούν μέσα σε ένα χρονικό πλαίσιο τριών έως οκτώ ετών”.

 

Όπως θα διαβάσετε και στο αντίστοιχο άρθρο των Νέων στις επόμενες σελίδες, οι κατασκευαστές ήδη δουλεύουν πυρετωδώς για τον εξοπλισμό των μοτοσυκλετών με συστήματα συνδεσιμότητας (Cooperative-Intelligent Transportation Systems, C-ITS), που στόχο έχουν την αύξηση της ασφάλειας για τους μοτοσυκλετιστές, στοχεύοντας αρχικά στην κύρια αιτία θανατηφόρων ατυχημάτων, τους οδηγούς αυτοκινήτων. Από την στιγμή που ο άνθρωπος θεωρείται ο πιο αδύναμος κρίκος στην εξίσωση “οδική ασφάλεια”, και φυσικά είναι, η συνδεσιμότητα αρχικά θα λειτουργεί ως έγκαιρη προειδοποίηση, ενημερώνοντας οδηγούς και αναβάτες, ακόμα κι αν δεν έχουν οπτική επαφή μεταξύ τους. Για να έχουμε όμως πλήρη εικόνα και συναίσθηση για το που θα οδηγήσει αυτή η εξέλιξη, χρειάζεται να ξέρουμε τον απώτερο στόχο, το τελικό στάδιο, κι αυτό είναι η πλήρως αυτόνομη κίνηση αυτοκινήτων… και μοτοσυκλετών, όπου ο άνθρωπος δεν θα χρειάζεται πια να πάρει αποφάσεις, ούτε να αντιδρά: Αυτό θα το κάνουν μόνα τους και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες. Αυτή είναι η λύση, σύμφωνα με τους κατασκευαστές αλλά και την κυβερνητική πολιτική, σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Ιαπωνία. Οι υπόλοιποι, αναγκαστικά θα ακολουθήσουν. 

 

Και τα αυτόνομα αυτοκίνητα, ειδικά με την εμπειρία των Ελληνικών δρόμων, μπορώ να τα καταλάβω, αφού σας απασχολεί περισσότερο να μιλάτε στο κινητό και να στέλνετε μηνύματα ή να χαζεύετε στο Facebook ενώ οδηγείτε, αφήστε το να σας πάει μόνο του, πιο ασφαλές θα είναι για όλους, κυρίες και κύριοι “οδηγοί”. Μπείτε με την παρέα σας στο αυτόνομο αυτοκίνητό σας, και κάντε ό,τι θέλετε μέχρι να φτάσετε στον προορισμό σας. Μια αυτόνομη μοτοσυκλέτα όμως, τι νόημα έχει; Ναι, θα είναι ασύγκριτα πιο ασφαλής από τις σημερινές: Οι στατιστικές στις ΗΠΑ δείχνουν πως είναι 29 φορές πιο πιθανό να σκοτωθείς αν εμπλακείς σε ατύχημα οδηγώντας την μοτοσυκλέτα σου απ’ ότι με αυτοκίνητο. Παγκόσμια, πάνω από 1.000.000 άνθρωποι σκοτώνονται σε οδικά ατυχήματα. Μια μοτοσυκλέτα με C-ITS θα προειδοποιεί και εσένα αλλά και τα υπόλοιπα οχήματα γύρω σου για πιθανώς επικίνδυνες προσεγγίσεις, οπότε θα είναι πολύ πιο εύκολο να τις αποφύγεις, κι αυτό θα είναι μόνο ένα αρχικό στάδιο. Η Society of Automotive Engineers (SAE), έχει θεσπίσει έξι επίπεδα αυτονομίας για τα αυτοκίνητα, ένα στάνταρ λίγο πολύ αποδεκτό παγκοσμίως. Στο πρώτο, το Level Zero, οδηγούμε ακόμα εμείς, έστω και με προειδοποιήσεις ή συστήματα ασφαλείας. Στο Level 1, το όχημα μπορεί ανά περίπτωση να πάρει τον έλεγχο του τιμονιού ή των πεντάλ, όχι όμως και τιμόνι και πεντάλ ταυτόχρονα. Η μερική αυτοματοποίηση έρχεται στο Level 2, όπου ο οδηγός απλά πρέπει να έχει τα μάτια του στο δρόμο και να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να αναλάβει τον έλεγχο (στο Level 2 είναι και το Autopilot της Tesla από το 2014). Στο Level 3, το όχημα έχει τον πλήρη έλεγχο, αλλά αν τα βρει σκούρα χρησιμοποιεί τον άνθρωπο ως έσχατη λύση. Το πιθανότερο είναι πως οι κατασκευαστές θα περάσουν κατ’ ευθείαν στο Level 4, όπου το όχημα πραγματικά οδηγείται μόνο του, αλλά θα μπορεί να οδηγηθεί κι από άνθρωπο (όπως είναι ήδη τα αυτοκίνητα δοκιμών της Google/Waymo). Η πλήρης αυτοματοποίηση έρχεται στο Level 5, όπου τα πράγματα αλλάζουν δραστικά, με το όχημα να κινείται αυτόνομα σε όλες τις συνθήκες, άσχετα με το αν υπάρχει άνθρωπος.   

 

Οι μοτοσυκλέτες αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη κοντά στο Level 2, από την στιγμή που θα μπορούν μόνες τους να ισορροπούν και να αναλαμβάνουν και το σύστημα διεύθυνσης, και το γκάζι – φρένο. Το ΜΟΤΟΒΟΤ της Yamaha είναι ένα καλό παράδειγμα, και μην μπερδεύεστε από την ύπαρξη αναβάτη – ρομπότ, απλά υπάρχει γιατί ο χειρισμός γίνεται ακόμα από τα παραδοσιακά, φτιαγμένα για ανθρώπους σημεία της μοτοσυκλέτας, και γιατί η εξέλιξη δεν έχει συρρικνώσει ακόμα το hardware. Και ναι, είναι κάποιου είδους παρηγοριά η εκτίμηση πως για να φτάσουν στα τελευταία επίπεδα αυτονομίας οι μοτοσυκλέτες θα περάσουν ίσως και δύο με τρεις δεκαετίες, η πορεία όμως προς τα κει είναι καθορισμένη. Ακόμα κι από τα πρώτα επίπεδα όμως, προκύπτουν ερωτήματα με κοινωνικές προεκτάσεις, που δεν ξέρουμε ακόμα τις απαντήσεις. Το πρώτο και κύριο είναι η ορθότητα της προσέγγισης του ζητήματος ασφάλεια: Είναι σωστή η απόφαση να εξαλειφθεί σταδιακά ο παράγοντας άνθρωπος από την οδήγηση στους δρόμους; Για να γίνει αυτό, έστω και με διαδικασίες deep learning – τεχνητής νοημοσύνης, όπου το όχημα θα μπορεί αλάνθαστα να αποφασίσει τι θα κάνει σε κάθε δεδομένη κατάσταση, θα χρειαστεί να “εφεύρουμε” τον άνθρωπο με την ιδανική συμπεριφορά, κρίση και επιλογές, για να βασίσουμε σε αυτά τα κριτήρια τις αποφάσεις των αυτόνομων οχημάτων… Και γι’ αυτό το θέμα ποτέ ως τώρα η ανθρωπότητα δεν έχει συμφωνήσει. Απ’ την άλλη, αν όλη αυτή η εξέλιξη είχε στόχο να επαυξήσει τις ανθρώπινες δεξιότητες στην οδήγηση αντί να τις υποκαταστήσει, μήπως θα ήταν καλύτερα, με τον άνθρωπο δηλαδή να έχει τον έλεγχο, μέσα σε προκαθορισμένα όρια; (Όπως γίνεται στα αεροσκάφη, όπου ο πιλότος μπορεί να τα χειριστεί, αλλά τα συστήματα FEP (Flight Envelope Protections) δεν του επιτρέπουν να δώσει εντολές που θα ανάγκαζαν το αεροσκάφος να υπερβεί τα λειτουργικά όριά του. Έτσι, σε μια έκτακτη κατάσταση ο πιλότος μπορεί να αντιδράσει γρήγορα χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια αεροσκάφους και επιβατών).  Τα ερωτήματα πολλά, κι ενώ τον στόχο της μείωσης των ατυχημάτων κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, οι παραχωρήσεις που θα χρειαστεί να κάνουμε μπορεί να αποδειχτούν δύσπεπτες. Το μόνο σίγουρο είναι πως κανείς ακόμα δεν μπορεί να εκτιμήσει πλήρως την κατάσταση.

Και φυσικά, ως άνθρωποι που είμαστε, θα μας ενοχλήσουν περισσότερο τα πρώτα στάδια της προσαρμογής στα συστήματα C-ITS, κι όχι τα τελευταία… Θα μας ενοχλήσει πως η θέση μας στο δρόμο θα είναι γνωστή με ακρίβεια εκατοστού, όπως και η ταχύτητα που κινούμαστε, ή η δυνατότητα περιορισμού της ταχύτητάς μας σύμφωνα με τα όρια, ή οι κλήσεις που κάλλιστα θα μπορούν να πέφτουν αυτόματα κάθε φορά που κάνουμε κάτι παράνομο…  Κι από τι μπορεί να αντικατασταθεί η χαρά της οδήγησης της μοτοσυκλέτας, η χαρά της ίδιας της ανθρώπινης αυτονομίας; Σίγουρα όχι από την αυτονομία των μηχανών. Αλλά μέχρι να συμβεί αυτό, μπορεί οι προτεραιότητές μας να έχουν αλλάξει.

 

 

 

 

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.