Editorial 576 - Ασφαλείς, αλλά όχι αυτόνομοι

x
Από το

motomag

1/11/2017

Στο όνομα της ασφάλειας, η μοτοσυκλέτα θα αλλάξει δραστικά, πολύ πιο σύντομα απ’ ότι φανταζόμαστε… Ο Stephan Schaller, επικεφαλής της BMW Motorrad, πρόσφατα δήλωσε στην Frankfurter Allgemeine Zeitung: “Ας σκεφτούμε 20 χρόνια μπροστά. Τα αυτοκίνητα θα χρησιμοποιούν κυρίως ηλεκτροκινητήρες και θα είναι πολύ συνδεδεμένα. Για να επιβιώσει, η μοτοσυκλέτα θα πρέπει επίσης να γίνει αθόρυβη, χωρίς ρύπους και να χρησιμοποιεί τα χαρακτηριστικά ασφαλείας της συνδεσιμότητας που η βιομηχανία αυτοκινήτων εξελίσσει για την αυτόνομη κίνησή τους”. Η ΒΜW έχει δείξει μέχρι στιγμής δύο πρωτότυπα, το Vision Next 100 που μπορεί να ισορροπεί μόνο του (σε σημείο που η BMW να λέει πως ο αναβάτης του δεν χρειάζεται κράνος…) και πιο πρόσφατα, το σκουτεροειδές Concept Link, που επιδεικνύει τις δυνατότητες συνδεσιμότητας με τα άλλα οχήματα, τις υποδομές αλλά και τον αναβάτη του, μέσω ειδικού εξοπλισμού. “Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι μακρινό”, λέει ο Schaller για αυτά τα δύο concept. “Είναι ήδη πραγματικότητα, και πολλά θα συμβούν μέσα σε ένα χρονικό πλαίσιο τριών έως οκτώ ετών”.

 

Όπως θα διαβάσετε και στο αντίστοιχο άρθρο των Νέων στις επόμενες σελίδες, οι κατασκευαστές ήδη δουλεύουν πυρετωδώς για τον εξοπλισμό των μοτοσυκλετών με συστήματα συνδεσιμότητας (Cooperative-Intelligent Transportation Systems, C-ITS), που στόχο έχουν την αύξηση της ασφάλειας για τους μοτοσυκλετιστές, στοχεύοντας αρχικά στην κύρια αιτία θανατηφόρων ατυχημάτων, τους οδηγούς αυτοκινήτων. Από την στιγμή που ο άνθρωπος θεωρείται ο πιο αδύναμος κρίκος στην εξίσωση “οδική ασφάλεια”, και φυσικά είναι, η συνδεσιμότητα αρχικά θα λειτουργεί ως έγκαιρη προειδοποίηση, ενημερώνοντας οδηγούς και αναβάτες, ακόμα κι αν δεν έχουν οπτική επαφή μεταξύ τους. Για να έχουμε όμως πλήρη εικόνα και συναίσθηση για το που θα οδηγήσει αυτή η εξέλιξη, χρειάζεται να ξέρουμε τον απώτερο στόχο, το τελικό στάδιο, κι αυτό είναι η πλήρως αυτόνομη κίνηση αυτοκινήτων… και μοτοσυκλετών, όπου ο άνθρωπος δεν θα χρειάζεται πια να πάρει αποφάσεις, ούτε να αντιδρά: Αυτό θα το κάνουν μόνα τους και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες. Αυτή είναι η λύση, σύμφωνα με τους κατασκευαστές αλλά και την κυβερνητική πολιτική, σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Ιαπωνία. Οι υπόλοιποι, αναγκαστικά θα ακολουθήσουν. 

 

Και τα αυτόνομα αυτοκίνητα, ειδικά με την εμπειρία των Ελληνικών δρόμων, μπορώ να τα καταλάβω, αφού σας απασχολεί περισσότερο να μιλάτε στο κινητό και να στέλνετε μηνύματα ή να χαζεύετε στο Facebook ενώ οδηγείτε, αφήστε το να σας πάει μόνο του, πιο ασφαλές θα είναι για όλους, κυρίες και κύριοι “οδηγοί”. Μπείτε με την παρέα σας στο αυτόνομο αυτοκίνητό σας, και κάντε ό,τι θέλετε μέχρι να φτάσετε στον προορισμό σας. Μια αυτόνομη μοτοσυκλέτα όμως, τι νόημα έχει; Ναι, θα είναι ασύγκριτα πιο ασφαλής από τις σημερινές: Οι στατιστικές στις ΗΠΑ δείχνουν πως είναι 29 φορές πιο πιθανό να σκοτωθείς αν εμπλακείς σε ατύχημα οδηγώντας την μοτοσυκλέτα σου απ’ ότι με αυτοκίνητο. Παγκόσμια, πάνω από 1.000.000 άνθρωποι σκοτώνονται σε οδικά ατυχήματα. Μια μοτοσυκλέτα με C-ITS θα προειδοποιεί και εσένα αλλά και τα υπόλοιπα οχήματα γύρω σου για πιθανώς επικίνδυνες προσεγγίσεις, οπότε θα είναι πολύ πιο εύκολο να τις αποφύγεις, κι αυτό θα είναι μόνο ένα αρχικό στάδιο. Η Society of Automotive Engineers (SAE), έχει θεσπίσει έξι επίπεδα αυτονομίας για τα αυτοκίνητα, ένα στάνταρ λίγο πολύ αποδεκτό παγκοσμίως. Στο πρώτο, το Level Zero, οδηγούμε ακόμα εμείς, έστω και με προειδοποιήσεις ή συστήματα ασφαλείας. Στο Level 1, το όχημα μπορεί ανά περίπτωση να πάρει τον έλεγχο του τιμονιού ή των πεντάλ, όχι όμως και τιμόνι και πεντάλ ταυτόχρονα. Η μερική αυτοματοποίηση έρχεται στο Level 2, όπου ο οδηγός απλά πρέπει να έχει τα μάτια του στο δρόμο και να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να αναλάβει τον έλεγχο (στο Level 2 είναι και το Autopilot της Tesla από το 2014). Στο Level 3, το όχημα έχει τον πλήρη έλεγχο, αλλά αν τα βρει σκούρα χρησιμοποιεί τον άνθρωπο ως έσχατη λύση. Το πιθανότερο είναι πως οι κατασκευαστές θα περάσουν κατ’ ευθείαν στο Level 4, όπου το όχημα πραγματικά οδηγείται μόνο του, αλλά θα μπορεί να οδηγηθεί κι από άνθρωπο (όπως είναι ήδη τα αυτοκίνητα δοκιμών της Google/Waymo). Η πλήρης αυτοματοποίηση έρχεται στο Level 5, όπου τα πράγματα αλλάζουν δραστικά, με το όχημα να κινείται αυτόνομα σε όλες τις συνθήκες, άσχετα με το αν υπάρχει άνθρωπος.   

 

Οι μοτοσυκλέτες αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη κοντά στο Level 2, από την στιγμή που θα μπορούν μόνες τους να ισορροπούν και να αναλαμβάνουν και το σύστημα διεύθυνσης, και το γκάζι – φρένο. Το ΜΟΤΟΒΟΤ της Yamaha είναι ένα καλό παράδειγμα, και μην μπερδεύεστε από την ύπαρξη αναβάτη – ρομπότ, απλά υπάρχει γιατί ο χειρισμός γίνεται ακόμα από τα παραδοσιακά, φτιαγμένα για ανθρώπους σημεία της μοτοσυκλέτας, και γιατί η εξέλιξη δεν έχει συρρικνώσει ακόμα το hardware. Και ναι, είναι κάποιου είδους παρηγοριά η εκτίμηση πως για να φτάσουν στα τελευταία επίπεδα αυτονομίας οι μοτοσυκλέτες θα περάσουν ίσως και δύο με τρεις δεκαετίες, η πορεία όμως προς τα κει είναι καθορισμένη. Ακόμα κι από τα πρώτα επίπεδα όμως, προκύπτουν ερωτήματα με κοινωνικές προεκτάσεις, που δεν ξέρουμε ακόμα τις απαντήσεις. Το πρώτο και κύριο είναι η ορθότητα της προσέγγισης του ζητήματος ασφάλεια: Είναι σωστή η απόφαση να εξαλειφθεί σταδιακά ο παράγοντας άνθρωπος από την οδήγηση στους δρόμους; Για να γίνει αυτό, έστω και με διαδικασίες deep learning – τεχνητής νοημοσύνης, όπου το όχημα θα μπορεί αλάνθαστα να αποφασίσει τι θα κάνει σε κάθε δεδομένη κατάσταση, θα χρειαστεί να “εφεύρουμε” τον άνθρωπο με την ιδανική συμπεριφορά, κρίση και επιλογές, για να βασίσουμε σε αυτά τα κριτήρια τις αποφάσεις των αυτόνομων οχημάτων… Και γι’ αυτό το θέμα ποτέ ως τώρα η ανθρωπότητα δεν έχει συμφωνήσει. Απ’ την άλλη, αν όλη αυτή η εξέλιξη είχε στόχο να επαυξήσει τις ανθρώπινες δεξιότητες στην οδήγηση αντί να τις υποκαταστήσει, μήπως θα ήταν καλύτερα, με τον άνθρωπο δηλαδή να έχει τον έλεγχο, μέσα σε προκαθορισμένα όρια; (Όπως γίνεται στα αεροσκάφη, όπου ο πιλότος μπορεί να τα χειριστεί, αλλά τα συστήματα FEP (Flight Envelope Protections) δεν του επιτρέπουν να δώσει εντολές που θα ανάγκαζαν το αεροσκάφος να υπερβεί τα λειτουργικά όριά του. Έτσι, σε μια έκτακτη κατάσταση ο πιλότος μπορεί να αντιδράσει γρήγορα χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια αεροσκάφους και επιβατών).  Τα ερωτήματα πολλά, κι ενώ τον στόχο της μείωσης των ατυχημάτων κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, οι παραχωρήσεις που θα χρειαστεί να κάνουμε μπορεί να αποδειχτούν δύσπεπτες. Το μόνο σίγουρο είναι πως κανείς ακόμα δεν μπορεί να εκτιμήσει πλήρως την κατάσταση.

Και φυσικά, ως άνθρωποι που είμαστε, θα μας ενοχλήσουν περισσότερο τα πρώτα στάδια της προσαρμογής στα συστήματα C-ITS, κι όχι τα τελευταία… Θα μας ενοχλήσει πως η θέση μας στο δρόμο θα είναι γνωστή με ακρίβεια εκατοστού, όπως και η ταχύτητα που κινούμαστε, ή η δυνατότητα περιορισμού της ταχύτητάς μας σύμφωνα με τα όρια, ή οι κλήσεις που κάλλιστα θα μπορούν να πέφτουν αυτόματα κάθε φορά που κάνουμε κάτι παράνομο…  Κι από τι μπορεί να αντικατασταθεί η χαρά της οδήγησης της μοτοσυκλέτας, η χαρά της ίδιας της ανθρώπινης αυτονομίας; Σίγουρα όχι από την αυτονομία των μηχανών. Αλλά μέχρι να συμβεί αυτό, μπορεί οι προτεραιότητές μας να έχουν αλλάξει.

 

 

 

 

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;