Editorial 564 - Παρελθόν, ή μέλλον;

x
Από το

motomag

1/11/2016

Σε είκοσι χρόνια τα περισσότερα οχήματα στους δρόμους θα είναι αυτόνομα, εκτιμούν οι σχεδιαστές της BMW, και με βάση αυτή την εκτίμηση έδειξαν πρόσφατα το Vision Next 100. Η αφορμή ήταν ο εορτασμός για τα 100 χρόνια της BMW, αλλά μιλούν για ένα χρονικό ορίζοντα πολύ πιο κοντινό, για τα επόμενα 20 έως 30 χρόνια. Το Vision Next 100 δεν θα είναι αυτόνομο, θα χρειάζεται τον αναβάτη του για να κινηθεί, αλλά υπόσχεται να του προσφέρει κάτι που καμία σημερινή μοτοσυκλέτα δεν μπορεί: Δεν θα μπορεί να πέσει, και άρα να τραυματιστεί, οπότε δεν θα χρειάζεται και προστατευτικό εξοπλισμό.

Στοπ εδώ. Πάμε στο θέμα των αυτόνομων οχημάτων, που ήδη και στην Ελλάδα κυκλοφορούν ανάμεσά μας, και ήδη έχει προκύψει θέμα στην Ευρώπη με τα αυτοκίνητα της Tesla και τις δυνατότητες αυτόνομης κίνησής τους, γιατί υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες πως μπορεί να αντιλαμβάνονται γενικά το κυκλοφοριακό περιβάλλον, αλλά όχι και τους μοτοσυκλετιστές που κινούνται γύρω τους. Ρώτησα τον εαυτό μου: Θα ήθελες να σε μεταφέρει ένα αυτόνομο αυτοκίνητο; Απάντησα πως αν πρόκειται για μεταφορά, ναι. Από το να πάω με το ΚΤΕΛ ή τον ΟΣΕ από την Αθήνα στην Πάτρα ή την Θεσσαλονίκη, καλύτερα να με μεταφέρει ένα αυτόνομο όχημα, και να είμαι ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω στην διαδρομή. Με τίποτα όμως δεν θα ήθελα να χάσω την δυνατότητα να οδηγώ, να απολαμβάνω την οδήγηση, να χαίρομαι την συμμετοχή μου σ’ αυτή, να ρισκάρω δοκιμάζοντας όρια δικά μου και της μοτοσυκλέτας. Η λίστα με τους λόγους που απολαμβάνουμε την οδήγηση είναι τεράστια, και διαφορετική για τον καθένα. Απ’ την άλλη, βλέποντας το χάος που επικρατεί στους Ελληνικούς δρόμους, όπου οι περισσότεροι οδηγοί αυτοκινήτων είναι βαθιά μπριζωμένοι στο κινητό τους κι έχουν μάτια μόνο γι’ αυτό, συν όλους τους άλλους που απλά δεν είναι ικανοί να οδηγήσουν και κάνουν ό,τι μπορούν για να μας σκοτώσουν, δεν θα με χάλαγε καθόλου να γίνουν αυτόνομα τα αυτοκίνητα. Στις μοτοσυκλέτες δεν έχει ακόμη τεθεί θέμα αυτονομίας, αν και η τεχνολογία υπάρχει.

Αυτή η κατά BMW εκδοχή του μέλλοντος της μοτοσυκλέτας υπόσχεται ασφάλεια, αναλογική εμπειρία οδήγησης χωρίς την ανάγκη προστατευτικού εξοπλισμού και ακόμα περισσότερη διασκέδαση. Κι όλα αυτά, από μια μοτοσυκλέτα που θα ισορροπεί μόνη της (ούτε σταντ δεν χρειάζεται) και δεν θα είναι δυνατόν να πέσει. Η εύλογη απορία για το τι θα συμβεί στον αναβάτη αν τον χτυπήσει άλλο όχημα, απαντάται από το περιβάλλον αυτόνομων οχημάτων όπου θα κινείται: Το ένα όχημα θα αποφεύγει το άλλο, και οι συγκρούσεις θα καταργηθούν...  Κι άντε, το ξεπεράσαμε αυτό, και μόνο με την ειδική μάσκα που θα μας μεταφέρει μόνο τις απαραίτητες πληροφορίες στο οπτικό μας πεδίο, βγήκαμε για μια διασκεδαστική βόλτα με το BMW μας, τριάντα χρόνια μετά. Με όλα τα άλλα οχήματα γύρω μας να είναι αυτόνομα, μια μοτοσυκλέτα που θα κινείται ελεύθερα θα είναι σαν καρχαρίας που ελίσσεται ανάμεσα σε φάλαινες, όσο ο αναβάτης της έχει ελευθερία και πρωτοβουλία κινήσεων. Φυσικά, σε ένα τέτοιο περιβάλλον και η μοτοσυκλέτα δεν θα μπορεί να πλησιάσει πολύ τα άλλα οχήματα, αλλά θα φροντίζει η ίδια να κρατά αυτό που θα θεωρείται απόσταση ασφαλείας. Τι γίνεται όμως με την ισορροπία; Τι διασκέδαση θα είναι αυτή η "αναλογική εμπειρία" που υπόσχεται η BMW;     

 

Γυροσκόπια θα φροντίζουν ώστε η μοτοσυκλέτα να μην πέφτει, θα μπορεί όμως να πλαγιάζει. Το μόνο όχημα με γυροσκόπια που έχω οδηγήσει είχε επίσης δύο τροχούς, παράλληλους όμως μεταξύ τους και όχι τον έναν πίσω από τον άλλο: Το Segway. Mε αυτό, μόλις ανοίξεις τον διακόπτη ισορροπεί. Όσο περισσότερο γέρνεις μπροστά, τόσο τρέχει. Γέρνεις πίσω, φρενάρει. Η μέγιστη επιτάχυνση δεν είχε τόσο πλάκα, δεν ήταν και τόσο γρήγορο, αλλά και πάλι έγερνες το σώμα σου στις στροφές, και η περισσότερη διασκέδαση ήταν στα φρένα, όπου μπορούσες να γείρεις πίσω πάνω από 45 μοίρες, να ακινητοποιηθείς και αμέσως να πεταχτείς πάλι μπροστά, στρίβοντας κιόλας. Δεν κατάφερα να πέσω, αν και η Segway προειδοποιεί πως μπορείς να πέσεις και να χτυπήσεις, λογικά για να μην πιστέψει κανείς πως είναι άτρωτος, αλλά και γιατί παραμονεύουν δικηγόροι. Το μαγικό χέρι των γυροσκόπιων το ένιωθες όμως, δεν σε άφηνε να πέσεις! Είμαι σίγουρος πως με μια μοτοσυκλέτα που θα ισορροπεί με γυροσκόπια θα δοκιμάσεις να κάνεις πράγματα που με καμία συμβατική δεν θα τολμούσες, και όντως θα μπορείς να κινείσαι εξερευνώντας άλλα όρια, κι όχι αυτά που έχουμε συνηθίσει. Έτσι κι αλλιώς, από την στιγμή που μια συμβατική μοτοσυκλέτα κινείται, κι αυτή ισορροπεί και στρίβει χάρη στο γυροσκοπικό φαινόμενο της περιστροφής των τροχών της, και στην ουσία η συμβολή του αναβάτη στην ισορροπία της είναι πολύ μικρότερη απ’ ότι ο αναβάτης αρέσκεται να νομίζει... Και καλύτερος αναβάτης είναι αυτός που φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα με τις ελάχιστες δυνατές "εντολές" προς την μοτοσυκλέτα του.

Όποια όμως κι αν είναι η μορφή και η τεχνολογία των μοτοσυκλετών που θα έρθουν, όσες νέες δυνατότητες και νέους περιορισμούς κι αν φέρουν, θα συναντήσουν την αντίσταση όλων όσων αντιστέκονται σε κάθε είδους αλλαγή, προτιμώντας να καταφεύγουν στο παρελθόν. "Το παρελθόν είναι το καταφύγιο των γέρων", πέταξε την ατάκα ο Μπάμπης όταν τα συζητούσαμε αυτά στο γραφείο, και συμφωνώ, αφού ποτέ δεν υπήρξε αυτή η μυθική εποχή του "παλιά ήταν καλά". Σε κάθε εποχή που έφερε αλλαγές, πάντα κάποιοι θα υποστηρίζουν πως "παλιά ήταν καλά", μην μπορώντας να κάνουν επιλογές ή μην έχοντας διάθεση ή δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τις αλλαγές, τεχνολογικές ή μη, για να βρουν νέο ενδιαφέρον στη ζωή τους. Κι αν μια εκδοχή για το μέλλον της μοτοσυκλέτας θα δανείζεται στοιχεία από το Vision Next 100 της BMW, φυσικά θα έχει και μειονεκτήματα. Αρκεί όμως να εστιάσουμε μόνο σε αυτά για να την απορρίψουμε; Ή μήπως είναι καλύτερα να σκεφτόμαστε από τώρα ποιους νέους ορίζοντες μπορεί να μας ανοίξει, και να προσδοκούμε μελλοντικές μοτοσυκλετιστικές απολαύσεις άλλου τύπου; Για παράδειγμα, τι μπορεί να σημαίνει η τεχνολογία των γυροσκοπίων και των ελαστικών ενεργής απόσβεσης για την κίνηση μιας μοτοσυκλέτας στο χώμα; Πως θα οδηγείται μια μοτοσυκλέτα με Flex Frame μεταβλητής ακαμψίας, χωρίς ανεξάρτητο ψαλίδι ή πιρούνι, και τι χρόνους θα γράφει στην πίστα; Δεν το ξέρουμε ακόμα, μόνο να φανταστούμε τις νέες δυνατότητες και εμπειρίες μπορούμε. Κι ούτε μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα άσπρα ή μαύρα, του στυλ "είναι καλό αυτό ή κακό;", χωρίς πρώτα να έχουμε την διάθεση νέων εμπειριών. Ας μην ξεχνάμε πως όσο κι αν έχουν γίνει καλύτερες οι μοτοσυκλέτες χρόνο με τον χρόνο, η βασική τους σχεδίαση είναι προπολεμική, για να μην πούμε 100 και βάλε ετών. Κι όσο η βασική σχεδίαση παραμένει ίδια, παραμένουν και οι περιορισμοί που βάζει στην εξέλιξή τους.   

   

 

> Ανανεωμένο και αισθητικά το ΜΟΤΟ – χάρη στον Art Director μας Ζήση Παπαδημητρίου, που πρόσεξε κάθε λεπτομέρεια σε όλες τις σελίδες. Ο Ζήσης φρόντισε όμως και τους πρεσβύωπες...

> Για τους ανοιχτομάτηδες αναγνώστες μας που χρειάζονται γυαλιά για να διαβάσουν, από το προηγούμενο τεύχος η γραμματοσειρά που χρησιμοποιούμε στο ΜΟΤΟ μεγάλωσε για να τους διευκολύνει, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μίκρυναν τα κείμενα σε έκταση.

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.