Editorial 570 - Επιτέλους, έκθεση!

Από το

motomag

1/5/2017

Μας είχε λείψει.  Έκθεση μοτοσυκλέτας είχε να γίνει από το 2008, καθόλου τυχαία. Τους λόγους τους νιώθουμε ακόμα όλοι, και δεν ξέρουμε για πόσο. Όμως, η έκθεση μοτοσυκλέτας του 2017 μας γέμισε αισιοδοξία με την επιτυχία της. Ο χώρος εξαιρετικός για το μέγεθος της έκθεσης, τα περίπτερα των εκθετών κι αυτά άψογα και τα περισσότερα καλύτερα απ’ ότι θα περίμενε κανείς τέτοιους καιρούς, δίνοντας έναν Ευρωπαϊκό αέρα. Το σημαντικότερο όμως ήσασταν όλοι εσείς που ήρθατε, και όχι μόνο γιατί ήσασταν πολλοί. Πριν ακόμα ανοίξουν για το κοινό οι πόρτες, απέξω υπήρχε ουρά, κατάσταση που συνεχίστηκε όλες τις μέρες της λειτουργίας της. Το Σαββατοκύριακο, η ουρά στην είσοδο ήταν πολλές φορές μεγάλη, αλλά πολύ τακτική – λες και περίμεναν τίποτα Σουηδοί απέξω για να μπουν. Το πάθος όμως ξεχείλιζε και δεν ήταν καθόλου Σουηδικό, αλλά πολύ πολύ Ελληνικό!  Όλοι μας διψούσαμε για κάτι τέτοιο, όλοι περιμέναμε να δούμε από κοντά μαζεμένα όλα τα νέα μοντέλα του ’17, να βρεθούμε μεταξύ μας, ν’ ανέβουμε πάνω τους για να κάνουμε βρουμ-βρουμ, ν’ αφήσουμε την φαντασία μας ελεύθερη, να ενημερωθούμε, να χορτάσουμε μοτοσυκλέτα. Φυσικά και το ΜΟΤΟ ήταν εκεί, έχοντας αναλάβει και τα test ride της έκθεσης, ούτε δυό βδομάδες πριν το μεγάλο TEST RIDE EVENT του ΜΟΤΟ στα Μέγαρα, στις 6 και 7 Μαΐου.

 

Σημαντικό ήταν το γεγονός της σύστασης Κλάδου Εισαγωγέων Δικύκλου στον ΣΕΑΑ, τον Σύνδεσμο Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτου, που έγινε τον Απρίλιο, και που έπαιξε καθοριστικό ρόλο και στην απόφαση διοργάνωσης της έκθεσης. Η επωνυμία του συνδέσμου θα αλλάξει κι αυτή σε “Σύνδεσμος Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων και Δικύκλων”, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή για την μοτοσυκλέτα στην Ελλάδα. Μπορεί κάποιοι να θεωρούν αυτονόητο πως μέχρι τώρα οι αντιπρόσωποι των εταιριών μοτοσυκλέτα κάθονταν σε ένα τραπέζι και “τα έβρισκαν”, εργαζόμενοι για το κοινό καλό, αλλά δεν συνέβαινε καθόλου κάτι τέτοιο. Με πρώτο δείγμα την έκθεση του 2017, μια διοργάνωση που ανέλαβε η Albatross Event Organizing του Κώστα Λαμάρη,  ο Κλάδος Εισαγωγέων Δικύκλου ξεκινά καλά κι έχει μεγάλο έργο μπροστά του. Πρώτος πρόεδρος του ΚΕΔ ανέλαβε ο Σωτήρης Χατζίκος, Διευθύνων Σύμβουλος της Μοτοδυναμική ΑΕΕ,

αντιπρόεδρος ο Άκης Στυλιανίδης, Γενικός Διευθυντής της ΤΕΟΜΟΤΟ ΑΕ, γενικός γραμματέας ο Φώτης Δράκος, Διευθύνων Σύμβουλος της Piaggio Ελλάς ΑΕ και αναπληρωματικό μέλος ο Σόλων Κοντός, Chief Sales Officer της KTM South East Europe ΑΕ. Μαθαίνουμε πως μια από τις πρώτες επιδιώξεις του ΚΕΔ θα είναι και η δυνατότητα για τους κατόχους διπλώματος αυτοκινήτου να οδηγούν μοτοσυκλέτα ως 125cc. Τους ευχόμαστε κάθε επιτυχία.

 

Με την μνήμη των περισσότερων να φτάνει μέχρι το “είχε πολλά χρόνια να γίνει έκθεση”, φαίνεται πως χρειάζεται να την φρεσκάρουμε λίγο, για να θυμόμαστε την ιστορία των εκθέσεων μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα. Υπό την αιγίδα του ΣΕΑΑ είχαν διοργανωθεί εκθέσεις από το 2003 ως το 2008, με την εξαίρεση του 2005. Η δειλή αρχή όμως είχε γίνει στο 6ο Σαλόνι Αυτοκινήτου το 1988, από λίγες εταιρίες (Aprilia, Ducati, Cagiva, Benelli, MZ, Simson, Tomos και… Bimota), με το ΜΟΤΟ να έχει κι αυτό ένα μικρό περίπτερο. Την επόμενη χρονιά όμως, το 1989, το Σαλόνι Αυτοκινήτου αναβλήθηκε, και χωρίς καθόλου ώριμη σκέψη ή οικονομικό πλάνο, δανειζόμενοι τέσσερις φορές παραπάνω χρήματα από αυτά που είχαμε, με χρονικό περιθώριο λιγότερο από τρεις μήνες, αποφασίσαμε να διοργανώσουμε το 1ο Show Μοτοσυκλέτας στον ΟΛΠ του Πειραιά, χωρίς να έχουμε ιδέα πως γίνεται κάτι τέτοιο. Μέχρι τότε, εκτός από την συμμετοχή των εταιριών που αναφέραμε στο Σαλόνι Αυτοκινήτου, και παρουσιάσεις των μοντέλων της που οργάνωνε η Yamaha στο Ζάππειο, έκθεση μοτοσυκλέτας δεν είχε διοργανωθεί στην Ελλάδα. Το 1ο Show Μοτοσυκλέτας του ΜΟΤΟ είχε διάρκεια εννέα ημέρες και το επισκέφθηκαν πάνω από 45.000 θεατές που είδαν όλα τα νέα μοντέλα του 1989. Τα αστέρια της έκθεσης τότε ήταν το Honda VFR750R RC30 και το Suzuki GSX-R 1100 Slingshot! Όπως γράφαμε τότε, μπορεί να μην ήταν Μιλάνο ή Κολωνία, αλλά δεν ήταν και Τίρανα ή Λάγκος. Μέχρι και δώρο είχε, με τον τυχερό επισκέπτη να κερδίζει ένα Honda MVX250, εκείνο το ασσύμετρο υγρόψυκτο τρικύλινδρο. Όλοι οι φορείς του χώρου εκπροσωπούνταν, από τις λέσχες και τα επαγγελματικά σωματεία ως την… τροχαία και τις πολιτικές νεολαίες! Το βασικό ήταν ότι περάσαμε όλοι καλά, δεν καταστραφήκαμε οικονομικά, κι έτσι επιβιώσαμε και μπορέσαμε να κάνουμε και το 2ο Show Μοτοσυκλέτας την επόμενη χρονιά, το 1990, σαφώς αναβαθμισμένο. Ακόμα καλύτερο ήταν το 3ο Show Mοτοσυκλέτας το 1991, μια κορυφαία σφαιρική εκδήλωση για την μοτοσυκλέτα. Φτάσαμε αισίως μέχρι το 5ο Show, το 1993, αλλά το έκτο δεν έγινε ποτέ. Με την φράση “Κάθε αγορά μοτοσυκλέτας έχει την προβολή που της ταιριάζει”, μιλούσαμε τότε για τα αίτια. Φανταστείτε πως τότε υπήρχαν εταιρίες μοτοσυκλέτας με εντελώς δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, με στελέχη που δεν επισκέπτονταν καν την έκθεση για να δουν το περίπτερο της εταιρίας τους… Το παλέψαμε, αλλά ο συνδυασμός της ποιότητας που θέλαμε εμείς, και με 40% μικρότερο κόστος για τις εταιρίες, συνάντησε αρνητική αντιμετώπιση, κι ένα κεφάλαιο της ιστορίας του ΜΟΤΟ και της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, έκλεισε.

 

Μετά το 1ου Show Moτοσυκλέτας το 1989, θεωρούσαμε ως μεγαλύτερη επιτυχία (προφανώς μετά το ότι δεν χρεοκοπήσαμε…) ότι η μοτοσυκλέτα πέρασε στην επικαιρότητα και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αποδεικνύοντας πως “ο κόσμος της μοτοσυκλέτας αποτελεί μια ζωντανή πραγματικότητα που εκφράζεται από δεκάδες χιλιάδες πιστούς φίλους, με οργανωμένους φορείς, με ένα τεράστιο εμπορικό κύκλωμα.” To ίδιο ισχύει και σήμερα, και η ελπίδα είναι πως η Έκθεση Μοτοσυκλέτας του 2017 θα σηματοδοτήσει ένα καλύτερο αύριο για όλους, και για την μοτοσυκλέτα στην Ελλάδα.    

 

ΛΕΖ.

Τεύχος 40, τον Απρίλιο του 1989, με το ρεπορτάζ από το 1ο Show Μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.