Editorial 560 - On-off 4 ever!

Από το

motomag

1/7/2016

Γιατί αυτές οι μοτοσυκλέτες είναι τόσο γοητευτικές; Μήπως γιατί ο κάθε αναβάτης μπορεί να κάνει μαζί τους αυτό που ονειρεύεται, παντού και πάντα, ενώ αλλιώς θα χρειαζόταν να αλλάξει τουλάχιστον τρεις... την ίδια μέρα; Το γεγονός είναι πως οι μεγάλες on-off αντικατέστησαν τις πάλαι ποτέ παραδοσιακές μοτοσυκλέτες τουρισμού. Η παλιά εικόνα του αναβάτη που είχε μια μεγάλη, βαριά street με τρεις βαλίτσες και tank bag έχει αντικατασταθεί από την νέα, με μια μεγάλη, πιο ελαφριά on-off με τρεις βαλίτσες και tank bag. Όταν όμως δει κανείς πως αυτές οι "πιο ελαφριές" on-off  ζυγίζουν από 250 ως 285 κιλά πριν φορτωθούν, καταλαβαίνει πως δεν ήταν το βάρος ο λόγος της αλλαγής. Οι on-off είναι προτιμότερες από τις touring λόγω ευελιξίας στη χρήση και ευκολίας στην οδήγηση, λόγω θέσης οδήγησης. Στην μεταστροφή βέβαια βοήθησε και ο τρόπος προβολής των συγκεκριμένων μοτοσυκλετών μέσω της διαφήμισης, που έντεχνα πάντρεψε την έννοια της "περιπέτειας" με τον τουρισμό και την οδήγηση στο χώμα. Ακόμα θυμάμαι την περίπτωση των Ewan & Charlie που στο Long Way Round ταλαιπωρούνταν απίστευτα με τις βαρυφορτωμένες Adventure τους κάθε φορά που οι συνθήκες του εδάφους γινόντουσαν πιο ενδιαφέρουσες, ενώ ο άσχετος από μοτοσυκλέτα φωτογράφος – κινηματογραφιστής τους (που είχε οδηγήσει μόνο scooter) είχε καβαλήσει μια IZH 350 (δίχρονη, street...) στην Μογγολία και πέρναγε από λάσπες και ποτάμια αεροπορία...

 

Κατανοώ πλήρως την γοητεία που έχει η υπερβολή: Πάω στα δύσκολα με τρακόσα τόσα κιλά φορτωμένης μοτοσυκλέτας, μπράβο μου που τα καταφέρνω. Δείτε όμως τι γίνεται για παράδειγμα στις ΗΠΑ, την παραδοσιακή κοιτίδα της υπερβολής, όπου λατρεύουν το ταπεινό αλλά βολικό κι αποτελεσματικό Kawasaki KLR650. Γιατί; Γιατί είναι φτηνό, δεν σε νοιάζει κι αν το ταλαιπωρήσεις, όταν το κάνεις αντέχει στην ταλαιπωρία, πάει καλά στα χώματα, το σηκώνεις μόνος σου αν πέσει και μπορείς άνετα να το βελτιώσεις σύμφωνα με τα γούστα σου. Και γιατί είναι πιο κοντά σ’ αυτό που εμείς ονομάζουμε το ιδανικό 50/50, άσφαλτος/χώμα. Δεν λέω να ξαναγυρίσουμε στα παλιά, μακριά από μας. Αυτό όμως που χρειάζεται να αλλάξει, και ήδη αλλάζει, είναι το κέντρο βάρους της κατηγορίας. Φυσικά και χρειάζονται οι ναυαρχίδες, οι μοτοσυκλέτες εκείνες που θα μπορούν (λόγω τις υψηλής τιμής τους) να ενσωματώνουν την τελευταία τεχνολογία και να λειτουργούν ως κράχτες. Σιγά σιγά όμως, κι ενώ η κατηγορία είχε ξεκινήσει από 250 κυβικά (Yamaha DT-1) , είχε ανέβει στα 500 (XT) και ξεκίνησε τον υπερδιπλασιασμό των κυβικών της με το G/S 800 του 1980. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, καθώς τα τελευταία παραδοσιακά on-off έπεφταν θύματα του γιγαντισμού και εξαφανίζονταν, όλοι οι προβολείς ήταν στραμμένοι προς το άνω άκρο, που ανέβηκε ως τα 1.300 κυβικά. Κι όσο πιο μεγάλο και βαρύ, για τόσο πιο χωματερό και περιπετειώδες πλασαριζόταν.  Κι αυτά που βρίσκονταν στη χρυσή τομή ανάμεσα στον όγκο και το βάρος και τις δυνατότητες σε άσφαλτο και χώμα, αντιπροσωπεύονταν μόνο από κάποια μονοκύλινδρα με κινητήρες δεκαπενταετίας, ή από δικύλινδρα και τρικύλινδρα 800 κυβικών, μετρημένα στα... μισά δάχτυλα του ενός χεριού. Και ξεχάστε τα κυβικά. Μας απασχολεί το βάρος πρώτα απ’ όλα, γιατί μην νομίζετε, και τα μονοκύλινδρα 650 που μπορούσαν να ταξιδεύουν αξιοπρεπώς κοντά στα 200 κιλά ήταν. Χρειάζεται μια αναθεώρηση.

 

Να περιγράψουμε μια ιδανική on-off, που να μπορείς να την απολαύσεις εξίσου τόσο στην άσφαλτο όσο και στο χώμα; Εύκολο: Τροχοί 21 ίντσες μπροστά και 18 πίσω. Διαδρομές αναρτήσεων πάνω από 20 εκατοστά, όχι πάνω από 25. Βάρος όσο πιο κοντά στα 200 kg, κι αν είναι πιο κάτω, ακόμα καλύτερα. Κινητήρας ζωντανός, που να επιτρέπει ταχύτητες ταξιδιού στην εθνική 150-160 αν του το ζητήσεις. Συνδυασμός κατανάλωσης / χωρητικότητας ρεζερβουάρ που να δίνει αυτονομία 300 χιλιόμετρα, περισσότερα αν το πας οικονομικά. Σχεδιασμός τέτοιος που να δίνει προστασία στα 150-160, αλλά χωρίς το αποτέλεσμα να είναι ευπαθές σε πτώσεις. Και μια και είπαμε για πτώσεις, τόσο το "κουστούμι" όσο και τα μηχανικά μέρη πρέπει να είναι έτσι σχεδιασμένα ώστε να βγαίνουν αλώβητα όταν γίνει το λάθος. Όλα αυτά τα χρόνια που οδηγούμε on-off σε κάθε είδους δρόμο, και ειδικά εκεί που δεν περνάει αυτοκίνητο, έχουμε δει και μοτοσυκλέτες που στην πρώτη επαφή με το έδαφος τρύπαγε το ψυγείο τους. Τέλεια. Χρειάζεται να είναι ηλεκτρικά ρυθμιζόμενες ή ημι-ενεργητικές οι αναρτήσεις τους; Όχι απαραίτητα. Μπορεί να είναι και συμβατικές, αλλά καλοεξελιγμένες, ποιοτικές και με εύρος ρύθμισης που να καλύπτει κάθε χρήση. Έχουμε δει πως με συμβατικές αναρτήσεις που μπορείς να πας γρήγορα στο χώμα, μπορείς να συνεχίσεις εξίσου γρήγορα μόλις βγεις στην άσφαλτο, χωρίς να αλλάξεις καμία ρύθμιση. Οπότε, να ένας τομέας που μπορεί να κατέβει το κόστος, γιατί τις θέλουμε και ελαφριές τις on-off μας, και το μικρό βάρος στοιχίζει στα εργοστάσια περισσότερο από το μεγάλο. Από κει και πέρα, δεν μας απασχολεί το πόσα κυβικά θα είναι. Ένας σημερινός δικύλινδρος κινητήρας στα 500 κυβικά μπορεί να αποδίδει καλύτερα απ’ ότι ένας παλιός με 800. Ειδικά ένας σύγχρονος κινητήρας με 700-800 κυβικά μπορεί να δώσει έναν άριστος συνδυασμό απόδοσης / βάρους, επιτρέποντας την κατασκευή μιας συνολικά ελαφριάς μοτοσυκλέτας. Από ήλεκτρονικά; Απαραίτητα ABS, όχι και τόσο απαραίτητα, αν έχεις καλορρυθμισμένο σύστημα ανάφλεξης – τροφοδοσίας, traction control.

 

Στο υποθετικό ερώτημα "Αφού σας απασχολεί τόσο το χώμα, γιατί δεν οδηγείτε καθαρόαιμα τετράχρονα enduro στα βουνά, να τελειώνουμε;", υπάρχει ένα σκέλος της απάντησης που έχει ενδιαφέρον. Πέρα από τα προφανή, την δυνατότητα φορτώματος και ταξιδιού στην άσφαλτο, την δυνατότητα καθημερινής χρήσης και την πολύ μικρότερη συντήρηση που χρειάζεται μια on-off σε σχέση με μια καθαρόαιμη, πέρα από την άνεση και τον εξοπλισμό, η αλήθεια είναι πως όταν σε απασχολεί η απόλαυση της οδήγησης με μια on-off, το επιπλέον βάρος της σε σχέση με ένα enduro είναι πλεονέκτημα!  Κάποτε δεν θα μπορούσαμε να το φανταστούμε αυτό, αλλά όταν αρχίσαμε να οδηγούμε τα θηρία γρήγορα στο χώμα, είδαμε πως στους χωματόδρομους το επιπλέον βάρος αύξανε την αδράνεια της μοτοσυκλέτας, και η πορεία της δεν επηρεαζόταν εύκολα από τις όποιες ανωμαλίες, όπως θα γινόταν με μια ελαφριά enduro. Κι όταν έχεις να οδηγείς όλη μέρα, όρθιος στα χώματα και καθιστός αλλά με πολεμικές διαθέσεις στις βουνίσιες ασφάλτους που θα συναντήσεις, την χρειάζεσαι αυτή την αταραξία του πλαισίου. Ένας άλλος μύθος που για μας έχει καταρριφθεί είναι πως ο εμπρός τροχός των 21 ιντσών δεν κάνει για άσφαλτο, καθώς σε πάρα πολλές περιπτώσεις έχουμε διαπιστώσει το αντίθετο.

 

Ελπίζω πως τώρα που έχουμε δει μέχρι που μπορεί να φτάσει το άνω άκρο της κατηγορίας, με πολυτάλαντες και απίστευτα ικανές για τα κιλά τους μοτοσυκλέτες, οι κατασκευαστές να στρέψουν τα τμήματα έρευνας και εξέλιξης προς πιο ανθρώπινες, πιο προσιτές, πιο ικανές και ελαφριές μοτοσυκλέτες, που θα μας ενθαρρύνουν να αναζητήσουμε την περιπέτεια, κι όχι να προσπαθούμε να την αποφύγουμε!

 

 

 

editorial τ.530 - αξίζουν και τώρα!

Από το

Μαύρο Σκύλο

25/12/2013

Ένα από τα άσχημα των εποχών με αφθονία χρήματος ήταν πως έκαναν τις μοτοσυκλέτες να μοιάζουν αναλώσιμες. Όταν υπάρχει η δυνατότητα συχνών αλλαγών, και πολλοί δεν το σκέφτονταν δεύτερη φορά πριν πουλήσουν τη μια κι αγοράσουν την άλλη, μια παρενέργεια είναι πως μειώνεται ο χρόνος ενασχόλησης με την ίδια την μοτοσυκλέτα. Κι όταν δεν της βάζεις χέρι, όταν δεν την γνωρίζεις λίγο πιο βαθιά, όταν μόνο το συνεργείο ασχολείται μαζί της, τότε χάνεις πολλά από την σχέση σου μαζί της. Λόγω της ίδιας ευκολίας στην απόκτηση καινούργιας, στα παλιότερα μοντέλα κανείς δεν έδινε σημασία, κι ειδικά σ' αυτά που δεν ήταν τόσο παλιά ή σπάνια ώστε να θεωρούνται κλασικά, ειδικά σ' αυτά που δεν είχαν αξία χρηματική παρά μόνο συναισθηματική. Πολλές τέτοιες μοτοσυκλέτες βρίσκονται παρατημένες σε αυλές, αποθήκες και υπόγεια, μοτοσυκλέτες που τόσα είχαμε ζήσει μαζί τους αλλά κάποια στιγμή παροπλίστηκαν και ξεχάστηκαν. Ξανασκεφτείτε το, γιατί αυτές οι μοτοσυκλέτες αξίζουν και τώρα.

Η κατηγορία αυτή των Μοτοσυκλετών Συναισθηματικής Αξίας ξεφεύγει από τις συνήθεις κλασικές, κι όχι μόνο λόγω ηλικίας. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά: Αυτές οι μοτοσυκλέτες έχουν αξία ειδικά και αποκλειστικά για τον ιδιοκτήτη τους, σε αντίθεση με τις κοινώς και παγκοσμίως αποδεκτές "ιστορικές". Ένα ταπεινό XL185S δεν έχει την χρηματική αξία ή την αίγλη ενός RC30, αλλά για αυτόν που το έχει στην καρδιά του λέει πολλά, ενώ το superbike μπορεί να το θαυμάζεις, αλλά να είναι συναισθηματικά αδιάφορο. Μπορεί την μοτοσυκλέτα να την είχες μικρός ή να την έχεις ακόμα κάπου παρατημένη, μπορεί να την θυμάσαι να περνάει κι εσύ να χάσκεις με το στόμα ανοιχτό, μπορεί να την είχε ο πατέρας σου και πάνω της να έκανες την πρώτη σου βόλτα. Μπορεί να ήταν μια φωτογραφία μόνο που κάποτε είχες δει σ' ένα περιοδικό, μπορεί να μην είχες καμιά παλιότερη επαφή μαζί της αλλά για τους δικούς σου μοναδικούς λόγους να έφαγες την φλασιά: "Θέλω να ζήσω πράγματα μαζί της". Και να ξεκινήσεις για ένα μοναδικό ταξίδι, που θα σε ανταμείψει πλούσια πριν καν πάρει μπρος ο κινητήρας και διανύσεις τα πρώτα μέτρα. Το πιο ενθαρρυντικό απ' όλα δεν είναι πως κάποιοι παλιοί μοτοσυκλετιστές βγάζουν ξανά στο δρόμο τις παλιές τους αγάπες, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Πολλοί νέοι αποφασίζουν να ασχοληθούν για πρώτη φορά με την μοτοσυκλέτα κι αντί να κλαίγονται που δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν το τελευταίο σούπερ ουάου μοντέλο, μαζεύουν ένα παλιό μηδαμινής ή μηδενικής αξίας και το ξαναβγάζουν σε κυκλοφορία, με πολλή προσωπική ενασχόληση. Κι ίσως να μην υπάρχει καλύτερος τρόπος για να αρχίσει κάποιος το ταξίδι του στον κόσμο της μοτοσυκλέτας. Για σκεφτείτε το: Πριν καν την οδηγήσει, θα την έχει λύσει, επισκευάσει, συντηρήσει και ξαναδέσει, χτίζοντας μια μοναδική σχέση μαζί της. Και στην εποχή της ηλεκτρονικής "κοινωνικότητας", όταν οι άλλοι είναι σκυμμένοι στα έξυπνα κινητά τους και θεωρούν πως "επικοινωνούν", υπάρχουν παρέες που πραγματικά ζουν και επικοινωνούν μέσω κοινών δράσεων, που μαθαίνουν και διασκεδάζουν ξαναδίνοντας ζωή σε μια μοτοσυκλέτα, ξοδεύοντας λιγότερα χρήματα από το κόστος ενός καλού laptop.

Στην πορεία, ξαναζωντανεύουν τέχνες και τεχνικές που κινδυνεύουν να χαθούν, σώζονται γνώσεις και ανασύρονται πατέντες, εφευρίσκονται νέες και οι παρέες περνάνε καλά πριν ακόμα την πρώτη τους βόλτα. Το ευτύχημα είναι πως όλες αυτές οι συναισθηματικής αξίας μοτοσυκλέτες δεν χρειάζονται εξειδικευμένο εξοπλισμό για την συντήρηση και την ρύθμισή τους, καθώς τα ηλεκτρονικά τους λάμπουν δια της απουσίας τους, και τα διαγνωστικά ήταν άγνωστη λέξη όταν φτιάχτηκαν. Με βασικά εργαλεία και όρεξη μπορούν να γίνουν οι περισσότερες δουλειές, χωρίς να είναι απαραίτητα τα Τρία Χι της αναπαλαίωσης κλασικών μοτοσυκλετών: Χρήμα, Χρόνος, Χώρος. Ένας χώρος κάπου θα βρεθεί, χρόνος επίσης, ενώ το χρήμα είναι ελάχιστο, ειδικά όταν δεν σε απασχολεί η αυθεντικότητα και ξεφύγεις από το "100% original". Έτσι, ξεφεύγεις και από τα νύχια του αετονύχη που σε περιμένει με ακονισμένο το ξυράφι για να σου πουλήσει το καρασπάνιο original παπαράκι που θεωρεί πως αξίζει το βάρος του σε χρυσό. Κι έχει μεγαλύτερη αξία να καταφέρεις να σώσεις εξαρτήματα, παρά να έχεις φουσκωτό πορτοφόλι και να τα πάρεις όλα καινούργια. Πως ξανανιώνει ένα πλαστικό; Πως θα μπαλώσεις το σκουριασμένο φτερό χωρίς να φαίνεται; Πως θα ξεσκουριάσεις ζάντες και ακτίνες; Πως θα ξεβάψεις το πλαίσιο; Που θα βρεις "βαρελάκια" για να αλλάξεις συρματόσχοινα στις ντίζες; Πως θα καθαρίσεις το καρμπυρατέρ; Τις βίδες; Πως βγαίνουν τα ρουλεμάν των τροχών; Κι αυτά είναι λίγα μόνο από τα χιλιάδες ερωτήματα που θα δημιουργηθούν στην πορεία μιας ανακατασκευής, και που θα οδηγήσουν σε αντίστοιχες απαντήσεις και γνώση.

Φυσικά, κάποια στιγμή μπορεί να χρειαστούν αυθεντικά ανταλλακτικά, γιατί αυτά θέλεις, κι όχι κάποια πατέντα. Μέχρι στιγμής, υπήρχε μόνο μία εταιρεία που ενεργά στηρίζει με ανταλλακτικά παλιά (πολύ παλιά...) μοντέλα, κι αυτή είναι η BMW, που έχει κατάλογο με τα ανταλλακτικά των κλασικών της. Πρόσφατα όμως, η Suzuki στην Αγγλία ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα παλαιών ανταλλακτικών, που θα διατίθενται online για δημοφιλή μοντέλα του παρελθόντος. Η αρχή γίνεται με το πρώτο RGV250Γ, για το οποίο μπορεί κανείς να βρει εκτός από ανταλλακτικά, service και parts manual, όπως και προσπέκτους (τα manual είναι δωρεάν και μπορεί να τα κατεβάσει οποιοσδήποτε). Κάθε τρίμηνο θα ακολουθεί ένα ακόμα μοντέλο, όπως τα πρώτα GSX-R, το δίχρονο υγρόψυκτο 750 (ο "βραστήρας"), το GS1000S, η μεγάλη Katana 1100, το 250 Χ7 και άλλα. Ενστικτωδώς, έχουμε σε μεγαλύτερη εκτίμηση κάθε εταιρεία που σέβεται το παρελθόν της, και δεν το έχει ξεχάσει κοιτάζοντας μόνο το σήμερα. Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν σε στοκ τα ανταλλακτικά (η Suzuki δεν διευκρινίζει αν θα ξαναφτιαχτούν ανταλλακτικά για αυτά τα μοντέλα ή θα διατίθεται το στοκ μέχρι να εξαντληθεί, αν και είναι λίγο απίθανο να έχουν πλήρες στοκ για GT750 και GS1000S, οπότε μάλλον θα τα ξαναφτιάξουν...) κάθε εταιρεία θα μπορούσε να έχει σε ειδικό site τα service manual και τους καταλόγους των ανταλλακτικών για τα προ εικοσαετίας μοντέλα της, βοηθώντας την ίδια της την ιστορία να παραμείνει ζωντανή και εμπνέοντας τους αναβάτες να μείνουν "πιστοί" στην μάρκα. Έτσι κι αλλιώς, μοτοσυκλέτες τέτοιας ηλικίας σπάνια περνούν την πόρτα εξουσιοδοτημένων συνεργείων, οπότε δεν πρόκειται να χάσουν χρήματα, και οι κατάλογοι των ανταλλακτικών μπορούν να χρησιμεύσουν και για παραγγελίες αλλά και για τις πολύ συχνές απορίες του στυλ "τώρα που στο διάολο έμπαινε αυτή η ροδέλα...". Ανοίγεις το parts list και βλέπεις άμεσα που πάει κάθε παπαράκι και κάθε καυλιτζέκι, γιατί πάντα είναι αυτά τα αγνώστου προορισμού και θέσεως εξαρτήματα που κάτι σου θυμίζουν, αλλά που με τίποτα δεν θυμάσαι που ακριβώς πάνε.

Αυτή η τάση, της αναγέννησης των Μοτοσυκλετών Συναισθηματικής Αξίας που Αξίζουν και Τώρα (ακριβώς γιατί έχουν συναισθηματική αξία!), συνδυάζεται ιδανικά και με το customizing. Ας ξεχάσουμε όμως καλύτερα την εποχή που custom σήμαινε "ψευτοτσόπερ", μοτοσυκλέτα δηλαδή μαζικής παραγωγής που αντλούσε το στυλ της από τις πραγματικά custom κατασκευές της αμερικάνικης δύσης, που σήμερα λέγεται cruiser. Περιφραστικά, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το customizing ως την διαδικασία με την οποία μετατρέπεται εμφανισιακά και λειτουργικά μια μοτοσυκλέτα έτσι ώστε να ταιριάζει με τα γούστα του ιδιοκτήτη της. Και τα café racer τέτοια είναι, και τα street trackers, και τα scrambler style και τόσα άλλα που δεν έχουν όνομα αλλά τους δίνει υπόσταση η φαντασία και η εργασία του κατασκευαστή τους. Ακόμα και ένα rat bike, custom είναι, φτιάχτηκε "επί τούτου". To customizing (και παρακαλώ τον Λύκο ως προφέσορα της Αγγλικής να εφεύρει τον ελληνικό όρο) αφορά όλες τις μοτοσυκλέτες, από τις πιο μικρές και φτηνές ως τις πιο μεγάλες και ακριβές. Όλοι μας λίγο πολύ κάτι κάνουμε στις μοτοσυκλέτες μας, κάποια πινελιά δική μας προσθέτουμε, είναι όμως οι πιο εκτεταμένες επεμβάσεις που μπορούν να βγάλουν αριστουργήματα ή εκτρώματα. Αν γουστάρετε για παράδειγμα ιταλικά V2, ρίξτε μια ματιά στην Radical Ducati που φτιάχνει κάτι αριστουργήματα με σαφείς αναφορές στο παρελθόν. Ή δείτε το στυλ των Deus και των Wrenchmonkees, που έχει επηρεάσει δεκάδες άλλους επαγγελματίες καστομάδες. Κάπου εκεί συναντιέται η μοτοσυκλέτα με την τέχνη, κάπου εκεί είναι και η ευκαιρία του κάθε ερασιτέχνη να δημιουργήσει. Θέλει και λίγο προσοχή βέβαια, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις όλοι οι φίλοι και γνωστοί θεωρούν υποχρέωσή τους να σου δηλώσουν "έτσι θα το κάνεις!", για κάτι που οι ίδιοι δεν έχουν κάνει ποτέ. Καθώς η μοτοσυκλέτα είναι προσωπική υπόθεση, και μια custom μοτοσυκλέτα ακόμη περισσότερο, μπορείτε να θυμίσετε στους φίλους σας πως η καμήλα είναι άλογο που το έφτιαξε επιτροπή. Και στην ουσία, κάθε αναγέννηση μοτοσυκλέτας που θα την κάνει να ξεφύγει από την αυθεντική της μορφή, είναι customizing. To ενθαρρυντικό είναι πως με αυτή την διαδικασία, μοτοσυκλέτες που ποτέ δεν διεκδικούσαν βραβείο ομορφιάς, μπορούν να μετατραπούν σε κάτι αξιόλογο, συνήθως με την διαδικασία της αφαίρεσης, με στόχο μια πιο μίνιμαλ αισθητική. Ποιός θα περίμενε πως ένα Suzuki LS650 Savage μπορεί να μετατραπεί σχετικά εύκολα σε dirt tracker ή café racer; Κι όμως, λίγο φαντασία θέλει, να μπορείς να βιδώνεις και να ξεβιδώνεις βίδες, κι άντε, να βοηθήσουν και μερικοί φίλοι. Ακόμα και ασχημόπαπα σαν κάτι Yamaha SR250 και περίεργα σαν τον Χαρούμενο Χοντρούλη TW200, μπορούν να γίνουν "κουλά" μηχανάκια, μοναδικά σαν αυτόν που θα τα φτιάξει.

Μέσα από μια τέτοια διαδικασία, μπαίνεις λίγο και στα παπούτσια των κατασκευαστών, και αν εσύ δυσκολεύεσαι να αποφασίσεις πως θες να κάνεις την δική σου, την προσωπική σου μοτοσυκλέτα, καταλαβαίνεις τι μπελά έχουν στο κεφάλι τους όσοι σχεδιάζουν μια μοτοσυκλέτα που προορίζεται για να αρέσει σε όλο τον πλανήτη. Μια άλλη πτυχή του customizing είναι πως σε πολλές περιπτώσεις οι μοτοσυκλέτες γίνονται λειτουργικά χειρότερες, στο όνομα της εμφάνισης: Σέλες υποτυπώδεις, αναρτήσεις με μικρότερες διαδρομές, ο απολύτως ελάχιστος εξοπλισμός, μικρότερα ρεζερβουάρ, λάστιχα τετράγωνα... Κι όμως, αυτές οι "ελλείψεις" τελικά καταλήγουν να ενισχύουν την εμπειρία, και όχι να την μειώνουν. Μια custom μοτοσυκλέτα μπορεί και να πηγαίνει, να στρίβει, να φρενάρει χειρότερα, αλλά η εμπειρία της οδήγησής της να είναι ανώτερη της καλύτερης λειτουργικά αρχικής της μορφής. Να και κάτι άλλο λοιπόν που ενισχύει το γόητρο των custom μοτοσυκλετών: Η απόλαυση που παίρνεις από την οδήγησή τους είναι ανεξάρτητη από μετρήσιμα μεγέθη επιδόσεων, ή τεχνικά χαρακτηριστικά που θα έδιναν την νίκη σε μια λεκτική μάχη της καφετέριας.

Μου φαίνεται πως η επιστροφή σε μοτοσυκλέτες που για τον καθένα μας αξίζουν και τώρα, και που έχουν επιλεγεί με συναισθηματικά και όχι ορθολογιστικά κριτήρια, δεν είναι παρά μια έστω και ασυνείδητη επιστροφή στις αρχικές αξίες της μοτοσυκλέτας, τότε που ένας κινητήρας, ένα πλαίσιο, ένα ρεζερβουάρ και δύο ρόδες ήταν αρκετές για να νιώσεις μοναδικές συγκινήσεις, ή για να κάνεις το γύρο του κόσμου. Οι αυτοκινητάδες το έχουν χάσει αυτό το παιχνίδι. Πως να κάτσεις να κάνεις ένα σύγχρονο αυτοκίνητο απλό και ελαφρύ σαν ένα 2CV; Δεν γίνεται. Μια μοτοσυκλέτα όμως...