Editorial 568 - Όλοι αγαπημένοι;

x
Από το

motomag

1/3/2017

Υπάρχει και η αντίληψη, πως όσοι σχετίζονται με ένα αντικείμενο, οφείλουν να είναι μονοιασμένοι και αγαπημένοι για ένα κοινό σκοπό. Πάρτε για παράδειγμα τον χώρο της  μοτοσυκλέτας, τον δικό μας. Γίνονται δοκιμές MotoGP; Φλέγον ζήτημα το αν θα είναι όλο αγάπες και λουλούδια ο Vinales με τον Rossi, o νέος ανερχόμενος γρήγορος με τον παλιό μαχητή που είναι στην δύση της καριέρας του. «Τα πάνε πολύ καλά, πολύ καλό το κλίμα, όλο στο box του Rossi είναι ο Vinales», δηλώνει ο Lin Jarvis, επικεφαλής της Yamaha Racing. Προσέξτε τώρα. Είσαι ο επικεφαλής της ομάδας. Έχεις τον GOAT, τον Greatest Of All Time, στην ομάδα σου, φέρνεις όμως και τον νέο πύραυλο. Ο στόχος σου ποιος είναι; Να πάρει η Yamaha πρωτάθλημα. Να το πάρει ο Rossi; Χαρές και πανηγύρια, πήρε το δέκατο, απίστευτος ο γηραιότερος των MotoGP! Να το πάρει ο Vinales; Πάλι χαρές και πανηγύρια, να πόσο καλά είναι τα Yamaha, στην πρώτη του χρονιά με την ομάδα και κέρδισε. Πριν όμως κριθεί το πρωτάθλημα, όταν αυτοί οι δύο θα έχουν και μεταξύ τους μάχη, και με όλους τους υπόλοιπους αναβάτες, είναι λογικό να περιμένει κανείς να μην υπάρξει αντιπαλότητα μεταξύ τους; Αγωνιζόμενοι είναι, άρα αντίπαλοι. Κι οι αγωνιζόμενοι αγωνίζονται με έναν και μόνο στόχο: Την νίκη. Η πρώτη θέση του βάθρου δεν χωράει δύο, κι όποιος τερματίσει μπροστά από τον άλλο τον έχει νικήσει. Κι έτσι πρέπει να είναι. Γι’ αυτό υπάρχουν οι αγώνες, ειδικά στο υψηλότερό τους επίπεδο, και η άμιλλα παύει να είναι ευγενής όταν παίζονται θέσεις και πρωταθλήματα. Μπορεί να ζούμε σε μια εξαιρετικά politically correct εποχή, είναι όμως υπερβολή να περιμένουμε πως ο Rossi, για παράδειγμα, θα πάρει αγκαλίτσα τον Vinales και θα του εξηγήσει πως ακριβώς θα γίνει ακόμα καλύτερος από κείνον, όταν ο μικρός θα αρχίσει να τον αφήνει πίσω του. Εντάξει, δεν είπαμε να γυρίσουμε και στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όπου τα μπουνίδια μεταξύ των όχι και τόσο gentlemen αναβατών στα pits ήταν συνηθισμένα, και η αυτοδικία ένας λίγο πολύ αποδεκτός τρόπος επίλυσης διαφορών. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Αντιπαλότητα όμως δεν υπάρχει μόνο μεταξύ αναβατών, αλλά και μεταξύ εταιριών (από… πάντα).

Τις τελευταίες μέρες, αίσθηση προκάλεσαν οι δηλώσεις του Chief Executive Officer της ΚΤΜ, Stefan Pierer, όταν αποκάλεσε την Honda «τον πιο μισητό αντίπαλο». Ζόρικη επιλογή λέξης, δύσκολο να φανταστείς τον επικεφαλής μιας μεγάλης εταιρίας να νιώθει μίσος για μια άλλη. Είναι χρήσιμο να γνωρίζει κανείς το ιστορικό της αντιπαλότητας των δύο εταιριών στους αγώνες, για να μπορέσει να καταλάβει την επιλογή λέξεων του Pierer. Έχοντας ξεπεράσει σε πωλήσεις την BMW εδώ και τρία χρόνια, η ΚΤΜ είναι ο μεγαλύτερος κατασκευαστής σπορ μοτοσυκλετών στην Ευρώπη, και θέλει να συγκρίνεται, και να κερδίζει, τους Ιάπωνες. Και ειδικά την Honda, που οι δρόμοι τους έχουν συναντηθεί πολλές φορές… Η μεγάλη τους αντιπαλότητα άρχισε με την έλευση της Moto2, την εποχή που η ΚΤΜ κέρδιζε τα 250 με το ψεκαστό δικύλινδρο δίχρονό της. Θεώρησαν πως η δημιουργία της Moto2 οφειλόταν σε επιθυμία της Honda, που θα προμήθευε και τους κινητήρες, και που δεν ήθελε ούτε να τα βλέπει τα δίχρονα. Η ΚΤΜ έφυγε τότε από τα GP, θυμωμένη από την χειραγώγηση, όπως θεωρούσαν, των GP από την Honda. Mε την Moto3 όμως, βρήκαν ευκαιρία να επιστρέψουν. Οι κανονισμοί έθεταν όριο κόστους κινητήρα, για να κρατήσουν την κατηγορία προσιτή σε νέους αναβάτες και ομάδες. Κι ενώ η Honda έφτιαξε έναν όχι κορυφαίας απόδοσης κινητήρα, για να μείνει στα όρια κόστους των κανονισμών, η ΚΤΜ έκανε ό,τι ήξερε και δεν ήξερε, κι έφτιαξε έναν πολύ πιο δυνατό, και σαφώς ακριβότερο…

Έτσι, κέρδισε το πρώτο πρωτάθλημα Moto3, και n Honda την κατηγόρησε πως παραβίασε το πνεύμα των κανονισμών, φτιάχνοντας μια πολύ ακριβή μοτοσυκλέτα, αντί για μια πιο φθηνή, ειδικά για εκκολαπτήριο ταλέντων. Η ΚΤΜ απλά απάντησε «διαβάσαμε τους κανονισμούς, αλλά δεν έλεγαν τίποτα για το πνεύμα»… Έτσι, ξαναπήρε το πρωτάθλημα και το 2013, όταν άλλαξαν οι κανονισμοί ορίζοντας πως οι ίδιοι κινητήρες με το συγκεκριμένο κόστος θα πρέπει να παρέχονται και σε όσες ομάδες το επιθυμούσαν, σε μια προσπάθεια να μην υπάρχουν «εργοστασιακοί» και «ιδιώτες». Τότε, η Honda είχε κατηγορήσει την ΚΤΜ πως πούλαγε φθηνά τον ακριβό της κινητήρα και μετά χρέωνε άλλες 200.000 ευρώ για το πλαίσιο και την υποστήριξη, μεταθέτοντας έτσι το κόστος του κινητήρα αλλού, αλλά τυπικά παραμένοντας εντός του γράμματος των κανονισμών. Για το ’14, και η Honda έκανε ό,τι ήξερε και δεν ήξερε στην νέα της Moto3, ανεβάζοντας κι αυτή το κόστος σε αστρονομικά ύψη. Τους πήραν και το πρωτάθλημα, ακολουθώντας τις μεθόδους τους. Και τη επόμενη χρονιά (το ’15, που πάλι η Honda πήρε την Moto3), η ΚΤΜ κατηγόρησε την Honda πως έκλεβε, ανεβάζοντας το όριο των στροφών πάνω από τις 13.500 που όριζαν οι κανονισμοί. Η ένσταση της ΚΤΜ απορρίφθηκε όταν εξετάστηκαν τα δεδομένα των Honda από την Dorna.  Αλλά πήρε λίγο από το αίμα της πίσω με την νίκη της το 2016.

Πρόκειται για μια αντιπαλότητα που δεν θα τελειώσει εδώ, αλλά θα συνεχιστεί. Κι όλα καλά, είναι αντίπαλοι, κι ο καθένας προσπαθεί να κερδίσει. Τώρα που η ΚΤΜ μπαίνει και στην Moto2 (με κινητήρα Honda!) και στα MotoGP, με πλάνο να βρεθεί στο βάθρο σε τρία χρόνια, και με V4 μάλιστα σαν της Honda, η κόντρα θα συνεχιστεί. Αστειευόμενος, ο Pierer δήλωσε πως δεν μπορούν να νικήσουν την BMW γιατί… δεν τρέχει, αλλά και πως με την νέα τους MotoGP θέλουν να ξεπεράσουν γρήγορα την Aprilia. Ο επόμενός τους στόχος θεωρεί πως είναι η Suzuki, της οποίας έπλεξε το εγκώμιο για την πρόοδό της στα MotoGP. «Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ’ το να κερδίζεις τους Ιάπωνες!», δήλωσε, για να συνεχίσει λέγοντας πως «Η Ηonda είναι ο γίγαντας, και η Honda πάντα προσπαθεί να κλέβει». Μίσος και κατηγορίες και μάχες μεταξύ του Ευρωπαίου και του Ιάπωνα γίγαντα, τώρα και στα MotoGP… Σημαντικό είναι πως ο Pierer απευθυνόταν σε Αυστριακό κανάλι όταν τα έλεγε αυτά, στην χώρα του. Φανταστείτε πόσοι θα χειροκροτούσαν σε αντίστοιχες δηλώσεις ενός Έλληνα, επικεφαλής της μεγαλύτερης στην Ευρώπη Ελληνικής εταιρίας, σε δηλώσεις του σε Ελληνικό κανάλι, κατηγορώντας την μεγαλύτερη Ιαπωνική εταιρία! Ενθουσιασμός στα πλήθη!

Μ’ αρέσει η άποψη πως η πρώτη κόντρα στήθηκε μόλις φτιάχτηκε η δεύτερη μοτοσυκλέτα. Τι θα ήταν οι αγώνες χωρίς αντιπαλότητα και ανελέητο κυνήγι της νίκης; Κι άλλωστε, η αξία της νίκης καθορίζεται από την αξία του αντιπάλου, κι η ΚΤΜ προς τιμήν της έχει βρει άξιο αντίπαλο. 

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.