Editorial 565 - John, Hans, Max και Fritz…

x
Από το

motomag

1/12/2016

Μπορεί κανείς να φανταστεί μοτοσυκλέτες χωρίς λάστιχα, χωρίς ρουλεμάν, χωρίς ατσάλινους σωλήνες, χωρίς αλυσίδες; Εντάξει, μερικές δεν έχουν τελική μετάδοση με αλυσίδα, αλλά όλο και κάποια θα έχουν κρυμμένη στον κινητήρα τους. Για αυτά τα καίρια κομμάτια κάθε μοτοσυκλέτας, έχουμε να ευχαριστήσουμε συγκεκριμένους ανθρώπους, αλλά και τα ποδήλατα! Καθώς η μοτοσυκλέτα δεν είναι παρά μια φυσική εξέλιξη του ποδηλάτου, με την προσθήκη κινητήρα, μερικές εφευρέσεις του 19ου αιώνα εξελίχθηκαν για τα ποδήλατα ή βρήκαν εκεί πρώτα εφαρμογή, πριν περάσουν στις μοτοσυκλέτες. Ειδικά στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, η βιομηχανική ανάπτυξη έκανε τις τεχνολογικές καινοτομίες να οργιάσουν, κι αυτό δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για την γέννηση των μοτοσυκλετών. Εξάλλου, πολλές μάρκες μοτοσυκλετών ξεκίνησαν από αντίστοιχες ποδηλάτων. Τι εποχή θα ήταν αυτή για να ζει κανείς, αν βέβαια είχε την οικονομική δυνατότητα για να μπορέσει να απολαύσει τους καρπούς των τεχνολογικών εξελίξεων... Μέσα σε λίγα χρόνια, μόνο και μόνο η δυνατότητα χερσαίας μετακίνησης πέρασε από το άλογο και την άμαξα στην μοτοσυκλέτα και το αυτοκίνητο. 

Όπως πάντα, ήταν και θέμα συγχρονισμού. Κάποιες εφευρέσεις ήρθαν στον κατάλληλο χρόνο ώστε να είναι εφικτή η παραγωγή και η εφαρμογή τους, επιτρέποντας με την σειρά τους τον συνδυασμό τους σε πρωτοποριακά μέσα μετακίνησης και διασκέδασης. Εφευρέτες προσπαθούσαν να δώσουν λύσεις σε προβλήματα της εποχής τους, αλλά μερικές φορές οι τεχνολογικές τους λύσεις δεν ήταν εφαρμόσιμες σε ευρεία κλίμακα. Μια τέτοια περίπτωση ήταν του Robert Thomson (1822 – 1873), που είναι και ο πρώτος εφευρέτης του πνευματικού ελαστικού, του φουσκωτού δηλαδή! Το σκέφτηκε σαν βελτίωση της κύλισης και της άνεσης για τις ιππήλατες άμαξες, και σ’ αυτόν χρωστάμε την έννοια βουλκανισμός και βουλκανιζατέρ. Το 1839, πρόσθεσε θείο σε φυσικό λάστιχο για να το κάνει ελαστικό αλλά όχι κολλώδες. Κατασκεύασε κιόλας τέτοια ελαστικά για άμαξες (με την "σαμπρέλα" του από μέσα και δέρμα απ’ έξω), ήταν όμως πολύ ακριβά για να παραχθούν μαζικά. Η πατέντα του ξεχάστηκε, μέχρι που ένας Σκωτσέζος κτηνίατρος, ο John Boyd Dunlop (1840–1921), συνδύασε ύφασμα Arbroath για πανιά πλοίων με Ινδικό κόμμι (αυτό που λέμε καουτσούκ, βγαίνει από ένα είδος φίκου), κατασκευάζοντας το πρώτο φουσκωτό ελαστικό χωρίς να γνωρίζει τις προγενέστερες προσπάθειες του Thomson. To δοκίμασε στον εμπρός τροχό του ποδηλάτου του γιου του, το 1887. Δυο χρόνια αργότερα βγήκε σε μαζική παραγωγή, ακριβώς την σωστή περίοδο: Η νέα εφεύρεση δεν θα χρησίμευε μόνο για τα ποδήλατα, αλλά και για τις μοτοσυκλέτες και τα αυτοκίνητα που θα γνώριζαν αλματώδη ανάπτυξη λίγα χρόνια μετά. Κι ο Dunlop, στην ουσία, μια σαμπρέλα κι ένα πρωτόγονο λάστιχο έφτιαξε αρχικά, έγκλειστη μέσα σε ένα "μανίκι" από καραβόπανο που στερεώνονταν στη ζάντα με κορδονέτα, κι είχε κολλημένο ένα προστατευτικό πέλμα από καουτσούκ επάνω του. Η αρχική τους εφαρμογή στα ποδήλατα βελτίωσε κατά πολύ τις επιδόσεις τους στους αγώνες, αλλά και την άνεση στην καθημερινή χρήση.    

Η εφεύρεση της αλυσίδας με την μορφή που την ξέρουμε σήμερα έλυσε το θέμα της μετάδοσης κίνησης στα ποδήλατα, αλλά και το θέμα των σχέσεων μετάδοσης. Όταν τα πετάλια ήταν κατ’ ευθείαν στον εμπρός τροχό, αυτός έπρεπε να είναι τεράστιος για να μπορεί το ποδήλατο να αναπτύξει μια στοιχειώδη ταχύτητα. Η εφεύρεση του Ελβετού Hans Renold έλυσε αυτά τα θέματα, και σ’ αυτόν χρωστάμε την μετάδοση κίνησης με αλυσίδα και γρανάζια. Αρχικά, χρειάστηκε κάποιος χρόνος για να γίνει κοινός τόπος στις μοτοσυκλέτες, αφού οι δερμάτινοι ιμάντες που χρησιμοποιούνταν ταίριαζαν καλύτερα στις πρωτόλειες μοτοσυκλέτες της εποχής, που δεν είχαν συμπλέκτη, κι έτσι τον ρόλο του έπαιζε η ολίσθηση του δερμάτινου ιμάντα στα καρούλια του. Η αλυσίδα, βλέπετε, δεν μπορούσε να πατινάρει στα δόντια των γραναζιών της! Γρήγορα όμως αυτά τα θέματα λύθηκαν, και η εφεύρεση που είχε κάνει το 1880 δίνοντας στην αλυσίδα την σημερινή μορφή της με τα κυλινδράκια, εξακολουθεί να μας κινεί. Φανταστείτε πως πριν το 1900 είχαν γίνει και δοκιμές με αυτολιπαινόμενες αλυσίδες, αλλά η πρακτική τους εφαρμογή θα ερχόταν με τις o-ring, πολύ αργότερα. Στον ίδιο τον Hans Renold που είχε εγκατασταθεί από 21 ετών στην Αγγλία, χρωστάμε και την σημερινή μορφή των γραναζιών κίνησης, όπως και το σχέδιο της ασφάλειας αλυσίδας. Ο ίδιος επίσης έκανε τις πρώτες δοκιμές για κάπως μεγαλύτερες αλυσίδες το 1916, αυτές που σήμερα ξέρουμε ως ερπύστριες. Η παραγωγή ειδικών για μοτοσυκλέτες αλυσίδων ξεκίνησε από τον ίδιο το 1918. Αν και μπορούσε να κατοχυρώσει πατέντα, προτίμησε να αφήσει όποιον ήθελε να παράγει αλυσίδες.

Την ίδια περίοδο στα τέλη του 19ου αιώνα, οι αδελφοί Max και Reinhard Mannesmann παρουσίασαν στην Γερμανία μια διαδικασία παραγωγής ατσάλινων σωλήνων χωρίς ραφή. Διαδικασίες κατασκευής σωλήνων υπήρχαν από το 1825, αλλά ήταν με ραφές και σχεδόν ποτέ εντελώς κυλινδρικοί ή ευθείς. Χωρίς την πατέντα των αδελφών Mannesmann, δεν θα είχε φτιαχτεί κανένα πλαίσιο χωροδικτύωμα, ούτε καν ένα απλό πλαίσιο ποδηλάτου: Η ονομασία "diamond frame", που ακόμα χρησιμοποιείται για να περιγράψει πλαίσια μοτοσυκλετών, προήλθε από τα ποδήλατα λόγω του ρομβοειδούς σχήματος του πλαισίου τους, που μεταφέρθηκε αυτούσιο σχεδόν στις πρώτες μοτοσυκλέτες. Οι ίδιοι έφτιαξαν το 1912 τους πρώτους σωλήνες από ανοξείδωτο ατσάλι, και η εταιρία τους υπάρχει ακόμα, ως Salzgitter Mannesmann Stainless Tubes.

Αφαιρέστε από μια μοτοσυκλέτα τα ρουλεμάν της, και θα διαλυθεί. Οι τροχοί δεν θα γυρίζουν, το τιμόνι δεν θα στρίβει, ο κινητήρας δεν θα λειτουργεί, το κιβώτιο επίσης. Η βασική ιδέα των ρουλεμάν είναι τόσο παλιά όσο και οι ξύλινοι κύλινδροι κάτω από πλοία ή ογκόλιθους, χιλιάδες χρόνια πριν. Αλλά για να γίνει πραγματικότητα και να βρει χιλιάδες εφαρμογές το γνωστό μας ρουλεμάν, χρειάστηκε η εξυπνάδα του επίσης Γερμανού Friedrich Fischer, που κατάφερε να βγάλει σε μαζική παραγωγή απόλυτα σφαιρικές ατσάλινες μπίλιες το 1883, κι έφτασε σε ακρίβεια 0,00012 του χιλιοστού το 1892!  Η εταιρία που ξεκίνησε ο ίδιος υπάρχει ακόμα ως Fischers Aktien-Gesellschaft, η γνωστή FAG. Μάλλον δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε για τα οφέλη των ρουλεμάν, και το πως έκαναν πιο αποδοτικές και ακριβείς παντός είδους μηχανές. Και μοτοσυκλέτες.

Κάτι τέτοιους τύπους χρειάζεται να θυμόμαστε που και που, μουσάτους, με αυστηρό βλέμμα, με κοιλιά, αυτούς τους εφευρέτες – βιομήχανους του δέκατου ένατου αιώνα. Η εποχή τους ήταν μια μεγάλη χύτρα με μαγικό φίλτρο: Μέσα του ρίχνονταν διάφορα τυχαία συστατικά, αλλά συνδυάζονταν με έναν μοναδικό τρόπο για να δώσουν εφευρέσεις που απολαμβάνουμε ακόμα και σήμερα. Ελπίζω να μην γίνουν κάποια μέρα όλες οι μοτοσυκλέτες ηλεκτρικές και να πρέπει να γράψω για την μπαταρία της Βαγδάτης, έτσι για να πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή...

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;