Editorial 574 - Είδος προς εξαφάνιση

x
Από το

motomag

1/9/2017

Φανταστείτε, λέμε τώρα, πως δεν υπήρχαν μοτοσυκλέτες και θα έπρεπε να τις εφεύρουμε τώρα, το 2017. Κι είστε στέλεχος μεγάλης εταιρίας, που βγάζει ήδη αυτοκίνητα, και σας έχουν αναθέσει να μελετήσετε το ζήτημα. Διαβάσατε επίσης τις ειδήσεις του Αυγούστου: “Η Μ. Βρετανία υιοθέτησε το παράδειγμα της Γαλλίας και θα εφαρμόσει ολοκληρωτικό αποκλεισμό όλων των νέων βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων οχημάτων το 2040, σε μια προσπάθεια περιορισμού των ρύπων. Ήδη, ο δήμος του Λονδίνου έχει ανακοινώσει μια Ζώνη Εξαιρετικά Χαμηλών Ρύπων για το 2020, στην οποία κάθε όχημα ηλικίας πάνω από 13 ετών θα πληρώνει 15 ευρώ για να μπει στο κεντρικό Λονδίνο. Κάμερες θα σκανάρουν τις πινακίδες, και ο λογαριασμός θα χρεώνεται αυτόματα, αν οδηγείτε μοτοσυκλέτα ή αυτοκίνητο φτιαγμένο πριν το 2007…”

Η Volvo έχει ανακοινώσει πως ως το 2019 όλα τα αυτοκίνητά της θα είναι είτε ηλεκτρικά είτε υβριδικά. Πολλές ακόμα αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν ανακοινώσει πως θα σταματήσουν την εξέλιξη των diesel, κι όλες θα ασχοληθούν με υβριδικά. Πρώτα τα diesel, μετά τα βενζινοκίνητα, ασαφείς ακόμα οι χρονολογίες, αλλά η πορεία προδιαγράφεται: Σε καμιά εικοσαριά χρόνια, και τα βενζινοκίνητα θα κινδυνεύουν με αποκλεισμό. Συνδυάστε το αυτό τώρα με το πολυσυζητημένο ζήτημα της αυτόνομης οδήγησης των αυτοκινήτων, κι ελάτε μετά να προτείνετε στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας την κατασκευή ενός οχήματος με μόνο 2 τροχούς και ασταθή ισορροπία, που θα έχει κινητήρα 200 ίππων, θα πηγαίνει 300 χιλιόμετρα κι ο απροστάτευτος αναβάτης του θα ζήσει δεν θα ζήσει αν πέσει. Πως θα σας κοιτάξουν; Τι δουλειά θα κάνετε μετά, αφού η απόλυση θα είναι σίγουρη;

 

Ευτυχώς που οι μοτοσυκλέτες υπάρχουν εδώ και πάνω από 120 χρόνια, και κανείς δεν θα βρεθεί στην δύσκολη θέση να προτείνει την κατασκευή μοτοσυκλετών σε μια κοινωνία που απεχθάνεται τον κίνδυνο, που έχει κάνει παγκόσμιο εμπόριο τους ρύπους, που αποδέχεται πως κάποιες χώρες καλό είναι να παθαίνουν black out από την μόλυνση για να μπορούν κάποιες άλλες να είναι πιο καθαρές. Κάθε αναφορά στην γενικευμένη χρήση ηλεκτρικών οχημάτων θα έπρεπε να συνοδεύεται από την πληροφόρηση για την προέλευση της επίσης “καθαρής” ηλεκτρικής ενέργειας, γιατί είναι απίστευτα υποκριτικό να μιλάμε για την βελτίωση της ποιότητας του αέρα στην Αθήνα, ενώ το ρεύμα βγαίνει από λιγνίτη στην Πτολεμαΐδα. Το να μεταθέτουμε αλλού την ρύπανση, και ειδικά σε πιο φτωχές χώρες, όπως γίνεται σήμερα, είναι σαν να φροντίζουμε την ψύξη του σπιτιού μας με ενέργεια από το σπίτι του γείτονα που καίγεται. Κι όσο μικρό ποσοστό της ρύπανσης κι αν αφορά τις μοτοσυκλέτες, θα τις πάρει η μπάλα μαζί με τα αυτοκίνητα.

 

Θα γίνει η μοτοσυκλέτα άλλο ένα είδος προς εξαφάνιση; Η ιστορία του πλανήτη είναι γεμάτη από εξαφανισμένα είδη, είναι κάτι που συμβαίνει συνεχώς. Όσα δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν στις αλλαγές, αντίο. Πολλά, αλλά και πάλι ένα μικρό ποσοστό συνολικά, τα εξαφάνισε ο άνθρωπος είτε άμεσα, είτε έμμεσα. Το ίδιο θα κάνει και με τις βενζινοκίνητες μοτοσυκλέτες. Κι αν οι βιομηχανίες δεν κάνουν κάτι γρήγορα, άλλο ένα είδος θα προστεθεί στην λίστα, έστω και ως θύμα της δίψας του πλανήτη για αυτοκίνητα. Στην Κίνα, όπως θα διαβάσετε στα Νέα αυτού του τεύχους, οι πωλήσεις δικύκλων πέφτουν συνεχώς γιατί πάνω από 200 πόλεις, πολλές με πληθυσμό μεγαλύτερο από της Ελλάδας, τα έχουν απαγορεύσει. Βοηθά σ’ αυτό πως και οι ίδιοι οι Κινέζοι όσο βλέπουν περισσότερα χρήματα στο πορτοφόλι τους, τόσο περισσότερα αυτοκίνητα αγοράζουν. Άσε που τα αυτοκίνητα αφήνουν και πολύ μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους, ειδικά όταν οι πελάτες πρόκειται να πληρώσουν και το κόστος της εξέλιξης ηλεκτρικών ή υβριδικών. Να είστε σίγουροι πως οι αυτοκινητοβιομηχανίες τρίβουν τα χέρια τους, αφού έχουν νέα προϊόντα εν όψει, πιο ακριβά από τα παλιά. Γι’ αυτό και μην νομίζετε πως κλαίνε κιόλας όταν ανακοινώνουν το τέλος της εξέλιξης των diesel (που τόσο για τόσο ωραία και καθαρά μας είχαν πρόσφατα πουλήσει…).  

  

Μέχρι στιγμής, οι μεγάλοι παίχτες της μοτοσυκλέτας έχουν αφήσει κάτι μικρούς να χώσουν το χέρι για να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Μικρές βιοτεχνίες ηλεκτροκίνητων έχουν κάνει προόδους τα τελευταία χρόνια, αλλά οι προτάσεις τους υστερούν ακόμα σε τιμή, αυτονομία, ανεφοδιασμό και βάρος. Πώς να δικαιολογήσει κανείς (αν δεν είναι πλούσιος που θέλει να εξαγοράσει την οικολογική του συνείδηση) την αγορά μιας ηλεκτρικής μοτοσυκλέτας σήμερα όταν για 40 ίππους χρειάζεται να δώσει σχεδόν 10.000 ευρώ, συν άλλες 3.000 για μια εφεδρική μπαταρία, συν άλλα 1.500 για έναν γρήγορο φορτιστή; Ειδικά όταν η τεχνολογία που θα αγοράσει θα είναι μακρινό παρελθόν τα επόμενα τρία χρόνια; Το συμπέρασμα είναι πως οι μαζικές πωλήσεις ηλεκτρικών ή υβριδικών μοτοσυκλετών θα ξεκινήσουν όταν οι αγοραστές θα είναι αναγκασμένοι να το κάνουν, όταν δεν θα έχουν άλλη πιο συμφέρουσα επιλογή. Και οι επιλογές των αγοραστών ρυθμίζονται εύκολα με την κατάλληλη νομοθεσία.

 

Στην Dorna, την εταιρία στην οποία ανήκει το πρωτάθλημα MotoGP, από καιρό ψάχνουν να βρουν τρόπο να συμπεριλάβουν στο πρόγραμμα και μια κατηγορία ηλεκτρικών. Στο Isle of Man, όπου γίνεται το ΤΤ Zero με ηλεκτρικά, η μέση ωριαία του νικητή ήταν φέτος σχεδόν 189 χιλιόμετρα, ταχύτητα πολύ σεβαστή για το Mugen που οδηγούσε ο Bruce Anstey. O νικητής όμως των βενζινοκίνητων, Michael Dunlop με Suzuki GSX-R, είχε μέση ωριαία 213 – καμία σχέση. Έχουν κάνει όμως μεγάλες προόδους τα τελευταία χρόνια, ας μην ξεχνάμε πως πίσω από την Mugen είναι η Honda. Οι μην βενζινοκίνητες μοτοσυκλέτες, ηλεκτρικές ή υβριδικές, δεν θα είναι απαραίτητα και βαρετές. Επισήμως, η πιο γρήγορη μοτοσυκλέτα του κόσμου είναι ηλεκτρική – άσχετα αν κανείς δεν θέλει να την αγοράσει, για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω. Και για μια ακόμα φορά, η τεχνολογία των αυτοκινήτων θα είναι αυτή που θα αλλάξει την μοτοσυκλέτα, όσο θα εξελίσσεται για να καλύψει την ζήτηση. Πρόσφατα, μια μελέτη στο Βέλγιο (μια σοβαρή χώρα, που χωρίς κυβέρνηση για πάνω από δύο χρόνια… λειτουργούσε μια χαρά), έδειξε το αυτονόητο, πως αν μόνο το 10% των αυτοκινήτων που κυκλοφορούν στις πόλεις γινόταν μοτοσυκλέτες, η κυκλοφορία θα βελτιωνόταν τουλάχιστον 40%. Λογικό, αφού μια μοτοσυκλέτα πιάνει το ένα τέταρτο του χώρου σε σχέση με ένα αυτοκίνητο, και είναι πολύ πιο ευέλικτη. Αλλά κάτι τέτοια προφανή δεν πρόκειται να πείσουν καμία κυβέρνηση πια. Ο τρελός κύκλος εργασιών και τζίρος που θα προκύψει με την σταδιακή αλλαγή των diesel και βενζινοκίνητων αυτοκινήτων θα το εξασφαλίσει αυτό. Κι ούτε μπορούμε να ελπίζουμε πως οι νομοθέτες θα ξεχάσουν τις μοτοσυκλέτες. Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, οι βενζινοκίνητες θα περιοριστούν στην πιο αγνή χρήση τους, αυτή της αναψυχής, όσο δακτυλοδεικτούμενη κι αν είναι. Απλά σημειώστε το κάπου να μην το ξεχάσετε, να φυλάξετε μία κροταλιστή, καπνιστή δίχρονη, ή μια εξωφρενικά γρήγορη τετράχρονη με 200 ίππους... Έτσι, για μια παράνομη βόλτα κάθε τόσο, για να θυμόσαστε τα παλιά.

 

ΛΕΖ.

 

Lightning LS218, 350km/h τελική, τιμή από 39.000 $, με την μεγάλη μπαταρία 47.000$

 

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.