Editorial 576 - Ασφαλείς, αλλά όχι αυτόνομοι

x
Από το

motomag

1/11/2017

Στο όνομα της ασφάλειας, η μοτοσυκλέτα θα αλλάξει δραστικά, πολύ πιο σύντομα απ’ ότι φανταζόμαστε… Ο Stephan Schaller, επικεφαλής της BMW Motorrad, πρόσφατα δήλωσε στην Frankfurter Allgemeine Zeitung: “Ας σκεφτούμε 20 χρόνια μπροστά. Τα αυτοκίνητα θα χρησιμοποιούν κυρίως ηλεκτροκινητήρες και θα είναι πολύ συνδεδεμένα. Για να επιβιώσει, η μοτοσυκλέτα θα πρέπει επίσης να γίνει αθόρυβη, χωρίς ρύπους και να χρησιμοποιεί τα χαρακτηριστικά ασφαλείας της συνδεσιμότητας που η βιομηχανία αυτοκινήτων εξελίσσει για την αυτόνομη κίνησή τους”. Η ΒΜW έχει δείξει μέχρι στιγμής δύο πρωτότυπα, το Vision Next 100 που μπορεί να ισορροπεί μόνο του (σε σημείο που η BMW να λέει πως ο αναβάτης του δεν χρειάζεται κράνος…) και πιο πρόσφατα, το σκουτεροειδές Concept Link, που επιδεικνύει τις δυνατότητες συνδεσιμότητας με τα άλλα οχήματα, τις υποδομές αλλά και τον αναβάτη του, μέσω ειδικού εξοπλισμού. “Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι μακρινό”, λέει ο Schaller για αυτά τα δύο concept. “Είναι ήδη πραγματικότητα, και πολλά θα συμβούν μέσα σε ένα χρονικό πλαίσιο τριών έως οκτώ ετών”.

 

Όπως θα διαβάσετε και στο αντίστοιχο άρθρο των Νέων στις επόμενες σελίδες, οι κατασκευαστές ήδη δουλεύουν πυρετωδώς για τον εξοπλισμό των μοτοσυκλετών με συστήματα συνδεσιμότητας (Cooperative-Intelligent Transportation Systems, C-ITS), που στόχο έχουν την αύξηση της ασφάλειας για τους μοτοσυκλετιστές, στοχεύοντας αρχικά στην κύρια αιτία θανατηφόρων ατυχημάτων, τους οδηγούς αυτοκινήτων. Από την στιγμή που ο άνθρωπος θεωρείται ο πιο αδύναμος κρίκος στην εξίσωση “οδική ασφάλεια”, και φυσικά είναι, η συνδεσιμότητα αρχικά θα λειτουργεί ως έγκαιρη προειδοποίηση, ενημερώνοντας οδηγούς και αναβάτες, ακόμα κι αν δεν έχουν οπτική επαφή μεταξύ τους. Για να έχουμε όμως πλήρη εικόνα και συναίσθηση για το που θα οδηγήσει αυτή η εξέλιξη, χρειάζεται να ξέρουμε τον απώτερο στόχο, το τελικό στάδιο, κι αυτό είναι η πλήρως αυτόνομη κίνηση αυτοκινήτων… και μοτοσυκλετών, όπου ο άνθρωπος δεν θα χρειάζεται πια να πάρει αποφάσεις, ούτε να αντιδρά: Αυτό θα το κάνουν μόνα τους και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες. Αυτή είναι η λύση, σύμφωνα με τους κατασκευαστές αλλά και την κυβερνητική πολιτική, σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Ιαπωνία. Οι υπόλοιποι, αναγκαστικά θα ακολουθήσουν. 

 

Και τα αυτόνομα αυτοκίνητα, ειδικά με την εμπειρία των Ελληνικών δρόμων, μπορώ να τα καταλάβω, αφού σας απασχολεί περισσότερο να μιλάτε στο κινητό και να στέλνετε μηνύματα ή να χαζεύετε στο Facebook ενώ οδηγείτε, αφήστε το να σας πάει μόνο του, πιο ασφαλές θα είναι για όλους, κυρίες και κύριοι “οδηγοί”. Μπείτε με την παρέα σας στο αυτόνομο αυτοκίνητό σας, και κάντε ό,τι θέλετε μέχρι να φτάσετε στον προορισμό σας. Μια αυτόνομη μοτοσυκλέτα όμως, τι νόημα έχει; Ναι, θα είναι ασύγκριτα πιο ασφαλής από τις σημερινές: Οι στατιστικές στις ΗΠΑ δείχνουν πως είναι 29 φορές πιο πιθανό να σκοτωθείς αν εμπλακείς σε ατύχημα οδηγώντας την μοτοσυκλέτα σου απ’ ότι με αυτοκίνητο. Παγκόσμια, πάνω από 1.000.000 άνθρωποι σκοτώνονται σε οδικά ατυχήματα. Μια μοτοσυκλέτα με C-ITS θα προειδοποιεί και εσένα αλλά και τα υπόλοιπα οχήματα γύρω σου για πιθανώς επικίνδυνες προσεγγίσεις, οπότε θα είναι πολύ πιο εύκολο να τις αποφύγεις, κι αυτό θα είναι μόνο ένα αρχικό στάδιο. Η Society of Automotive Engineers (SAE), έχει θεσπίσει έξι επίπεδα αυτονομίας για τα αυτοκίνητα, ένα στάνταρ λίγο πολύ αποδεκτό παγκοσμίως. Στο πρώτο, το Level Zero, οδηγούμε ακόμα εμείς, έστω και με προειδοποιήσεις ή συστήματα ασφαλείας. Στο Level 1, το όχημα μπορεί ανά περίπτωση να πάρει τον έλεγχο του τιμονιού ή των πεντάλ, όχι όμως και τιμόνι και πεντάλ ταυτόχρονα. Η μερική αυτοματοποίηση έρχεται στο Level 2, όπου ο οδηγός απλά πρέπει να έχει τα μάτια του στο δρόμο και να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να αναλάβει τον έλεγχο (στο Level 2 είναι και το Autopilot της Tesla από το 2014). Στο Level 3, το όχημα έχει τον πλήρη έλεγχο, αλλά αν τα βρει σκούρα χρησιμοποιεί τον άνθρωπο ως έσχατη λύση. Το πιθανότερο είναι πως οι κατασκευαστές θα περάσουν κατ’ ευθείαν στο Level 4, όπου το όχημα πραγματικά οδηγείται μόνο του, αλλά θα μπορεί να οδηγηθεί κι από άνθρωπο (όπως είναι ήδη τα αυτοκίνητα δοκιμών της Google/Waymo). Η πλήρης αυτοματοποίηση έρχεται στο Level 5, όπου τα πράγματα αλλάζουν δραστικά, με το όχημα να κινείται αυτόνομα σε όλες τις συνθήκες, άσχετα με το αν υπάρχει άνθρωπος.   

 

Οι μοτοσυκλέτες αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη κοντά στο Level 2, από την στιγμή που θα μπορούν μόνες τους να ισορροπούν και να αναλαμβάνουν και το σύστημα διεύθυνσης, και το γκάζι – φρένο. Το ΜΟΤΟΒΟΤ της Yamaha είναι ένα καλό παράδειγμα, και μην μπερδεύεστε από την ύπαρξη αναβάτη – ρομπότ, απλά υπάρχει γιατί ο χειρισμός γίνεται ακόμα από τα παραδοσιακά, φτιαγμένα για ανθρώπους σημεία της μοτοσυκλέτας, και γιατί η εξέλιξη δεν έχει συρρικνώσει ακόμα το hardware. Και ναι, είναι κάποιου είδους παρηγοριά η εκτίμηση πως για να φτάσουν στα τελευταία επίπεδα αυτονομίας οι μοτοσυκλέτες θα περάσουν ίσως και δύο με τρεις δεκαετίες, η πορεία όμως προς τα κει είναι καθορισμένη. Ακόμα κι από τα πρώτα επίπεδα όμως, προκύπτουν ερωτήματα με κοινωνικές προεκτάσεις, που δεν ξέρουμε ακόμα τις απαντήσεις. Το πρώτο και κύριο είναι η ορθότητα της προσέγγισης του ζητήματος ασφάλεια: Είναι σωστή η απόφαση να εξαλειφθεί σταδιακά ο παράγοντας άνθρωπος από την οδήγηση στους δρόμους; Για να γίνει αυτό, έστω και με διαδικασίες deep learning – τεχνητής νοημοσύνης, όπου το όχημα θα μπορεί αλάνθαστα να αποφασίσει τι θα κάνει σε κάθε δεδομένη κατάσταση, θα χρειαστεί να “εφεύρουμε” τον άνθρωπο με την ιδανική συμπεριφορά, κρίση και επιλογές, για να βασίσουμε σε αυτά τα κριτήρια τις αποφάσεις των αυτόνομων οχημάτων… Και γι’ αυτό το θέμα ποτέ ως τώρα η ανθρωπότητα δεν έχει συμφωνήσει. Απ’ την άλλη, αν όλη αυτή η εξέλιξη είχε στόχο να επαυξήσει τις ανθρώπινες δεξιότητες στην οδήγηση αντί να τις υποκαταστήσει, μήπως θα ήταν καλύτερα, με τον άνθρωπο δηλαδή να έχει τον έλεγχο, μέσα σε προκαθορισμένα όρια; (Όπως γίνεται στα αεροσκάφη, όπου ο πιλότος μπορεί να τα χειριστεί, αλλά τα συστήματα FEP (Flight Envelope Protections) δεν του επιτρέπουν να δώσει εντολές που θα ανάγκαζαν το αεροσκάφος να υπερβεί τα λειτουργικά όριά του. Έτσι, σε μια έκτακτη κατάσταση ο πιλότος μπορεί να αντιδράσει γρήγορα χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια αεροσκάφους και επιβατών).  Τα ερωτήματα πολλά, κι ενώ τον στόχο της μείωσης των ατυχημάτων κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, οι παραχωρήσεις που θα χρειαστεί να κάνουμε μπορεί να αποδειχτούν δύσπεπτες. Το μόνο σίγουρο είναι πως κανείς ακόμα δεν μπορεί να εκτιμήσει πλήρως την κατάσταση.

Και φυσικά, ως άνθρωποι που είμαστε, θα μας ενοχλήσουν περισσότερο τα πρώτα στάδια της προσαρμογής στα συστήματα C-ITS, κι όχι τα τελευταία… Θα μας ενοχλήσει πως η θέση μας στο δρόμο θα είναι γνωστή με ακρίβεια εκατοστού, όπως και η ταχύτητα που κινούμαστε, ή η δυνατότητα περιορισμού της ταχύτητάς μας σύμφωνα με τα όρια, ή οι κλήσεις που κάλλιστα θα μπορούν να πέφτουν αυτόματα κάθε φορά που κάνουμε κάτι παράνομο…  Κι από τι μπορεί να αντικατασταθεί η χαρά της οδήγησης της μοτοσυκλέτας, η χαρά της ίδιας της ανθρώπινης αυτονομίας; Σίγουρα όχι από την αυτονομία των μηχανών. Αλλά μέχρι να συμβεί αυτό, μπορεί οι προτεραιότητές μας να έχουν αλλάξει.

 

 

 

 

editorial 522 - Kakonomics

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/5/2013

Ο φίλος μου ο Πάνος μου έστειλε το ομώνυμο κείμενο της Ιταλίδας Gloria Origgi. Η φιλόσοφος και ειδική στη θεωρία της σκέψης, Gloria Origgi, με την ελληνικής ετυμολογίας λέξη Kakonomics, μιλά για την παράδοξη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, κάτι που εξηγεί γιατί η ποιότητα ζωής μας συχνά είναι χάλια.

"Οι συνήθεις προσεγγίσεις της θεωρίας των παιγνίων αναφέρουν πως όταν οι άνθρωποι συναλλάσσονται (με ιδέες, υπηρεσίες ή αγαθά), επιθυμούν να λαμβάνουν υψηλή ποιότητα από τους άλλους. Ας θεωρήσουμε πως οι συναλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο σε δύο επίπεδα ποιότητας: Υψηλή και χαμηλή. Ο όρος Kakonomics περιγράφει περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν να λάβουν υψηλή ποιότητα δίνοντας για αντάλλαγμα χαμηλή (να κοροϊδέψουν κάποιον δηλαδή) αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν να δώσουν χαμηλή ποιότητα και να λάβουν σε αντάλλαγμα επίσης χαμηλή.

Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι λογικό; Ακόμα κι όταν τεμπελιάζουμε, και προτιμούμε να δώσουμε χαμηλή ποιότητα (όπως όταν δεχόμαστε να γράψουμε ένα άρθρο για ένα μέτριο περιοδικό, αρκεί να μην μας ζητήσουν να το δουλέψουμε και πολύ), θα έπρεπε λογικά να προτιμούμε να δουλέψουμε λιγότερο αλλά να αμειφθούμε περισσότερο απ' ότι θα άξιζε η δουλειά μας, δηλαδή να δώσουμε χαμηλή ποιότητα και να λάβουμε υψηλή. Η περίπτωση Kakonomics είναι διαφορετική: Σ' αυτήν, όχι μόνο προτιμούμε να δώσουμε ένα αγαθό χαμηλής ποιότητας, αλλά προτιμούμε να λάβουμε ένα εξίσου χαμηλής ποιότητας αντάλλαγμα!

Η Kakonomics είναι η παράδοξη, αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, όσο κανείς δεν παραπονιέται γι' αυτό. Ο κόσμος των Kakonomics είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι όχι μόνο ανέχονται την μετριότητα και την αναξιοπιστία των άλλων, αλλά την περιμένουν: "Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα εκπληρώσεις στο ακέραιο τις υποσχέσεις σου, αλλά το δέχομαι γιατί θέλω να μπορώ κι εγώ να μην εκπληρώσω τις δικές μου χωρίς να αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό". Η συμπεριφορά αυτή είναι αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα γιατί όπως σε όλες τις συναλλαγές αυτού του είδους, τα δύο μέρη φαίνεται να έχουν μια διπρόσωπη συμφωνία: Πρώτα μια "επίσημη", όπου και οι δύο δηλώνουν την πρόθεσή τους για μια συναλλαγή σε υψηλό επίπεδο ποιότητας, και μετά μια ανομολόγητη, που δέχεται πως οι εκπτώσεις στην ποιότητα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά είναι και αναμενόμενες. Γίνεται έτσι μια συμφωνία, ανομολόγητη όμως, για αμοιβαία εξαπάτηση. Έτσι, κανείς δεν επωφελείται, λαμβάνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Οι συναλλαγές Kakonomics ρυθμίζονται από έναν άγραφο κοινωνικό νόμο για εκπτώσεις στην ποιότητα, μια κοινή αποδοχή ενός μετριότατου ή κακού αποτελέσματος που ικανοποιεί όμως και τα δύο μέρη, τουλάχιστον όσο μπορούν να συνεχίσουν να δηλώνουν πως η συναλλαγή ήταν σε υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Ορίστε ένα παράδειγμα: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας best seller πρέπει να παραδώσει το νέο του μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έχει αργήσει πολύ. Το κοινό του είναι πολυπληθές, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως θα αγοράσει το βιβλίο του μόνο και μόνο επειδή θα γράφει το όνομά του στο εξώφυλλο, κι έτσι κι αλλιώς, λίγοι από αυτούς θα διαβάσουν πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Ο εκδότης του επίσης το γνωρίζει αυτό. Έτσι, ο συγγραφέας αποφασίζει να παραδώσει το νέο του βιβλίο με ένα συγκλονιστικό πρώτο κεφάλαιο αλλά μέτρια πλοκή από κει και πέρα (να το αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας). Ο εκδότης είναι ευχαριστημένος, τον συγχαίρει δηλώνοντας πως παρέλαβε ένα αριστούργημα (το παραμύθι της υψηλής ποιότητας) κι έτσι είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Ο συγγραφέας όχι μόνο προτιμά να παραδώσει χαμηλή ποιότητα, αλλά επιθυμεί και ο εκδότης να του δώσει το ίδιο, για παράδειγμα αποφεύγοντας να χτενίσει πολύ καλά το κείμενο βελτιώνοντάς το, και να το εκδώσει όπως είναι. Εμπιστεύονται ο ένας την αναξιοπιστία του άλλου, και συνωμοτούν για ένα κοινά αποδεκτό χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα που βολεύει και τους δύο. Όποτε υπάρχει μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία σύγκλισης προς χαμηλή ποιότητα με στόχο αμοιβαία οφέλη, έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση Kakonomics.

Παραδόξως, αν ο ένας από τους δύο παραδώσει υψηλή ποιότητα αντί για την αναμενόμενη χαμηλή, ο άλλος αισθάνεται προδομένος και το θεωρεί αθέτηση της άτυπης συμφωνίας, ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί ανοιχτά. Στο παράδειγμά μας, έτσι θα ένιωθε ο συγγραφέας εάν ο επιμελητής του εκδότη βελτίωνε το κείμενό του. Η αξιοπιστία του εκδότη σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να παραδώσει την ίδια χαμηλή ποιότητα. Κόντρα στο κλασικό Δίλημμα του Φυλακισμένου της θεωρίας παιγνίων (όπου δύο άνθρωποι δεν συνεργάζονται ακόμα κι αυτό θα ήταν προς αμοιβαίο τους όφελος), η προθυμία επανάληψης μιας συναλλαγής με κάποιον εξασφαλίζεται όταν υπάρχει η σιγουριά πως κι εκείνος θα παραδώσει χαμηλή αντί για υψηλή ποιότητα.

Οι συναλλαγές Kakonomics δεν είναι πάντα κακές. Μερικές φορές επιτρέπουν μια αμοιβαία κατανόηση εκπτώσεων που κάνει την ζωή πιο χαλαρή για όλους. Όπως μου είπε ένας φίλος που ανακαίνιζε μια αγροικία στην Τοσκάνη, "οι Ιταλοί μαστόροι ποτέ δεν τελειώνουν τη δουλειά στο συμφωνημένο χρόνο, το καλό όμως είναι πως δεν περιμένουν κι εσύ να τους πληρώσεις τότε που έχεις υποσχεθεί".

Το μεγάλο όμως πρόβλημα των Kakonomics -που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει χείριστα οικονομικά- και ο λόγος για τον οποίο αποτελούν μια μορφή συλλογικής παράνοιας εξαιρετικά δύσκολης να εξαλειφθεί, είναι πως κάθε συναλλαγή χαμηλής ποιότητας είναι ένα τοπικό ισοζύγιο όπου και τα δύο μέρη μένουν ευχαριστημένα, αλλά κάθε μία από αυτές τις συναλλαγές διαφθείρει μακροχρόνια συνολικά το σύστημα. Οπότε, οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα καλά συλλογικά αποτελέσματα δεν προέρχονται μόνο από "αρπακτικά" και "κερδοσκόπους", όπως μας διδάσκουν οι καθιερωμένες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από καλά οργανωμένους κανόνες Kakonomics που εξασφαλίζουν πως τα αποτελέσματα των συναλλαγών θα είναι προς το χειρότερο. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας δεν είναι μόνο η συνεργασία για το γενικό καλό. Για να καταλάβουμε γιατί πολλές φορές "η ζωή είναι σκατά", θα πρέπει να μελετήσουμε τις άτυπες συμφωνίες που προσδοκούν σε ένα ατομικό όφελος και ταυτόχρονα σε μια συλλογική ζημία."

Στο συνεργείο: Ο πελάτης πάει γιατί άκουσε πως είναι φθηνό. Σκέφτεται πως και καλή δουλειά να μην γίνει, θα δώσει λίγα, οπότε εντάξει. Ακόμα και πριν φτάσει και το δει, έχει προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του πως το πάτωμα θα είναι μαύρο από στυλιστική επιλογή, κι όχι από τα λάδια είκοσι ετών που κανείς δεν καθάρισε, και πως τα μισολυμένα μοτέρ και τα διάσπαρτα παντού παλιά εξαρτήματα είναι άποψη εικαστική. Ανάλογες μυθοπλασίες ισχύουν και για την συμπεριφορά του μάστορα, που ξινίζει τα μούτρα του λες και ο πελάτης έχει έρθει για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, κι όχι για να του δώσει δουλειά. Αλλά έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, ιδιόρρυθμες, κι η ανάγωγη συμπεριφορά τους δικαιολογείται από το μεγαλείο των έργων τους. Παρά το αυτοπαραμύθιασμα όμως, ο πελάτης γνωρίζει πως η δουλειά δεν θα είναι πρώτης τάξης, αλλά ελπίζει κιόλας πως η χαμηλή τιμή θα αντισταθμίσει την τσαπατσουλιά και την έλλειψη γνώσεων. Από την μεριά του, ο μάστορας γνωρίζει πως ο πελάτης είναι στο κόλπο ("θα δώσω λίγα, θα πάρω αντίστοιχα λίγα"), οφείλει όμως να κάνει την προσπάθεια να ανεβάσει την δουλειά του, με ένα καλά προβαρισμένο ανεκδοτολογικό λογύδριο, για να πείσει τον πελάτη πως όλοι οι άλλοι θα του έπαιρναν τζάμπα λεφτά, και πως μόνος εκείνος είναι μυημένος στα απόκρυφα των κινητήρων των παπιών. Ενστικτωδώς, ο μάστορας γνωρίζει πως να χειραγωγήσει ψυχολογικά τον πελάτη, όπως επίσης γνωρίζει πως ακόμα και τα σχετικά λίγα χρήματα που θα του πάρει είναι στην πραγματικότητα πάρα πολλά για τις δουλειές που δεν θα κάνει, αλλά θα πει ότι έχει κάνει. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται, ο πελάτης φεύγει ευχαριστημένος που έδωσε σχετικά λίγα χρήματα (για δουλειές όμως που δεν έγιναν, ή που έγιναν με σφυροκάλεμο), αφήνοντας τον μάστορα επίσης ευχαριστημένο γιατί με τόσο λίγο κόπο και ικανότητα έβγαλε το μεροκάματο. Τέτοιου είδους συναλλαγές εξαπλώνονται σαν ιώσεις, ξεκινώντας μια δίνη που ρουφάει προς τα κάτω όλο και περισσότερους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και των πελατών, και των υπηρεσιών, και των μαστόρων. Αφού γίνεται κι έτσι, γιατί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο; Μετά, ο πελάτης κοκορεύεται στους φίλους του πως έδωσε μόνο 50 ευρώ για service στο τετρακύλινδρό του, εννοώντας πως είναι κορόιδα όσοι πληρώνουν λογικά χρήματα για αξιοπρεπή εργασία.

Το αντίστροφο: Στο αψεγάδιαστο συνεργείο, ο ευγενικός μάστορας σου λέει μια τιμή που σου φαίνεται χαμηλή. Γίνεσαι πολύ δύσπιστος και φεύγεις: "Κάποιο λάκκο έχει η φάβα", σκέφτεσαι, αντί για το πιο λογικό, "Επιτέλους, σωστό μαγαζί με σωστές τιμές".

Για ανταλλακτικά: Πάρε το ιμιτασιόν, την ίδια δουλειά θα κάνεις. Αμ δε. Μετά από δέκα χρόνια αχρηστίας, αποφάσισα να ξαναβγάλω στο δρόμο το παλιό μου SS50 (τέλη δεκαετίας '60). Αγόρασα ένα σετ "πάνω" φλάντζες έναντι του συγκλονιστικού αντιτίμου του ενός ευρώ και εξήντα λεπτών, κομπλέ με o-ring, ζουάν για την εξάτμιση, τσιμουχάκια βαλβίδων. Το μετάνιωσα με το που το άνοιξα, ήταν σαν κομμένες από παλιό χαρτί τετραδίου. Μερικές δεν έκαναν, μακάρι να μην ταίριαζε καμία για να τις πετάξω όλες. Τι περίμενα; Ποιότητα Honda με 1,60; Σ' αυτή την περίπτωση το Kakonomics δούλεψε: Τις αγόρασα, ξέροντας πως θα είναι σκουπίδια, αλλά παραμυθιάστηκα πως "θα κάνω τη δουλειά μου". Κάπου στα βάθη της Κίνας ένας Κινέζος φλαντζάς γελάει. Τελειωμό δεν έχουν τα κορόιδα. Αν μου κοστίζουν εμένα 15 σεντ του ευρώ, τι περιμένουν; Να είναι και καλές;

Για την επιλογή μοτοσυκλέτας: "Δεν κάνω ράλι εγώ", μου είπε κάποιος όταν μετά από ερώτησή του προσπαθούσα να του εξηγήσω τις μίνιμουμ προδιαγραφές μιας σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Εν γνώσει του, ήθελε να πάρει μια κακή, απαρχαιωμένη μοτοσυκλέτα, ενώ είχε τα χρήματα να πάρει μια καλύτερη. Προτιμούσε δηλαδή την κακή ποιότητα έναντι χαμηλού αντιτίμου, αντί για αποδεκτή ποιότητα με ελάχιστα περισσότερα χρήματα. Και φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πρώτος στο να βρίσκει δικαιολογίες για ο,τιδήποτε. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αφού δεν είναι "ραλίστας", κάτι χωρίς φρένα, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς επιδόσεις, κάτι επικίνδυνο τέλος πάντων, είναι αρκετό για κείνον.

Για τις παρέες: Μερικοί φοβούνται τη μοναξιά. Ίσως γιατί περισσότερο απ' όλα φοβούνται να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους. Και ανέχονται παρέες. Και οι παρέες, αντίστοιχα, τους ανέχονται. Γιατί μερικές φορές οι παρέες επίτηδες περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν θα έκαναν κανονικά παρέα μαζί τους, έτσι για να έχουν να τους κακολογούν όταν δεν είναι παρόντες, ή να τους την μπαίνουν μειωτικά όταν είναι παρόντες. Συνειδητή επιλογή χαμηλής ποιότητας, και τους λόγους ας τους βρουν οι ψυχίατροι. Και πάνε και ταξίδια μαζί, που όλοι είναι στην γκρίνια όλη την ώρα. Και κανείς δεν φχαριστιέται το ταξίδι. Καλύτερα μόνος. Κι ας τα δεις όλα.

To χειρότερο: Μια Kakonomics συναλλαγή θεωρείται πια δεδομένη, ο κανόνας, κάτι αντίστοιχο με το "όλοι τα παίρνουν", "όλοι είναι ένοχοι", και η κοινωνία αρχίζει, συνηθίζει και συνεχίζει να λειτουργεί μόνο σ' αυτή τη βάση. Έτσι κι αλλιώς, οι μέτριοι πάντα θέλουν όλοι να κατέβουν στο επίπεδό τους, και κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούν είναι να ισχυρίζονται πως όλοι είναι όμοιοί τους ή, ακόμα κι αν πράττουν διαφορετικά, θα ήθελαν να είναι. Έχει γίνει επίσης η στάνταρ δικαιολογία για όσους δεν κάνουν, ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους: Ενώ κάποιος δέχεται να κάνει μια δουλειά με συγκεκριμένο αντίτιμο, στην πορεία δικαιολογεί την ανεπάρκειά του ή την άρνησή του να την κάνει με το πρόσχημα πως δεν πληρώνεται αρκετά. Προφανώς, όταν προσλήφθηκαν, ήξεραν, αλλά φυσικά δεν είπαν ποτέ, πως δεν πρόκειται να κάνουν καλά την δουλειά τους, γιατί θεωρούσαν εξ αρχής μικρή την αμοιβή. Αλλά δέχτηκαν την συμφωνία, λέγοντας μετά το απίθανο "εμείς κάνουμε πως δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν". Κι όλα καλά, και πάμε για καλύτερα...