Editorial 561 - Τα βασικά on-off

x
Από το

motomag

1/8/2016

Ο χωματόδρομος που ανηφορίζει από το διάσελο του Αγίου Νικολάου προς τη Νιάλα είναι όλο πέτρα, νερά και λάσπες. Έτσι ήταν πάντα, κι έτσι είναι ωραίος. Εμείς οι επτά του MEGA TEST κατεβαίναμε με τα ολοκαίνουργια μεγάλα μας on-off, o Μπάμπης ανέβαινε με το παπί του. Όπως κάνει κάθε μέρα, από τον Μάιο ως τα τέλη Οκτωβρίου – στη δουλειά του πάει, στα πρόβατα, τσομπάνος είναι. Μόνο θήκη για την γκλίτσα δεν έχει φτιάξει, αλλά δεν μασάει, έτσι κι αλλιώς και με ένα χέρι το πάει άνετα το παπί εδώ πάνω. Τώρα έχει ένα κινέζικο no name (φρέσκο, αλλά σκόρπισε), παλιότερα είχε ένα Yamaha T80, που άντεξε πολλά πολλά χρόνια. Καλύτερα να το επισκεύαζε, θα έβγαζε άλλα τόσα. Μιλάμε πως ο άνθρωπος έχει κάνει άπειρα χιλιόμετρα με παπί, πάντα στο χώμα. Tον είχαμε ξανασυναντήσει το 2003, όταν είχαμε ανέβει στα Άγραφα με παπιά (με Yamaha Crypton εμείς). Του είχαμε δώσει να κάνει βόλτα το Crypton, του άρεσε, αλλά δεν θα το άλλαζε. "Να πάρω καινούργιο παπί και να το φέρω εδώ στα κατσάβραχα;". Δεν ήταν ο μοναδικός με παπί στα Άγραφα. Τότε είχαμε δει κι ένα Honda C50, μεταχείρω Ιαπωνίας, χωρίς ποδιά και με τρακτερωτό λάστιχο πίσω (φτιαγμένο δηλαδή!), ακόμα πιο ψηλά στο βουνό, αλλά δεν είχαμε συναντήσει τον επίσης τσομπάνο ιδιοκτήτη του.

Δεν χρειάζεται βέβαια να επιχειρηματολογήσουμε για την αντοχή και την οικονομία των παπιών. Το παπί είναι η βάση, το μικρότερο μοτοσυκλετάκι που μπορεί να σε πάει παντού. Ο,τιδήποτε άλλο έχει μεγαλύτερο κόστος χρήσης και επισκευής. Αναφέρω αυτά τα περιστατικά με τα παπιά για να δείξω την αντίθεση: Απ’ τη μια μοτοσυκλέτες έως και των 25.000 ευρώ με φουλ εξοπλισμένους αναβάτες, κι απ’ την άλλη παπί με αναβάτη χωρίς κανένα εξοπλισμό. Για πόση "περιπέτεια" μπορούμε να μιλάμε εμείς, στις συγκεκριμένες διαδρομές όπου ο Μπάμπης ανεβοκατεβαίνει κάθε μέρα, βρέξει – χιονίσει; Ευτυχώς, έχουμε συναίσθηση, κι αν έχετε προσέξει στα MEGA TEST δεν αναφέρεται η λέξη "περιπέτεια". Να θυμίσω τι σημαίνει περιπέτεια; Περιπέτεια είναι μια επικίνδυνη εμπειρία, με άγνωστα ρίσκα και κατάληξη. Γι’ αυτό και οι λέξεις περιπέτεια και ασφάλεια δεν πάνε μαζί. Αν υπάρχει ασφάλεια, δεν υπάρχει περιπέτεια. Όποιος ξεκινάει διαδρομές με στόχο την περιπέτεια, απλά δυσκολεύει την ζωή του αν το κάνει με μια μοτοσυκλέτα 280 κιλών – πριν την φορτώσει ο,τιδήποτε. Γι’ αυτό και γράφω στο MEGA TEST πως χρειάζεται downsizing, αν διαβάσατε το προηγούμενο τεύχος με το συγκριτικό (υπάρχει ακόμα στα περίπτερα). Διαδρομές που με μια μικρότερη, ελαφρύτερη μοτοσυκλέτα δεν τις σκέφτεσαι καν, ναι, μπορούν να μετατραπούν σε περιπέτεια με 300+ κιλά κάτω απ’ τα πόδια σου. Όσο ανεβαίνουν τα κιλά, τόσο ανεβαίνει η δυσκολία για την συγκεκριμένη διαδρομή. Μπορείς βέβαια να λες, κατάφερα και πέρασα από "‘κει" με το φορτωμένο μου θηρίο, και μπράβο μου. Πρέπει να έχεις όμως στην άκρη του μυαλού σου την εικόνα ενός παππού με αρχαίο πισωκίνητο αγροτικό που περνάει από "’κει" κάθε μέρα, ή του τσομπάνου με το παπί που λέγαμε, για να σκεφτείς κι αλλιώς τα κατορθώματά σου.

 

Και δεν προλάβαμε να γράψουμε περί downsizing στα on-off, και εμφανίστηκαν σχέδια για πατέντες της Honda που αφορούν κάτι που μπορεί να είναι μικρό Africa, ή νέο Transalp, δεν ξέρουμε ακόμα. Δείτε το στα νέα αυτού του τεύχους. Ο κινητήρας του και οι αναλογίες του φέρνουν πιο πολύ προς τα σημερινά 500άρια της Honda, και φαίνεται να έχει 21 ιντσών μπροστά τροχό και πιρούνι upside down. Τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες χρειάζονται γενικά, αλλά και ειδικά, για να έχουν επιλογή όσοι θέλουν να ταξιδεύουν εκτός της πεπατημένης, αλλά ούτε χρειάζονται, ούτε θέλουν να το κάνουν αυτό με πολλά παραπανίσια κιλά.

Ένα σημείο που πρέπει να προσέξουν πολύ οι κατασκευαστές όσων on-off έχουν σοβαρές χωμάτινες βλέψεις είναι η ευπάθεια στις πτώσεις. Μαρσπιέ αναβάτη σε αλουμινένιες βάσεις; Ποτέ! Λεβιέ ταχυτήτων ή πεντάλ φρένου επίσης αλουμινένιο; Μόνο αν είναι προστατευμένα, και δεν θα βρουν κάτω σε μια πτώση. Χούφτες που μόλις ακουμπήσουν κάπου σπάνε; Μα εδώ υποτίθεται ότι προστατεύουν και τις μανέτες, να μην μπορούν να προστατεύσουν τον εαυτό τους; Φλας που σπάνε, χωρίς ελαστικές βάσεις; Γιατί; Οι μοτοσυκλέτες του είδους δεν πρέπει μόνο να δείχνουν σκληροτράχηλες, αλλά και να είναι. Κι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να τα έχουν σκεφτεί από την αρχή αυτοί που τις εξελίσσουν, και να τις έχουν φτιάξει απλές και γερές. Το Royal Enfield Himalayan είναι ένα καλό παράδειγμα όπου η λειτουργικότητα και η αντοχή προηγείται του εντυπωσιασμού λόγω εμφάνισης. Κι επιπλέον, το γερό και πρακτικό μπορεί να έχει το δικό του στυλ, κι αυτή ακριβώς να είναι η ταυτότητά του.

 

Σε λίγες ώρες πετάω για Μόναχο, για να οδηγήσω το νέο BMW Scrambler. Κάτι μου λέει πως αυτή η "επιστροφή στις ρίζες", Heritage την λέει η BMW τη σειρά των αερόψυκτων, θα οδηγήσει και σε μοτοσυκλέτες σαν τις πρώτες GS, που είχαν λίγες και ουσιαστικές διαφορές σε σχέση με τις street της εποχής, αλλά μπορούσαν να ταξιδέψουν παντού. Και για να κλείσει ο κύκλος, το ίδιο μπορείς να κάνεις και με ένα παπί! Αυτό που μπορούν να κάνουν τα παπιά είναι να εξαφανίζουν τις δικαιολογίες. Τι θα πει "θέλω να ταξιδέψω, αλλά δεν έχω μοτοσυκλέτα;". Βρες ή φτιάξε ένα παπί. Και ξεκίνα. Και πήγαινε παντού, με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Με λιγότερα από 50 ευρώ μπορείς να κάνεις 1.000 χιλιόμετρα τέζα!    

 

editorial 522 - Kakonomics

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/5/2013

Ο φίλος μου ο Πάνος μου έστειλε το ομώνυμο κείμενο της Ιταλίδας Gloria Origgi. Η φιλόσοφος και ειδική στη θεωρία της σκέψης, Gloria Origgi, με την ελληνικής ετυμολογίας λέξη Kakonomics, μιλά για την παράδοξη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, κάτι που εξηγεί γιατί η ποιότητα ζωής μας συχνά είναι χάλια.

"Οι συνήθεις προσεγγίσεις της θεωρίας των παιγνίων αναφέρουν πως όταν οι άνθρωποι συναλλάσσονται (με ιδέες, υπηρεσίες ή αγαθά), επιθυμούν να λαμβάνουν υψηλή ποιότητα από τους άλλους. Ας θεωρήσουμε πως οι συναλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο σε δύο επίπεδα ποιότητας: Υψηλή και χαμηλή. Ο όρος Kakonomics περιγράφει περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν να λάβουν υψηλή ποιότητα δίνοντας για αντάλλαγμα χαμηλή (να κοροϊδέψουν κάποιον δηλαδή) αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν να δώσουν χαμηλή ποιότητα και να λάβουν σε αντάλλαγμα επίσης χαμηλή.

Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι λογικό; Ακόμα κι όταν τεμπελιάζουμε, και προτιμούμε να δώσουμε χαμηλή ποιότητα (όπως όταν δεχόμαστε να γράψουμε ένα άρθρο για ένα μέτριο περιοδικό, αρκεί να μην μας ζητήσουν να το δουλέψουμε και πολύ), θα έπρεπε λογικά να προτιμούμε να δουλέψουμε λιγότερο αλλά να αμειφθούμε περισσότερο απ' ότι θα άξιζε η δουλειά μας, δηλαδή να δώσουμε χαμηλή ποιότητα και να λάβουμε υψηλή. Η περίπτωση Kakonomics είναι διαφορετική: Σ' αυτήν, όχι μόνο προτιμούμε να δώσουμε ένα αγαθό χαμηλής ποιότητας, αλλά προτιμούμε να λάβουμε ένα εξίσου χαμηλής ποιότητας αντάλλαγμα!

Η Kakonomics είναι η παράδοξη, αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, όσο κανείς δεν παραπονιέται γι' αυτό. Ο κόσμος των Kakonomics είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι όχι μόνο ανέχονται την μετριότητα και την αναξιοπιστία των άλλων, αλλά την περιμένουν: "Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα εκπληρώσεις στο ακέραιο τις υποσχέσεις σου, αλλά το δέχομαι γιατί θέλω να μπορώ κι εγώ να μην εκπληρώσω τις δικές μου χωρίς να αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό". Η συμπεριφορά αυτή είναι αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα γιατί όπως σε όλες τις συναλλαγές αυτού του είδους, τα δύο μέρη φαίνεται να έχουν μια διπρόσωπη συμφωνία: Πρώτα μια "επίσημη", όπου και οι δύο δηλώνουν την πρόθεσή τους για μια συναλλαγή σε υψηλό επίπεδο ποιότητας, και μετά μια ανομολόγητη, που δέχεται πως οι εκπτώσεις στην ποιότητα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά είναι και αναμενόμενες. Γίνεται έτσι μια συμφωνία, ανομολόγητη όμως, για αμοιβαία εξαπάτηση. Έτσι, κανείς δεν επωφελείται, λαμβάνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Οι συναλλαγές Kakonomics ρυθμίζονται από έναν άγραφο κοινωνικό νόμο για εκπτώσεις στην ποιότητα, μια κοινή αποδοχή ενός μετριότατου ή κακού αποτελέσματος που ικανοποιεί όμως και τα δύο μέρη, τουλάχιστον όσο μπορούν να συνεχίσουν να δηλώνουν πως η συναλλαγή ήταν σε υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Ορίστε ένα παράδειγμα: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας best seller πρέπει να παραδώσει το νέο του μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έχει αργήσει πολύ. Το κοινό του είναι πολυπληθές, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως θα αγοράσει το βιβλίο του μόνο και μόνο επειδή θα γράφει το όνομά του στο εξώφυλλο, κι έτσι κι αλλιώς, λίγοι από αυτούς θα διαβάσουν πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Ο εκδότης του επίσης το γνωρίζει αυτό. Έτσι, ο συγγραφέας αποφασίζει να παραδώσει το νέο του βιβλίο με ένα συγκλονιστικό πρώτο κεφάλαιο αλλά μέτρια πλοκή από κει και πέρα (να το αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας). Ο εκδότης είναι ευχαριστημένος, τον συγχαίρει δηλώνοντας πως παρέλαβε ένα αριστούργημα (το παραμύθι της υψηλής ποιότητας) κι έτσι είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Ο συγγραφέας όχι μόνο προτιμά να παραδώσει χαμηλή ποιότητα, αλλά επιθυμεί και ο εκδότης να του δώσει το ίδιο, για παράδειγμα αποφεύγοντας να χτενίσει πολύ καλά το κείμενο βελτιώνοντάς το, και να το εκδώσει όπως είναι. Εμπιστεύονται ο ένας την αναξιοπιστία του άλλου, και συνωμοτούν για ένα κοινά αποδεκτό χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα που βολεύει και τους δύο. Όποτε υπάρχει μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία σύγκλισης προς χαμηλή ποιότητα με στόχο αμοιβαία οφέλη, έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση Kakonomics.

Παραδόξως, αν ο ένας από τους δύο παραδώσει υψηλή ποιότητα αντί για την αναμενόμενη χαμηλή, ο άλλος αισθάνεται προδομένος και το θεωρεί αθέτηση της άτυπης συμφωνίας, ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί ανοιχτά. Στο παράδειγμά μας, έτσι θα ένιωθε ο συγγραφέας εάν ο επιμελητής του εκδότη βελτίωνε το κείμενό του. Η αξιοπιστία του εκδότη σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να παραδώσει την ίδια χαμηλή ποιότητα. Κόντρα στο κλασικό Δίλημμα του Φυλακισμένου της θεωρίας παιγνίων (όπου δύο άνθρωποι δεν συνεργάζονται ακόμα κι αυτό θα ήταν προς αμοιβαίο τους όφελος), η προθυμία επανάληψης μιας συναλλαγής με κάποιον εξασφαλίζεται όταν υπάρχει η σιγουριά πως κι εκείνος θα παραδώσει χαμηλή αντί για υψηλή ποιότητα.

Οι συναλλαγές Kakonomics δεν είναι πάντα κακές. Μερικές φορές επιτρέπουν μια αμοιβαία κατανόηση εκπτώσεων που κάνει την ζωή πιο χαλαρή για όλους. Όπως μου είπε ένας φίλος που ανακαίνιζε μια αγροικία στην Τοσκάνη, "οι Ιταλοί μαστόροι ποτέ δεν τελειώνουν τη δουλειά στο συμφωνημένο χρόνο, το καλό όμως είναι πως δεν περιμένουν κι εσύ να τους πληρώσεις τότε που έχεις υποσχεθεί".

Το μεγάλο όμως πρόβλημα των Kakonomics -που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει χείριστα οικονομικά- και ο λόγος για τον οποίο αποτελούν μια μορφή συλλογικής παράνοιας εξαιρετικά δύσκολης να εξαλειφθεί, είναι πως κάθε συναλλαγή χαμηλής ποιότητας είναι ένα τοπικό ισοζύγιο όπου και τα δύο μέρη μένουν ευχαριστημένα, αλλά κάθε μία από αυτές τις συναλλαγές διαφθείρει μακροχρόνια συνολικά το σύστημα. Οπότε, οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα καλά συλλογικά αποτελέσματα δεν προέρχονται μόνο από "αρπακτικά" και "κερδοσκόπους", όπως μας διδάσκουν οι καθιερωμένες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από καλά οργανωμένους κανόνες Kakonomics που εξασφαλίζουν πως τα αποτελέσματα των συναλλαγών θα είναι προς το χειρότερο. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας δεν είναι μόνο η συνεργασία για το γενικό καλό. Για να καταλάβουμε γιατί πολλές φορές "η ζωή είναι σκατά", θα πρέπει να μελετήσουμε τις άτυπες συμφωνίες που προσδοκούν σε ένα ατομικό όφελος και ταυτόχρονα σε μια συλλογική ζημία."

Στο συνεργείο: Ο πελάτης πάει γιατί άκουσε πως είναι φθηνό. Σκέφτεται πως και καλή δουλειά να μην γίνει, θα δώσει λίγα, οπότε εντάξει. Ακόμα και πριν φτάσει και το δει, έχει προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του πως το πάτωμα θα είναι μαύρο από στυλιστική επιλογή, κι όχι από τα λάδια είκοσι ετών που κανείς δεν καθάρισε, και πως τα μισολυμένα μοτέρ και τα διάσπαρτα παντού παλιά εξαρτήματα είναι άποψη εικαστική. Ανάλογες μυθοπλασίες ισχύουν και για την συμπεριφορά του μάστορα, που ξινίζει τα μούτρα του λες και ο πελάτης έχει έρθει για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, κι όχι για να του δώσει δουλειά. Αλλά έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, ιδιόρρυθμες, κι η ανάγωγη συμπεριφορά τους δικαιολογείται από το μεγαλείο των έργων τους. Παρά το αυτοπαραμύθιασμα όμως, ο πελάτης γνωρίζει πως η δουλειά δεν θα είναι πρώτης τάξης, αλλά ελπίζει κιόλας πως η χαμηλή τιμή θα αντισταθμίσει την τσαπατσουλιά και την έλλειψη γνώσεων. Από την μεριά του, ο μάστορας γνωρίζει πως ο πελάτης είναι στο κόλπο ("θα δώσω λίγα, θα πάρω αντίστοιχα λίγα"), οφείλει όμως να κάνει την προσπάθεια να ανεβάσει την δουλειά του, με ένα καλά προβαρισμένο ανεκδοτολογικό λογύδριο, για να πείσει τον πελάτη πως όλοι οι άλλοι θα του έπαιρναν τζάμπα λεφτά, και πως μόνος εκείνος είναι μυημένος στα απόκρυφα των κινητήρων των παπιών. Ενστικτωδώς, ο μάστορας γνωρίζει πως να χειραγωγήσει ψυχολογικά τον πελάτη, όπως επίσης γνωρίζει πως ακόμα και τα σχετικά λίγα χρήματα που θα του πάρει είναι στην πραγματικότητα πάρα πολλά για τις δουλειές που δεν θα κάνει, αλλά θα πει ότι έχει κάνει. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται, ο πελάτης φεύγει ευχαριστημένος που έδωσε σχετικά λίγα χρήματα (για δουλειές όμως που δεν έγιναν, ή που έγιναν με σφυροκάλεμο), αφήνοντας τον μάστορα επίσης ευχαριστημένο γιατί με τόσο λίγο κόπο και ικανότητα έβγαλε το μεροκάματο. Τέτοιου είδους συναλλαγές εξαπλώνονται σαν ιώσεις, ξεκινώντας μια δίνη που ρουφάει προς τα κάτω όλο και περισσότερους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και των πελατών, και των υπηρεσιών, και των μαστόρων. Αφού γίνεται κι έτσι, γιατί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο; Μετά, ο πελάτης κοκορεύεται στους φίλους του πως έδωσε μόνο 50 ευρώ για service στο τετρακύλινδρό του, εννοώντας πως είναι κορόιδα όσοι πληρώνουν λογικά χρήματα για αξιοπρεπή εργασία.

Το αντίστροφο: Στο αψεγάδιαστο συνεργείο, ο ευγενικός μάστορας σου λέει μια τιμή που σου φαίνεται χαμηλή. Γίνεσαι πολύ δύσπιστος και φεύγεις: "Κάποιο λάκκο έχει η φάβα", σκέφτεσαι, αντί για το πιο λογικό, "Επιτέλους, σωστό μαγαζί με σωστές τιμές".

Για ανταλλακτικά: Πάρε το ιμιτασιόν, την ίδια δουλειά θα κάνεις. Αμ δε. Μετά από δέκα χρόνια αχρηστίας, αποφάσισα να ξαναβγάλω στο δρόμο το παλιό μου SS50 (τέλη δεκαετίας '60). Αγόρασα ένα σετ "πάνω" φλάντζες έναντι του συγκλονιστικού αντιτίμου του ενός ευρώ και εξήντα λεπτών, κομπλέ με o-ring, ζουάν για την εξάτμιση, τσιμουχάκια βαλβίδων. Το μετάνιωσα με το που το άνοιξα, ήταν σαν κομμένες από παλιό χαρτί τετραδίου. Μερικές δεν έκαναν, μακάρι να μην ταίριαζε καμία για να τις πετάξω όλες. Τι περίμενα; Ποιότητα Honda με 1,60; Σ' αυτή την περίπτωση το Kakonomics δούλεψε: Τις αγόρασα, ξέροντας πως θα είναι σκουπίδια, αλλά παραμυθιάστηκα πως "θα κάνω τη δουλειά μου". Κάπου στα βάθη της Κίνας ένας Κινέζος φλαντζάς γελάει. Τελειωμό δεν έχουν τα κορόιδα. Αν μου κοστίζουν εμένα 15 σεντ του ευρώ, τι περιμένουν; Να είναι και καλές;

Για την επιλογή μοτοσυκλέτας: "Δεν κάνω ράλι εγώ", μου είπε κάποιος όταν μετά από ερώτησή του προσπαθούσα να του εξηγήσω τις μίνιμουμ προδιαγραφές μιας σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Εν γνώσει του, ήθελε να πάρει μια κακή, απαρχαιωμένη μοτοσυκλέτα, ενώ είχε τα χρήματα να πάρει μια καλύτερη. Προτιμούσε δηλαδή την κακή ποιότητα έναντι χαμηλού αντιτίμου, αντί για αποδεκτή ποιότητα με ελάχιστα περισσότερα χρήματα. Και φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πρώτος στο να βρίσκει δικαιολογίες για ο,τιδήποτε. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αφού δεν είναι "ραλίστας", κάτι χωρίς φρένα, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς επιδόσεις, κάτι επικίνδυνο τέλος πάντων, είναι αρκετό για κείνον.

Για τις παρέες: Μερικοί φοβούνται τη μοναξιά. Ίσως γιατί περισσότερο απ' όλα φοβούνται να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους. Και ανέχονται παρέες. Και οι παρέες, αντίστοιχα, τους ανέχονται. Γιατί μερικές φορές οι παρέες επίτηδες περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν θα έκαναν κανονικά παρέα μαζί τους, έτσι για να έχουν να τους κακολογούν όταν δεν είναι παρόντες, ή να τους την μπαίνουν μειωτικά όταν είναι παρόντες. Συνειδητή επιλογή χαμηλής ποιότητας, και τους λόγους ας τους βρουν οι ψυχίατροι. Και πάνε και ταξίδια μαζί, που όλοι είναι στην γκρίνια όλη την ώρα. Και κανείς δεν φχαριστιέται το ταξίδι. Καλύτερα μόνος. Κι ας τα δεις όλα.

To χειρότερο: Μια Kakonomics συναλλαγή θεωρείται πια δεδομένη, ο κανόνας, κάτι αντίστοιχο με το "όλοι τα παίρνουν", "όλοι είναι ένοχοι", και η κοινωνία αρχίζει, συνηθίζει και συνεχίζει να λειτουργεί μόνο σ' αυτή τη βάση. Έτσι κι αλλιώς, οι μέτριοι πάντα θέλουν όλοι να κατέβουν στο επίπεδό τους, και κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούν είναι να ισχυρίζονται πως όλοι είναι όμοιοί τους ή, ακόμα κι αν πράττουν διαφορετικά, θα ήθελαν να είναι. Έχει γίνει επίσης η στάνταρ δικαιολογία για όσους δεν κάνουν, ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους: Ενώ κάποιος δέχεται να κάνει μια δουλειά με συγκεκριμένο αντίτιμο, στην πορεία δικαιολογεί την ανεπάρκειά του ή την άρνησή του να την κάνει με το πρόσχημα πως δεν πληρώνεται αρκετά. Προφανώς, όταν προσλήφθηκαν, ήξεραν, αλλά φυσικά δεν είπαν ποτέ, πως δεν πρόκειται να κάνουν καλά την δουλειά τους, γιατί θεωρούσαν εξ αρχής μικρή την αμοιβή. Αλλά δέχτηκαν την συμφωνία, λέγοντας μετά το απίθανο "εμείς κάνουμε πως δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν". Κι όλα καλά, και πάμε για καλύτερα...