Editorial 571 - Zen και εργαλεία

x
Από το

motomag

1/6/2017

O Robert M. Pirsig, ο συγγραφέας του Zen and the Αrt of Μotorcycle Μaintainance, πέθανε τον Απρίλιο, στα 88 του. Δεν είχα ευχαριστηθεί το βιβλίο του. Στα εικοσικάτι μου, με τράβηξε αμέσως ο τίτλος του, αλλά ζορίστηκα για να το διαβάσω, απογοητευμένος από την έλλειψη πολλής μοτοσυκλέτας, ή της συντήρησης της μοτοσυκλέτας. Άλλο περίμενα να βρω, κι άλλο βρήκα, αφού δεν με ενδιέφεραν οι φιλοσοφικές ανησυχίες κι αναζητήσεις του Pirsig, κι απογοητεύτηκα. Δεν ήμουν ο μόνος. Για διαφορετικούς λόγους, όταν ο Pirsig έστειλε ένα προσχέδιο του βιβλίου σε εκδοτικούς οίκους, 121 από αυτούς το απέρριψαν, πριν τελικά βρει εκδότη. Η ζωή του όμως, είναι – σε πρώτη ανάγνωση – πολύ πιο ενδιαφέρουσα από το βιβλίο, κι εξηγεί επαρκώς γιατί έγραψε το Zen, και γιατί έγραψε και το Lily, το επόμενο και τελευταίο του βιβλίο.

 

Γεννημένος το ’28 στην Minnesota, είχε Σουηδική και Γερμανική καταγωγή. Ήταν αυτό που λέμε παιδί θαύμα: Στα εννέα του είχε IQ 170, και “πήδηξε” πολλές τάξεις, με αποτέλεσμα να πάρει το δίπλωμα University High School της Minnesota, περνώντας κατ’ ευθείαν στο Πανεπιστήμιο για να σπουδάσει Βιοχημεία. Τον ενδιέφερε η επιστήμη ως αυτοσκοπός, κι όχι ως καριέρα. Το… πολύ μυαλό όμως τον άφηνε ανικανοποίητο, έχασε το ενδιαφέρον για τις σπουδές του, κι αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο.  

Πήγε στο στρατό στα 18 του, στην Νότια Κορέα για δύο χρόνια. Μετά αποφάσισε να τελειώσει τις σπουδές του, όπως και έκανε, πηγαίνοντας μετά στο Benares Hindu University στην India, για να σπουδάσει ανατολική φιλοσοφία, επιστρέφοντας στις ΗΠΑ για να πάρει άλλο ένα master στην δημοσιογραφία, το 1958. Δίδαξε σε Πανεπιστήμια της Montana και του Illinois.

 

Ο Pirsig όμως θα βίωνε μια νευρική κατάρρευση, μπαινοβγαίνοντας σε ψυχιατρεία για δύο χρόνια, ως το '63. Διαγνώστηκε με παρανοϊκή σχιζοφρένεια και κατάθλιψη, και τότε η θεραπεία περιλάμβανε και ηλεκτροσόκ, κάτι που αναφέρει και στο Ζen. Mέσα σ’ όλα αυτά, του άρεσαν και οι μοτοσυκλέτες. Ήταν και πολύ καλός μηχανικός, πάντα συντηρούσε τις μοτοσυκλέτες του μόνος του. “Στο αυτοκίνητο είσαι πάντα μέσα σε ένα κουτί, κι επειδή το έχεις συνηθίσει δεν συνειδητοποιείς πως ό,τι βλέπεις από τα παράθυρα είναι απλά κι άλλη τηλεόραση. Είσαι ένας παθητικός παρατηρητής που μετακινείται βαρετά βλέποντας μέσα από το ίδιο πλαίσιο. Με την μοτοσυκλέτα, αυτό το πλαίσιο φεύγει, και βρίσκεσαι σε πλήρη επαφή με τα πάντα. Είσαι μέσα στο σκηνικό, όχι πια απλός θεατής, κι η αίσθηση της παρουσίας είναι καθηλωτική”, είχε γράψει ο Pirsig. “Το κριτήριο για την μοτοσυκλέτα είναι η ικανοποίηση που σου δίνει. Δεν υπάρχει άλλο. Αν σου δίνει γαλήνη, τότε είναι η σωστή. Αν σε ενοχλεί κάτι, είναι λάθος, μέχρι να αλλάξει είτε η μοτοσυκλέτα είτε το δικό σου μυαλό”. Οι φιλοσοφικές αναζητήσεις του για την ποιότητα και την αλήθεια περιστρέφονταν και γύρω από την μοτοσυκλέτα: “Αν και φιλοσοφικά η οδήγηση μοτοσυκλέτας ανήκει στους Ρομαντικούς, η συντήρησή της είναι εντελώς και γνήσια Κλασική”. Είχε δει πως μπορούσες να μιλήσεις για πολύ μεγάλα ζητήματα, μέσω απλών πραγμάτων. “Άλλοι μπορεί να μιλάνε για το πώς θα αλλάξουν την μοίρα της ανθρωπότητας. Εγώ απλά θέλω να μιλώ για το πώς επισκευάζονται οι μοτοσυκλέτες. Σκέφτομαι πως αυτά που έχω να πω θα έχουν αξία που θα διαρκέσει περισσότερο. Γιατί αυτό που λέμε Θεός μπορεί να κατοικεί εξίσου άνετα στα γρανάζια του κιβωτίου της μοτοσυκλέτας, όσο και στην κορυφή ενός βουνού ή τα πέταλα ενός λουλουδιού”. O υπότιτλος του Zen, του πρώτου του βιβλίου, είναι “Μια έρευνα για τις Αξίες”, κι ο Pirsig, σχιζοφρενής, έρχεται αντιμέτωπος με το δικό του alter ego, τον Φαίδρο, αναζητώντας την ποιότητα (υπάρχει; Δεν υπάρχει; Αν δεν μπορούμε να την ορίσουμε, υπάρχει;), μια ευμετάβλητη αξία διαφορετική από τον ορισμό του Αριστοτέλη για την αλήθεια ως κάτι το απόλυτο.     

Το 1968, εν μέσω Βιετνάμ και λίγο πριν το Woodstock, εποχή αλλαγών για την Αμερικανική και όχι μόνο κοινωνία, ο Pirsig έστειλε μια σύνοψη και δείγματα γραφής για το βιβλίο που θα έγραφε, σε 122 εκδότες. Μόνο ένας έδειξε κάποιο ενδιαφέρον, εξηγώντας του πως δεν θα έπρεπε να περιμένει και πολλά, ούτε ως προκαταβολή, ούτε σε πωλήσεις. O Pirsig δεν πτοήθηκε. Μέσα σ’ έναν μήνα είχε ξεκινήσει με το Honda Super Hawk του, με συνεπιβάτη τον δεκάχρονο γιό του Chris και παρέα ένα ζευγάρι φίλων, για ένα ταξίδι 17 ημερών από την Minneapolis ως το San Francisco. Μετά το ταξίδι, του πήρε έξι χρόνια για να γράψει το Zen (μάλιστα το τελείωσε μια φορά, το πέταξε και μετά το ξανάγραψε). Οι 700.000 λέξεις του μειώθηκαν στις 200.000 από τον εκδότη κι έγιναν αμέσως bestseller, καθώς εκατομμύρια αναγνώστες το είδαν ως οδηγό για την μετάβαση από την κουλτούρα των επαναστατικών ‘60s στην γενιά των ‘70s. Το Zen and the Art of Motorcycle Maintenance, αναφέρεται στην αναζήτηση της ποιότητας. Αν και φαινομενικά είναι μια αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο, ενός ταξιδιού με μοτοσυκλέτα, στην ουσία περιγράφει μια εξερεύνηση της μεταφυσικής της Δυτικής κουλτούρας. Ασχολείται με την φιλοσοφία, με τους Σωκρατικούς και προ-Σωκρατικούς, τους Σοφιστές και τον Πλάτωνα, βάζοντας τον Φαίδρο να συνδέει το τότε με το δικό του σήμερα, αναφερόμενος παράλληλα και σε πυκνωτές, πλατίνες, πατέντες. Η ποιότητα τον απασχολούσε ως συνδετικός κρίκος των Δυτικών και Ανατολικών κοσμοθεωριών.  

 

Αργότερα, το 1974, ο Pirsig πήρε μια χορηγία από το Guggenheim για να γράψει την συνέχεια, το Lila, Μια έρευνα για την Ηθική. Αυτό που τον απασχολεί στο Lila είναι η αντίληψη της πραγματικότητας, μέσα από την αφήγηση ενός καπετάνιου ιστιοπλοϊκού (το οποίο και αγόρασε με τα χρήματα της χορηγίας!). Και εδώ έχουμε ένα πλαίσιο προσωπικών εμπειριών, καθώς ο Pirsig ήταν ικανός πλοηγός και ιστιοπλόος, έχοντας διασχίσει δύο φορές τον Ατλαντικό με το μικρό σκάφος του, την Αρετή.

Ο Pirsig αγαπούσε την τεχνολογία. Την θεωρούσε ένα πολύ πιο ασφαλές καταφύγιο σε σχέση με την φιλοσοφία, όπου μπορούσες να έχεις συγκεκριμένες απαντήσεις, αλήθειες, αντί για “Ένα εστιατόριο με μενού 30.000 σελίδων, χωρίς όμως φαγητό”, όπως είχε γράψει. Η ενασχόλησή του με τις μοτοσυκλέτες και την συντήρησή τους, τον έκανε να διαχωρίζει την οδήγηση (το Καλό) από την συντήρηση και την επισκευή (το Αληθές). Όταν κάτι δεν πάει καλά με μια μοτοσυκλέτα, δεν φτιάχνεται ως δια μαγείας από μόνο του. Κάποιος πρέπει να κάνει κάτι, εφαρμόζοντας μια αναλυτική διαδικασία. Και μπορεί να το κάνει μόνο μέσω αληθών απαντήσεων – οι βαλβίδες χρειάζονται ένα συγκεκριμένο και ακριβές διάκενο, κι όχι κάτι απροσδιόριστο. Ο ίδιος έλεγε πως το βιβλίο του “δεν λέει και πολλά, ούτε για την ανατολική φιλοσοφία, ούτε για την συντήρηση της μοτοσυκλέτας”. Ήθελε οι αναγνώστες να κάνουν το ταξίδι μαζί του, και να απαντήσουν μόνοι τους τα ερωτήματα που τους απασχολούν. Κι αν το καλοσκεφτεί κανείς, η ζωή του και τα βιβλία του ήταν απλά μια αναζήτηση για την βεβαιότητα, για την σιγουριά. Όπως πάντα, χρησιμοποιώντας την μοτοσυκλέτα και ως μεταφορά και ως κυριολεξία, φαίνεται πως μόνο εκεί την έβρισκε: “Αγοράστε τα καλύτερα εργαλεία που μπορείτε. Δεν θα το μετανιώσετε ποτέ. Τα καλά εργαλεία δεν χαλάνε, δεν φθείρονται. Αγοράστε ακόμα και μεταχειρισμένα, αλλά κορυφαίας ποιότητας εργαλεία. Θα είναι πολύ καλύτερα απ’ το να πάρετε καινούργια, αλλά κατώτερης ποιότητας” – R. Pirsig.

Μπορεί να δοκιμάσω να το ξαναδιαβάσω κάποια στιγμή. Ως τότε, θα ασχολούμαι με την συντήρηση των μοτοσυκλετών μου. Κρατάει το κεφάλι μου πιο καθαρό.

 

 

editorial 520 - χωματερές ψυχές

Από το

Μαύρο Σκύλο

28/2/2013

Η είδηση έσκασε σαν βόμβα: Η ΚΤΜ αγόρασε την Husqvarna από την ΒΜW. Αλλά ήταν λάθος. Το σωστό είναι πως ο Stefan Pierer, CEO της ΚΤΜ, αγόρασε την Husqvarna μέσω μιας δικής του εταιρίας, της Pierer Industrie AG. H αγορά μένει να επικυρωθεί από την Αυστριακή Επιτροπή Ανταγωνισμού, αν και δεν βλέπω να υπάρξει κάποιο πρόβλημα από κει. Τα προηγούμενα χρόνια, στόχος του Pierer και της ΚΤΜ ήταν σαφώς η BMW, και το πέτυχε: Το 2012 οι πωλήσεις της ΚΤΜ ήταν μεγαλύτερες από της ΒΜW. Οι Γερμανοί είχαν αγοράσει την Husqvarna για να χτυπήσουν την ΚΤΜ και με τα ίδια της τα όπλα, τις χωματερές μοτοσυκλέτες. Ξόδεψαν πολλά χρήματα και τεχνογνωσία, εξελίσσοντας μοτοσυκλέτες enduro, δρόμου και on-off με κινητήρες που ήδη είχαν, βελτιώνοντας την σειρά ΜΧ & enduro X-Lite και εκσυγχρονίζοντας το εργοστάσιο της Husqvarna στο Varese. Αυτό που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν αρχικά, είναι πως το κοινό της Husqvarna είναι εντελώς διαφορετικό από της BMW, και πως δεν θα ήταν αρκετό να τα βάλουν δίπλα-δίπλα στις εκθέσεις. Κάπως έτσι, η BMW έδωσε προτεραιότητα σε Husqvarna δρόμου, αντί να ολοκληρώσει την χωματερή γκάμα της Husqvarna με τα ψεκαστά δίχρονα που ήδη ήταν σε εξέλιξη, κι έτσι έφτιαξε μια εταιρία που εν μέρει την ανταγωνιζόταν μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Μπέρδεμα, μέχρι που ο Αυστριακός εχθρός αγόρασε τον αντίπαλο.

Η πρώτη σκέψη ενός ρομαντικού σαν κι εμένα, μόλις έμαθα πως την αγόρασε με την προσωπική του εταιρία, ήταν πως να, θα πουλήσει στην Ινδική Bajaj το πάνω από 50% της ΚΤΜ που έχει, και θα κάνει την Husqvarna άξιο αντίπαλο της ΚΤΜ! Την δουλειά την ξέρει, και οι Ινδοί έχουν ήδη το 47,5% της ΚΤΜ. Ο Pierer όμως μπορεί να αγαπάει τις μοτοσυκλέτες, αλλά δεν είναι ρομαντικός, είναι businessman. Mέχρι τώρα έχει δώσει δύο συνεντεύξεις, τη μία σε Ολλανδικό site και την άλλη σε Ινδικό τηλεοπτικό κανάλι. Οι δηλώσεις του έχουν ενδιαφέρον: "Με την ΚΤΜ να είναι ήδη παγκόσμιος ηγέτης στο enduro και το ΜΧ, η περαιτέρω ανάπτυξη είναι δύσκολη. Γι' αυτό, όπως ήδη έχουν κάνει πολλές αυτοκινητοβιομηχανίες, χρειαζόμαστε περισσότερες μάρκες κάτω από την ίδια στέγη, που θα συνεργάζονται στην εξέλιξη, στις αγορές εξαρτημάτων, σε κοινούς κινητήρες και πλαίσια. Η Husqvarna πρέπει να επιστρέψει στις ρίζες της, είχε ξεφύγει πολύ. Έχουμε και την Husaberg, αλλά πιστεύω πως η Husqvarna έχει την δική της θέση στο χώρο, και με αυτή θέλουμε να ανταγωνιστούμε την Yamaha, την Suzuki και την Kawasaki. Έχει μια υπέροχη ιστορία, αλλά εντελώς λάθος γκάμα μοντέλων και πορεία. Θα επιστρέψει σύντομα εκεί που κυριαρχούσε, στο motocross και το supermoto, ενώ μέσα στη χρονιά θα φτιάξουμε την κατάλληλη μοτοσυκλέτα, με τις προδιαγραφές και τον χαρακτήρα που της ταιριάζει. ΚΤΜ και Husqvarna θα έχουν ξεχωριστή εικόνα, μοντέλα και δίκτυα πωλήσεων. Δεν ξέρω ακόμα αν η παραγωγή θα μείνει στο Varese ή θα μεταφερθεί στο Mattighofen. Aγόρασα την Husqvarna με την προσωπική μου εταιρία, αλλά αυτό στο μέλλον μπορεί να αλλάξει, και να συμπεριλάβει την Bajaj. Η τιμή ήταν λογική και για μένα και για την BMW, κι ήταν αυτονόητο να απευθυνθούν σε μας, από την στιγμή που ήθελαν να αφήσουν τον τομέα του off-road."

Τις αμέσως επόμενες μέρες, ο Pierer ανακοίνωσε σε Ινδικό κανάλι τα σχέδιά του για την Husqvarna, σε σχέση με την Bajaj: "Σε δύο χρόνια τα πρώτα Husqvarna θα βγουν από τις γραμμές παραγωγής της Bajaj στο Chakan, αρχικά με βάση την κοινή πλατφόρμα κινητήρων-πλαισίων στα 125 και 200 κυβικά, για την Ινδική αγορά και τις αναπτυσσόμενες χώρες." Προφανώς αυτό αφορά κλώνους των Duke 125 και 200, πιθανώς αργότερα και του Duke 390 που θα αρχίσει σύντομα να πωλείται. Όταν όμως τα πρώτα σχέδια που ανακοινώνεις αφορούν μοτοσυκλέτες δρόμου, πως λες "επιστροφή στις ρίζες" και "λάθος γκάμα"; Ίσως η επιστροφή να είναι σε μακρινές ρίζες, αφού οι μοτοσυκλέτες Husqvarna ξεκίνησαν να παράγονται το 1903, από μια εταιρία που υπήρχε με το ίδιο όνομα από τον 18ο αιώνα, και φέτος γιορτάζουν τα 110 τους χρόνια. Στην πορεία της είχε και δικύλινδρες αγωνιστικές μοτοσυκλέτες δρόμου, αλλά εμείς έχουμε περισσότερο στο μυαλό μας την ιστορική χωματερή της εποχή που ξεκίνησε την δεκαετία του '60. Και γιατί "ΜΧ και supermoto", τη στιγμή που η Husqvarna έχει περισσότερους παγκόσμιους τίτλους enduro παρά ΜΧ; Ίσως γιατί η Husaberg, επίσης πρώην Σουηδική και ιδιοκτησίας ΚΤΜ, έχει μόνο γκάμα enduro. Το παράδειγμα της Husaberg ίσως είναι ενδεικτικό: Αγοράστηκε από την ΚΤΜ, αλλά σύντομα μεταφέρθηκε στην Αυστρία και ξεκίνησε ένα δικό της project με τον αντεστραμμένο κινητήρα των 70 μοιρών και πολλά κοινά εξαρτήματα με τα KTM. Είχε όμως την δική της άποψη και ξεχωριστή ταυτότητα, δικό της κινητήρα, δικό της πλαίσιο. Η διαφορετικότητα αυτή εγκαταλείφθηκε όμως εντελώς στα μοντέλα του 2013, που όπως έγινε και με την προσθήκη των δίχρονων της γκάμας τους, είναι τόσο διαφορετικά από τα ΚΤΜ όσο τους επιτρέπουν τα δικά τους πλαστικά και χρώματα, μαζί με κάποια στοιχεία εξοπλισμού και ρυθμίσεις στις αναρτήσεις.

Κάπου εκεί, άρχισε να προβάλλει το worst case scenario: Θες μια χωματερή μοτοσυκλέτα. Πηγαίνεις στον έμπορο, και βλέπεις στο μαγαζί μοτοσυκλέτες γυμνές, χωρίς πλαστικά και ρεζερβουάρ. Έρχεται ο πωλητής : "Πως θα επιθυμούσε την μοτοσυκλέτα του ο κύριος; Σε πορτοκαλί, μπλε-κίτρινο, ή άσπρο-κόκκινο; Να δούμε και την λίστα του εξοπλισμού;". Το φανταστικό χειρότερο σενάριο δεν απέχει πολύ από αυτό που γίνεται ήδη σε κάποιες από τις μάρκες του VW Group, εταιρίας που ο Pierer έχει δηλώσει πως θαυμάζει πολύ. Audi, Volkswagen και Seat χρησιμοποιούν κοινά πλαίσια, κινητήρες και εξαρτήματα, σε τέτοιο βαθμό που και όσοι τα δοκιμάζουν απορούν με την διαφοροποίηση της τιμής τους. Παρακολούθησα πρόσφατα μια εκπομπή της Deutsche Welle, όπου ο δοκιμαστής ενός νέου Skoda Octavia προσπαθούσε να καταλάβει γιατί είναι 1.300 ευρώ φθηνότερο (στην Γερμανία) από ένα Golf με ίδιο κινητήρα και εξοπλισμό. Έψαξε τα πάντα, από τα διάκενα του αμαξώματος μέχρι τα υλικά του εσωτερικού, τον κινητήρα, τις επιδόσεις, τα πάντα, και η μόνη διαφορά που βρήκε ήταν λιγότερη ηχομόνωση, που δεν δικαιολογούσε την διαφορά τιμής. Φτάνουμε έτσι στο περίφημο "positioning" της κάθε μάρκας, την προσλαμβάνουσα εικόνα της στην αγορά, που μαζί με το όνομα και τα λογότυπα "διαφοροποιεί" τις επιμέρους μάρκες. Ο Pierer δεν έχει κάνει σαφές ποια θα είναι η Audi, ποια η VW και ποια η Skoda της ΚΤΜ.

Η αποτυχία της συνεργασίας Suzuki – Kawasaki, που ήθελαν να πουλάνε τις ίδιες μοτοσυκλέτες με άλλα χρώματα και λογότυπα, είναι ένα κακό προηγούμενο, που δείχνει όμως πως οι μοτοσυκλετιστές δεν είναι αδαείς, και που απέδειξε πως το να έχουν οι έμποροι "περισσότερα μοντέλα να πουλάνε" δεν εγγυάται καμία επιτυχία. Είχαμε ακούσει βέβαια τότε έναν κάτοχο Kawasaki KLV 1000 να επιμένει πως το μηχανάκι του είναι πιο γρήγορο από V-Strom 1000. Ίσως ήταν το πορτοκαλί του χρώμα που του έδινε παραπάνω χιλιόμετρα. Στην Ιταλία η πρακτική "αλλαγής αυτοκόλλητων" είχε εφαρμοστεί παλιότερα και μεταξύ Moto Guzzi και Benelli, αλλά και στην ίδια την Husqvarna όταν την είχαν αποκτήσει οι Castiglioni και την μετέφεραν στην Ιταλία, όταν βάφτισαν Husqvarna τα δίχρονα Cagiva, εγκαταλείποντας τους κινητήρες και τα πλαίσια των Σουηδών. Επί της ουσίας όμως μια χαρά μοτοσυκλέτες ήταν, και είναι ακόμα μαζί μας ως WR250/300, με φανατικούς οπαδούς. Πωλούνταν και παράλληλα για ένα διάστημα, ως Husqvarna τα enduro και ως Cagiva τα ΜΧ. Άλλο παράδειγμα εταιριών που να μοιράζονταν κινητήρες και πλαίσια δεν έχουμε, αν δεν θέλουμε να πάμε πίσω στην υπό κατάρρευση Βρετανική βιομηχανία μοτοσυκλετών, και να θυμηθούμε πανομοιότυπα Triumph – ΒSA και AJS – Matchless.

To πώς θα διαχειριστεί ο Pierer το νέο του απόκτημα μένει να αποδειχθεί. Και σίγουρα, όπως και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν πως η Husqvarna είναι Σουηδική ενώ αυτό έχει αλλάξει από το 1987, έτσι και σε είκοσι χρόνια οι σημερινοί πιτσιρικάδες θα νομίζουν πως ήταν πάντα Αυστριακή. Η χώρα προέλευσης είχε μεγάλη σημασία, γιατί ήταν αυτονόητο πως μεταφερόταν στις μοτοσυκλέτες που κατασκευάζονταν εκεί η νοοτροπία, οι ιδιοσυγκρασίες, η ψυχοσύνθεση και η τεχνολογικές δεξιότητες των ανθρώπων που τις εξέλισσαν και τις κατασκεύαζαν. Έτσι τις φαντάζονταν, έτσι τις ήθελαν, έτσι τις έφτιαχναν. Άλλο οι Ισπανοί, άλλο οι Άγγλοι, άλλο οι Γάλλοι, άλλο οι Ιταλοί, άλλο οι Γερμανοί, άλλο οι Αμερικάνοι κι άλλο οι Ιάπωνες. Ξεχώριζαν η μια από την άλλη με την πρώτη ματιά, με την πρώτη βόλτα. Τώρα όλα αυτά έχουν θολώσει, και γυρισμός δεν υπάρχει. Οι δε εταιρίες, πηγαίνουν την παραγωγή τους εκεί που περιμένουν να πουλήσουν, κι εκεί που θα φτιάξουν τις μοτοσυκλέτες τους φθηνότερα. Αυτές τις κινήσεις τις καθορίζει προς το παρόν η νοτιοανατολική Ασία. Ήδη οι μεγαλύτεροι κατασκευαστές αυτοκινήτων έχουν εργοστάσια εκεί, ήδη οι μεγαλύτεροι ευρωπαίοι κατασκευαστές μοτοσυκλετών έχουν ή θα αποκτήσουν. Κι εντάξει, ας πούμε πως δεν μας απασχολεί το πού φτιάχνονται, αφού αν είναι σωστά φτιαγμένα και ταυτόχρονα φθηνότερα, μας συμφέρει.

Η ΚΤΜ, που έχει φτιάξει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη εταιρία το συνδυασμό μοτοσυκλέτα - αξεσουάρ - αγώνες - πάντα κοντά στον αναβάτη, έχοντας καταλάβει πως το after sales είναι ό,τι πιο σημαντικό, φιλοδοξεί να κυριαρχήσει παγκόσμια στο χωματερό χώρο, και θεωρώντας πως έχει αφήσει πίσω της τους Ευρωπαίους, να ξεπεράσει και τους τρεις Ιάπωνες μαζί (αίνιγμα των δηλώσεων του Pierer η απουσία αναφοράς στην Honda). Ο κίνδυνος, για όσους υποστηρίζουν την... βιοποικιλότητα στην μοτοσυκλέτα, είναι να ασχολείται μία ομάδα εξέλιξης και με τις τρεις εταιρίες, κάνοντας και τα Husqvarna τόσο όμοια με τα ΚΤΜ και Husaberg όσο είναι κι αυτά μεταξύ τους. Κι εδώ οικονομία κλίμακας, με το μεγάλο μέρος του R&D της ΚΤΜ ελεύθερο να ασχολείται με μοτοσυκλέτες για τις "αναπτυσσόμενες χώρες", για εκεί δηλαδή που είναι και το ζουμί, αν μιλάμε για business κι όχι για ρομαντικές ιδέες. Μόνο στην Ινδία, μόνο τον Ιανουάριο του 2013, πουλήθηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες μοτοσυκλέτες.

Εν τω μεταξύ, οι αθεράπευτα ρομαντικοί ας αναλογιστούν πως η Σουηδική ψυχή της Husqvarna χάθηκε το 1987, με τα τελευταία ίχνη Σουηδικού DNA να ανιχνεύονται στα 630, χωρίς αυτό να επηρεάσει αρνητικά τα σημερινά της μηχανάκια, που παραμένουν και ακλόνητα και πολεμικά και ευέλικτα. Μένει να δούμε τι ψυχή θα τους εμφυσήσουν οι Aυστριακοί, κι αν θα συνεχίσουν την παράδοση του Σουηδικού ατσαλιού, όπως άξια έκαναν οι Ιταλοί και συνέχισαν οι Γερμανοί. Γιατί δεν είναι πια θέμα εθνικότητας, αλλά άποψης για τις μοτοσυκλέτες, και η ΚΤΜ έχει τώρα την ευκαιρία να ενισχυθεί, αν κάτσει να κατανοήσει γιατί τα Husqvarna είναι Husqvarna.